ΑΕΔ 3/2012
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας. Η προφορική σύμβαση μεταξύ ΝΠΔΔ (ΟΤΑ) και ιδιώτη ακόμη και εάν επιδιώκει δημόσιο σκοπό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί διοικητική σύμβαση διότι δεν μπορεί να διαγνωστεί το εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς υπέρ του δημοσίου. Αρμόδιο το Εφετείο Θεσσαλονίκης.
Πρόεδρος : Π. Πικραμμένος (Πρόεδρος ΣτΕ)
Εισηγήτρια: Δ. Παπαντωνοπούλου (Αρεοπαγίτης)
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)
1. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 3 του Ν. 345/1976, εφόσον έγιναν οι προβλεπόμενες από το νόμο κοινοποιήσεις και δημοσιεύσεις, η συζήτηση της υποθέσεως χωρεί, έστω και αν δεν παρίστανται οι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση από τις περιεχόμενες στη δικογραφία από 11-4-2011, 18-8-2011 και 14-10-2011 εκθέσεις επιδόσεως του αρχιφύλακα Σ. Σ. η πρώτη και Λεωνίδα Νικολάου οι λοιπές προς τον αιτούντα Βασίλειο Τραπενζαλίδη, τις από 24-2-2011, 25-7-2011 και 5-10-2011 όμοιες του δικαστικού επιμελητή Δημητρίου Κουριδάκη προς τον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο Μενέλαο Σεργάκη και τις από 24-3-2011, 1-2-2011 και 7-10-2011 όμοιες της επιμελήτριας Δικαστηρίων Αναστασίας Καρατζούλη προς τον καθ’ ου η αίτηση ήδη Δήμο Συντικής, προκύπτει ότι επιδόθηκε στους διαδίκους και στον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο του αιτούντος, είκοσι (20) ημέρες πριν από τη αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 11-5-2011, την μετ’ αναβολή όμοια της 28-9-2011 και την ορισθείσα, μετά ματαίωση από την τελευταία δικάσιμο και αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως, αντίγραφο της αιτήσεως με την πράξη του Προέδρου για τον ορισμό δικασίμου και εισηγητή. Συνεπώς το Δικαστήριο νομίμως προχωρεί στη συζήτηση της υποθέσεως, κατά την εκφώνηση της οποίας δεν παρέστησαν οι διάδικοι, ούτε ο αιτών εκπροσωπήθηκε από τον διορισθέντα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 7176/2011 πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μελπομένης Ναζίρη-Χαρχάλη, ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο (άρθρο 14 παρ. 1 εδ. α΄ του Ν. 345/1976).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, ζητείται η άρση αποφατικής συγκρούσεως δικαιοδοσίας, η οποία προέκυψε κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, από την έκδοση, αφ ’ ενός της 2684/1997 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης και αφ ’ ετέρου της 1796/2010 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με τις οποίες τα εν λόγω Δικαστήρια έκριναν ότι τόσο τα πολιτικά όσο και τα διοικητικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας επί αγωγής του αιτούντος με την αρχικά εναγομένη Κοινότητα Καστανούσας του Νομού Σερρών, η οποία υπήχθη δια συγχωνεύσεως στον Δήμο Κερκίνης και ήδη Δήμο Συντικής, με αντικείμενο, την καταβολή οφειλόμενης στον ήδη αιτούντα αμοιβής από το περιγραφόμενο στην αίτηση έργο το οποίο ανέλαβε και εκτέλεσε, δυνάμει προφορικής συμφωνίας καταρτισθείσης μεταξύ των συμβληθέντων. Ειδικότερα, το πρώτο των ανωτέρω Δικαστηρίων, κρίνοντας σε δεύτερο βαθμό, απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, την αγωγή του ήδη αιτούντος, ερειδομένη επί των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατά της αρχικά εναγομένης Κοινότητας Καστανούσας του Νομού Σερρών, με αντικείμενο την καταψήφιση της τελευταίας στην καταβολή της οφειλόμενης εργολαβικής αμοιβής για το έργο που ανέλαβε και εκτέλεσε, δυνάμει προφορικώς καταρτισθείσης μεταξύ τους συμβάσεως έργου, δεχόμενο ότι η επίμαχη σύμβαση έργου, από την οποία δημιουργήθηκε η διαφορά, έχει το χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως, οι δε δημιουργούμενες, με αφορμή τη λειτουργία αυτής, διαφορές, μεταξύ των οποίων και η ένδικη, είναι διοικητικές διαφορές ουσίας. Το δεύτερο από τα ως άνω Δικαστήρια, κρίνοντας ομοίως κατ’ έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, απέρριψε επίσης ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων, νέα αγωγή του ήδη αιτούντος, ασκηθείσα μετά την απόρριψη της πρώτης ως απαράδεκτης, ερειδόμενη επί ομοίας βάσεως και με ίδιο αίτημα με εκείνη (πρώτη αγωγή), δεχόμενο ότι η προφορικά καταρτισθείσα επίμαχη σύμβαση δεν έχει χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως, αλλά συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου και ως εκ τούτου, η ένδικη αξίωση που απορρέει από τη συγκεκριμένη σύμβαση, ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.
