Αριθμός 31/2008
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Γεώργιο Παναγιωτόπουλο, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, Γεώργιο-Σταύρο Κούρτη, Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Γεώργιο Καλαμίδα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Προέδρου και των αρχαιοτέρων του Αντιπροέδρων), Χρίστο Ράμμο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Σπυρίδωνα-Κωνσταντίνο Μαρκάτη, (αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του τακτικού Ιωάννη Μαντζουράνη), Συμβούλους της Επικρατείας, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Χρήστο Αλεξόπουλο, (αναπληρωματικό μέλος κωλυομένου του τακτικού Βασιλείου Κουρκάκη), Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες, Βασίλειο Γρατσία-Εισηγητή, Σύμβουλο της Επικρατείας, Νικόλαο Νίκα, Δημήτριο Ζερδελή, (αναπληρωματικό μέλος κωλυομένου του τακτικού Κωνσταντίνου Φινοκαλιώτη), Καθηγητές Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης, ως μέλη και το Γραμματέα Βασίλειο Μανωλόπουλο, Προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 7η Μαΐου 2008, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των:
ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τους Υπουργούς Οικονομικών και Γεωργίας, το οποίο παρέστη με την Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Ελένη Λευθεριώτου.
ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης Εταιρείας “ΜΑΥΡΟΛΟΓΓΟΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στον Πειραιά, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Πανταρώτα (Α.Μ. 2448), στον οποίο δόθηκε προθεσμία εννέα (9) ημερών για την νομιμοποίησή του.
Η παραπάνω υπόθεση εισήχθη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ύστερα από την υπ΄ αριθμ. 2369/2007 παραπεμπτική απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (αριθμ. καταθέσεως 50/18-10-2007).
Η εκδίκαση της υποθέσεως άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Βασιλείου Γρατσία, Συμβούλου της Επικρατείας.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αιτούσας, καθώς και την Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά νόμο.
1. Επειδή, με την 2369/2007 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο προς άρση, κατά τα άρθρα 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και 6 περ. ε΄ και 48 παρ. 1 και 2 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976, αμφισβήτηση, ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 9 παρ. 1 περ. γ΄ και 2 και 10 του ν. 1406/1983, η οποία ανέκυψε, διότι επί του ζητήματος αυτού η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατέληξε σε κρίση αντίθετη προς εκείνη, στην οποία είχε καταλήξει το Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου με την υπ΄ αριθμ. 1700/1999 απόφασή του.
2. Επειδή, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία με τις δημοσιεύσεις και κοινοποιήσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 10 παρ. 2, 49 παρ. 2 και 50 παρ. 1, 2 του ν. 345/1976 και, συνεπώς, η κρινόμενη υπόθεση παραδεκτώς, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.
3. Επειδή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενεφανίσθη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο δικηγόρος Αθηνών Δημήτριος Πανταρώτας, ο οποίος δήλωσε ότι παρίσταται για την καθής η αίτηση εταιρεία “ΜΑΥΡΟΛΟΓΓΟΣ Α.Ε.”. Ακολούθως, ζήτησε προθεσμία έως τις 16-5-2008 για να υποβάλει προς νομιμοποίηση του σχετικό ειδικό συμβολαιογραφικό έγγραφο, εχορηγήθη δε η προθεσμία αυτή. Κατά την διάρκεια δε της προθεσμίας αυτής ο εν λόγω δικηγόρος δεν υπέβαλε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, το σχετικό ειδικό συμβολαιογραφικό έγγραφο και, συνεπώς, η καθής εταιρεία θεωρείται ότι δεν παρέστη, διότι, κατά την παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 345/1976, για την επ΄ ακροατηρίου συζήτηση απαιτείται ρητή πληρεξουσιότης, άλλως ο διάδικος θεωρείται μη παριστάμενος.
