ΑΕΔ 3/10, ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΑΓΩΓΗΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ,Η διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ καθιερώνει αυτοτελή αξίωση και δεν απαιτείται περαιτέρω η θέπιση άλλης ειδικής διάταξης για να αναζητηθεί ο πλουτισμός

ΑΕΔ

 

Α.Ε.Δ. 3/2010
Περίληψη: Αίτηση για την άρση αμφισβητήσεως ως προς την έννοια διατάξεως τυπικού νόμου. Έννομο συμφέρον υπάρχει όταν ο αιτών υπήρξε διάδικος στη δίκη στην οποία εκδόθηκε εκείνη από τις συγκρουόμενες αποφάσεις που έκρινε αντίθετα από τις απόψεις του. Εξακολουθεί να υφίσταται έννομο συμφέρον του αιτούντος ακόμα και αν με μεταγενέστερες αποφάσεις μετεστράφη η νομολογία ενός εκ των ανωτάτων δικαστηρίων. Αρμοδιότητα του Α.Ε.Δ. υφίσταται μόνον εάν η αμφισβήτηση αφορά τυπικό νόμο, εκδιδόμενο από την Βουλή κατά την τακτική νομοθετική λειτουργία και όχι κανονιστική διοικητική πράξη, όπως η αγορανομική διάταξη. Από τη διάταξη του άρθρου 904 Α.Κ. προκύπτει ότι για να θεμελιωθεί απαίτηση με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό θα πρέπει η άμεση περιουσιακή μετακί-νηση προ τον λαβόντα να επήλθε χωρίς νόμιμη αιτία, δηλαδή αιτία, που δεν έχει πηγή σύμβαση ή το νόμο, είτε για νόμιμη αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή είναι παράνομη ή ανήθικη. Η αξίωση δε αυτή, ούτε από την πα-ραπάνω διάταξη, ούτε από άλλη, ουδόλως προϋποθέτει για να γεννηθεί διάταξη νόμου που να επιτρέπει ή επιβάλει την αναζήτηση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθ’ όσον με τη διάταξη του άρθρου 904 Α.Κ. καθιερώνεται αυτοτελής και αυτοδύναμη αξίωση υπό τους όρους και προϋποθέσεις που μόνον αυτή θεσπίζει.

Πρόεδρος: Γεώργιος Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος Σ.τ.Ε.
Εισηγητής: Ι. Μαντζουράνης, Σύμβουλος Επικρατείας

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται, καθ’ ερμηνείαν του δικογράφου της, η άρση της αμφισβήτησης, ως προς την έννοια του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, που ανέκυψε, κατά το αιτούν, μεταξύ των αποφάσεων 1382/ 2005 του Αρείου Πάγου αφ’ ενός και των 2741/2006 και 2170, 2171, 2173, 2348 και 2557/2007 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας αφ’ ετέρου.
4. Επειδή, κατά το άρθρο 48 & 1 του Κώδικα Α.Ε.Δ., το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, σε περίπτωση εκδόσεως, ως προς την έννοια τυπικού νόμου, αντιθέτων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αίρει την αμφισβήτηση ύστερα από αίτηση … β) καθενός που έχει έννομο συμφέρον. Τέτοιο έννομο συμφέρον υπάρχει και όταν ο αιτών υπήρξε διάδικος στη δίκη, στην οποία εκδόθηκε εκείνη από τις συγκρουό¬μενες αποφάσεις που έκρινε αντίθετα προς τις απόψεις του. Τούτο δε γιατί στις διατάξεις των άρθρων 48 παρ. 2 και 51 παρ. 2 και 3 του ίδιου Κώδικα προβλέπεται ότι κατά των αποφάσεων που εκδόθηκαν πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου και που έκριναν αντίθετα προς όσα έγιναν δεκτά από την απόφαση αυτή, χωρεί το ένδικο μέσο της επαναλήψεως της διαδικασίας, ασκούμενο υπό τις προϋποθέσεις των πιο πάνω διατάξεων, η συνδρομή των οποίων θα κριθεί από το αρμόδιο δικαστήριο (σχετ. Α.Ε.Δ. 34/1993). Συνεπώς, εφόσον το αιτούν υπήρξε διάδικος στις δίκες, στις οποίες εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ. 2741/2006, 2170/2007, 2171/2007, 2173/2007, 2348/2007 και 2557/2007 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκριναν αντίθετα προς τις απόψεις του και φέρονται ως αντίθετες προς την υπ’ αριθμ. 1382/2005 Απόφαση του Αρείου Πάγου, επίκληση της οποίας έγινε μάλιστα από αυτό στις δίκες, στις οποίες εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ. 2170/2007, 2171/2007, 2173/2007 και 2557/2007 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, το οποίο, ενόψει των ανωτέρω, εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 1474/2008 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επι-κρατείας, η οποία δέχθηκε άποψη ομοία με εκείνη η οποία είχε γίνει δεκτή με την υπ’ αριθμ. 1382/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου.