3. Επειδή, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται η άρση συγκρούσεως μεταξύ, πλην άλλων, του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του Ν. 345/1976, εφόσον το, κατά το άρθρο 44 παρ. 1, δικαστήριο, δηλαδή, μεταξύ άλλων, το Συμβούλιο Επικρατείας ή άλλο διοικητικό δικαστήριο αφενός και ένα αστικό ή ποινικό δικαστήριο αφ ’ ετέρου, έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας για την ίδια υπόθεση, η σύγκρουση αίρεται επιμελεία παντός διαδίκου, με κατάθεση αιτήσεως ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, εντός ενενήκοντα ημερών από τη δημοσίευση της νεότερης αποφάσεως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 47 παρ. 4 του ίδιου Ν. 345/1976, η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται στη λύση του αμφισβητουμένου ζητήματος δικαιοδοσίας, εξαφανίζει την απόφαση που εσφαλμένως αποφάνθηκε για το μέρος αυτό, παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που κρίνεται ότι έχει δικαιοδοσία και είναι υποχρεωτική για τα δικαστήρια που αρνήθηκαν τη δικαιοδοσία τους και για τους διαδίκους (ΑΕΔ 19/2009, 6/2007 κ.ά.). Ενόψει των προεκτεθέντων, παραδεκτώς φέρεται προς επίλυση ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, το ζήτημα της αποφατικής συγκρούσεως, δεδομένου ότι τα δύο αναφερθέντα δικαστήρια έκριναν τελεσιδίκως, ότι δεν έχουν δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς. Ο αιτών νομιμοποιείται να ασκήσει την κρινόμενη αίτηση, καθόσον υπήρξε διάδικος ενώπιον των δικαστηρίων, των οποίων οι αποφάσεις δημιούργησαν την αναφερθείσα αποφατική σύγκρουση. Επίσης, η αίτηση, που κατατέθηκε στις 9-7-2011, ασκήθηκε εμπροθέσμως, ενόψει της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της νεότερης αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (29-11-2010). Κατ ’ ακολουθίαν η υπόθεση νομίμως φέρεται προς συζήτηση, μετά την ενέργεια των υπό των άρθρων 45, 46 και 47 του Ν.345/1976 προβλεπομένων κοινοποιήσεων προς τους διαδίκους, τους προέδρους των δικαστηρίων οι αποφάσεις των οποίων προκάλεσαν τη σύγκρουση και τον Υπουργό Δικαιοσύνης, όπως προκύπτει τούτο από τα ευρισκόμενα στο φάκελο της δικογραφίας αποδεικτικά επιδόσεως.
4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ίσχυε πριν από την αναθεώρηση του έτους 2001, αλλά ισχύει και μετά από αυτήν, η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, από τις διαφορές δε αυτές, όσες δεν είχαν υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, επιβαλλόταν να υπαχθούν υποχρεωτικά στη δικαιοδοσία τους, εντός της οριζόμενης προθεσμίας πέντε ετών, που μπορούσε να παρατείνεται με νόμο. Σε εκτέλεση της συνταγματικής αυτής διατάξεως εκδόθηκε ο Ν. 1406/1983, με το άρθρο 1 παρ. 2 του οποίου, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μεταξύ άλλων, και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφ. ι΄), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αυτής αξίωση. Εξάλλου, η σύμβαση είναι διοικητική, αν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (Α.Ε.Δ. 28/2011, 21/2009, 14/2007, 10/2003). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 28/2011, 18/2009).
