ΑΕΔ15/13, ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ, ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ ΛΟΓΩ ΤΕΚΝΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΑΣΧΕΤΗ ΜΕ ΤΟ ΕΠΙΔΟΜΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΒΑΡΩΝ ΑΛΛΑ ΑΥΤΟ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΑΝΑΛΟΓΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΑΖΕΥΓΜΕΝΟ ΕΦΟΣΟΝ ΟΜΩΣ ΤΟ ΤΕΚΝΟ ΚΑΤΟΙΚΕΙ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΟΧΙ ΕΑΝ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟΣ ΠΛΗΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΚΑΤΟΙΚΕΙ.

ΑΕΔ

15/2013 ΑΕΔ 
 
Αρση της αμφισβήτησης ως προς την έννοια της διατάξεως του αρ. 12 § 6 του ν. 2470/97, όπως σε αυτήν παραπέμπουν οι διατάξεις του αρ. 131 § 10 και 11 του ν. 419/76 και ήδη του αρ. 135 § 4 του ν. 2594/98, στην οποία διαλαμβάνεται ότι το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής προσαυξάνεται αναλόγως των ποσοστών που ορίζονται «για τα οικογενειακά βάρη» και 135 § 5 του ιδίου νόμου, λόγω έκδοσης αντίθετων αποφάσεων του ΣτΕ και του Α.Π. Υπό ποίες προϋποθέσεις ιδρύεται δικαιοδοσία του ΑΕΔ για την άρση της αμφισβήτησης ως προς την έννοια διάταξης τυπικού νόμου. Η ως άνω ερμηνευτική αντίθεση δεν καταλαμβάνει και τη διάταξη του αρ. 131 §10 του προϊσχύσαντος ν. 419/76, διότι αυτή δεν ήταν αναγκαία για τη θεμελίωση του διατακτικού της αποφάσεως της Ολομέλειας του Α.Π. Η προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, που προβλέπεται στη διάταξη του αρ. 135 § 4 του ν. 2594/98, δεν αποτελεί ξεχωριστό επίδομα αλλά συνιστά, αύξηση του επιδόματος αυτού. Το επίδομα αυτό έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα, χορηγείται δε επιπλέον των καταβαλλομένων στον υπάλληλο αποδοχών. Η προσαύξηση αυτή είναι διάφορη και άσχετη με την οικογενειακή παροχή του αρ. 12 του ν. 2470/97. Αποφαίνεται ότι η διάταξη του αρ. 135 § 4 του ν. 2594/98 έχει την έννοια ότι η λόγω τέκνου προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, σε περίπτωση διαζυγίου των γονέων, χορηγείται, κατά την διάταξη του αρ. 12 § 6 του ν. 2470/97 αναλόγως εφαρμοζόμενη, μόνο στον δικαιούχο του επιδόματος υπάλληλο που έχει νόμιμα την επιμέλεια του τέκνου του και συγκατοικεί με αυτό στην αλλοδαπή, προκειμένου να ανταποκριθεί αυτός στις επιπλέον δαπάνες από τις αυξημένες και διαφορετικές ανάγκες που προέρχονται από την διαβίωση και του τέκνου του στην αλλοδαπή. Αντίθετη γνώμη 2 μελών του ΑΕΔ.

 
Αριθμός 15/2013

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ρένα Ασημακοπούλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ως Πρόεδρο, Κωνσταντίνο Μενουδάκο, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιωάννη Καραβοκύρη, Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Αριστόβουλο – Γεώργιο Βώρο, Παναγιώτη – Κίμωνα Ευστρατίου, Γεώργιο Τσιμέκα, Παναγιώτα Καρλή – Εισηγήτρια, Συμβούλους της Επικρατείας, Αντώνιο Αθηναίο, Δημήτριο Μαζαράκη, Ευφημία Λαμπροπούλου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αρεοπαγίτες, Νικόλαο Παρασκευόπουλο, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεόδωρο Φορτσάκη, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως μέλη, και τη Γραμματέα Μάρθα Ψαραύτη, Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Αρείου Πάγου.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Αρείου Πάγου, στις 3 Απριλίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: …………………………….. του ……………., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΑΘΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, o οποίος εκπροσωπήθηκε από τους: 1) Παναγιώτη Κιούση, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και 2) Μαριέττα Βλαχοπάνου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Η παραπάνω υπόθεση εισήχθη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ύστερα από την υπ’ αριθμ. 4879/2012 παραπεμπτική απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (αριθμ. καταθέσεως 1/6-2-2013).

