29/2011 ΑΕΔ
Δικονομία ΑΕΔ. Αίτηση για την άρση αμφισβήτησης περί της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων επί υποθέσεως για αμοιβή εταιρείας από δημόσιο έργο. Πότε υφίσταται διοικητική σύμβαση. Κρίση ότι εφόσον η ως άνω σύμβαση συνήφθη μεταξύ της εταιρείας «ΔΕΠΟΣ ΑΕ» που αποτελεί νπιδ και εργολήπτριας κοινοπραξίας, δεν έχει διοικητικό χαρακτήρα και δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Είναι αδιάφορο το ότι η «ΔΕΠΟΣ ΑΕ» λειτουργεί χάριν δημοσίου συμφέροντος, ότι η ως άνω εργολαβική σύμβαση αφορούσε την κατασκευή έργου εξυπηρετούντος δημόσιο σκοπό και είχε συναφθεί κατά τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων και το ότι αυτή καταρτίσθηκε στα πλαίσια προγραμματικής συμφωνίας μεταξύ της ΔΕΠΟΣ ΑΕ και του Ελληνικού Δημοσίου.
Αριθμός 29/2011
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Σταυρόπουλο, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Προεδρεύοντα, (κωλυομένου του Προέδρου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου Γεωργίου Καλαμίδα και του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Παναγιώτη Πικραμμένου), Ελισσάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Προέδρου του Αρείου Πάγου και των αρχαιοτέρων αυτής Αντιπροέδρων), Φλωρεντία Καλδή, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (κωλυομένου του Προέδρου και των αρχαιοτέρων αυτής Αντιπροέδρων), Αναστάσιο Γκότση, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Παναγιώτας Καρλή), Δημήτριο Αλεξανδρή, Κίμωνα-Παναγιώτη Ευστρατίου, Συμβούλους της Επικρατείας, Βασίλειο Λυκούδη, Αρεοπαγίτη, Βασιλική Καλαντζή, Σύμβουλο της Επικρατείας, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη, Σαράντη Δρινέα-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες, Νικόλαο-Μιχαήλ Αλιβιζάτο, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Δημήτριο Μανιώτη, (αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του τακτικού Χρήστου Κούσουλα), Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θράκης, ως μέλη, και το Γραμματέα Γρηγόριο Ψύλλια.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Αρείου Πάγου, στις 13 Απριλίου 2011, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Κοινοπραξίας με την επωνυμία «………………», που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπουμένης, ως και ενός εκάστου των μελών αυτής, ήτοι: 1) της Ανώνυμης τεχνικής εταιρίας με την επωνυμία «……………», που εδρεύει στην Αθήνα και 2) του ……………, κατοίκου Καλλιθέας Αττικής, οι οποίοι παρέστησαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ιωάννη Χατζηιωάννου (Α.Μ. 4499), δυνάμει των αρ. 17.581/11-4-2011 και 17.582/11-4-2011 πληρεξουσίων του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Κουρνέτα του Παύλου.
ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τους: α) Υπουργό Οικονομικών και β) Υπουργό Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων (πρώην Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων), το οποίο παρέστη με τον Δημήτριο Αναστασόπουλο, (Α.Μ. 127), Νομικό Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και 2) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΕΓΑΣΗΣ» (ΔΕΠΟΣ Α.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπουμένης, η οποία δεν παρέστη.
Έπειτα ο Εισηγητής, Σαράντης Δρινέας, Αρεοπαγίτης, ανέγνωσε την έκθεσή του.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που παραστάθηκαν, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους.
Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.
Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η άρση της αποφατικής συγκρούσεως δικαιοδοσίας, η οποία προέκυψε κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας εργολήπτριας εταιρείας από την έκδοση αφενός της 886/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και αφετέρου της 1016/2010 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με τις οποίες τα εν λόγω Δικαστήρια έκριναν ότι τόσο τα πολιτικά όσο και τα διοικητικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας επί διαφοράς της αιτούσας με τη δεύτερη των καθών ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ΔΕΠΟΣ ΑΕ και με αντικείμενο την καταβολή οφειλόμενης στην αιτούσα αμοιβής από το περιγραφόμενο στην αίτηση δημόσιο έργο. Ειδικότερα, το πρώτο από τα Δικαστήρια αυτά απέρριψε ως απαράδεκτη για έλλειψη δικαιοδοσίας την αγωγή της αιτούσας κατά της δεύτερης των καθών «ΔΕΠΟΣ ΑΕ» με αντικείμενο την πληρωμή μέρους οφειλόμενης εργολαβικής αμοιβής ύψους 901.740,01 ευρώ πλέον ΦΠΑ και με την οποία (αγωγή) είχε συνεκδικασθεί η πρόσθετη υπέρ της εναγομένης παρέμβαση του προσεπικληθέντος από αυτήν και παρεμπιπτόντως εναχθέντος Ελληνικού Δημοσίου (ήδη πρώτου των καθών). Το δεύτερο από τα Δικαστήρια αυτά απέρριψε την αγωγή της αιτούσας κατά των ήδη καθών «ΔΕΠΟΣ ΑΕ» και Ελληνικού Δημοσίου με αντικείμενο την πληρωμή της οφειλόμενης ως άνω εργολαβικής αμοιβής ύψους 986.127,74 ευρώ πλέον ΦΠΑ, των οποίων η καταβολή εζητείτο εις ολόκληρον από τους εναγομένους, για μεν τη δεύτερη εξ’ αυτών ΔΕΠΟΣ ΑΕ ως απαράδεκτη για έλλειψη δικαιοδοσίας, για δε το πρώτο εξ αυτών Ελληνικό Δημόσιο για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης.Επειδή, κατά το άρθρ. 100 § 1 εδ. δ΄ του Συντ., στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται, μεταξύ άλλων και η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων. Κατά δε το άρθρο 46 παρ. 1 του Ν. 345/1976, εφόσον τα κατά τα άρθρα 44 παρ. 1 δικαστήρια, δηλαδή, μεταξύ άλλων, το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αφενός και τα αστικά δικαστήρια αφετέρου έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας για την ίδια υπόθεση, η σύγκρουση αίρεται με την επιμέλεια κάθε διαδίκου δια καταθέσεως σχετικής αιτήσεως ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από τη δημοσίευση της τελευταίας αποφάσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 47 παρ. 4 του ίδιου Ν. 345/1976 η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται στη λύση του αμφισβητουμένου ζητήματος δικαιοδοσίας, εξαφανίζει την απόφαση που εσφαλμένως αποφάνθηκε για το μέρος αυτό και παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που κρίνεται ότι έχει δικαιοδοσία, η δε απόφασή του είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του και για τους διαδίκους (Α.Ε.Δ. 21/2009, 6/2007). Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, το κρινόμενο ζήτημα της αποφατικής συγκρούσεως μεταξύ του πολιτικού Εφετείου Αθηνών και του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που αφορά την εκδίκαση της αγωγής της αιτούσας εργολήπτριας κοινοπραξίας κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Δημοσία Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στέγασης (ΔΕΠΟΣ Α.Ε.)», προς καταβολή της οφειλόμενης σε αυτήν εργολαβικής αμοιβής από την εκτέλεση του δημοσίου έργου που περιγράφεται στην αγωγή, παραδεκτώς φέρεται ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, διότι τα αναφερθέντα δικαστήρια με τις με αριθμούς 886/2009 και 1016/2010 αποφάσεις των έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας προς εκδίκαση της ως άνω διαφοράς.
