ΑΕΔ 42/11, Διοικητική Σύμβαση,ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΣΕ ΙΔΙΩΤΙΚΗ εφόσον ο κύριος του έργου παύει να είναι το δημόσιο και καθίσταται νπιδ κρατικής προέλευσης (ΟΠΕΚΕΠΕ) η σύμβαση μεταβάλλεται σε ιδιωτικού δικαίου .(μειοψ.)

ΑΕΔ

 

  ΑΕΔ 42/2011
ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 100 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Άρση αποφατικής συγκρούσεως. Μετατροπή Διοικητικής Σύμβασης σε ιδιωτικού δικαίου. Σε περίπτωση μεταβολής της φύσεως του νομικού προ¬σώπου, το οποίο είναι κύριος του έργου, μεταβάλλεται η δικαιοδοσία των δικαστηρίων. Τοιουτοτρόπως, εάν η αρχική σύμβαση συνήφθη μεταξύ ν.π.δ.δ., ως κυρίου του έργου και του αναδόχου, με συνέπεια η σύμβαση αυτή να είναι διοικητική και να έχουν, κατ’ αρχάς, δικαιοδοσία τα διοικητικά δικαστήρια, τυχόν μεταγενεστέρα μεταβολή στη φύση του νομικού προσώπου του κυρίου του έργου ή υποκατάσταση αυτού από ν.π.ι.δ., έχει ως συνέπεια η σύμβαση να μην είναι πλέον, διοικητική και να περιέρχεται η δικαιοδοσία στα πολιτικά δικαστήρια.
Πρόεδρός : Π. Πικραμμένος (Πρόεδρος ΣτΕ)
Εισηγητής : Δ. Αλεξανδρής (Σύμβουλος Επικρατείας)
Νομικοί Παραστάτες :  Ευάγγελου Τσεκούρα (Δικηγόρος), Αλεξάν¬δρας Μάνου (Δικηγόρος)
ΤΟ Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)
1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται, κατά τα άρθρα 100 παράγραφος 1 εδάφιο δ΄ του Συντάγματος και το άρθρο 46 του ν. 345/1976 (Α΄ 141), η άρση αποφατικής συγκρούσεως, η οποία εδημιουργήθη μεταξύ του Συμβου¬λίου της Επικρατείας και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τα οποία, με τις αποφάσεις τους 72/2009 και 3138/2010 αντιστοίχως, έκριναν ότι αγωγές της ήδη αι¬τούσης ανωνύμου εταιρείας, οι οποίες εστρέφοντο κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, δεν υπήγοντο στη δικαιοδο¬σία των διοικητικών δικαστηρίων (72/2009 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας) και των πολιτικών δικαστη¬ρίων (3138/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Το πρώτο από τα δικαστήρια αυτά (Συμβούλιο της Επικρατείας) έκανε δεκτή αίτηση αναιρέσεως του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. κατά αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή αγωγή της αιτούσης ανωνύμου εταιρείας κατά του καθ’ ου Ορ¬γανισμού, με την οποία είχε ζητηθεί, μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να της καταβάλει χρη-ματικό ποσό 1.758.694 ευρώ, προερχόμενο από απαιτήσεις της, εξαιτίας τεσσάρων συμβάσεων, τις οποίες συνήψε με το Υπουργείο Γεωργίας, με αντικείμενο τη δημοσία αποθεματοποίηση και διαχείριση αναποφλοιώτου ρυζιού για τις περιόδους 1997-1998 και 1998-1999. Το δεύτερο από τα δικαστήρια αυτά (Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθη¬νών), απέρριψε αγωγή της αιτούσης ανωνύμου εταιρείας, αφ’ ενός μεν κατά του καθ’ ου Οργανισμού, αφ’ ετέρου δε κατά του Ελληνικού Δημοσίου.