Ακολούθως, η Εισηγήτρια, Παναγιώτα Καρλή, Σύμβουλος της Επικρατείας, ανέγνωσε την από 28-3- 2013 έκθεσή της.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αιτούντα, καθώς και τους πληρεξούσιους του παραστάντος καθού Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και την Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους.

Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

1. Επειδή, με την 4879/2012 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο προς επίλυση, κατά τα άρθρα 100 παρ.1 περ. ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ. 2 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (A.Ε.Δ.) που κυρώθηκε με τον ν. 345/1976 (Α΄ 141), αμφισβήτηση ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 12 παρ. 6 του ν. 2470/1997, όπως σε αυτήν παραπέμπουν οι διατάξεις του άρθρου 131 παρ. 10 και 11 του ν. 419/1976 και ήδη του άρθρου 135 παρ. 4 και 5 του ν. 2594/1998, διότι επί του ζητήματος αυτού η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατέληξε σε κρίση αντίθετη προς εκείνη, στην οποία είχε καταλήξει η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 13/2009 απόφασή της.

2. Επειδή, έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία και, ειδικότερα, έχουν διενεργηθεί, νομίμως και εμπροθέσμως, οι προβλεπόμενες στα άρθρα 10 παρ. 2, 49 παρ. 2 και 50 παρ. 1 και 2 του Κώδικα περί του Α.Ε.Δ. (ν. 345/1976) δημοσιεύσεις και κοινοποιήσεις. Συνεπώς, το Δικαστήριο νομίμως προχωρεί στην συζήτηση της υποθέσεως αν και δεν παρίσταται ο Μιχαήλ Βρεττάκης, διάδικος στην αναιρετική δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της οποίας εκδόθηκε η παραπεμπτική απόφαση (άρθρο 16 παρ.3 του ν. 345/1976).

3. Επειδή, κατά τα άρθρα 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και 6 περ. ε΄ του Κώδικα περί του Α.Ε.Δ. (ν. 345/1976) στην δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου υπάγεται, μεταξύ άλλων, η άρση της αμφισβητήσεως για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν γιαυτές εκδόθηκαν αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για να υπάρχει αντίθεση ως προς την έννοια τυπικού νόμου μεταξύ αποφάσεων ανωτάτων δικαστηρίων, για την άρση της οποίας ιδρύεται δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, πρέπει οι αποφάσεις αυτές να αναφέρονται στο αυτό κρίσιμο νομικό ζήτημα βάσει των αυτών νομικών διατάξεων, η δε αντίθεση να προκύπτει από τις αιτιολογίες τους εκείνες που είναι αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού τους. Ομως, δεν υπάρχει αντίθεση, με την ανωτέρω έννοια και, συνεπώς, δεν συντρέχει δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, α) όταν τα ανώτατα δικαστήρια δεν ερμήνευσαν την ίδια διάταξη τυπικού νόμου αλλά διαφορετικές, έστω και αν αυτές έχουν την ίδια διατύπωση, β) όταν δεν ερμήνευσαν αποκλειστικά και μόνο την ίδια διάταξη τυπικού νόμου, αλλά το ένα από αυτά την ερμήνευσε σε συνδυασμό και με άλλες διατάξεις, οπότε το επιλυθέν ζήτημα δεν είναι το ίδιο, αλλά διαφορετικό, γ) όταν το νομικό ζήτημα, που έλυσε το ένα δικαστήριο δεν ήταν αναγκαίο, για να λύσει το άλλο δικαστήριο το νομικό ζήτημα, που είχε αχθεί ενώπιόν του και δ) όταν, γενικά, η αντίθεση δεν προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους (Α.Ε.Δ. 39/2011, 1/2008, 3/2006 κ.α.).