Εξ άλλου, το μεν πολιτικό Εφετείο Αθηνών, μετά την απόρριψη της κύριας αγωγής της ενάγουσας κοινοπραξίας κατά της εναγόμενης ΔΕΠΟΣ ΑΕ προς καταβολή της εργολαβικής της αμοιβής, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας αυτού προς εκδίκασή της, δεν ερεύνησε περαιτέρω την προσεπίκληση και την ενωμένη σε αυτήν αγωγή αποζημιώσεως της εναγόμενης εταιρείας ΔΕΠΟΣ ΑΕ κατά του Ελληνικού Δημοσίου, υπό την επικαλούμενη ιδιότητα του τελευταίου ως δικονομικού εγγυητή, ούτε την από το Ελληνικό Δημόσιο ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ΔΕΠΟΣ ΑΕ, με το σκεπτικό ότι παρείλκε πλέον η περαιτέρω έρευνα αυτών, το δε Διοικητικό Εφετείο Αθηνών απέρριψε την αγωγή της ενάγουσας κοινοπραξίας προς καταβολή της αμοιβής της, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου (εις ολόκληρον εναγομένου με την ΔΕΠΟΣ ΑΕ), λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως αυτού, με το σκεπτικό ότι η επίδικη διαφορά ανέκυψε στα πλαίσια της μεταξύ της ενάγουσας Κοινοπραξίας και της ΔΕΠΟΣ ΑΕ εργολαβικής συμβάσεως, στην οποία δεν συμμετείχε το Ελληνικό Δημόσιο. Ενόψει των προεκτεθέντων, το ζήτημα της άρσεως της αποφατικής συγκρούσεως αφορά μόνο το προαναφερόμενο ζήτημα της διαφοράς που δεν εξετάσθηκε λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των ανωτέρω δικαστηρίων, και δεν εκτείνεται στα λοιπά ζητήματα επί των οποίων έκρινε το πολιτικό Εφετείο Αθηνών και που εξέτασε μόνο το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κρίνοντας απορριπτέα την αγωγή της ενάγουσας κοινοπραξίας κατά του Ελληνικού Δημοσίου για άλλους λόγους (Α.Ε.Δ. 21/2009, 19/2009, 6/2007). Κατ’ ακολουθίαν, η αιτούσα κοινοπραξία νομιμοποιείται να ασκήσει την κρινόμενη αίτηση, δεδομένου ότι υπήρξε διάδικος (ενάγουσα) ενώπιον αμφοτέρων των δικαστηρίων, των οποίων οι αποφάσεις δημιούργησαν την προαναφερθείσα αποφατική σύγκρουση. Περαιτέρω, η αίτηση ασκήθηκε εμπροθέσμως με την κατάθεση αυτής στη γραμματεία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου στις 26 Ιουλίου 2010 (με αριθ. 29/26-7-2010 πράξη καταθέσεως), ήτοι εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των ενενήντα ημερών από τη δημοσίευση της νεότερης με αριθμό 1016/2010 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, που έγινε στις 28 Απριλίου 2010 (και όχι στις 28-4-2009, όπως από προφανή παραδρομή αναγράφεται σε αυτήν), σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 1 του Ν. 345/1976. Όπως προκύπτει δε από τα ευρισκόμενα στον φάκελο αποδεικτικά επιδόσεως, έχουν διενεργηθεί οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις των άρθρ. 45, 46 § 2 και 47 §§ 1-2 του Ν. 345/1976 κοινοποιήσεις.
Επειδή κατά τις διατάξεις του άρθρ. 94 §§ 1, 2 και 3 του Συντ., όπως αυτές ισχύουν μετά την αναθεώρησή του με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2) και ότι σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (παρ. 3). Από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις προκύπτει ότι το Σύνταγμα επιβάλλει την υπαγωγή των ιδιωτικών διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια, αποκλείει δε καταρχήν από τον κοινό νομοθέτη την εξουσία να χαρακτηρίζει ως διοικητικές διαφορές, όσες από τη φύση τους είναι ιδιωτικές και ως ιδιωτικές διαφορές, όσες από τη φύση τους είναι διοικητικές. Όμως επιτρέπει σε αυτόν, σε αντίθεση με το προηγούμενο συνταγματικό καθεστώς, σε εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις προς εξασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής της ίδιας νομοθεσίας, την ανάθεση της εκδικάσεως ορισμένων κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή αντιστρόφως (Α.Ε.Δ. 18/2009, 13/2003). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διατάξεως του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν τη συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παρατεθεί με νόμο, υποβολή της εκδικάσεως όσων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια στα τελευταία, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπόμενων στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι΄), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση. Η σύμβαση είναι διοικητική, εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, οι οποίες αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγου σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (Α.Ε.Δ. 21/2009, 18/2009, 14/2007, 6/2007, 10/2003, 3/1999). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.