5. Επειδή, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 εδ. ε΄ του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, «η άρση της αμφισβητήσεως για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου». Από την παραπάνω διάταξη, που επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 6 εδ. ε΄ του Κώδικα Α.Ε.Δ. προκύπτει ότι η καθιερουμένη με αυτή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου συντρέχει, εφόσον υπάρχει αφενός ταυτότητα της διατάξεως τυπικού νόμου που ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τον Άρειο Πάγο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο και αφετέρου αντίθεση μεταξύ των αποφάσεων των προαναφερομένων Δικαστηρίων, είτε ως προς την έννοια που δόθηκε στη διάταξη αυτή, είτε ως προς τον χαρακτηρισμό της ως σύμφωνης ή όχι προς συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη. Επομένως, σύμφωνα με την διατύπωση της προμνημονευομένης διατάξεως, που αναφέρεται σε «τυπικό νόμο», εκδιδόμενο από τη Βουλή κατά την τακτική αυτής νομοθετική λειτουργία και κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 26 & 1 και 73 έως 80 του Συντάγματος, η αμφισβήτηση, για την άρση της οποίας καθιερώθηκε η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου προς εξασφάλιση της ενότητας στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, πρέπει να αφορά στην έννοια τυπικού μόνο νόμου, όπως πιο πάνω αυτός ορίσθηκε (Α.Ε.Δ. 19/1990), όχι δε και στην έννοια αγορανομικής διατάξεως, η οποία φέρει τον χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξεως.
6. Επειδή, με το π.δ. της 16/23.3.1934 (Α΄ 113) κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο νόμου με αριθμό 5945/1934 οι σχετικές με το αιτούν Ταμείο (Τ.Σ.Α.Υ.) διατάξεις. Στο στοιχείο ε΄ του εδ. 14 του άρθρου 40 του κ.ν. 5945/1934, όπως αντικαταστάθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1040/ 1943 (Α΄ 433) – άρθρο που κυρώθηκε (κατά το μέρος που αναφέρεται πιο κάτω) με την 303/1946 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (Α΄ 182) – ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι σε κάθε φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα, ελληνικού ή ξένου οίκου, που πωλείται, επικολλάται ιατρόσημο αναλόγως της αγοραίας αξίας του, ότι η υποχρέωση επικολλήσεως του ιατροσήμου βαρύνει τον παρασκευαστή ή τον αντιπρόσωπο, με βάση την τιμή της κρατικής διατιμήσεως πωλήσεως κατά την εξαγωγή του εμπορεύματος από το εργοστάσιο ή την αποθήκη προς κυκλοφορία, ότι ο παρασκευαστής ή ο αντιπρόσωπος υπέχει κάθε ευθύνη έναντι του Ταμείου για κάθε παράλειψη επικολλήσεως ή ελλιπή επικόλληση και ότι, προκειμένου περί ιδιοσκευασμάτων, τα οποία, για οποιοδήποτε λόγο, δεν περιλαμβάνονται στην κρατική διατί-μηση, ως αγοραία αξία λογίζεται η τιμή λιανικής πωλήσεώς τους προς το κοινό. Ακολούθως, με το άρθρο 1 του β.δ. της 3/6.6.1952 (Α΄ 156) το υπέρ του Τ.Σ.Α.