2. Επειδή, κατά το άρθρο 100 παράγραφος 1 εδάφιο δ΄ του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται η άρση συγκρούσεων μεταξύ, πλην άλλων, του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών δι¬οικητικών δικαστηρίων αφ’ ενός, και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφ’ ετέρου. Κατά το άρθρο 46 παράγραφος 1 του ν. 345/1976, εφ’ όσον τα κατά το άρθρο 44 παράγραφος 1 δικαστήρια, δηλαδή, μεταξύ άλλων, το Συμβούλιο της Επικρατείας ή άλλο διοικητικό δικαστήριο αφ’ ενός και ένα αστικό ή ποινικό δικαστήριο αφ’ ετέρου, έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαι¬οδοσίας για την ιδία υπόθεση, η σύγκρουση αίρεται με την επιμέλεια κάθε διαδίκου δια καταθέσεως σχετικής αιτήσεως ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από τη δημοσίευση της νεωτέρας αποφάσεως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 47 παράγραφος 4 του ιδίου ν. 345/1976, η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται στη λύση του αμφισβητουμένου ζητήματος δικαιοδοσίας, εξαφα¬νίζει την απόφαση, η οποία εσφαλμένως έκρινε για το μέρος αυτό, παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο, το οποίο κρίνεται ότι έχει δικαιοδοσία και είναι υπο¬χρεωτική για τα δικαστήρια τα οποία ηρνήθησαν τη δικαιοδοσία τους και για τους διαδίκους (Α.Ε.Δ. 12/2007, 21/2009).
3. Επειδή, το κρινόμενο ζήτημα της αποφατικής συ¬γκρούσεως παραδεκτώς φέρεται προς επίλυση ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, καθ’ όσον τα δύο αναφερθέντα δικαστήρια έκριναν τελεσιδίκως ότι δεν έχουν δικαιοδοσία για την εκδίκαση της επιδίκου διαφο¬ράς. Εξάλλου, ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών εναγόμενο ήταν εκτός από τον μνησθέντα Οργανισμό, και το Ελληνικό Δημόσιο. Το διοικητικό δικαστήριο απέρριψε, ως απαράδεκτο, την αγωγή της αιτούσης ανωνύμου εταιρείας, καθ’ ο μέρος εστρέφετο κατά του Ελληνικού Δημοσίου, όχι λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, αλλά με διαφορετική αιτιολογία. Το ζήτημα όμως της άρσεως της αποφατικής συγκρούσεως, η οποία φέρε¬ται παραδεκτώς προς επίλυση αφορά όχι μόνον στον προαναφερθέντα Οργανισμό, ο οποίος ήτο διάδικος και ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και το Ελληνικό Δημόσιο, διότι η κρίση του Διοικητικού Εφετεί¬ου Αθηνών δεν επεκυρώθη τελικώς, κατά τα ανωτέρω, από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο έκρινε ότι η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου είναι εσφαλμένη. Εξάλλου, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε την αγωγή της αιτούσης ανωνύμου εταιρείας ως στρεφομένη τόσο κατά του ανωτέρου Οργανισμού, όσο και κατά του Ελληνικού Δημοσίου (πρβ. Α.Ε.Δ. 21/2009).
4. Επειδή, η αιτούσα ανώνυμος εταιρεία νομιμοποιείται να ασκήσει την κρινομένη αίτηση, δεδομένου ότι υπήρ¬ξε διάδικος ενώπιον των δικαστηρίων, των οποίων οι αποφάσεις εδημιούργησαν την αναφερθείσα αποφατική σύγκρουση. Περαιτέρω, η κρινομένη αίτηση κατατεθείσα την 21.7.2010, ασκείται εμπροθέσμως εντός ενενηκονθημέρου από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της νεωτέ¬ρας αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (20.5.2010) (άρθρο 46 παρ. 1 του ν. 345/1976).
5. Επειδή, στο άρθρο 94 παρ.1, 2 και 3 του Συντάγμα¬τος, όπως αυτό ανεθεωρήθη με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζονται τα εξής: «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρ¬μοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχά¬νεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτι¬κών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το Σύνταγμα επιβάλλει την υπαγωγή των ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια, αποκλείει δε από τον κοινό νομοθέτη την εξουσία να χαρακτηρίζει ως διοικητικές διαφορές όσες από τη φύση τους είναι ιδιωτικές, επιτρέπει όμως σε αυτόν, σε εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις, προς εξα¬σφάλιση της ενιαίας εφαρμογής της ιδίας νομοθεσίας, την ανάθεση της εκδικάσεως ωρισμένων κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή και αντιστρόφως. Περαιτέρω, κατά την έννοια της παρα¬γράφου 1 του άρθρου 94 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από διοικητικές συμβάσεις. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 (Α΄ 182), ο οποίος εξεδόθη σε εκτέλεση της παραγράφου 1 του άρθρου 94 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν την αναθεώρηση του έτους 2001, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και οι διαφορές οι αναφυόμενες κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι΄). Ειδικώτερον, με τη διάταξη του άρθρου 9 του ιδίου ν. 1406/1983 προβλέπεται ο χρόνος, από τον οποίο υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι οριζόμενες από το άρθρο 1 του νόμου αυτού διαφορές, μεταξύ των οποίων και οι διαφορές, οι έχουσες ως αιτία διοικητική σύμβαση, ανάγονται, δηλαδή, στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυ¬τής, καθώς και σε οποιαδήποτε παρεπομένη αξίωση της συμβάσεως αυτής. Είναι δε η σύμβαση διοικητική, εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκο¬πού τον οποίο, ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες συμπε¬ριλαμβάνονται στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, χάριν του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση, έναντι του αντισυμβαλλομένου του, δηλαδή σε θέση, μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβα¬τικό δεσμό (Α.Ε.Δ. 12/2007, 18, 21/2009).
