ΑΕΔ 1/1991, ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ, ΚΕΔΕ, ΕΚΤΕΛΕΣΗ, ΑΝΑΚΟΠΗ ΤΡΙΤΟΥ ΓΙΑ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΟΧΙ 217 ΚΔΔ

ΑΕΔ

1/1991 ΑΕΔ 
 
Δ/ΝΗ/1991 (1480), ΔΔΙΚΗ/1991 (1065), ΔΙΚΗ/1991 (628), ΔΦΟΡΝΟΜΟΘ/1991 (1292), ΕΔΚΑ/1991 (486) ΑΕΔ. Αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας. Διοικητικές διαφορές ουσίας Ν 1406/83. Ανακοπή κατά διοικητικής εκτελέσεως η οποία αφορά ακίνητο συνιστά ιδιωτική διαφορά, ανεξάρτητα από την απαίτηση για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση. Δικαιοδοσία Πολιτικών Δικαστηρίων. Εμπρόθεσμη αίτηση περί άρσεως της συγκρούσεως. Προϋποθέσεις.
  
Ανωτ. Ειδ. Δικαστηρίου 1/1991 Πρόεδρος: ΒΑΣ. ΜΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ Εισηγητής ΑΠΟΣΤ. ΜΟΥΣΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Δικηγόροι: Ι. Σπανουδάκη – Σωτηροπούλου, θ. Αμπλιανίτης, Βασ. Φαλαγκαράκης και Φωτ. Μαμαλούγκα. Επειδή, κατά το άρθρο 6 περ. δ` του Νόμου 345/1976 “περί κυρώσεως του Κώδικος περί του κατά το άρθρον 100 του Συν/τος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου”, “εις την δικαιοδοσίαν του Ειδικού Δικαστηρίου υπάγεται η άρσις των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβ. Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή τέλος μεταξύ του Ελεγκτ. Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων”. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του ιδίου νόμου “εφ` όσον τα κατά το άρθρον 44 παρ. 1 δικαστήρια έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας επί της αυτής υποθέσεως, η σύγκρουσις αίρεται επιμελεία παντός διαδίκου, δια καταθέσεως αιτήσεως ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου, εντός ενενήκοντα ημερών από της δημοσιεύσεως της νεωτέρας αποφάσεως”. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η προθεσμία των ενενήκοντα ημερών εντός της οποίας πρέπει να κατατεθεί η αίτηση για άρση της συγκρούσεως, αρχίζει από την τελεσιδικία της αποφάσεως εκείνης από τις προκαλέσασες την σύγκρουση η οποία κατέστη τελεσίδικη βραδύτερον σε σχέση με την άλλη, δεν συνάγεται δε το αντίθετο από τα οριζόμενα στην παραπάνω διάταξη ότι η κατάθεση της σχετικής για άρση της συγκρούσεως αιτήσεως πρέπει να λάβει χώραν εντός ενενήκοντα ημερών από τη δημοσίευση της νεώτερης των αποφάσεων αυτών, διότι η ρύθμιση αυτή αφορά στη συνηθέστερη περίπτωση, κατά την οποία η αποφατική σύγκρουση προκαλείται από αποφάσεις που εκδίδονται από δευτεροβάθμια δικαστήρια ή και από πρωτοβάθμια ανεκκλήτως, οι οποίες είναι τελεσίδικες από τη δημοσίευσή τους (ΑΕΔ 5/1989). Τέλος, στο άρθρο 47 παρ. 4 του αυτού πιο πάνω νόμου, ορίζεται ότι “η απόφασις του Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται εις την λύσιν του αμφισβητουμένου ζητήματος δικαιοδοσίας, εξαφανίζει την εσφαλμένως αποφανθείσαν επί τούτου απόφασιν ή διοικητικήν πράξιν, παραπέμπει την υπόθεσιν εις το κρινόμενον ως έχον δικαιοδοσίαν δικαστήριον ή αρχήν, είναι δε κατ` εξαίρεσιν του άρθρου 21 παρ. 1, υποχρεωτική δια πάντα τα επιληφθέντα ή αποσχόντα να επιληφθούν δικαστήρια ή αρχάς και τους διαδίκους”. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αιτούντες εκθέτουν στην κρινόμενη αίτησή τους ότι με τις 873/1990 και 1921/1990 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών και του Τριμ. Διοικ. Πρωτ. Αθηνών, αντίστοιχα, με την πρώτη των οποίων επικυρώθηκε η 6660/1989 απόφαση του Πολ. Πρωτ. Αθηνών, κρίθηκε τελεσιδίκως ότι τα δικαστήρια αυτά στερούνται δικαιοδοσίας προς εκδίκαση της από 3.5.1989 ανακοπής αυτών ως τρίτων, με την οποία ζήτησαν την αναγνώριση του δικαιώματος συγκυριότητάς τους στο περιγραφόμενο ακίνητο και την ακύρωση της κατασχέσεως που επιβλήθηκε επί του ακινήτου αυτού, με την 3288/1989 έκθεση του δικ. επιμελητή Λ.Α., από το πρώτο των καθών Ελληνικό Δημόσιο, για την είσπραξη οφειλομένων φόρων από τον οφειλέτη αυτού και τρίτο των καθών Α.Β. ζητούν δε με την αιτησή τους αυτή την άρση της πιο πάνω αποφατικής συγκρούσεως. Από την προσκομιζόμενη 27819/3.7.1990 βεβαίωση του Διοικ. Πρωτ. Αθηνών προκύπτει ότι η προαναφερόμενη 1921/1990 απόφαση του 25ου τριμ. τμήματος του δικαστηρίου αυτού επιδόθηκε στους διαδίκους Μ. και Α.Σ. στις 28.3.1990, τον Α.