4. Επειδή, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 περ. ε΄ του ν. 345/1976 (Α΄ 141), στη δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου υπάγεται και η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια των διατάξεων τυπικού νόμου, αν γι΄ αυτές εκδόθηκαν αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης στα δικαστήρια αυτά δικαιοδοτικής λειτουργίας τους. Το Δικαστήριο, κατά το άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 345/1976, επιλαμβάνεται της άρσεως της αμφισβητήσεως για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου και κατόπιν παραπεμπτικής αποφάσεως ενός εκ των ως άνω δικαστηρίων, όταν αποφασίζει επί της εννοίας τυπικού νόμου κατ΄ αποδοχή απόψεως διαφόρου εκείνης, υπό την οποία είχε εκδοθεί απόφαση ετέρου εκ των δικαστηρίων τούτων.
5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, με την 2369/2007 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο το ζήτημα της άρσης της αμφισβήτησης, ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 9 παρ. 1 περ. γ΄ και 2 και 10 του ν. 1406/1983. Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας με την ως άνω παραπεμπτική του απόφαση έκρινε ότι τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν αγωγών κατά του Δημοσίου περί ευθύνης αυτού σε αποζημίωση ένεκα παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί σ΄ αυτά, εφ΄ όσον οι σχετικές αξιώσεις γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες πριν από τις 11 Ιουνίου 1985, αφ΄ ότου, δηλαδή, τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια άρχισαν να έχουν δικαιοδοσία επί των διαφορών αυτών. Η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάρχει, μόνον εφ΄ όσον οι αξιώσεις προς λήψη αποζημίωσης εκτείνονται μέχρι τις 11 Ιουνίου 1985, κατά το μέρος όμως που οι αξιώσεις αυτές εκτείνονται μετά την ανωτέρω ημερομηνία τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιλύσουν τις διαφορές που ανάγονται στην περίοδο αυτή. Αντίθετα, με την 1700/1999 απόφαση του ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η διοικητική διαφορά ουσίας που ανακύπτει από παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου, γεννεσιουργό υποχρεώσεως προς αποζημίωση, κατά τους όρους του άρθρου 105 Εισ.ΝΑΚ, αν η πράξη αυτή εκδόθηκε ή η παράλειψη συντελέσθηκε πριν από τις 11 Ιουνίου 1985, εξακολουθεί να υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Επίσης, αν από την αδικοπραξία δημιουργήθηκε παρατεταμένη ζημιογόνος κατάσταση, χρόνος γεννήσεως της αξιώσεως προς αποζημίωση είναι ο χρόνος τελέσεως της αδικοπραξίας, η οποία, και όταν ακόμη δημιουργεί διαρκή ζημιογόνο κατάσταση, είναι έννομη σχέση στιγμιαία, που ολοκληρώνεται με την τέλεση της, έκτοτε δε μπορεί να επιδικασθεί και το σύνολο της αποζημιώσεως είτε έχει επέλθει η ζημία, είτε είναι μέλλουσα, εφόσον μπορεί να προσδιορισθεί. Εν όψει τούτων, ο Άρειος Πάγος με την ανωτέρω απόφασή του εδέχθη, αντιθέτως από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ότι στις ως άνω περιπτώσεις η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων εξακολουθεί συντρέχουσα και για αξιώσεις προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., οι οποίες εκτείνονται και μετά την 11 Ιουνίου 1985. Συνεπώς, ενόψει των ως άνω αντίθετων αποφάσεων, νομίμως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου η παρούσα υπόθεση.