6. Επειδή, περαιτέρω, με το ν. 2637/1998 (Α΄ 200) προεβλέφθησαν τα ακόλουθα: άρθρο 13 «1. Συνιστάται νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύ¬σεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων» (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.) και έδρα την Αθήνα, που τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Γεωργίας, ο οποίος έχει την ευθύνη και την εκπροσώπηση του Οργανισμού έναντι των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εποπτεία του Υπουργού Γεωργίας περιλαμβάνει τον έλεγχο της νομιμότητας και της σκοπιμότητας των πράξεων των οργάνων του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. …», άρθρο 14 « … 2. Οι αρμοδιότητες του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε είναι οι ακόλουθες: α) Ο έλεγχος των δι-καιολογητικών πληρωμής και η αναγνώριση και εκκα¬θάριση των δαπανών που βαρύνουν τον Ειδικό Λογα¬ριασμό Εγγυήσεων Γεωργικών Προϊόντων (Ε.Λ.Ε.Γ.Ε.Π) του άρθρου 26 του ν. 992/1979 ΦΕΚ Α΄ 280), η έγκριση της πληρωμής τους και η έκδοση εντολών πληρωμής σε βάρος του Ε.Λ.Ε.Γ.Ε.Π. Η τήρηση στοιχείων και αρχείων των γενομένων πληρωμών. β) Η διενέργεια κάθε είδους ελέγχου σχετικού με την νομιμότητα των πληρωμών και την κίνηση των προβλεπόμενων διαδικασιών για την ανάκτηση των καταβληθέντων παρανόμως ή αχρεωστή-τως, καθώς και για την επιβολή κάθε νόμιμης κύρωσης. γ) Η συγκέντρωση των στοιχείων και η πρόταση για την κατάρτιση των ισοζυγίων, ισολογισμού και απολογισμού αποτελεσμάτων χρήσης…. ζ) Η άσκηση, ύστερα από από¬φαση του Υπουργού Γεωργίας και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, από τον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., ως εντο¬λοδόχου του Ελληνικού Δημοσίου των αρμοδιοτήτων της αγοράς και εκποίησης προϊόντων της αγοραστικής παρέμβασης, ιδία δε της διενέργειας των διαγωνισμών, της σύναψης των σχετικών συμβάσεων, του ελέγχου των δικαιολογητικών, του προσδιορισμού της τελικής αξίας των εκποιούμενων προϊόντων, της εκκαθάρισης των ποσών για είσπραξη ή επιστροφή διαφορών, της παρακολούθησης των αποθεμάτων, της διαπίστωσης και βεβαίωσης ελλειμμάτων ή πλεονασμάτων, φθορών ή αλλοιώσεων και της εισήγησης στα αρμόδια όργανα για τον καταλογισμό κατά περίπτωση. …ιγ) Η κατάρτιση και η σύναψη διοικητικών συμβάσεων που προβλέπονται στο πλαίσιο των εθνικών και κοινοτικών διατάξεων. …3. Για την πραγματοποίηση του σκοπού του ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. δια του Προέδρου του Διοικητικού συμβουλίου (Δ.Σ.) καθίσταται υπόλογος Διαχείρισης του Ε.Λ.Ε.Γ.Ε.