Επομένως, σύμβαση με αντικείμενο την κατασκευή δημοσίου έργου, η οποία συνάπτεται κατά τη νομοθεσία για τα δημόσια έργα, δεν έχει από τη φύση της διοικητικό χαρακτήρα, όταν σε αυτή δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αφού μόνο τα πρόσωπα αυτά μπορούν να εκδώσουν εκτελεστές διοικητικές πράξεις προσβλητές με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 1 περ. α του Συντάγματος, που τελεί σε αρμονία με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, έστω και εάν το τελευταίο ανήκει στο δημόσιο ή είναι δημόσια επιχείρηση που λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας ή προβλέπεται από τον νόμο η εφαρμογή της νομοθεσίας για τα δημόσια έργα (Α.Ε.Δ. 8/1992, 45/1991, 10/1987). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 446/1976 «Περί συστάσεως Δημοσίας Επιχειρήσεως Πολεοδομήσεως, Οικισμού και Στεγάσεως» (ΦΕΚ Α΄ 264), όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Δ/τος 811/1980 (ΦΕΚ Α΄ 198) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 56 του Ν. 949/1979 «Περί οικιστικών περιοχών», συνεστήθη η δεύτερη των καθών η αίτηση «Δημοσία Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στεγάσεως», ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου των ως άνω νομοθετημάτων, αυτή αποτελεί δημόσια επιχείρηση που ανήκει εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο, λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, διέπεται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαύει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του κράτους, το δε Δημόσιο παρέχει σε αυτήν την πλήρη συμπαράσταση και εγγύηση αυτού για την επιτυχία των σκοπών της. Ακολούθως, δυνάμει του άρθρου πρώτου του 158/1997 Π.Δ/τος (ΦΕΚ Α΄ 134), που εκδόθηκε σε εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 παρ. 1 του Ν. 2414/1996 «Εκσυγχρονισμός των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών» (ΦΕΚ Α΄ 135), το ως άνω νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία. Με το άρθρο δεύτερο του ιδίου Δ/τος εγκρίθηκε το καταστατικό αυτής. Με τις οικείες ρυθμίσεις του ως άνω καταστατικού ορίσθηκε ότι συνιστάται ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Δημοσία Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στέγασης Ανώνυμη Εταιρεία (ΔΕΠΟΣ Α.Ε.)», η οποία θα λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος και για την κοινή ωφέλεια κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και τελεί υπό την εποπτεία του κράτους, που ασκείται από τον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ, με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν. 2414/1996 (άρθ. 1 παρ. 1), ότι το μετοχικό αυτής κεφάλαιο ύψους 3.031.599.986 δραχμών αντιστοιχεί σε μία μετοχή που ανήκει στο κράτος και έχει εξ ολοκλήρου καλυφθεί από αυτό (άρθ. 4 παρ. 1) και ότι αυτή απολαμβάνει όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών, καθώς και όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικονομικών προνομίων, σαν να είναι το Δημόσιο (άρθ. 29 παρ. 1). Τέλος, μεταξύ των σκοπών της ΔΕΠΟΣ ΑΕ, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και η εκπόνηση μελετών και η κατασκευή έργων, τα οποία χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή κοινοτικούς ή άλλους πόρους και εντάσσονται σε ολοκληρωμένα προγράμματα Υπουργείων κλπ, ως και η ανάληψη επιτελικού και εποπτικού ρόλου για λογαριασμό του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ ή άλλων Υπουργείων με στόχο την αποτελεσματική υλοποίηση προγραμμάτων και έργων που υλοποιούνται από το Δημόσιο κλπ (άρθρο 2 παρ. 7 και 8 του καταστατικού).
