23/1999 ΑΕΔ
ΑΡΧΝ/2000 (88), Δ/ΝΗ/1999 (1697), ΔΔΙΚΗ/1999 (1082), ΔΕΕ/2000 (323), ΔΦΟΡΝΟΜΟΘ/2000 (233), ΕΔΚΑ/1999 (767), ΦΟΡΕΠΙΘ/1999 (1624), ΦΟΡΕΠΙΘ/2000 (1267) Η διαδικασία της κατατάξεως αποτελεί τμήμα της διαδικασίας εκτελέσεως, οι διαφορές δε που γεννώνται από την κατάταξη είναι διοικητικές μεν αν η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο τίτλος του άρθρου 2 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε. και που αποτελεί το θεμέλιο της εκτελέσεως, είναι σχέση δημοσίου δικαίου, ιδιωτικές δε αν η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο εν λόγω τίτλος, είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου. Επομένως, όταν επισπεύδεται διοικητική εκτέλεση, η διαφορά που δημιουργείται από την άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών ή των πολιτικών δικαστηρίων ανάλογα με τη φύση της ως διοικητικής ή ιδιωτικής αντίστοιχα (πρβλ. Α.Ε.Δ. 18/1993). Αν όμως η διοικητική εκτέλεση επισπεύδεται με βάση τίτλο του άρθρου 2 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε., ο οποίος στηρίζεται σε υποκείμενες ετεροειδείς σχέσεις, δηλαδή σε σχέσεις δημοσίου αφενός και ιδιωτικού δικαίου αφετέρου, θα πρέπει να αναζητηθεί η προέχουσα απαίτηση στον εν λόγω τίτλο, δηλαδή εκείνη που υπερτερεί ποσοτικώς και με βάση αυτήν τελικά να καθοριστεί το δικαστήριο στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται η διαφορά, δηλαδή το διοικητικό δικαστήριο όταν η απαίτηση αυτή προέρχεται από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου και το πολιτικό δικαστήριο όταν η μεγαλύτερη αυτή απαίτηση προέρχεται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ : Η περίληψη αυτή ελήφθη από το περιοδικό “ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ”. Βλ. σημείωση Στ. Βασαλάκη, Παρέδρου ΝΣΚ, στο ΑρχΝομ 2000 σελ. 92. Βλ. σημείωση Μιχ. Κυπραίου στο ΔΕΕ 2000 σελ.325.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 23/1999 Πρόεδρος :Στέφανος Ματθίας Εισηγητής:Γρηγόριος Φιλιππάτος, Αρεοπαγίτης Δικηγόροι:Χρ.Τσεκούρας Σπυρ.Φλογαϊτης, Κων.Λένης 1. Επειδή με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η άρση της αποφατικής συγκρούσεως δικαιοδοσίας μεταξύ του Εφετείου Αθηνών και του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, διότι και τα δύο Δικαστήρια με τις υπ` αριθ. 2510/1995 και 8867/1998 αντιστοίχως αποφάσεις τους έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας επί της ίδιας υποθέσεως. Η αίτηση αυτή, η οποία ασκήθηκε εμπρόθεσμα, με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 26-1-1998, δηλαδή μέσα στην προβλεπόμενη από το άρθρο 46 του ν. 345/1976 προθεσμία των ενενήντα ημερών από τη δημοσίευση της νεότερης από τις παραπάνω αποφάσεις, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, αφού έγιναν όλες οι νόμιμες επιδόσεις και κοινοποιήσεις (άρθρα 100 παρ. 1 στοιχ. δ` του Συντάγματος και 6 εδ. δ` 10 παρ. 2, 45, 46 και 47 παρ. 2 του Κώδικα “περί του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου” που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976). 2. Επειδή, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 στοιχ. δ` του Συντάγματος και την παρόμοια διάταξη του εδαφ. δ` του άρθρου 6 του πιο πάνω Κώδικα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται εκτός των άλλων και η “άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων”. Εξάλλου κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του ίδιου κώδικα εφόσον τα πιο πάνω δικαστήρια έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας επί της ίδιας υποθέσεως η σύγκρουση αίρεται με επιμέλεια οποιουδήποτε διαδίκου, με κατάθεση αιτήσεως ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, μέσα σε ενενήντα ημέρες απά τη δημοσίευση της νεότερης αποφάσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 47 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται στη λύση του αμφισβητούμενου ζητήματος δικαιοδοσίας εξαφανίζει την απόφαση που εσφαλμένως αποφάνθηκε επ` αυτού παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που κρίνεται ότι έχει δικαιοδοσία και είναι υποχρεωτική για τα δικαστήρια που απέσχον να επιληφθούν και τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αίτηση και τα οποία προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου, κατόπιν της υπ` αριθ. 2883/54/1987 έγγραφης παραγγελίας του Διευθυντή της Δ.