Π. …» (όπως οι σχετικές διατάξεις αντικατεστάθησαν με την παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 2945/2001 (Α΄ 223), άρθρο 22 «Πόροι του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. είναι: 1. Ετήσια επιχορήγη¬ση από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Γεωργίας. …5. Οι πόροι του Ειδικού Λογαριασμού Εγγυ¬ήσεων Γεωργικών Προϊόντων της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του ν. 992/1979 (ΦΕΚ 280 Α΄). …7. Οι πόροι του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., εκτός από τους πόρους του Ειδικού Λογα¬ριασμού Εγγυήσεων Γεωργικών Προϊόντων (Ε.Λ.Ε.Γ.Ε.Π.), κατατίθενται σε έντοκο τραπεζικό λογαριασμό και οι τόκοι αποτελούν έσοδο του Οργανισμού» (όπως η παρ. 7 προσετέθη με την παρ. 4 άρθρο 29 ν. 3147/2003 (Α΄ 135), άρθρο 29 «1. Μετά την έναρξη λειτουργίας του Οργα¬νισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.) κα¬ταργούνται η Γενική Διεύθυνση Διαχείρισης Αγορών Γεωργικών Προϊόντων (ΓΕ.ΔΙ.Δ.Α.ΓΕ.Π.) του Υπουργείου Γεωργίας, καθώς και οι οργανικές της μονάδες που ασκούν τις αντίστοιχες αρμοδιότητες. Η κατάργηση αυτή, που μπορεί να γίνει και τμηματικά, ενεργείται με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στην οποία αναφέ¬ρονται οι καταργούμενες οργανικές μονάδες της ΓΕ.ΔΙ. Δ.Α.ΓΕ.Π. και οι αντίστοιχες αρμοδιότητες των μονάδων αυτών, που θα ασκούνται σύμφωνα με τον νόμο αυτόν από τους Οργανισμούς της παρούσας παραγράφου. Από τη δημοσίευση της παραπάνω πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δικαιώματα, προνόμια και υποχρεώ¬σεις που ασκούσαν υπέρ του Δημοσίου ή είχαν ανα¬λάβει κατά του Δημοσίου οι καταργούμενες οργανικές μονάδες της ΓΕ.ΔΙ.Δ.Α.ΓΕ.Π. περιέρχονται αυτοδικαίως στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. ως καθολικό διάδοχο αυτών, χωρίς άλλη διατύπωση. Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από το Δημόσιο. Ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. αναλαμβάνει τα αποθέμα¬τα της κοινοτικής παρέμβασης με διαπιστωτική πράξη παράδοσης του Υπουργού Γεωργίας, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή της ΓΕ.ΔΙ.Δ.Α.ΓΕ.Π. …» (όπως η παρ. 1 αντικατεστάθη με την παρ. 19 άρθρο 4 ν. 2732/1999 (Α΄ 154). Ακολούθως, με το άρθρο 4 του ν. 2732/1999 αντι¬κατεστάθη το άρθρο 13 του ν. 2637/1998, ούτως ώστε ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. ιδρύεται ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ν.π.ι.δ.), ενώ, συμφώνως με το άρθρο 24 παρ. 20 του Ν. 2945/2001 «Οι ισχύουσες κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού συμβάσεις, οι εγγυητικές επιστολές, καθώς και κάθε πράξη ή απόφαση που έχει εκδοθεί από τη ΓΕ.ΔΙ.Δ.Α.ΓΕ.Π. ή αναφέρεται σε αυτή, θεωρού¬νται ότι συνάφθηκαν ή συστήθηκαν ή εκδόθηκαν από τον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. και εξακολουθούν να ισχύουν με τους ίδιους όρους». Τέλος, με την Κ.Υ.Α. 4167697/2001 (1608 Β΄) ανετέθη στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., ως εντολοδόχο του Ελληνι¬κού Δημοσίου, το έργο της αγοραστικής παρεμβάσεως (δημοσία αποθεματοποίηση).
