ΑΕΔ 18/2009, ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ, ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ 904 ΑΚ, ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΗ ΑΙΤΙΑ, Οι αγωγές απο αδικαιολόγητο πλουτισμό υπάγονται στα ΤΔΔ εάν η υποκείμενη έννομη σχέση είναι δημοσίου δικαίου

ΑΕΔ

18/2009 ΑΕΔ 
 
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Στοιχεία για το παραδεκτό της ασκήσεως της σχετικής αιτήσεως ενώπιον του Α.Ε.Δ. Έλεγχος αρμοδιότητας των διοικητικών δικαστηρίων. Έννοια διοικητικής σύμβασης. Περίπτωση σύμβασης μεταξύ του Ελληνικού και του Κυπριακού Δημοσίου και κυπριακής εταιρείας για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών για την απόκτηση δορυφορικού συστήματος τηλεοπτικών μεταδόσεων. Κρίση ότι στη σύμβαση αυτή δεν περιλαμβάνονται εξαιρετικοί υπέρ του Δημοσίου όροι, αποκλίνοντες από το κοινό δίκαιο και εξασφαλίζοντες σ` αυτό υπερέχουσα θέση, οπότε η σχετική αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό λόγω μη πληρωμής από την ανάθεση έργου θα πρέπει να εκδικαστεί από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια.

Διοικητική σύμβαση – Υπερέχουσα θέση του Δημοσίου

Δεν είναι διοικητική η επίμαχη σύμβαση ανάθεσης μελέτης ελληνοκυπριακού δορυφορικού συστήματος τηλεοπτικών μεταδόσεων, εφόσον δεν προκύπτει ότι το Δημόσιο ευρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι των αντισυμβαλλομένων του εταιρειών. Δεν ασκεί επιρροή το ότι η σύμβαση συνήφθη κατόπιν υπογραφής πρωτοκόλλου συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής και της Κυπριακής Δημοκρατίας.

  
Αριθμός 18/2009

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Μιχαήλ Βροντάκη, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Προεδρεύων, (κωλυομένου του Προέδρου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, Γεωργίου Παναγιωτόπουλου, Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και του αρχαιοτέρου του Αντιπροέδρου), Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Προέδρου και των αρχαιοτέρων του Αντιπροέδρου), Ιωάννη Καραβοκύρη, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (κωλυομένου του Προέδρου και του αρχαιοτέρου του Αντιπροέδρου), Χρίστο Ράμμο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Σπυρίδωνα – Κωνσταντίνο Μαρκάτη – Εισηγητή, Συμβούλους της Επικρατείας, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Λυκούδη, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Ειρήνης Αθανασίου), Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες, Βασίλειο Γρατσία, Σύμβουλο της Επικρατείας, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αρεοπαγίτη, Νικόλαο Νίκα, Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Κων/νου Φινοκαλιώτη), Καθηγητές Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης, ως μέλη και το Γραμματέα Βασίλειο Μανωλόπουλ ο, Προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 17η Ιουνίου 2009, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των:

ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…… ……… ……… ……….» με το διακριτικό τίτλο «……… ………………», (πρώην «……… ……. …… – δ.τ. «…… ……»), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τους ….. ……, Πρόεδρο του Δ.Σ. και ……… ……….., Αντιπρόεδρο και Γενικό Διευθυντή αυτής, η οποία παρέστη διά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Νικολάου Κανέλλια (Α.Μ. 11582), δυνάμει του αριθμ. 42.714/6-4-2009 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ειρήνης Βασιλικάκη του Εμμανουήλ. ΚΑΘ΄ ΟΥ ΑΙΤΗΣΗ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τους: 1) Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και 2) Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών, το οποίο παρέστη με τον Νικόλαο Κατσίμπα, Νομικό Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Η αιτούσα με την από 16 Φεβρουαρίου 2009 αίτησή της, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσαν κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό 3/18-2-2009, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της.