Υ. επιβαλλόμενο τέλος ιατροσήμου επί των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων ορίσθηκε σε ποσοστό 5% επί της τιμής λιανικής πωλήσεως τους (άρθρο 1 παρ. 1 περ. β΄). Η καταβολή του ιατροσήμου με επικόλληση διατηρήθηκε μόνο για τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα που παρασκευάζονται στην ημεδαπή (άρθρο 1 παρ. 2 περ. β΄), ενώ για τα εισαγόμενα από την αλλοδαπή προβλέφθηκε διαφορετικός τρόπος εισπράξεως του ιατροσήμου αυτού κατά την εισαγωγή. Ειδικότερα, στην περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του β.δ/τος αυτού για τα εισαγόμενα ορίζονται τα εξής: «οι αντιπρόσωποι οίκων εξωτερικού, οι εισαγωγείς ή παραλήπται εν γένει εκ του εξωτερικού εισαγομένων ιδιοσκευασμάτων, υποκειμένων εφεξής κατά τας κειμένας διατάξεις εις ιατροσήμανσιν υποχρεούνται, προκειμένης παραλαβής τοιούτων ειδών παρά των οικείων Τελωνειακών Αρχών ή Ταχυδρομείων, όπως προσάγωσιν εις τας ως άνω Αρχάς τιμολόγια τεθεωρημένα υπό του Ταμείου συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Υγειονομικών ή των υπό τούτου εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων του, εν οις θα βεβαιούται η τιμή λιανικής πωλήσεως και r καταβολή του αναλογούντος ιατροσήμου επί των υπό παραλαβήν ως άνω ειδών, αναφερομένου εν τω τιμολογίω και του αριθμού της οικείας περ καταβολής αποδείξεως. Αι κατά τα ανωτέρω Αρχαί υποχρεούνται να αρνηθούν την παράδοσιν τοιούτων ειδών, εις περίπτωσιν καθ’ ην ήθελε διαπιστωθεί η μη συμμόρφωσις των εισαγωγέων προς τας ως ανωτέρω οριζομένας υποχρεώσεις…». Σύμφωνα δε με την παρ. 1 του άρθρου 441 Αγορανομικής Διατάξεως 14/1989 (Β΄ 343), όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση της αρχικώς με την παρ. 5 του άρθρου 1 της Αγορανομικής Διατάξεως 19/1992 (Α3/2718/7.7.1992 απόφαση του Υφυπουργού Εμπορίου, Β΄ 477) και, ακολούθως, με την παρ. 3 του άρθρου 1 της Αγορανομικής Διατάξεως 2/1996 (Α3/422/22.4.1996 απόφαση του Υφυπουργού Εμπορίου, Β΄ 281), «Η χονδρική τιμή των ετοίμων εισαγομένων φαρμάκων καθορίζεται με βάση την προς χονδρέμπορο τιμή πώλησης στη χώρα προέλευσης μειωμένη κατά 7%. Στην τιμή αυτή προστίθεται το εισαγωγικό κέρδος 12,5%, τα έξοδα εισαγωγής, οι υπέρ τρίτων νομοθετημένες επιβαρύνσεις (Ε.Ο.Φ., Τ.Σ.Α.Υ., Τ.Ε.Α.Υ.Φ.Ε.) και οι υποχρεωτικές εκ-πτώσεις». Με την παρ. 1 του άρθρου 63 του ν. 2519/1997 (Α΄ 165/21.8.1997), μεταξύ άλλων, η υπέρ του Τ.Σ.Α.Υ. εισφορά ορίσθηκε σε 4,5% «επί της εκάστοτε ισχύουσας καθαρής τιμής των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων που παρασκευάζονται ή συσκευάζονται στην Ελλάδα ή εισάγονται από το εξωτερικό. Κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει με διαφορετικό τρόπο τα θέματα της παρούσας παραγράφου καταργείται». Στην παρ. 3 του ιδίου άρθρου 63 του πιο πάνω ν. 2519/1997 ορίσθηκε ότι «Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και κατά την ανατιμολόγηση όλων των ήδη κυκλοφορούντων φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων». Ήδη, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 437 του κεφαλαίου 27 και της παρ. 1 του άρθρου 441 της πιο πάνω 14/1989 Αγορανομικής Διατάξεως με τις παρ. 1 και 6 του άρθρου 1 της 6/1997 Αγο-ρανομικής Διατάξεως (Α3/2264/29.9.1997 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, Β΄ 861), αντιστοίχως, στο άρθρο 437 της 14/1989 Αγορανομικής Διατάξεως ορίζονται τα εξής: «Διαμόρφωση τιμών γενικά. 