7. Επειδή, στην παρούσα υπόθεση με την 72/2009 από¬φαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εκρίθη ότι επί με¬τατροπής της φύσεως του νομικού προσώπου, το οποίο είναι κύριος του έργου, μεταβάλλεται και η δικαιοδοσία των δικαστηρίων, τα οποία είναι αρμόδια για την επί¬λυση των αναφυομένων διαφορών εκ των συναπτομέ¬νων συμβάσεων. Εκρίθη δε περαιτέρω στην κρινομένη περίπτωση, ότι οι σχετικές συμβάσεις συνήφθησαν κατ’ αρχάς με το Δημόσιο και για το λόγο αυτόν είχαν το χαρακτήρα διοικητικών συμβάσεων. Εφ’ όσον, όμως, κατά τη διάρκεια ισχύος τους μετεβλήθη το πρόσωπο του αντισυμβαλλομένου, δηλαδή, του Δημοσίου, το οποίο έκτοτε μετετράπη σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ν.π.ι.δ.), οι ανωτέρω συναφθείσες, μεταξύ της αιτούσης ανωνύμου εταιρείας και του Δημοσίου ως αντισυμβαλλο¬μένου συμβάσεις, έπαυσαν πλέον να είναι διοικητικές και η δικαιοδοσία για την επίλυση της αναφυείσης διαφοράς ανήκει, όχι στα διοικητικά, αλλά στα πολιτικά δικαστήρια. Εξάλλου, με την 3138/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκρίθη ότι ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. από την άποψη του σκοπού, τον οποίο επιδιώκει, του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο υπηρετεί, της οργανωτικής δο¬μής και των αρμοδιοτήτων του, καθώς επίσης και του ελέγχου, τον οποίο υφίσταται, είναι φορέας δημοσίας διοικήσεως υπό λειτουργική έννοια. Επομένως, η αγωγή της αιτούσης ανωνύμου εταιρείας, ως περαιτέρω εκρίθη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκα¬ση της, καθ’ όσον η ασκηθείσα με αυτήν αξίωση απορρέει από διοικητικές συμβάσεις και συνιστά διοικητική διαφο¬ρά ουσίας υπαγομένη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Και τούτο, διότι οι συμβάσεις, στις οποίες επιχειρεί να θεμελιώσει η αιτούσα ανώνυμος εταιρεία τις απαιτήσεις της, θεωρούνται, κατά νόμον, ότι έχουν συναφθεί μεταξύ της ιδίας και του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., ο οποί¬ος, αν και συμφώνως προς το άρθρο 4 του ν. 2732/1999 αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, είναι, όμως, παραλλήλως φορέας δημοσίας διοικήσεως υπό λειτουρ¬γική έννοια και κατά την άσκηση των ανατιθεμένων σε αυτόν αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο του έργου της αγο¬ραστικής παρεμβάσεως ενεργεί ως εντολοδόχος του Ελληνικού Δημοσίου και, συνεπώς, αντισυμβαλλόμενος της αιτούσης ανωνύμου εταιρείας παραμένει ο εντολέας του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., δηλαδή το Ελληνικό Δημόσιο.
8. Επειδή, συμφώνως προς το οργανικό κριτήριο, το οποίο κρατεί παγίως στην νομολογία του Ανωτάτου Ει¬δικού Δικαστηρίου, διοικητικές είναι, υπό ωρισμένους επι¬πλέον προσθέτους όρους, μόνον οι συμβάσεις, τις οποίες συνάπτει το Δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όχι δε και εκείνες, οι οποίες συνάπτονται από οργανισμούς ιδιωτικού δικαίου, έστω και αν οι ιδιωτικοί αυτοί οργανισμοί ανήκουν ουσιαστικώς στο Κράτος ή ασκούν, από λειτουργικής απόψεως, κοινωφελείς δραστη¬ριότητες παρόμοιες προς τις κρατικές. Εφ’ όσον, συνεπώς ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., ο οποίος είναι κύριος του έργου, έχει συ¬σταθεί και οργανωθεί ρητώς και ειδικώς από τον νόμο για να λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, η όλη του συμβατική δραστηριότητα είναι, άνευ ετέρου, ιδιωτικού δικαίου και ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτι¬κών δικαστηρίων. Δεν είναι δε νοητό ότι ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. ενεργεί συμβατικώς για «λογαριασμό του Δημοσίου», διότι το Δημόσιο δεν δύναται να εκπροσωπείται από ιδιώτες στην άσκηση των νομίμων αρμοδιοτήτων των οργάνων του, ούτε οι διοικητικές αρμοδιότητες των οργάνων της δημοσίας διοικήσεως, αν πράγματι είναι διοικητικής φύ¬σεως, ασκούνται από ιδιώτες δυνάμει σχέσεως εντολής. Επομένως, όταν το έργο εκτελείται χάριν νομικού προ¬σώπου ιδιωτικού δικαίου, δεν δημιουργείται διοικητική διαφορά ουσίας, έστω και αν το νομικό αυτό πρόσωπο ανήκει στο δημόσιο ή είναι δημοσία επιχείρηση λειτουρ¬γούσα κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας (Α.