Ο.Υ. Φ.A.Ε.Ε. Αθηνών, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση, για την ικανοποίηση απαιτήσεων του πρώτου από τους αιτούντες (Ελληνικού Δημοσίου) από καθυστερούμενους φόρους, έξοδα διοικητικών εκτελέσεων κατάπτωση εγγυήσεως και δάνειο, επί ακινήτου, καθώς και του μηχανικού και μηχανολογικού εξοπλισμού αυτού της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………………..” και το διακριτικό τίτλο “Ν.Ν. A.Β.Ε.Ε.” η οποία ήταν οφειλέτιδα και τελούσε σε κατάσταση πτωχεύσεως. Ειδικότερα οι απαιτήσεις που περιλαμβάνονταν στον τίτλο, με βάση τον οποίο επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση, ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 15.459.387 δραχμών, πλέον προσαυξήσεων, από το οποίο ποσό 1.107.027 δραχμών αφορούσε χρέη ΣΤ` κατηγορίας, έκτακτη εισφορά και έξοδα διοικητικών εκτελέσεων (821. 414+ 280.082+3.941 + 1.590 δρχ. αντιστοίχως), δηλαδή απαιτήσεις που προέρχονταν από σχέση δημοσίου δικαίου και ποσό 14.352.360 δραχμών αφορούσε χρέη από κατάπτωση εγγυήσεως και δάνειο δηλαδή απαιτήσεις που προέρχονταν από σχέση ιδιωτικού δικαίου. Το πιο πάνω ακίνητο πλειστηριάστηκε στις 23-11-1998 και λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος που επιτεύχθηκε για την ικανοποίηση του επισπεύδοντος Ελληνικού Δημοσίου και των δανειστών που αναγγέλθηκαν, συντάχθηκε ο υπ` αριθ. 40766/8-1-1990 πίνακας κατατάξεως δανειστών από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο συμβολαιογράφο Κορωπίου Λ.Π. Στον πίνακα αυτόν κατατάχτηκαν το Ελληνικό Δημόσιο, και οι δύο πρώτες από τους καθών η αίτηση από τις οποίες η πρώτη (……………………), διαφωνώντας με τον τρόπο κατατάξεώς της στον πίνακα, άσκησε κατά του πίνακα αυτού τις από 25-11- 1992 ανακοπές της, καθώς και τους από 15-1-1993 πρόσθετους λόγους ανακοπής, τόσο ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όσο και ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ζητώντας τη μεταρρύθμιση του πίνακα προς όφελός της. Παραλλήλως, και οι αιτούντες, διαφωνώντας και αυτοί με τον τρόπο κατατάξεως του πρώτου από αυτούς στον πιο πάνω πίνακα, άσκησαν κατά τούτου ενώπιον μεν του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 12-1- 1993 ανακοπή τους, ενώπιον δε του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την από 4-1-1993 ανακοπή τους, ζητώντας τη μεταρρύθμιση του ίδιου πίνακα προς άφελος του πρώτου από αυτούς (Ελληνικού Δημοσίου). Και το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αλλά και το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με τις υπ` αριθ. 2729/1993 και 2880/1993 αντιστοίχως αποφάσεις τους, που εκδόθηκαν επί των ανακοπών που απευθύνονταν ενώπιόν τους δεχόμενα εμμέσως την ύπαρξη δικαιοδοσίας τους προέβησαν στην εκδίκαση αυτών, κρίνοντας όμως διαφορετικά επί της υποθέσεως. Κατά της πρώτης από τις πιο πάνω αποφάσεις η ……………ενωπιον του Εφετείου Αθηνών τις από 19- 12-1994 και 9/1/1995 εφέσεις της οι οποίες είναι ακόμη εκκρεμείς. Κατά της δεύτερης από τις εν λόγω αποφάσεις το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε έφεση ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, για την οποία δικάσιμος ορίστηκε η 28-9-1995, οπότε αναβλήθηκε η συζήτησή της και έκτοτε μέχρι τις 26-3-1998 ήταν