4. Επειδή, στις διατάξεις του άρθρου 131 παρ. 10 και 11 του ν. 419/1976 «περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών» (Α΄ 221), ορίζετο, μεταξύ άλλων, ότι: «10. Προς αντιμετώπισιν της εν τη αλλοδαπή διαφοράς κόστους ζωής και των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως εν εκάστη Χώρα παρέχεται εις συνάλλαγμα επί πλέον των εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου αποδοχών και επίδομα υπηρεσίας εν τη αλλοδαπή, αναλόγως του Κλάδου, του βαθμού, των οικογενειακών βαρών και του κόστους ζωής του τόπου εις ον υπηρετεί ο υπάλληλος, ειδικώτερον δε δια τους υπαλλήλους του Διπλωματικού Κλάδου και τους Εμπειρογνώμονας του Υπουργείου Εξωτερικών και αναλόγως των επικρατουσών εν τη χώρα εις ην υπηρετούν, συνθηκών στεγάσεως. 11. Το κατά την προηγουμένην παράγραφον επίδομα καθορίζεται εκάστοτε δια τους επί Πρεσβευτικώ βαθμώ (Πρέσβεις ή Πληρεξουσίους Υπουργούς Α΄ή Β΄Τάξεως), υπαλλήλους του Υπουργείου, διά Πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου … δι’ άπαντας δε τους λοιπούς υπαλλήλους της Εξωτερικής Υπηρεσίας καθορίζεται δια της αυτής Πράξεως εις ποσοστόν επί του καθορισθέντος τοιούτου δια τους επί Πρεσβευτικώ βαθμώ υπαλλήλους. …». Ακολούθησε ο ν. 2594/1998 «Οργανισμός του Υπουργείου Εξωτερικών» (Α΄ 150), στις διατάξεις του άρθρου 135 του οποίου ορίζετο ότι: «1. Ως αποδοχές των υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών νοούνται ο βασικός μισθός τους και όλα τα, κατά τις κείμενες διατάξεις, χορηγούμενα επιδόματα και προσαυξήσεις. 2….3…4. Προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα, παρέχεται σε συνάλλαγμα, ανεξαρτήτως των αποδοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, αναλόγως του κλάδου και του βαθμού. Το επίδομα αυτό προσαυξάνεται αναλόγως των ποσοστών που ορίζονται για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση. 5. Το κατά την προηγούμενη παράγραφο επίδομα καθορίζεται εκάστοτε για τους με πρεσβευτικό βαθμό υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εσωτερικών και Οικονομικών, λαμβανομένων υπόψη των πινάκων των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το κόστος ζωής στις πρωτεύουσες όλου του κόσμου. Για τους λοιπούς υπαλλήλους καθορίζεται με την ίδια υπουργική απόφαση σε ποσοστό επί αυτού το οποίο έχει καθοριστεί για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Η ως άνω υπουργική απόφαση μπορεί να έχει και αναδρομική ισχύ 6. Το επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή αναπροσαρμόζεται, σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής είτε της ισοτιμίας του συναλλάγματος προς το τοπικό νόμισμα ή το ευρώ είτε της αγοραστικής αξίας τούτων με βάση επίσημα στοιχεία……». Περαιτέρω, ο ν. 1505/1984 «Αναδιάρθρωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις» (Α΄ 194), στο άρθρο 11 αυτού με τον τίτλο «Επίδομα οικογενειακών βαρών», το οποίο στη συνεχεία καταργήθηκε με το άρθρο 31 περ. α΄ του ν. 2470/1997, όριζε, στη μεν παράγραφο 1 αυτού, [όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1810/1988 (Α΄ 223) και τροποποιήθηκε με την 2007060/552/0022/23.1.1989 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, (Β΄ 69), κυρώθηκε δε με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 1858/1989, (Α΄ 148)], ότι: «1. Το οικογενειακό επίδομα ορίζεται για όλους τους υπαλλήλους σε ποσοστό επί του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου 13 ως εξής: α) Εγγαμος χωρίς παιδιά 10%, β) Για κάθε παιδί το επίδομα αυτό προσαυξάνεται: αα. για τα δύο πρώτα 5% για το καθένα, …» στη δε παράγραφο 2 αυτού ότι: “Το επίδομα αυτό χορηγείται για παιδιά προερχόμενα από νόμιμο γάμο, φυσικά, θετά, νομιμοποιηθέντα και αναγνωρισθέντα, εφόσον είναι άγαμα και δεν υπερβαίνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους. Η καταβολή του επιδόματος μετά το 18ο έτος της ηλικίας δικαιολογείται μόνο για παιδιά που είναι σωματικά ή πνευματικά ανίκανα για άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος. 3 Ειδικά για παιδιά που φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές το επίδομα παρέχεται και κατά το χρόνο φοίτησής τους,….