Ε.Δ. 10/1987, 45/1991, 7, 8/1992, 15, 17/1992, 3/1996, 12, 14/2007, βλ. και ΣτΕ 2655/1987 ολομ., 1031/1995 ολομ., 4936/1995 ολομ. κ.ά. Ε.Α. 526/2002, 605/2003, 1208/2007 κ.ά.). Περαιτέρω, και όταν ακόμη το έργο εκτελείται χάριν του Δημοσίου ή ΟΤΑ ή ν.π.δ.δ., τότε μόνον, η σύμβαση είναι διοικητική, όταν, επιδιώκεται με αυτή η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, ο δε κύριος του έργου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος, το οποίο διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών περιλαμβανομένων στη σύμβαση και αποκλινουσών από το κοινό δίκαιο, ευρί¬σκεται, χάριν του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου του, δηλαδή, σε θέση μη προσιδιάζουσα στο συμβατικό δεσμό, τον συναπτόμενο κατά τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου (Α.Ε.Δ. 15, 17/1992, ΣτΕ 4242/2005, 2160/1997, 2931/1994 Ολομ.). Εξάλλου, σε περίπτωση μεταβολής της φύσεως του νομικού προ¬σώπου, το οποίο είναι κύριος του έργου, μεταβάλλεται η δικαιοδοσία των δικαστηρίων. Τοιουτοτρόπως, εάν η αρχική σύμβαση συνήφθη μεταξύ ν.π.δ.δ., ως κυρίου του έργου και του αναδόχου, με συνέπεια η σύμβαση αυτή να είναι διοικητική και να έχουν, κατ’ αρχάς, δικαιοδοσία τα διοικητικά δικαστήρια, τυχόν μεταγενεστέρα μεταβολή στη φύση του νομικού προσώπου του κυρίου του έργου ή υποκατάσταση αυτού από ν.π.ι.δ., έχει ως συνέπεια η σύμβαση να μην είναι πλέον, διοικητική και να περιέρχεται η δικαιοδοσία στα πολιτικά δικαστήρια.

Εμειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Μ. Θεοχαρίδης, ως και οι Αρεοπαγίτες Β. Φούκας, Δ. Παπαντωνοπούλου, Σπ. Μιτσιάλης, καθώς και η Σύμβουλος Επικρατείας Π. Καρλή, οι οποίοι υπεστήριξαν την άποψη ότι ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. από την άποψη του σκοπού, τον οποίον επιδιώκει, του δημο¬σίου συμφέροντος, το οποίο υπηρετεί, της οργανωτικής δομής και των αρμοδιοτήτων του, καθώς επίσης και του ελέγχου, τον οποίον υφίσταται είναι φορέας δημοσίας διοικήσεως υπό λειτουργική έννοια. Επομένως, η αγωγή της αιτούσης ανωνύμου εταιρείας ενώπιον του πολυμε¬λούς πρωτοδικείου Αθηνών ορθώς απερρίφθη ως απα-ράδεκτος λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκασή της, καθ’ όσον η ασκηθείσα με αυτήν αξίωση απορρέει από διοικητικές συμβάσεις και συνιστά διοικητική διαφορά ουσίας υπαγομένη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Και τούτο, δι¬ότι οι συμβάσεις, στις οποίες επιχειρεί να θεμελιώσει η αιτούσα ανώνυμος εταιρεία τις απαιτήσεις της, θεωρείται, κατά νόμον, ότι έχουν συναφθεί μεταξύ της ιδίας και του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., ο οποίος, αν και συμφώνως προς το άρθρο 4 του ν. 2732/1999 αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαί¬ου, είναι, όμως, παραλλήλως φορέας δημοσίας διοικήσεως υπό λειτουργική έννοια και κατά την άσκηση των ανατι¬θεμένων σε αυτόν αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο του έργου της αγοραστικής παρεμβάσεως ενεργεί ως εντολοδόχος του Ελληνικού Δημοσίου και, συνεπώς, αντισυμβαλλόμενος της αιτούσης ανωνύμου εταιρείας παραμένει ο εντολέας του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε, δηλαδή το Ελληνικό Δημόσιο (βλ. Α.Π. 123/2005 ΣτΕ Ε.Α. 857/2009 1205/2007 κ.ά.).