εκκρεμής. Στο μεταξύ η ………………… θεωρώντας ότι το Εφετείο Αθηνών (και εν γένει τα πολιτικά δικαστήρια) στερούνται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση των μνημονευόμενων ανακοπών, με την από 19-1-1995 αίτησή της προς το εν λόγω Δικαστήριο ζήτησε σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 του Κώδικα που κυρώθηκε με το ν. 345/1976 να αρθεί η αναφυείσα καταφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ των παραπάνω, πολιτικού και διοικητικού δικαστηρίων και να αποφανθεί (το Εφετείο Αθηνών) ότι στερείται δικαιοδοσίας προς εκδίκαση της ανακοπής της και των πρόσθετων λόγων ανακοπής της ίδιας καθώς και της ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου οι οποίες εκκρεμούν ενώπιόν του κατόπιν των εφέσεών της κατά της παραπάνω αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και στρέφονται κατά του προαναφερόμενου υπ` αριθ. 40766/8-1-1990 πίνακα κατατάξεως. Το Εφετείο Αθηνών με την υπ` αριθ. 2510/1995 απόφασή του δέχτηκε την αίτηση της ……………….. και αποφάνθηκε ότι “δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει τις ανακοπές (και τους προσθέτους λόγους) της αιτούσας και του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες αναφέρονται στο σκεπτικό και στρέφονται κατά του πίνακα κατατάξεως με αριθμό 40766/1990 του Συμβολαιογράφου Κορωπίου Λ.Π. εκκρεμούν δε για επανάκριση ενώπιόν του κατόπιν εφέσεων της αιτούσας κατά της 2729/1993 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που έκρινε επ` αυτών”. Η απόφαση αυτή, η οποία είναι τελεσίδικη και δεσμεύει το Εφετείο Αθηνών όταν επιληφθεί της εκδικάσεως των εφέσεων κατά της πρωτόδικης υπ` αριθ. 2729/1993 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατάργησε από το χρόνο της εκδόσεώς της τη μέχρι τότε υφιστάμενη καταφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ των πολιτικών και των διοικητικών δικαστηρίων, που είχε προκύψει από τις πρααναφερόμενες υπ` αριθ. 2729/1993 και 2880/1993 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αντιστοίχως (A.Ε.Δ. 44/1997). Ακολούθως μετά την έκδοση της πιο πάνω αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών κατόπιν συζητήσεως της εφέσεως και των πρόσθετων λόγων εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου και του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.A.Ε.Ε. Αθηνών κατά της υπ` αριθ. 2880/1993 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδόθηκε η υπ` αριθ. 8867/1998 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο με την οποία αφού κρίθηκε ότι η κρινόμενη υπόθεση δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, έγινε δεκτή η αμέσως πιο πάνω έφεση, εξαφανίστηκε η εκκληθείσα απόφαοη και απορρίφθηκαν λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, οι από 25-11-1992 και 4-1-1993 ανακοπές της ………………… και του Εθνικού Δημοσίου αντιστοίχως κατά του πρααναφερόμενου πίνακα κατατάξεως δανειστών. `Ετσι από τις παραπάνω τελεσίδικες υπ` αριθ. 2510/1995 και 8867/1998 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών και του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αντιστοίχως δημιουργήθηκε αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας, η άρση της οποίας ζητείται με την υπό κρίση αίτηση. 3. Επειδή στην παρ. 1 του άρθρου 94 του Συντάγματος ορίζεται ότι “η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Από τις διαφορές αυτές όσες δεν έχουν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά πρέπει να υπαχθούν υποχρεωτικά στη δικαιοδοσία τους μέσα σε πέντε έτη από την ισχύ του Συντάγματος, η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται με νόμο”. Στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι “στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που τους ανατίθενται με νόμο”. Από τις πιο πάνω συνταγματικές διατάξεις προκύπτει ότι το Σύνταγμα επιβάλλει την υπαγωγή των ιδιωτικών διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια, αποκλείει δε από τον κοινό νομοθέτη την εξουσία να χαρακτηρίζει ως διοικητικές διαφορές όσες είναι ιδιωτικές. Με το άρθρο 58 του ν.