και πάντως όχι πέρα από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους …», ενώ στην παράγραφο 7 αυτού [όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 της 2015957/1797/0022/6.3.1990 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών, Εργασίας, Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Εμπορικής Ναυτιλίας, (Β΄ 140), που κυρώθηκε με το άρθρο 24 περ. 1 του ν. 1884/1990, (Α΄ 81)], όριζε ότι: « Σε περίπτωση λύσεως του γάμου λόγω θανάτου ενός των συζύγων, ο επιζών σύζυγος, εφόσον έχει παιδιά για τα οποία δικαιούται το επίδομα οικογενειακών βαρών της περιπτ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δικαιούται για όσο χρόνο παίρνει το επίδομα αυτό και το επίδομα της περιπτ. α΄ της ίδιας παραγράφου. Σε περίπτωση λύσεως του γάμου λόγω διαζυγίου, ο σύζυγος που ασκεί νόμιμα ή με δικαστική απόφαση τη γονική μέριμνα παίρνει μόνο το επίδομα της περιπτ. β΄ της παρ. 1, ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων, εφόσον είναι δικαιούχος του επιδόματος αυτού». Στη συνέχεια, με τον ν. 2470/1997 (Α΄ 40), «Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις», ορίσθηκε στο άρθρο 12 αυτού, [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 21 παρ. 1 και 2 του ν. 2515/1997, (Α΄ 154) και ισχύει από 1.1.1997], ότι: «1. Για την ενίσχυση της οικογένειας των υπαλλήλων, που εμπίπτουν στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου, χορηγείται μηνιαία οικογενειακή παροχή, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση των υπαλλήλων, ως εξής: α) Για οικογένεια έγγαμων υπαλλήλων, χωρίς ή με ενήλικα τέκνα, δώδεκα χιλιάδες (12.000) δραχμές, β) Για οικογένεια με τέκνα ανήλικα ή ανίκανα σωματικά ή πνευματικά για άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος με ποσοστό αναπηρίας 50% τουλάχιστον, η ανωτέρω παροχή προσαυξάνεται κατά έξι χιλιάδες (6.000) δραχμές για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα … Η κατά τα ανωτέρω προσαύξηση χορηγείται για τέκνα προερχόμενα από γάμο, φυσικά, θετά ή αναγνωρισθέντα, εφόσον είναι άγαμα και δεν υπερβαίνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους ή το 19ο έτος εφόσον φοιτούν στη Μέση εκπαίδευση 2. Ειδικά, για τέκνα που φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές,…. η προσαύξηση της προηγούμενης παραγράφου παρέχεται μόνο κατά το χρόνο φοίτησής τους …. σε καμιά όμως περίπτωση πέρα από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους… 6. Σε περίπτωση θανάτου του ενός των συζύγων ο επιζών σύζυγος, εφόσον είναι υπάλληλος και έχει τέκνα για τα οποία δικαιολογείται η καταβολή της προσαύξησης της οικογενειακής παροχής, εξακολουθεί να λαμβάνει στο ακέραιο την παροχή της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μέχρι τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων για τη διακοπή της προσαύξησης λόγω τέκνων. Το ίδιο ισχύει και προκειμένου περί συζύγων που τελούν σε διάζευξη … Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η οικογενειακή παροχή καταβάλλεται στον υπάλληλο που του έχει ανατεθεί νόμιμα η επιμέλεια των τέκνων και συγκατοικεί με αυτά …». Τέλος, με την υπ’ αριθμ. Φ.083-58/11.3.1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εξωτερικών και Οικονομικών, (Β΄ 177), καθορίσθηκε από 1.1.1988 το ύψος του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής του προσωπικού του Υπουργείου Εξωτερικών που υπηρετεί σε Διπλωματικές και Προξενικές Αρχές καθώς και σε Μόνιμες Αντιπροσωπείες. Στην δε παρ. Ε΄ αυτής, όπως αντικαταστάθηκε με την 2001800/165/0022/5.1.1993 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εξωτερικών και Οικονομικών (Β΄ 153) ορίσθηκε ότι: «Σε όλους τους μονίμους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αυξάνεται από 1.1.1993 κατά ποσοστό 6% στο επίδομα του Πρέσβη για κάθε παιδί ηλικίας μέχρι 6 ετών, κατά ποσοστό 10%, στο επίδομα του Πρέσβη για κάθε παιδί ηλικίας 7 έως 12 ετών και κατά ποσοστό 14%, στο επίδομα του Πρέσβη για κάθε παιδί ηλικίας 13 έως 18 ετών ή 24 ετών εφόσον αποδεδειγμένα φοιτούν σε Ανώτερα ή Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του Ν. 1505/1984».