1. Ανώτατη χονδρική τιμή των φαρμάκων είναι η τιμή πώλησης προς τους φαρμακοποιούς. Στην τιμή αυτή συμπεριλαμβάνονται το κέρδος του φαρμακέμπορου και οι υποχρεωτικές εκπτώσεις. 2. Η ανώτατη λιανική τιμή των φαρμάκων διαμορφώνεται ως εξής: Στη χονδρική τιμή προστίθεται το νόμιμο κέρδος φαρμακοποιού και στο άθροισμα που προκύπτει υπολογίζεται ο φόρος προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.). Τελικά μετά την προσθήκη του Φ.Π.Α. προστίθενται οι νομοθετημένες επιβαρύνσεις. Οι επιβαρύνσεις αυτές θα αποδίδονται στους δικαιούχους (Ε.Ο.Φ., Τ.Σ.Α.Υ., Τ.Ε.Α.Υ.Φ.Ε.) από τους φαρμακοποιούς. Οι λιανικές τιμές είναι ενιαίες σε όλη τη χώρα, με εξαίρεση τις περιοχές που ισχύει μειωμένος συντελεστής Φ.Π.Α. 3. Ανωτάτη νοσοκομειακή τιμή των φαρμάκων είναι η τιμή πώλησης προς το δημόσιο, τα κρατικά Νοσηλευτικά Ιδρύματα, τα ιδρύματα που εποπτεύονται από τα Υπουργεία Υγείας και Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η νοσοκομειακή τιμή καθορίζεται με βάση τη χονδρική μειωμένη κατά 13%. Ο φόρος προστιθέμενης Αξίας και οι υπέρ τρίτων νομοθετημένες επιβαρύνσεις θα υπολογίζονται επί της νοσοκομειακής τιμής και θα προστίθενται επί του τιμολογίου πώλησης, αρχικά ο Φ.Π.Α. και ακολούθως οι υπέρ τρίτων νομοθετημένες επιβαρύνσεις. Οι επιβαρύνσεις αυτές θα αποδίδονται στους δικαιούχους από τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις παραγωγής και εισαγωγής. Το Δημόσιο και τα ιδρύματα που αναφέρονται πιο πάνω θα χρεώνουν τους πελάτες τους και θα εισπράττουν επί πλέον το ποσό των υπέρ τρίτων νομοθετημένων επιβαρύνσεων που αντιστοιχεί στην αξία των φαρμάκων». Περαιτέρω δε στην παρ. 1 του άρθρου 441 ορίζονται τα εξής: «Η χονδρική τιμή των ετοίμων εισαγομένων φαρμάκων καθορίζεται με βάση την προς χονδρέμπορο τιμή πώλησης στη χώρα προέλευσης, στην οποία προστίθενται τα έξοδα εισαγωγής και οι υποχρεωτικές εκπτώσεις, με εξαίρεση τα παυσίπονα και τα παραεντερικά διαλύματα (ορροί) των οποίων η τιμή καθορίζεται κατά ενιαίο τρόπο, ασχέτως χώρας παραγωγής ή προέλευσης και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 440 της παρούσας». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 2 της 6/1997 Αγορανομικής Διατάξεως (Α3/2264/29.9.1997 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης) ορίζεται ότι «Με βάση την ισχύουσα Α.Δ. και τις ανωτέρω τροπο-ποιήσεις θα πραγματοποιηθεί ο επανακαθορισμός των τιμών όλων των φαρμάκων» και στο άρθρο 3 της ίδιας Αγορανομικής Διατάξεως ορίζεται ότι «Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από την ημερομηνία ανακοινώσεώς της στον ημερήσιο τύπο», η ανακοίνωση δε αυτή έγινε στο φύλλο της 30.9.1997 της ημερήσιας εφημερίδας «Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ». Ακολούθως, με βάση το άρθρο 17 παρ. 1 του ν.