Η εκδίκαση της υποθέσεως άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Σπυρίδωνα-Κωνσταντίνου Μαρκάτη, Συμβούλου της Επικρατείας.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αιτούσας εταιρείας, καθώς και τον Νομικό Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία φέρεται νομοτύπως προς συζήτηση μετά την τήρηση των, κατά τα άρθρα 10 παρ. 2, 45, 46 παρ. 2 και 47 παρ. 1 και 2 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (ΦΕΚ 141), κοινοποιήσεων, ζητείται η άρση της αποφατικής συγκρούσεως που δημιουργήθηκε από τις αποφάσεις 6838/2005 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 2604/2008 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με τις οποίες εκάτερο των δικαστηρίων αυτών έκρινε ότι στερείται δικαιοδοσίας για εκδίκαση της διαφοράς που ανέκυψε από σύμβαση συναφθείσα μεταξύ της αιτούσης εταιρείας και του Ελληνικού Δημοσίου.

2. Επειδή, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 στοιχ. δ΄ του Συντάγματος και το άρθρο 6 εδάφ. δ΄ του ως άνω Κώδικα, στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου υπάγεται, μεταξύ άλλων, η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφ` ενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφ` ετέρου ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων. Κατά δε το άρθρο 47 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα περί Α.Ε.Δ., που εκδόθηκε κατ` επιταγήν του άρθρου 100 του Συντάγματος, εφ` όσον τα κατά το άρθρο 44 παρ. 1 δικαστήρια έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας επί της αυτής υποθέσεως, η σύγκρουση αίρεται επιμελεία παντός διαδίκου δια καταθέσεως αιτήσεως ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από την δημοσίευση της νεώτερης αποφάσεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ο όρος της τελεσιδικίας, που τίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της υποβολής της αιτήσεως, συντρέχει όχι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι αποφάσεις αυτές δεν υπέκειντο από της εκδόσεως τους σε έφεση, διότι εκδόθηκαν από δευτεροβάθμια δικαστήρια ή από δικαστήρια πρωτοβάθμια πλην ανεκκλήτως κατά τον νόμο, αλλά και όταν υπέκειντο μεν κατά το χρόνο της εκδόσεως τους σε έφεση, ακολούθως όμως κατέστησαν τελεσίδικες καθ` οιονδήποτε τρόπο και ειδικότερα δια της παρελεύσεως της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως κατ` αυτών ή δια της αποδοχής τους εκ μέρους του έχοντος δικαίωμα εφέσεως (Α.Ε.Δ. 10/2003 κ.ά.). Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία των ενενήντα ημερών, εντός της οποίας πρέπει να κατατεθεί η αίτηση περί άρσεως της συγκρούσεως, αρχίζει από την τελεσιδικία της αποφάσεως εκείνης, η οποία κατέστη τελεσίδικη τελευταία (Α.Ε.Δ. 10/2003 κ.ά.). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 518 παρ. 1 και 2 ΚπολΔ, αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα η προθεσμία της εφέσεως είναι τριάντα ημέρες και αν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη εξήντα ημέρες και αρχίζει και στις δύο περιπτώσεις από την επίδοση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη. Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της εφέσεως είναι τρία χρόνια, που αρχίζουν από την δημοσίευση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη.

3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση η τελεσίδικη απόφαση 2604/2008 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών δημοσιεύθηκε στις 29.7.2008, η δε απόφαση 6838/2005 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε στις 22.11.2005 και της οποίας δεν προκύπτει η επίδοση, κατέστη τελεσίδικη στις 23.11.2008 με την πάροδο τριετίας χωρίς να έχει ασκηθεί έφεση κατ` αυτής. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, η οποία κατατέθηκε στις 18.2.2009, ασκείται εμπροθέσμως από την τελεσιδικία της αποφάσεως Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και, ασκηθείσα και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι περαιτέρω εξεταστέα.