5. Επειδή, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την 4879/2012 απόφασή της, δικάζοντας αίτηση αναιρέσεως του …………………. κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που αφορούσε στην υποχρέωση ή μη του Δημοσίου να καταβάλει στον αναιρεσείοντα το ποσό των 3.498.600 δραχμών λόγω μη καταβολής σ’ αυτόν της προσαυξήσεως 6% επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής λόγω τέκνου κατά το χρονικό διάστημα, από 1.5.1997 έως 30.11.1999, κατά το οποίο υπηρετούσε ως μόνιμος υπάλληλος του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας στο Γραφείο Ακολούθου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στα Τίρανα και ήταν διαζευγμένος την δε επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου του είχε αναλάβει η πρώην σύζυγος του, και παραθέτοντας τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, 11 του ν. 1505/1984 και 12 του ν. 2470/1997, 1 και 4 του ν. 2297/1995, 131 παρ. 10 και 11 του ν. 419/1976 και ήδη 135 παρ. 4 και 5 του ν. 2594/1998 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, καθώς και την ως άνω κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εξωτερικών και Οικονομικών υπ’ αριθμ. Φ.083-58/11.3.1988, δέχθηκε τα εξής: Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων η ποσοστιαία προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής λόγω τέκνου, η οποία δεν αποτελεί ξεχωριστό επίδομα αλλά αύξηση του εν λόγω επιδόματος, είναι μεν «διάφορη και άσχετη» με την οικογενειακή παροχή του άρθρου 12 του ν. 2470/1997 , για όσες, όμως, από τις προϋποθέσεις καταβολής της εν λόγω προσαυξήσεως του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής δεν υπήρχε ρύθμιση στις ειδικές διατάξεις, εφαρμόζονταν αναλόγως, κατά μεν τον χρόνο ισχύος του ν. 1505/1984, τα οριζόμενα στις γενικές διατάξεις του άρθρου 11 του νόμου αυτού, μετά δε την κατάργηση των ως άνω διατάξεων με το άρθρο 31 περ. α του ν. 2470/1997, οι αντιστοίχου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 12 του τελευταίου αυτού νόμου. Κατά την έννοια δε των διατάξεων των άρθρων 11 παρ. 7 του ν. 1505/1984 και του άρθρου 12 παρ. 6 του ν. 2470/1997, σε περίπτωση διαζυγίου των γονέων, ο υπηρετών στην αλλοδαπή, κατ’ αρχήν δικαιούχος του επιδόματος γονέας λαμβάνει την προσαύξηση μόνον για τα τέκνα των οποίων έχει την επιμέλεια, όχι δε και για τα τέκνα των οποίων δεν έχει την επιμέλεια και τα οποία συγκατοικούν στην ημεδαπή με τον έχοντα την επιμέλεια αυτών έτερο γονέα, διότι στην περίπτωση αυτή δεν συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος χορηγήσεως της προσαυξήσεως, δηλαδή οι αυξημένες και διαφορετικές ανάγκες του γονέα που υπηρετεί στην αλλοδαπή, αλλά έχει τις συνήθεις υποχρεώσεις και την αυτή υποχρέωση διατροφής που θα είχε αν υπηρετούσε στην ημεδαπή. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, με επιχειρήματα που αφορούν στην φύση και στο σκοπό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής.