δ. 96/1973 (Α΄ 172, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 32 του ν. 1316/1983 (Α΄ 3), εκδόθηκε το 1/1997 δελτίο τιμών φαρμάκων (Α3/2279/1.10.1997 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης), με το οποίο, ενόψει των ορισμών του άρθρου 63 του ν. 2519/1997 και της 6/1997 Αγορανομικής Διατάξεως, καθορίσθηκαν από 3.10.1997, δηλαδή την επομένη εργάσιμη ημέρα από την ανακοίνωση του πιο πάνω δελτίου τιμών φαρμάκων στο φύλλο της 2.10.1997 της ημερήσιας εφημερίδας «Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ» σύμφωνα με το άρθρο 4 του δελτίου αυτού, οι ανώτατες τιμές πωλήσεως των φαρμάκων. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 του πιο πάνω δελτίου τιμών φαρμάκων «Στις Χονδρικές …. τιμές δεν περιλαμβάνεται ο φόρος προστι-θέμενης Αξίας και οι εισφορές υπέρ Ε.Ο.Φ., Τ.Σ.Α.Υ. και Τ.Ε.Α.Υ.Φ.Ε. …». Τέλος, με την από 7.11.1997 πράξη Νομοθετικού περιεχομένου (Α΄ 226), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2581/ 1998 (Α΄ 36), ο υπέρ του Τ.Σ.Α.Υ. πόρος από εισφορά ιατροσήμου καταργήθηκε από την έκδοση του δελτίου που θα καθόριζε τις νέες λιανικές τιμές των φαρμάκων» (άρθρο 1), δηλαδή από 8.12.1997, οπότε άρχισε να ισχύει το 2/1997 δελτίο τιμών φαρμάκων (Α3/3046/4.12.1997 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, ανακοίνωση του δελτίου στο φύλλο της 5.12.1997 της ημερήσιας εφημερίδας «Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ» και διόρθωση τιμών για 62 φάρμακα στο φύλλο της 9.12.1997 της ίδιας εφημερίδας, βλ. άρθρο 3 του δελτίου αυτού). Επί πλέον στο άρθρο 2 της πιο πάνω πράξεως Νομοθετικού περιεχομένου ορίσθηκε ότι: «1. Για τις πωλήσεις φαρμάκων με τις λιανικές και νοσοκομειακές τιμές που καθορίσθηκαν με το Δελτίο Τιμών 1/1997, οι ανωτέρω εισφορές θα υπολογισθούν επί της καθαρής τιμής σε ποσοστό 8,8% υπέρ Ε.Ο.Φ., 4,5% υπέρ Τ.Σ.Α.Υ. και 1,5% υπέρ Τ.Ε.Α.Υ.Φ.Ε και θα αποδοθούν στους δικαιούχους μέχρι 31.12.1997 ως εξής: α. Από τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις για πωλήσεις με νοσοκομειακή τιμή. β. Από τα φαρμακεία για πωλήσεις με λιανική τιμή. 2. Για όσα φάρμακα είχαν αγορασθεί από τα φαρμακεία με τιμές που ίσχυαν πριν την 3.10.1997, η προθεσμία διάθεσής τους λήγει στις 31.12.1997». Τελικώς δε με το άρθρο δεύτερο του ν. 2581/1998 η παρ. 1 του άρθρου 2 της πράξεως Νομοθετικού περιεχομένου αναδιατυπώθηκε ως εξής: Για τις πωλήσεις φαρμάκων με τις λιανικές και νοσοκομειακές τιμές, που καθορίσθηκαν με το Δελτίο Τιμών 1/1997, οι ανωτέρω εισφορές θα υπολογισθούν επί της καθαρής τιμής σε ποσοστό 8,8%) υπέρ Ε.Ο.Φ., 4,5% υπέρ Τ.Σ.Α.Υ. και 1,5% υπέρ Τ.Ε.Α.Υ.Φ.Ε και θα αποδοθούν στους δικαιούχους μέχρι 30.4.1998 ως εξής: α. Από τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις για πωλήσεις με νοσοκομειακή τιμή. β. Από τα φαρμακεία για πωλήσεις με λιανική τιμή».