δ.356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.) ρυθμίζεται λεπτομερώς η άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως στη διαδικασία της διοικητικής εκτελέσεως. Τέλος, με το άρθρο 1 του ν. 1406/1983 υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των αναφερόμενων περιπτώσεων περιλαμβάνονται στην παρ. 2 εδ. ια` του άρθρου τούτου και οι διαφορές που γεννώνται από την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων (ν.δ. 356/1974). Από το συνδυασμό των πρααναφερόμενων διατάξεων προκύπτει ότι η διαδικασία της κατατάξεως αποτελεί τμήμα της διαδικασίας εκτελέσεως οι διαφορές δε που γεννώνται από την κατάταξη είναι διοικητικές μεν αν η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο τίτλος του άρθρου 2 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε. και που αποτελεί το θεμέλιο της εκτελέσεως, είναι σχέση δημοσίου δικαίου, ιδιωτικές δε αν η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο εν λόγω τίτλος, είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου. Επομένως, όταν επισπεύδεται διοικητική εκτέλεση, η διαφορά που δημιουργείται από την άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξως υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών ή των πολιτικών δικαστηρίων ανάλογα με τη φύοη της ως διοικητικής ή ιδιωτικής αντίστοιχα (πρβλ. A.Ε.Δ. 18/1993). Αν όμως η διοικητική εκτέλεση επισπεύδεται με βάση τίτλο του άρθρου 2 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε., ο οποίος στηρίζεται σε υποκείμενες ετεροειδείς σχέσεις, δηλαδή σε σχέσεις δημοσίου αφενός και ιδιωτικού δικαίου αφετέρου, θα πρέπει να αναζητηθεί η προέχουσα απαίτηση στον εν λόγω τίτλο, δηλαδή εκείνη που υπερτερεί ποσοτικώς και με βάση αυτήν τελικά να καθοριστεί το δικαστήριο στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται η διαφορά, δηλαδή το διοικητικό δικαστήριο όταν η απαίτηση αυτή προέρχεται από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου και το πολιτικό δικαστήριο όταν η μεγαλύτερη αυτή απαίτηση προέρχεται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου. Η ερμηνευτική αυτή έκδοση δεν προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 94 του Συντάγματος, και επιβάλλεται ώστε να αποφεύγεται η διάσπαση της ενότητας της εκτελεστικής διαδικασίας και ειδικότερα ο κατακερματισμός της δίκης με την καθιέρωση διπλής δικαιοδοσίας επί ανακοπών κατά του ίδιου πίνακα κατατάξεως, με περαιτέρω άμεσο κίνδυνο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων από τα πολιτικά και τα διοικητικά δικαστήρια. Σύμφωνα με όσα έχουν πιο πάνω εκτεθεί ο τίτλος του άρθρου 2 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε. με βάση τον οποίο επισπεύθηκε στην προκειμένη περίπτωση η διοικητική εκτέλεση, στηρίζεται σε υποκείμενες ετεροειδείς σχέσεις, δηλαδή αφενός σε απαιτήσεις συνολικού ύψους 14.352.360 δραχμών, που προέρχονται από έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, και αφετέρου σε απαιτήσεις συνολικού ύψους 1.107.027 δραχμών, που προέρχονται από έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου. `Ετσι η διαφορά που προέκυψε από την άσκηση των ένδικων ανακοπών κατά του πρααναφερόμενου πίνακα κατατάξεως υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια και επομένως η αποφατική σύγκρουση που δημιουργήθηκε στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να αρθεί υπέρ της δικαιοδοσίας του Εφετείου Αθηνών, στο οποίο πρέπει να παραπεμφθεί η ένδικη υπόθεση, αφού προηγουμένως εξαφανιστεί η αντίθετη απόφασή του. Ν.Β.