Αντιθέτως, η τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την 13/2009 απόφασή της, δικάζοντας αίτηση αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου, που αφορούσε στην υποχρέωση ή μη αυτού να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 71.159 ευρώ λόγω μη καταβολής σε αυτόν της προσαυξήσεως του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής λόγω τέκνου κατά το χρονικό διάστημα, από 21.6.1999 έως 30.3.2002, κατά το οποίο αυτός υπηρετούσε με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Γραφείο Τύπου της ελληνικής πρεσβείας στη Λευκωσία, ως ακόλουθος τύπου και ήταν διαζευγμένος χωρίς την επιμέλεια του τέκνου του, και παραθέτοντας τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ.2 του ν. 506/1976, 131 παρ. 10 και 11 του ν. 419/1976, 135 παρ. 4 και 5 του ν. 2594/1998, καθώς και την υπ’ αριθμ. Φ.083-58/11.3.1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εξωτερικών και Οικονομικών, έκρινε ότι με βάση τις διατάξεις αυτές και σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 1486 § 2, 1493, 1510 § 1, 1511, 1513, 1518 και 1520 § 1 του Αστικού Κώδικα, “η λόγω τέκνου προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας στην αλλοδαπή οφείλεται στον δικαιούχο υπάλληλο, εφόσον το τέκνο είναι ανήλικο και τον βαρύνει οικονομικά, ανεξάρτητα εάν αυτός έχει ή όχι και την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου. Τούτο δε: (α) Διότι, αφού δεν γίνεται σχετική διάκριση στον Νόμο δεν είναι επιτρεπτό να γίνεται διάκριση είτε από το Δικαστήριο, ως εφαρμογή του εξ αντικειμένου δικαίου είτε από τους συναρμόδιους Υπουργούς, κατά τον εκάστοτε καθορισμό του ύψους του επιδόματος και των προσαυξήσεων αυτού (β) Διότι, μια τέτοια διάκριση δεν (εδράζεται σε και δεν) δικαιολογείται από αντίστοιχη διαφοροποίηση των νομικών υποχρεώσεων του γονέως έναντι του τέκνου, αφού η ανάληψη ή δικαστική ανάθεση της περί το πρόσωπο επιμελείας αυτού στον ένα γονέα δεν συνεπάγεται απαλλαγή ή μείωση των λοιπών καθηκόντων του άλλου, και ιδίως της υποχρέωσης αυτού να συμμετέχει στη διατροφή, στην εκπροσώπηση και στην διαχείριση της περιουσίας του τέκνου, (γ) Διότι, αντιθέτως, είναι δεδομένο της κοινής πείρας, ότι η χωριστή διαβίωση των γονέων καθιστά την φροντίδα του τέκνου δαπανηρότερη, τουλάχιστον για τον μη έχοντα την επιμέλεια αυτού, αφού πρέπει να του καταβάλλεται η οφειλόμενη διατροφή σε χρήμα και να δαπανώνται πρόσθετα ποσά για τις μετακινήσεις και την εν γένει επικοινωνία τους (δ) Διότι, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να εκληφθεί ως βέβαιο ή ως συνήθως συμβαίνον, ότι η οικονομική επιβάρυνση του υπαλλήλου, για την εκπλήρωση των νόμιμων υποχρεώσεών του ως γονέως, είναι επαχθέστερη, όταν το τέκνο τον ακολουθεί και εγκαθίσταται μαζί του στο εξωτερικό, παρά όταν έχει χωριστή εγκατάσταση στην Ελλάδα (ή και σε τρίτη χώρα), ώστε να υποτεθεί ότι ο Νομοθέτης έλαβε τούτο ως δεδομένο και, ηθελημένα δεν εισήγαγε την επίμαχη διάκριση ρητώς, θεωρώντας την μεν κατάφασή της αυτονόητη, τον δε αποκλεισμό της ασυμβίβαστο προς την σκοπιμότητα της όλης ρυθμίσεως”.