Β. στις 18.5.1990 και τον Υπουργό Οικονομικών ως εκπρόσωπο του καθού Ελλην. Δημοσίου στις 10.5.1990 και ότι κανείς από τους διαδίκους δεν άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής μέχρι την 2.7.1990, παρελθούσης έτσι άπρακτης της προθεσμίας του ενός μηνός που ορίζεται με τη διάταξη του άρθρου 167 του Νόμου 4125/1960 για την άσκηση εφέσεως. Συνεπώς, η απόφαση αυτή που υπήρξε και η νεώτερη από τις αποφάσεις που προκάλεσαν την προκειμένη αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας, κατέστη τελεσίδικη από της 19.6.1990 και επομένως η κρινόμενη αίτηση που κατατέθηκε στις 18.7.1990, όπως προκύπτει από τη σχετική πράξη καταθέσεως του αρμοδίου γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου, και της οποίας αιτήσεως, έγιναν οι κατά τα άρθρα 45 και 47 παρ. 2 του Νόμου 345/1976 επιβαλλόμενες κοινοποιήσεις, σύμφωνα με τα σχετικά επιδοτήρια, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν. Επειδή, κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, από τις διαφορές δε αυτές όσες δεν εχουν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά πρέπει να υπαχθούν υποχρεωτικά στη δικαιοδοσία τους μέσα σε πέντε έτη από την ισχύ του Συντάγματος, της προθεσμίας αυτής δυνάμενης να παρατείνεται με νόμο. Κατά δε την παράγραφο 3 του ιδίου άθρου, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που τους ανατίθενται με νόμο. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 9 αριθ. 2 και 35 επομ. του Ν.Δ. 356/1974 “Περί κωδ. εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων”, επιτρέπεται η αναγκαστική κατάσχεση ακινήτων σε βάρος του οφειλέτη για χρέη του προς το Δημόσιο, κατά δε το άρθρο 74 του αυτού Ν.Δ., δικαιούται να ασκήσει ανακοπή κατά της διοικητικής εκτελέσεως οποιοσδήποτε τρίτος εφόσον προσβάλλεται από αυτή το δικαίωμα της κυριότητάς του επί του αντικειμένου της εκτελέσεως. Τέλος, με το άρθρο 1 του Νόμου 1406/1983 έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικώς αναφερομένων περιπτώσεων περιλαμβάνονται στην παράγραφο 2. εδάφιο ια` του ιδίου άρθρου και οι αναφερόμενες στην είσπραξη των δημοσίων εσόδων (Ν.Δ. 356/1974). Επειδή, από τις συνταγματικές διατάξεις που έχουν παρατεθεί στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι διαφορές που είναι από τη φύση τους ιδιωτικές ανήκουν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και δεν μπορούν να υπαχθούν με νόμο στα τακτικά διοιητικά διαστήρια. Εξάλλου, κατά την έννοια της πιο πάνω παρ. 1 του άρθρου 94 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων είναι οι διαφορές που πηγάζουν είτε από διοικητικές συμβάσεις, είτε από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον στη δεύτερη αυτή περίπτωση ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικονομική προστασία του πολίτη ώστε το αιτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο. Επίσης, επί των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών και ενόψει της γενικής από το Σύνταγμα (άρθρο 95 παρ. 1α) ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλ. Επικρατείας, διοικητικές διαφορές ουσίας που μπορούν να ανατεθούν από το νόμο στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια είναι οι διαφορές από συγκεκριμένες μόνο κατηγορίες υποθέσεων, ειδικώς από το νόμο καθοριζόμενες, και εφόσον η αρμοδιότητα που απονέμεται από το νόμο στα πιο πάνω δικαστήρια εκτείνεται σε άσκηση πλήρους δικαιοδοαίας. `Οταν, δηλαδή, το αίτημα ενώπιον του δικαστηρίου μπορεί, σύμφωνα με το νόμο, να είναι η καταψήφιση σε χρηματική ή άλλη παροχή ή η αναγνώριση ή αποκατάσταση δικαιωμάτων ή καταστάσεων που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο και το δικαστήριο έχει την εξουσία να διαμορφώσει το ουσιαστικό περιεχόμενο του δικαιώματος ή της νομικής καταστάσεως. ( Α.Ε.Δ. 10, 39/89). Επειδή, σχετικά με την ανακοπή τρίτου κατά της διοικητικής εκτελέσεως, η οποία αφορά ακίνητο που κατασχέθηκε και γίνεται για την εξόφληση χρεών προς το Δημόσιο, το αντικείμενο της δίκης είναι το δικαίωμα της κυριότητας του ανακόπτοντος, η αναγνώριση του οποίου θα έχει ως αποτέλεσμα την ακυρότητα της κατασχέσεως που επιβλήθηκε. Επομένως, η διαφορά που δημιουργείται από την άσκηση της παραπάνω ανακοπής του τρίτου, του οποίου θίγονται με την κατάσχεση τα εμπράγματα επί του ακινήτου δικαιώματα, φέρει τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ιδιωτικής διαφοράς, ανεξάρτητα από το αντικείμενο της απαιτήσεως για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, το οποίο δεν αποτελεί αναγκαίο και υποχρεωτικό στοιχείο έρευνας για το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή.