4. Επειδή, στο άρθρο 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής ορίζονται τα εξής: «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το Σύνταγμα επιβάλλει την υπαγωγή των ιδιωτικών διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια, αποκλείει δε από τον κοινό νομοθέτη την εξουσία να χαρακτηρίζει ως διοικητικές διαφορές όσες από τη φύση τους είναι ιδιωτικές, επιτρέπει όμως σ` αυτόν, σε εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις, προς εξασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής της ιδίας νομοθεσίας, την ανάθεση της εκδικάσεως ορισμένων κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή και αντιστρόφως. Περαιτέρω, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 94 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από διοικητικές συμβάσεις. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 (Α΄ 182), ο οποίος εκδόθηκε σε εκτέλεση της παραγράφου 1 του άρθρου 94 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν από την αναθεώρηση του έτους 2001, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί διοικητικών συμβάσεων (εδ. ι΄). Ειδικότερα, με την διάταξη του άρθρου 9 του ιδίου ν. 1406/1983 προβλέπεται ο χρόνος, από τον οποίο υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι οριζόμενες από το άρθρο 1 του νόμου αυτού διαφορές, μεταξύ των οποίων και οι διαφορές που έχουν ως αιτία διοικητική σύμβαση, ανάγονται, δηλαδή, στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής, καθώς και σε οποιαδήποτε παρεπόμενη αξίωση της συμβάσεως αυτής. Είναι δε η σύμβαση διοικητική, εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με την σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει την σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες περιλαμβάνονται στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, χάριν του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση, έναντι του αντισυμβαλλομένου του, δηλαδή σε θέση, μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (Α.Ε.Δ. 12/2007 κ.ά.). Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Επομένως, διαφορές από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή με αφορμή την λειτουργία της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου (πρβ. Α.Ε.Δ. 42/1990, 2/1993).

5. Επειδή, όπως προκύπτει από τον φάκελο της υποθέσεως, στις 30.8.1996 υπεγράφη πρωτόκολλο συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών, και της Κυπριακής Κυβερνήσεως για την μελέτη, την ανάθεση και την εκμετάλλευση ελληνοκυπριακού δορυφορικού συστήματος τηλεοπτικών μεταδόσεων. Στο πρωτόκολλο αυτό ως πρώτος τομέας πραγματώσεως της συνεργασίας αναφέρεται η μελέτη-σχεδιασμός που περιλαμβάνει εκπόνηση κοινής σχετικής μελέτης αγοράς (εκτίμηση της αγοράς, ανάλυση και προσδιορισμός της αποστολής, εκτίμηση αναγκών των πιθανών χρηστών). Με την 40206/18770/23.12. 