7. Επειδή, εν προκειμένω, οι καθ’ ων η αίτηση εταιρίες εμπορίας φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, τα οποία διαθέτουν στην εσωτερική αγορά, με αγωγές που άσκησαν κατά του αιτούντος Τ.Σ.Α.Υ., ισχυριζόμενες ότι κατά τον χρόνο (3.10.1997) της νομοθετικής διαφοροποιήσεως του τρόπου εισπράξεως και αποδόσεως της υπέρ του Τ.Σ.Α.Υ. εισφοράς επί των πωλήσεων των εισαγομένων φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, υπήρχαν στις αποθήκες τους αποθέματα τέτοιων ειδών, τα οποία είχαν εισαγάγει μέχρι τότε από την αλλοδαπή, για την παραλαβή των οποίων είχαν καταβάλει στο Τ.Σ.Α.Υ. για εισφορά ιατροσήμου τα αναφερόμενα ποσά, και ότι δεν μπορούσαν να εισπράξουν τα ποσά αυτά μετά την αλλαγή του ισχύοντος μέχρι την 3.10.1997 αγορανομικού καθεστώτος, ζήτησαν την απόδοση, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, των εν λόγω ποσών.
8. Ο Άρειος Πάγος, με την υπ’ αριθμ. 1382/2005 απόφασή του, ελέγχο-ντας αναιρετικώς την απόφαση του Εφετείου Αθηνών που είχε εκδοθεί επί της αγωγής της πρώτης των καθ’ ών η αίτηση, έκρινε ότι δεν υφίσταται αδικαιολόγητος πλουτισμός υπέρ του Τ.Σ.Α.Υ., δεχόμενος, ειδικότερα, τα εξής: Η πριν από την κατάργηση του υπέρ του Τ.Σ.Α.Υ. πόρου από την εισφορά ιατροσήμου υποχρέωση του εισαγωγέα φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων για την καταβολή του στηρίζεται, ως περιουσιακή μετακίνηση, στο άρθρο 1 παρ. 2 του β.δ. της 3/6.6.1952 και, συνεπώς, το Τ.Σ.Α.Υ. δεν κατέστη πλουσιότερο χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας των εισαγωγέων φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων. Περαιτέρω, εφόσον με τη νέα ρύθμιση ή με άλλη διάταξη νόμου δεν προβλέπεται η επιστροφή, συμψηφιστικώς ή με άλλο τρόπο, των ποσών από εισφορές ιατροσήμου που είχαν ήδη καταβληθεί από τον εισαγωγέα έως την έναρξη της ισχύος της, δεν έληξε η νόμιμη αιτία καταβολής από τους εισαγωγείς της εισφοράς ιατροσήμου, ανεξάρτητα από την ωφέλεια ή όχι του Τ.Σ.Α.Υ. από την τυχόν υποχρέωση επανακαταβολής του ιατροσήμου και από τρίτα πρόσωπα, γεγονός που αφορά στις σχέσεις μεταξύ αυτών και του Τ.Σ.Α.Υ. και δεν συνδέεται αιτιωδώς με τους εισαγωγείς φαρμακευτικών ιδιο-σκευασμάτων. Τέλος, η με το νέο σύστημα έλλειψη, αυτή καθ’ εαυτήν, της ευχέρειας των εισαγωγέων φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων να επιρρίψουν απ’ ευθείας στην κατανάλωση το ιατρόσημο που κατέβαλαν κατά τον εκτελωνισμό των φαρμάκων, η ευχέρεια δε αυτή, εφ’ όσον δεν είναι νομοθετημένη ως δικαίωμα, δεν συνιστά καταβολή προς το Τ.Σ.Α.Υ., για αιτία που δεν επακολούθησε.