6. Επειδή, από το περιεχόμενο των ανωτέρω αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου προκύπτει ότι η ερμηνευτική αντίθεση τους δεν ανάγεται στην έννοια του άρθρου 12 παρ. 6 του ν. 2470/1997 αυτοτελώς, αλλά επικεντρώνεται, κατά το ουσιαστικό περιεχόμενο τους, στην έννοια της διατάξεως του άρθρου 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998, “περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών”, στην οποία διαλαμβάνεται ότι το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής προσαυξάνεται αναλόγως των ποσοστών που ορίζονται “για τα οικογενειακά βάρη”. Το μεν Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε ότι, ως προς το ανωτέρω ζήτημα γίνεται παραπομπή στη «γενική» διάταξη του άρθρου 12 παρ. 6 του ν. 2470/1997, κατά την οποία σε περίπτωση διαζυγίου των γονέων χορηγείται μόνον στον υπηρετούντα στην αλλοδαπή υπάλληλο που του έχει ανατεθεί νόμιμα η επιμέλεια των τέκνων του και συγκατοικεί με αυτά, ενώ ο Άρειος Πάγος δέχθηκε, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η ίδια διάταξη του άρθρου 135 παρ.4 του ν. 2594/1998 δεν παραπέμπει στο άρθρο 12 του ν. 2470/1997, αλλά πρέπει να ερμηνευθεί αυτοτελώς, ενόψει του σκοπού της και της έννοιας και των συνεπειών της επιμελείας του ανηλίκου τέκνου. Η ως άνω ερμηνευτική αντίθεση περιορίζεται μόνον στην άρση της αμφισβητήσεως για την έννοια της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998, δεδομένου ότι η ταυτόσημη διάταξη του άρθρου 131 παρ. 10 του προϊσχύσαντος ν. 419/1976 δεν ήταν αναγκαία για τη θεμελίωση του διατακτικού της αποφάσεως της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, εφόσον στην οικεία υπόθεση το κρίσιμο χρονικό διάστημα εκτεινόταν από 21.6.1999 έως 30.3.2002 (πρβλ. ΑΕΔ 1/2008), αλλά αναφέρεται στην δικαστική απόφαση στα πλαίσια της ιστορικής ανασκοπήσεως του νομοθετικού καθεστώτος προς υποβοήθηση της ερμηνείας του πράγματι εφαρμοστέου, κατά χρόνο, κανόνα δικαίου. Εξάλλου, η μνεία στην απόφαση του Αρείου Πάγου των ως άνω διατάξεων του Αστικού Κώδικα δεν έχει την έννοια ότι ο Αρειος Πάγος ερμήνευσε την διάταξη του άρθρου 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, αλλά αυτό έγινε προς αιτιολόγηση του πορίσματος, στο οποίο το Δικαστήριο κατέληξε (πρβλ. ΑΕΔ 7/2011, 5/2009, 8/2004). Τέλος, δεν διαφοροποιεί το κρίσιμο νομικό ζήτημα το γεγονός ότι η διαφορά που αντιμετώπισε το Συμβούλιο της Επικρατείας αφορούσε μόνιμο υπάλληλο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων, ο οποίος ήταν δικαιούχος του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής του άρθρου 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998 δυνάμει των άρθρων 1 και 4 του ν. 2297/1995, ενώ η διαφορά που επέλυσε ο Αρειος Πάγος αφορούσε υπάλληλο Γραφείου Τύπου εξωτερικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος εδικαιούτο το προβλεπόμενο από την ίδια διάταξη επίδομα δια παραπομπής σ’ αυτήν με το άρθρου 6 παρ.2 του ν. 506/1976. Υπό τα ανωτέρω εκτεθέντα δεδομένα, εφόσον το νομικό ζήτημα που επέλυσαν τα δύο ανώτατα δικαστήρια είναι ταυτόσημο, συντρέχει δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου προς επίλυσή του, σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 περ. ε του ν. 345/1976.