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα δικόγραφα των αγωγών του αιτούντος και τις επ ’ αυτών εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με προφορική συμφωνία που καταρτίσθηκε στις 15-4-1988 μεταξύ του αιτούντος και του Προέδρου της Κοινότητας Καστανούσας, που ενεργούσε ως εκπρόσωπός της, ο πρώτος ανέλαβε την εκτέλεση αρδευτικού έργου στην περιοχή του οικισμού Καλοχωρίου, συνιστάμενου στη διάνοιξη χάνδακα, τοποθέτηση εντός αυτού σωλήνων αρδεύσεως και επίχωσή του, καθώς και την διάνοιξη προστατευτικού χάνδακα και τη διεύρυνση δεξαμενής, αντί των συμφωνημένων τιμών μονάδων που αναφέρονται στην αγωγή. Ο αιτών εκτέλεσε και παρέδωσε εμπροθέσμως το έργο, πλην η Κοινότητα δεν του κατέβαλε τη συμφωνημένη αμοιβή, ύψους 3.365.000 δραχμών ή 11.466 ευρώ. Με αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών, ο αιτών ζήτησε την καταψήφιση της εναγομένης Κοινότητας στην καταβολή του οφειλόμενου ποσού με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω της ακυρότητας της επίμαχης σύμβασης, συνεπεία της μη τηρήσεως έγγραφου τύπου, η οποία και έγινε δεκτή. Ασκηθείσης εφέσεως κατ’ αυτής, εκδόθηκε η προαναφερθείσα 2684/1997 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, μετ ’ εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης, απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, το Δικαστήριο αυτό δέχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι η συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση έργου είναι σχέση δημοσίου δικαίου, εφόσον αφορούσε την κατασκευή υπέρ Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοικήσεως κοινωφελούς τεχνικού έργου, για το οποίο προβλέπεται η εφαρμογή των περί δημοσίων έργων διατάξεων του ν. 1418/1984 και του εκτελεστικού τούτου π.δ/τος 171/1987 και γι ’ αυτό, ανεξαρτήτως της ακυρότητάς της λόγω μη τηρήσεως του τύπου και της διαδικασίας που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις του νόμου αυτού, έχει το χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως. Ακολούθως ο αιτών άσκησε ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων νέα αγωγή, ομοίας βάσεως και αιτήματος με την πρώτη, επί της οποίας εκδόθηκε τελικά, κατόπιν ασκηθείσης εφέσεως κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που είχε απορρίψει ως απαράδεκτη την αγωγή λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, η υπ’ αριθμ. 1796/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία επικυρώθηκε η πρωτοβάθμια απόφαση. Ειδικότερα το Δικαστήριο εδέχθη, ότι η επίμαχη προφορική σύμβαση, δεν προκύπτει ότι διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες που προσδίδουν στον καθ ’ ου η αίτηση Δήμο υπερέχουσα θέση, με αποτέλεσμα να μην έχει χαρακτήρα διοικητικής σύμβασης αλλά σύμβασης ιδιωτικού δικαίου.
Το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω αφορά τον χαρακτήρα της επίμαχης σύμβασης μεταξύ του αιτούντος και του καθ’ ου στρέφεται η αίτηση Δήμου. Πρόκειται, όπως προεκτέθηκε, για προφορική συμφωνία που καταρτίσθηκε χωρίς την τήρηση οιασδήποτε διοικητικής διαδικασίας. Εφόσον η συμφωνία είναι προφορική, για τη διάγνωση του χαρακτήρα της ως συμφωνίας διεπομένης από το διοικητικό ή ιδιωτικό δίκαιο, ο δικαστής δεν μπορεί προδήλως να αναζητήσει στην ίδια τη συμφωνία ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο, ούτε άλλωστε ο αιτών επικαλείται στις ένδικες αγωγές του τέτοιες ρήτρες, ούτε επίσης είναι δυνατόν να διαγνωσθεί το κανονιστικό καθεστώς που την διέπει, ώστε να διερευνηθεί αν η ένδικη σύμβαση διέπεται από εξαιρετικό υπέρ του καθ ’ ου η αίτηση νομοθετικό ή συμβατικό καθεστώς. Επομένως η διαφορά που απορρέει από την επίμαχη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων είναι ιδιωτικού δικαίου διαφορά, ανεξαρτήτως αν η συμφωνία αυτή, η οποία φέρεται να έχει συναφθεί για την εκτέλεση δημοτικού έργου απέβλεπε στη εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού. Συνεπώς, το Εφετείο Θεσσαλονίκης εσφαλμένως έκρινε με την 2684/1997 απόφασή του ότι τα πολιτικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της επίδικης διαφοράς και ως εκ τούτου πρέπει να εξαφανισθεί η εν λόγω απόφασή του σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 4 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο. Εξάλλου λόγω της ερημοδικίας των διαδίκων δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αίρει την αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ πολιτικού και διοικητικού δικαστηρίου, κατά το σκεπτικό. Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 2684/1997 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2011 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 4 Απριλίου 2012.