9. Το Συμβούλιο της Επικρατείας με τις υπ’ αριθμ. 2741/2006, 2170/2007, 2171/2007, 2173/2007, 2348/2007 και 2557/2007 αποφάσεις του, ελέγχοντας αναιρετικώς τις αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, που είχαν εκδοθεί επί των αγωγών των λοιπών εκ των καθ’ ων η αίτηση, έκρινε ότι υφίσταται αδικαιολόγητος πλουτισμός υπέρ του Τ.Σ.Α.Υ., δεχόμενο, ειδικότερα, τα εξής: Η υποχρέωση των παρασκευαστών και αντιπροσώπων για επικόλληση ιατροσήμου, τόσο στα εγχωρίως παραγόμενα, όσο και στα εισαγόμενα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα, ανέκυπτε κατά τη θέση τους σε κυκλοφορία, συνεπεία πωλήσεως αυτών. Ειδικώς για τα εισαγόμενα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα με το β.δ. της 3/6.6.1952 προβλέφθηκε ότι το ιατρόσημο θα καταβάλλεται στο Τ.Σ.Α.Υ. κατά την παραλαβή τους από τα τελωνεία, πριν από τη θέσης τους σε κυκλοφορία. Εξ άλλου, με τον καθορισμό αγορανομικώς της χονδρικής τιμής των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, στην οποία, μέχρι την έναρξη ισχύος της Α.Δ. 6/1997, περιλαμβανόταν και το ποσό του ιατροσήμου, το σχετικό βάρος επερρίπτετο τελικώς, από τους εισαγωγείς, στην κατανάλωση. Με την Α.Α. 6/1997 και το δελτίο τιμών 1/1997, το ιατρόσημο περιελήφθη στη λιανική τιμή των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων και επερρίπτετο πλέον στην κατανάλωση κατά τη λιανική πώληση αυτών από τους φαρμακοποιούς, οι οποίοι και κατέστησαν υπόχρεοι για την απόδοσή του στο Τ.Σ.Α.Υ.. Συνε-πώς, έκτοτε, έληξε η αιτία, για την οποία είχε καταβληθεί ιατρόσημο για φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα που είχαν εισαχθεί και δεν είχαν πωληθεί μέχρι τις 3.10.1997, διότι έπαυσε υφισταμένη η υποχρέωση των εισαγωγέων για ιατρόσημο κατά την πώλησή τους και η επίρριψή του από αυτούς στην κατανάλωση, μέσω της χονδρικής τιμής πωλήσεως, ως εκ τούτου δε η περαιτέρω διατήρηση από το Τ.Σ.Α.Υ. του πλουτισμού από το εισπραχθέν ιατρόσημο κατέστη αδικαιολόγητη.
10. Με βάση όσα κατά τα ανωτέρω έγιναν δεκτά από τα δύο πιο πάνω ανώτατα Δικαστήρια, αυτά αντιμετώπισαν το ίδιο ζήτημα, αν, δηλαδή, μετά την αγορανομική μεταβολή, με την Α.Δ. 6/1997 και το δελτίο τιμών φαρμάκων 1/1997, με τα οποία το ιατρόσημο περιελήφθη στη λιανική τιμή των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων και υπόχρεοι πλέον για την καταβολή της εισφοράς ιατροσήμου υπέρ του Τ.Σ.Α.Υ. κατέστησαν οι φαρμακοποιοί από 3.10.1997 μέχρι 8.12.1997, και όχι οι εισαγωγείς, όπως οι καθ’ ων η αίτηση εταιρίες, ανέ¬κυπτε, βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, υποχρέωση του Τ.Σ.Α.Υ. να επιστρέψει τις εισφορές ιατροσήμου που οι εισαγωγείς είχαν καταβάλει για εισαγωγές φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων προ της 3.10.1997 και τα οποία δεν είχαν διαθέσει προς πώληση μέχρι την ημερομηνία αυτή, απέ¬δωσαν διαφορετική έννοια στη διάταξη του άρθρου 904 Α.Κ., καθώς και σε προαναφερθείσες αγορανομικές διατάξεις και κατέληξαν σε αντίθετο συμπέρασμα, ο μέν Άρειος Πάγος ότι δεν υφίσταται αδικαιολόγητος πλουτισμός υπέρ του Τ.Σ.Α.Υ., το δε Συμβούλιο της Επικρατείας ότι υφίσταται αδικαιολόγητος πλουτισμός υπέρ του Τ.Σ.Α.Υ.