Επειδή από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτει ότι με την από 15-5-2002 «Προγραμματική Σύμβαση Μελετών και Έργων των Αναπλάσεων του ΥΠΕΧΩΔΕ, του προγράμματος «ΑΘΗΝΑ 2004», που υπεγράφη μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ και της ΔΕΠΟΣ ΑΕ, νομίμως εκπροσωπουμένης από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. αυτής, ανατέθηκε στην τελευταία και αυτή ανέλαβε ως φορέας υλοποίησης (είτε δι’ αυτεπιστασίας είτε με εργολαβίες ανατιθέμενες σε τρίτους) τη μελέτη και κατασκευή διαφόρων έργων για την ανάπλαση, εξωραϊσμό κ.λ.π. κοινόχρηστων χώρων, ενόψει της Ολυμπιάδας του 2004. Μετά από δημοπρασία, που διενήργησε η ΔΕΠΟΣ ΑΕ κατά τις διατάξεις του Ν. 1418/1984, καταρτίσθηκε τη 16-10-2003 εργολαβική σύμβαση μεταξύ της αιτούσας κοινοπραξίας, ως μειοδότριας και της ΔΕΠΟΣ ΑΕ, για την κατασκευή του έργου «Επέκταση Δυτικής Πύλης – Ανάπλαση Λεωφόρου Σχιστού», μη αντικείμενο τον εξωραϊσμό και την ανάπλαση της περιοχής της Εθνικής Οδού Αθηνών-Κορίνθου, στο τμήμα αυτής από τη Μονή Δαφνίου έως τη λίμνη Κουμουνδούρου και από αυτήν έως τον κόμβο Ασπροπύργου (έργο Α). Η ένδικη διαφορά ανεφύη κατόπιν της από 17-10-2006 αγωγής που άσκησε η αιτούσα κατά της ΔΕΠΟΣ AE, με την οποία ζητούσε την πληρωμή οφειλόμενης εργολαβικής αμοιβής ύψους 901.740,01 ευρώ πλέον ΦΠΑ βάσει των 3ου , 4ου και 5ου λογαριασμών (ενώπιον δε του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών το αυτό ποσό και επί πλέον και της βάσει του 6ου λογαριασμού αξιώσεώς της ποσού 84.387,73 ευρώ πλέον ΦΠΑ), που η ανάδοχος εταιρεία είχε υποβάλει νομοτύπως και είχαν εγκριθεί από την αρμόδια Υπηρεσία της καθής. Επομένως, η πιο πάνω διαφορά, που γεννήθηκε κατά την εκτέλεση συμβάσεως κατασκευής δημοσίου έργου, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ της ανώνυμης εταιρείας ΔΕΠΟΣ (νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου) και της αιτούσας εργολήπτριας κοινοπραξίας, δεν έχει διοικητικό χαρακτήρα και κατά συνέπεια δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, αφού συμβαλλόμενο μέρος δεν ήταν το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αλλά έχει ιδιωτικό χαρακτήρα και υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 2 του Συντάγματος. Είναι δε αδιάφορο το ότι η ΔΕΠΟΣ ΑΕ λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος και για την κοινή ωφέλεια, ότι αυτή ανήκει καθ’ ολοκληρία στο Ελληνικό Δημόσιο και ότι απολαύει όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών και προνομίων σαν να ήταν το Δημόσιο, ότι η ως άνω εργολαβική σύμβαση αφορούσε την κατασκευή έργου εξυπηρετούντος δημόσιο σκοπό και είχε συναφθεί κατά τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων και το ότι αυτή καταρτίσθηκε στα πλαίσια της ως άνω από 15-5-2002 προγραμματικής συμφωνίας μεταξύ της ΔΕΠΟΣ ΑΕ και του Ελληνικού Δημοσίου για την ανάπλαση και τον εξωραϊσμό ορισμένων περιοχών με χρηματοδότηση της πρώτης από το δεύτερο, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, αφού το Ελληνικό Δημόσιο δεν μετείχε ως συμβαλλόμενο μέρος κατά την σύναψη της επίδικης από 16-10-2003 εργολαβικής συμβάσεως μεταξύ της ΔΕΠΟΣ ΑΕ και της αιτούσας εργολήπτριας κοινοπραξίας και μάλιστα ευρισκόμενο βάσει του διέποντος τη σύμβαση κανονιστικού πλαισίου ή βάσει ρητρών που εμπεριέχονται στη σύμβαση, σε υπερέχουσα θέση έναντι της αντισυμβαλλόμενης κοινοπραξίας. Επομένως, το (πολιτικό) Εφετείο Αθηνών εσφαλμένα έκρινε με την 886/2009 απόφασή του ότι στερείται δικαιοδοσίας προς εκδίκαση της ενώπιον αυτού ασκηθείσας αγωγής της αιτούσας και πρέπει να εξαφανισθεί η πιο πάνω απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο ως αρμόδιο για την εκδίκαση της σχετικής διαφοράς. Τέλος, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρ. 29 § 3 του Ν. 345/1976, κρίνει ότι οι διάδικοι πρέπει να απαλλαγούν ενόλω από τη δικαστική δαπάνη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αίρει την αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ πολιτικού και διοικητικού δικαστηρίου, κατά το σκεπτικό.
Εξαφανίζει την 886/2009 απόφαση του (πολιτικού) Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει στο Εφετείο Αθηνών την υπόθεση.
Απαλλάσσει τους διαδίκους από τη δικαστική δαπάνη.