1996 απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών εγκρίθηκε η διαδικασία της απ΄ ευθείας αναθέσεως της σχετικής μελέτης, με την δε 38868/18052/31.12.1997 όμοια απόφαση ανατέθηκε απ΄ ευθείας, σε συνεργασία με το Υπουργείο Συγκοινωνιών της Κύπρου, η μελέτη αυτή στην αιτούσα και στην κυπριακή εταιρεία «……. Τράπεζα Αναπτύξεως …….». Στις 2.2.1998 υπεγράφη η σχετική σύμβαση μεταξύ αφ` ενός του Ελληνικού και του Κυπριακού Δημοσίου και αφ` ετέρου της αιτούσης και της κυπριακής εταιρείας. Με την 13923/5599/29.5.1998 απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών εγκρίθηκε η χορήγηση στην αιτούσα προκαταβολής 16.500.000 δραχμών και συντάχθηκε η σχετική κατάσταση πληρωμής της δαπάνης την οποία όμως απέρριψε η αρμόδια επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία ότι εν προκειμένω δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του νόμου για την απ` ευθείας ανάθεση της μελέτης. Ακολούθως, η αιτούσα άσκησε την από 6.12.2001 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ζήτησε να της καταβληθεί, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, το σύνολο της αμοιβής της για την μελέτη που είχε εν τω μεταξύ ολοκληρωθεί και παραδοθεί. Το δικαστήριο αυτό με την απόφαση 6838/2005 απέρριψε την αγωγή κρίνοντας ότι στερείται δικαιοδοσίας για την εκδίκασή της. Ειδικότερα, το πολιτικό αυτό δικαστήριο, αφού δέχθηκε ότι η ανάθεση του έργου στην αιτούσα ήταν άκυρη λόγω μη κυρώσεως με νόμο του ελληνοκυπριακού πρωτοκόλλου συνεργασίας, καθώς και λόγω μη διενεργείας διαγωνισμού για την επιλογή του αναδόχου της μελέτης, έκρινε ότι η ενώπιον του αχθείσα διαφορά υπάγεται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, διότι αφορούσε διαφορά από αδικαιολόγητο πλουτισμό που προκλήθηκε από άκυρη σύμβαση δημοσίου δικαίου καθ` όσον η σύμβαση αυτή είχε συναφθεί από το Ελληνικό Δημόσιο προς εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, η δε διοικητική διαδικασία, η οποία έπρεπε να είχε τηρηθεί για την έγκυρη σύναψη της συμβάσεως, εξασφάλιζε υπέρτερη θέση στο Ελληνικό Δημόσιο ως προς την επιλογή του προσώπου του αντισυμβαλλομένου του και ως προς την διαδικασία κυρώσεώς της με νόμο. Στη συνέχεια, η από 12.3.2006 αγωγή της αιτούσης με το ίδιο αίτημα και με την ίδια, μεταξύ άλλων, νομική βάση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε, επίσης, ελλείψει δικαιοδοσίας με την απόφαση 2604/2008 του δικαστηρίου αυτού, το οποίο δέχθηκε ότι η συναφθείσα σύμβαση είναι του κοινού δικαίου, διότι δεν περιέχει ρήτρες που θέτουν το Ελληνικό Δημόσιο σε υπερέχουσα θέση έναντι της αιτούσης ούτε παραπέμπει σε τέτοιες ρήτρες κανονιστικώς προβλεπόμενες.