6. Επειδή, κατά την παρ. 1 του άρθρου 94 του Συντάγματος “η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα διοικητικά δικαστήρια. Από τις διαφορές αυτές όσες δεν έχουν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά πρέπει να υπαχθούν υποχρεωτικά στη δικαιοδοσία τους μέσα σε πέντε έτη από την ισχύ του Συντάγματος. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί με νόμο”. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 94 του Συντάγματος, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας που τους ανατίθενται με νόμο. Εξάλλου, ο ν. 1406/1983 (Α΄ 183), ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 2 εδ. η΄ ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας, οι οποίες κατά τις διατάξεις του υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, περιλαμβάνονται και αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά στην ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Κατά το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. γ΄ του ίδιου Ν. 1406/1983, η εκδίκαση των διαφορών αυτών από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αρχίζει από 11 Ιουνίου 1985. Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 9 του Ν. 1406/1983 ορίζεται ότι για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος, κατά τον οποίο εκδόθηκε η διοικητική πράξη ή συντελέστηκε η παράλειψη ή κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της. Κατά το άρθρο 10 του ίδιου Ν. 1406/1983, διοικητικές πράξεις που εκδίδονται ή παραλείψεις που συντελούνται ή αξιώσεις που γεννιούνται και είναι δικαστικώς επιδιώξιμες μέχρι τις χρονολογίες του προηγούμενου άρθρου, εξακολουθούν να υπόκεινται στα ένδικα ή ενδικοφανή μέσα, που προβλέπονται από τις ισχύουσες, κατά το χρόνο της έκδοσης, συντέλεσης ή γέννησης τους, διατάξεις και εκδικάζονται από τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις αυτές αρμόδια δικαστήρια ή διοικητικά όργανα.
7. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν αγωγών κατά του Δημοσίου περί ευθύνης αυτού σε αποζημίωση από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, εφόσον οι σχετικές αξιώσεις γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες πριν από τις 11 Ιουνίου 1985. Η δικαιοδοσία αυτή των πολιτικών δικαστηρίων εξακολουθεί να υπάρχει και στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες οι συνέπειες των ανωτέρω παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου εκτείνονται και μετά την ημερομηνία αυτή, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι σχετικές αξιώσεις είναι είτε πριν, είτε μετά την ως άνω ημερομηνία, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, προσδιορίσιμες. Αντιθέτως, εάν οι αξιώσεις αυτές εγεννήθησαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμοι μετά την 11 Ιουνίου 1985, η επίλυση των σχετικών διαφορών ανήκει στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Κατά την ειδικότερη, όμως, γνώμη των μελών Γεωργίου Παπαγεωργίου, Σπυρίδωνος-Κωνσταντίνου Μαρκάτη και Βασιλείου Γρατσία η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων εξακολουθεί να υπάρχει στην τελευταία περίπτωση μόνο κατά το μέρος που οι σχετικές αξιώσεις ήσαν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων προσδιορίσιμες μέχρι την 11η Ιουνίου 1985, ενώ κατά τα λοιπά οι ίδιες διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Κατά τη γνώμη όμως του Προέδρου και του μέλους Χρήστου Ράμμου, η ως άνω δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων συντρέχει μόνον, εφόσον οι αξιώσεις εκτείνονται μέχρι την 11η Ιουνίου 1985, κατά το μέρος δε που οι αξιώσεις αυτές εκτείνονται μετά την ανωτέρω ημερομηνία, τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιλύσουν τις διαφορές που ανάγονται στη χρονική περίοδο αυτή.
8. Επειδή, δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση επιβολής των εξόδων της αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο διεξαχθείσας διαδικασίας, ως και της δικαστικής δαπάνης.
Διά ταύτα
Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αποφάσεις 2369/2007 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 1700/1999 του Αρείου Πάγου, ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 εδ. η΄, 9 παρ. 1 εδ. γ΄ και 10 του ν. 1406/1983.
Αποφαίνεται ότι η έννοια των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 εδ. η΄, 9 παρ. 1 εδ. γ΄ και 10 του ν. 1406/1983 είναι ότι τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν αγωγών κατά του Δημοσίου για αποζημίωση από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, εφόσον οι σχετικές αξιώσεις γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες πριν από τις 11 Ιουνίου 1985. Η δικαιοδοσία αυτή εξακολουθεί να υπάρχει και στις περιπτώσεις που οι συνέπειες των ανωτέρω πράξεων ή παραλείψεων εκτείνονται και μετά την ημερομηνία αυτή, αν οι σχετικές αξιώσεις είναι προσδιορίσιμες. Αντιθέτως, οι ίδιες διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, εφόσον οι αξιώσεις γεννήθηκαν και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη τους μετά τις 11 Ιουνίου 1985.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2008 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου 2008.
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας
Γεώργιος Παναγιωτόπουλος Βασίλειος Μανωλόπουλος