9. Επειδή, με την 133434/26-2-1998 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Γεωργίας καθωρίσθησαν οι διαδικασίες και τα δι¬καιολογητικά παρεμβάσεως στον τομέα ρυζιού εσο¬δείας 1997. Η εν λόγω απόφαση ετροποποιήθη με την 152244/22-5-1998 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας. Για την αγοραστική παρέμβαση στον τομέα ρυζιού εσο¬δείας 1998 εξεδόθη η 162012/13-3-1999 κοινή απόφαση των ιδίων ως άνω υπουργών, η οποία ετροποποιήθη με την 163294/15-4-1999 απόφαση του Υπουργού Γεωρ¬γίας. Στο άρθρο 2 των προαναφερομένων αποφάσεων προβλέπεται η διενέργεια κλειστών διαγωνισμών για την ανάδειξη των φορέων παρεμβάσεως, στο άρθρο 3 ορίζονται οι προδιαγραφές των αποθηκευτικών χώρων για την αποθεματοποίηση του ρυζιού, δηλαδή συγκρο¬τημάτων SILOS (κυψελών) ευρισκομένων στα Κέντρα Παρεμβάσεως χωρητικότητας τουλάχιστον 10.000 τό¬νων για την εσοδεία του 1998, συμπεριλαμβανομένης ανά συγκρότημα και μιας κυψέλης, η οποία θα παρέμενε κενή σε ολόκληρη τη διάρκεια παραμονής του ρυζιού υπό καθεστώς αποθεματοποιήσεως, ενώ στο άρθρο 4 προβλέπεται ότι μετά την κατακύρωση ή την ανάδειξη αποθεματοποιού, ο φορέας συνάπτει σύμβαση με το Υπουργείο Γεωργίας για να εκτελέσει το έργο συμ-φώνως προς τους όρους της Κ.Υ.Α., της διακηρύξεως και τις κοινοτικές και εθνικές διατάξεις. Βάσει των ως άνω κοινών υπουργικών αποφάσεων και λόγω ανυπαρ¬ξίας καταλλήλων δημοσίων αποθηκών κατηρτίσθηκαν μεταξύ του Υπουργείου Γεωργίας (ΓΕ.ΔΙ.Δ.Α.ΓΕ.Π.), ως Οργανισμού Παρεμβάσεως και της αιτούσης ανωνύμου εταιρείας, ως φορέως παρεμβάσεως, οι από 22-5-1998, 23-7-1998, 24-8-1998, 29-6-1999 συμβάσεις, υπό τους ανα-γραφομένους σε αυτές όρους και προϋποθέσεις.
10. Επειδή, συμφώνως προς όσα έγιναν δεκτά στην ογδόη σκέψη, οι επίδικες συμβάσεις δεν έχουν το χα¬ρακτήρα διοικητικής συμβάσεως και συνεπώς, η εκδί¬καση των διαφορών, οι οποίες αναφύονται από αυτές δεν εμπίπτει στην κατά το άρθρο 94 του Συντάγματος δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, αλλά στην, κατά το ίδιο άρθρο του Συντάγματος δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων για τις ιδιωτικές διαφορές. Επο¬μένως, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών εσφαλμένως έκρινε ότι στερείται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της επιδίκου διαφοράς και, ως εκ τούτου, πρέπει να εξαφανι¬σθεί η 3138/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση σε αυτό, ως έχον δικαιοδοσία, για την εκδίκαση της. Εμειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Μ. Θεοχαρίδης, ως και οι Αρεοπαγίτες Β. Φούκας, Δ. Παπαντωνοπούλου, Σπ. Μιτσιάλης, καθώς και η Σύμβουλος Επικρατείας Π. Καρλή, οι οποίοι υπεστήριξαν την άποψη, συμφώνως προς τα εκτεθέντα στην ογδόη σκέψη, ότι οι επίδικες συμβάσεις έχουν το χαρακτήρα διοικητικής συμβάσε¬ως και συνεπώς, η εκδίκαση των διαφορών, οι οποίες αναφύονται από αυτές εμπίπτει στην κατά το άρθρο 94 του Συντάγματος δικαιοδοσία των διοικητικών δικα¬στηρίων ως προς τις διοικητικές διαφορές. Επομένως, το Συμβούλιο της Επικρατείας εσφαλμένως έκρινε ότι τα διοικητικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της επιδίκου διαφοράς και με την 72/2009 απόφασή του ανήρεσε την κρίνασα αντιθέτως απόφαση (853/2006) του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, και ως εκ τούτου πρέπει να εξαφανισθεί η ως άνω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (72/2009) και να παραπεμ¬φθεί η υπόθεση σε αυτό για νέα νόμιμο κρίση.
11. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, συμφώνως προς το άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 345/1976, κρίνει ότι οι διάδικοι πρέπει να απαλλαγούν εν όλω από την δικαστική δαπάνη.
Για τους λόγους αυτούς
Αίρει την αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ πολιτικού και διοικητικού δικαστηρίου, κατά το σκε¬πτικό.
Εξαφανίζει την 3138/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά το σκεπτικό.
Απαλλάσσει εν όλω τους διαδίκους από την δικαστική δαπάνη.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτω¬βρίου 2011.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Η παρούσα απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (εφεξής ΑΕΔ) παραμένει σταθερή στην πάγια νομολογία του οργανικού κριτηρίου (10/87 ΑΕΔ) ως βασικού στοιχείου για την έννοια της διοικητικής σύμβασης. Χωρίς την συνδρομή αυτού του στοιχείου παρέλκει η περαιτέρω έρευνα των δυο άλλων λειτουργικών – συστατικών στοιχείων της διοικητικής σύμβασης  δηλαδή του εξαιρετικού συμβατικού καθεστώτος υπέρ του δημοσίου και του δημόσιου σκοπού. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι με την υπ΄αριθμ. 4269/11 απόφαση του Στ΄ τμήματος του ΣτΕ κρίθηκε αντίθετα  κατά την κρατήσασα στο Τμήμα άποψη, ότι ναι μεν για το χαρακτηρισμό μιας συμβάσεως ως διοικητικής και των εκδιδομένων προς εκτέλεση αυτής αποφάσεων ως εκτελεστών διοικητικών πράξεων απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικώς τα τρία ως άνω κριτήρια, πλην, μεταξύ αυτών, δεσπόζουσα θέση έχει το κριτήριο της φύσεως του αντικειμένου της συμβάσεως ως εξυπηρετούντος δημόσιο σκοπό, δηλαδή ως αποβλέποντος στο δημόσιο συμφέρον. Έτσι  ιδίως υπό τις παρούσες οικονομικές και δημοσιονομικές συνθήκες, όταν νομικά πρόσωπα αφιερωμένα, κατά τον ιδρυτικό τους νόμο, στην επιδίωξη δημοσίου σκοπού είτε χαρακτηρίζονται εξαρχής είτε μετατρέπονται στην πορεία σε ΝΠΙΔ, χάριν ευελιξίας, εφόσον όμως ο σκοπός των νομικών αυτών προσώπων παραμένει δημόσιος και δεν μεταλλάσσεται σε ιδιωτικοοικονομικό, επιδιώκεται δε κατ’ εφαρμογή διατάξεων δημοσίου δικαίου, δεν αρκεί μόνο το νομικό τους ένδυμα για να άρει τον εκτελεστό χαρακτήρα όλων συλλήβδην των πράξεών τους. Κατά συνέπεια, ως προς τις πράξεις που αφορούν άμεσα τόσο την κατ’ αρχήν απόφαση περί εκτελέσεως δημοσίου έργου, μελέτης, προμήθειας κ.ο.κ. όσο και τη διαδικασία υλοποιήσεως αυτών (σύναψη συμβάσεως, εκτέλεση κ.λπ.), πρέπει να θεωρηθεί ότι τα νομικά αυτά πρόσωπα έχουν διφυή χαρακτήρα και εκδίδουν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, ο έλεγχος των οποίων υπάγεται στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας και των διοικητικών δικαστηρίων. Με την απόφαση αυτή  λόγω της σπουδαιότητας του ανακύψαντος ζητήματος που αφορά στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, το Τμήμα έκρίνε ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση, κατ’ άρθρο 14 παρ. 5 του ΠΔ 18/1989 , στην επταμελή σύνθεση αυτού, και ορίστηκε  δικάσιμος η 5ης Μαρτίου 2012, πλήν όμως θεωρώ απίθανο η επταμελής σύνθεση να κρίνει αντίθετα με την ως άνω απόφαση του ΑΕΔ.
                    Αναστάσιος Γ. Προυσανίδης