6. Επειδή, στην από 2.2.1998 σύμβαση μεταξύ, αφ` ενός, του Ελληνικού και του Κυπριακού Δημοσίου και, αφ` ετέρου, της αιτούσης και της κυπριακής εταιρείας «……. Τράπεζα Αναπτύξεως ……..» για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών για την απόκτηση δορυφορικού συστήματος τηλεοπτικών μεταδόσεων δεν περιλαμβάνονται εξαιρετικοί υπέρ του Δημοσίου όροι, αποκλίνοντες από το κοινό δίκαιο και εξασφαλίζοντες σ` αυτό υπερέχουσα θέση έναντι των αντισυμβαλλομένων του, ούτε γίνεται παραπομπή σε τέτοιους όρους κανονιστικώς προβλεπόμενους, ο δε όρος 10.2., κατά τον οποίο «Η Σύμβαση διέπεται από την Ελληνική Νομοθεσία», προδήλως, αποκλείει περίπτωση εφαρμογής του κυπριακού δικαίου. Αντιθέτως, στην σύμβαση αυτή περιέχονται όροι που προσιδιάζουν σε σύμβαση του κοινού δικαίου, όπως οι όροι 9.1. «Η παρούσα Σύμβαση μπορεί να λυθεί για σπουδαίο λόγο, με καταγγελία από οποιονδήποτε συμβαλλόμενο, με έγγραφη προειδοποίηση δέκα (10) ημερών», 9.2. «Η καταγγελία της Σύμβασης δεν επηρεάζει καθ` οιονδήποτε τρόπο την υποχρέωση του Εργοδότη για καταβολή της Αμοιβής, μέχρι το χρονικό σημείο της ενέργειας της καταγγελίας», 10.3. «Πριν από οποιαδήποτε προσφυγή στα Δικαστήρια, σύμφωνα με τα παραπάνω, τα συμβαλλόμενα μέρη θα καταβάλλουν κάθε καλόπιστη προσπάθεια για την εντός 30 ημερών φιλική διευθέτηση των διαφορών, που ενδεχόμενα θα αναφύονται μεταξύ τους». Εξ άλλου, οι προαναφερθείσες αποφάσεις του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών 40206/18770/23.12.1996 και 38868/18052/31.12.1997, που προηγήθηκαν της συμβάσεως, εκδόθηκαν κατ` επίκληση των διατάξεων του άρθρου 8 παρ. 4 του ν. 2366/1995 (Α) υπό στοιχείο α΄,στις οποίες ορίζονται τα εξής: «Με απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών ανατίθενται σε γραφεία μελετών οι εκπονήσεις μελετών για θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών ως ακολούθως: – Για ποσά ύψους 200.000 ECU και άνω, μετατρεπόμενα σε δραχμές, με τη διενέργεια διαγωνισμού σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την κοινοτική Οδηγία 92/50/ΕΟΚ. Με προεδρικό διάταγμα ύστερα από πρόταση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών ρυθμίζονται η διαδικασία διεξαγωγής των διαγωνισμών για την ανάθεση μελετών, θέματα υποβολής και εκδίκασης ενστάσεων, αιτήσεων θεραπείας, καθώς και κάθε άλλο σχετικό ζήτημα. -Για ποσά ύψους μέχρι 200.000 ECU, μετατρεπόμενα σε δραχμές, παρέχεται η δυνατότητα να ανατίθενται απευθείας σε ανώτατα και τεχνολογικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και ερευνητικά ιδρύματα που εποπτεύονται από το Κράτος η διενέργεια ερευνών, η εκπόνηση μελετών, η εκτέλεση έργων και ειδικών εργασιών». Οι διατάξεις αυτές δεν καθορίζουν κανονιστικό καθεστώς υπό το οποίο τελούν οι σχετικές με την εκπόνηση μελετών για θέματα αρμοδιότητος του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών συμβάσεις αλλά απλώς προβλέπουν την αρμοδιότητα του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών για την ανάθεση της εκπονήσεως τέτοιων μελετών, κατόπιν διαγωνισμού ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, απ` ευθείας. Περαιτέρω, η επίκληση στο προοίμιο των ως άνω υπουργικών αποφάσεων, κατά γενικό τρόπο, των διατάξεων του ν. 2286/1995 «Προμήθειες του Δημόσιου Τομέα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων», του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού …» και του π.δ. 394/1996 «Κανονισμός Προμηθειών Δημοσίου» (ως αναλογικώς εφαρμοζόμενου) δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η σύμβαση διέπεται από διατάξεις των νομοθετημάτων αυτών, αφού, ανεξαρτήτως του ότι η εν λόγω σύμβαση δεν εμπίπτει, ως εκ του αντικειμένου της, στο πεδίο εφαρμογής τους, στο κείμενό της ουδεμία παραπομπή γίνεται σε διατάξεις των νομοθετημάτων αυτών. Συνεπώς, εφ` όσον στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει ότι το Δημόσιο ευρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι των αντισυμβαλ-λομένων του, η μεταξύ τους συναφθείσα σύμβαση δεν έχει τον χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως και οι αναφυόμενες από αυτήν διαφορές είναι ιδιωτικές, η δε εκδίκασή τους εμπίπτει, κατά το άρθρο 94 του Συντάγματος, στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και όχι στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Επομένως, εσφαλμένως έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών ότι τα πολιτικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της επίδικης διαφοράς και, για τον λόγο αυτό, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 4 του Κώδικα Α.Ε.Δ., να εξαφανισθεί η 6838/2005 απόφασή του και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ως άνω δικαστήριο.

7. Επειδή, κατ` εκτίμηση των περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 του Κώδικα Α.Ε.Δ., οι διάδικοι πρέπει να απαλλαγούν από την δικαστική δαπάνη.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Αίρει την αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ πολιτικού και διοικητικού δικαστηρίου, κατά το σκεπτικό.

Εξαφανίζει την απόφαση 6838/2005 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο αυτό.