11. Συγκεκριμένα, ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι κατά την έννοια της δια-τάξεως του άρθρου 904 Α.Κ., η αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση, κατά την οποία ο πλουτισμός επήλθε από διάταξη νόμου, παρά μόνο αν υπάρχει διάταξη νόμου που επιτρέπει την αναζήτησή του, ενώ κατά την έννοια που προσέδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας στην ίδια διάταξη είναι αδιάφορο αν ο νόμος προβλέπει ρητώς ότι ο πλουτισμός πρέπει να επιστραφεί. Η αντίθεση αυτή μεταξύ των αποφάσεων του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορά στην ερμηνεία διατάξεως τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 904 Α.Κ. και, επομένως, συντρέχει, εν προκειμένω, περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και του άρθρου 6 περ. ε΄ του Κώδικα περί Α.Ε.Δ. και η υπό κρίση αίτηση, κατά το μέρος της με το οποίο επιδιώκεται η άρση της εν λόγω αντιθέσεως, ασκείται παραδεκτώς.
12. Η περαιτέρω όμως παρατηρουμένη αντίθεση μεταξύ των αποφάσεων του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως προς το αν με το αγορανομικό καθεστώς που ίσχυε μέχρι την έναρξη ισχύος της Α.Δ. 6/1997 θεσπίζεται δικαίωμα ή απλή ευχέρεια υπέρ των εισαγωγέων φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, οι οποίοι είχαν καταβάλει κατά τον εκτελωνισμό αυτών τα αναλογούντα ποσά ιατροσήμου, να ανακτήσουν τα ποσά αυτά μέσω της ενσωματώσεώς τους στη χονδρική τιμή πωλήσεως των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων και την επίρριψή τους από αυτούς στην κατανάλωση, αφορά στην ερμηνεία αγορανομικών διατάξεων και, συνεπώς, εν όψει των όσων έχουν εκτεθεί σε προηγουμένη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και του άρθρου 6 περ. ε΄ του Κώδικα περί Α.Ε.Δ., δεν καθιδρύεται δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου προς άρση αμφισβητήσεως. Άρα η υπό κρίση αίτηση, κατά το μέρος της, με το οποίο επιδιώκεται η άρση της αντιθέσεως αυτής είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη.
13. Επειδή, στο άρθρο 904 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημιά άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολού-θησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Με παροχή εξομοιώνεται και η συμβατική αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει χρέος». Από τη διάταξη αυ-τή προκύπτει ότι για να θεμελιωθεί απαίτηση με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό θα πρέπει η άμεση περιουσιακή μετακίνηση προ τον λαβόντα να επήλθε χωρίς νόμιμη αιτία, δηλαδή αιτία, που δεν έχει πηγή σύμβαση ή το νόμο, είτε για νόμιμη αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή είναι παράνομη ή ανήθικη. Η αξίωση δε αυτή, ούτε από τη διάταξη αυτή, ούτε από άλλη, ουδόλως προϋποθέτει για να γεννηθεί διάταξη νόμου που να επιτρέπει ή επιβάλει την αναζήτηση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθ’ όσον με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα καθιερώνεται αυτοτελής και αυτοδύναμη αξίωση υπό τους όρους και προϋποθέσεις που μό-νον αυτή θεσπίζει.
Μειοψήφησαν τα μέλη Γ. Μάμαλης, Δ. Γιαννακόπουλος και Β. Γρατσίας, οι οποίοι διατύπωσαν την άποψη ότι για την αναζήτηση αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά την ως άνω διάταξη απαιτείται η ύπαρξη άλλης ειδικής διατάξεως που να την επιτρέπει.
14. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο επιλύει το ανωτέρω θέμα της ερμηνείας του άρθρου 904 του Α.Κ. υπέρ της απόψεως που διατυπώνεται στις ανωτέρω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.