Με τα δεδομένα αυτά, η πιο πάνω αναφερόμενη ένδικη διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων, είναι ιδιωτική και, σαν τέτοια, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, υπέρ των οποίων και πρέπει να αρθεί η αποφατική σύγκρουση που δημιουργήθηκε, εξαφανιζομένων δε των αντιθέτων αποφάσεων του Διοικ. Πρωτ. Αθηνών και του Εφετείου Αθηνών, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στο έχον τη δικαιοδοσία πρώτο από τα δικαστήρια αυτά.

Κατά τη γνώμη όμως ενός (1) από τα μέλη του Δικαστηρίου, η ανακοπή τρίτου, ασκουμένη κατά το άρθρο 74 του Ν.Δ. 356/1974, αποβλέπει στην ακύρωση της διοικητικής εκτελέσεως με λόγο ακυρώσεως την προβαλλομένη κυριότητα του τρίτου. Επομένως, κύριο αντικείμενο της δίκης που προκαλείται από την ανακοπή αυτή είναι η ακύρωση της παραπάνω εκτελέσεως. Και είναι μεν αλήθεια ότι απαραίτητη προϋπόθεση γι` αυτό αποτελεί η προηγουμένη κρίση επί του ιδιωτικού δικαιώματος της κυριότητας του τρίτου στο αντικείμενο της εκτελέσεως, πλην όμως τούτο αποτελεί προδικαστικό ζήτημα, το οποίο, αναφερόμενο πράγματι σε έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, εξετάζεται παρεμπιπτόντως από το δικαστήριο προκειμένου να κριθεί το έγκυρο της εκτελέσεως που πρωταρχικά προσβάλλεται. Το ζήτημα που στην περίπτωση αυτή προέχει ως καθοριστικό στοιχείο, επί τη βάση του οποίου θα κριθεί και η δικαιοδοσία του δικαστηρίου που καλείται να δικάσει, είναι η υποκειμένη σχέση στην οποία και στηρίζεται η διοικητική εκτέλεση. Στην προκειμένη δε υπόθεση, η απαίτηση του Δημοσίου για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση προέρχεται από οφειλομένους φόρους και επομένως η υποκειμένη σχέση είναι δημοσίου δικαίου, με συνέπεια να προσλαμβάνει η υπόθεση, ως προέχοντα, τον χαρακτήρα διοικητικής διαφοράς, για την επίλυση της οποίας έχουν δικαιοδοσία τα διοικητικά δικαστήρια, υπέρ των οποίων και θα έπρεπε, κατά τη γνώμη αυτή, να αρθεί η προαναφερόμενη αποφατική σύγκρουση.