7. Επειδή, από τις προεκτεθείσες, στην ανωτέρω σκέψη 3, διατάξεις συνάγεται ότι η προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, που προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998, “αναλόγως των ποσοστών που ορίζονται για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση” δεν αποτελεί ξεχωριστό επίδομα αλλά συνιστά, στην ουσία, αύξηση του επιδόματος αυτού για τις ως άνω αιτίες (βλ. ΑΕΔ 14/2005). To επίδομα αυτό ενόψει της φύσεως και του σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε, προκειμένου, δηλαδή, οι δικαιούχοι αυτού να ανταποκριθούν, κατά την ρητή διάταξη του νόμου, στην ανάγκη αντιμετωπίσεως του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και στις ειδικές συνθήκες διαβιώσεως σε κάθε χώρα, συνεπώς δε προς κάλυψη των δαπανών στις οποίες αυτοί υποβάλλονται λόγω της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα, χορηγείται δε επιπλέον των καταβαλλομένων στον υπάλληλο αποδοχών, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η αποτελούσα προσαύξηση του μισθού οικογενειακή παροχή του άρθρου 12 του ν. 2470/1997 (πρβλ. ΑΕΔ 3/2001). Ως εκ τούτου, η προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής λόγω οικογενειακών βαρών είναι διάφορη και άσχετη με την οικογενειακή παροχή του άρθρου 12 του ν. 2470/1997. Δεδομένου, όμως, ότι ο νομοθέτης προβλέποντας, με το άρθρο 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998, την προσαύξηση λόγω “οικογενειακών βαρών” δεν ορίζει σαφώς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται η προσαύξηση αυτή, η διάταξη του άρθρου 135 παρ.4 του ν. 2594/1997 έχει την έννοια ότι για τις προϋποθέσεις χορηγήσεώς της εφαρμόζονται αναλόγως τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2470/1997, καθ’ ο μέρος οι εν λόγω ρυθμίσεις συνάδουν με την φύση και τον σκοπό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής. Ειδικότερα, η λόγω τέκνου προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής σε περίπτωση διαζυγίου των γονέων, χορηγείται, κατά την διάταξη της παρ.6 του άρθρου 12 του ν. 2470/1997 αναλόγως εφαρμοζόμενη, μόνο στον δικαιούχο του επιδόματος γονέα που υπηρετεί στην αλλοδαπή και έχει νόμιμα την επιμέλεια του τέκνου του και συγκατοικεί με αυτό, προκειμένου να ανταποκριθεί αυτός στις επιπλέον δαπάνες από τις αυξημένες και διαφορετικές ανάγκες που προέρχονται από την διαβίωση και του τέκνου του στην αλλοδαπή, και όχι και στον υπηρετούντα στην αλλοδαπή υπάλληλο που δεν έχει την επιμέλεια του τέκνου του, το οποίο εξακολουθεί να κατοικεί στην ημεδαπή με τον άλλο γονέα, διότι στην τελευταία αυτή περίπτωση οι δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται προς εκπλήρωση των νομίμων υποχρεώσεών του ως γονέα είναι οι συνήθεις και, πάντως, δεν συνδέονται αμέσως με το κόστος ζωής στη χώρα στην οποία υπηρετεί.

8. Επειδή, μειοψήφησαν τα μέλη του Δικαστηρίου Αντώνιος Αθηναίος και Νικόλαος Παρασκευόπουλος, τα οποία διετύπωσαν την γνώμη ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 506/1976,το μόνιμο και με θητεία ή σύμβαση ιδιωτικού δικαίου προσωπικό των Γραφείων Τύπου εξωτερικού δικαιούται το επίδομα αλλοδαπής της χώρας, στην οποία υπηρετεί, που χορηγείται κάθε φορά στους υπηρετούντος στο εξωτερικό υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου του Υπουργείου Εξωτερικών. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, η αντιστοιχία των βαθμών των υπαλλήλων του διπλωματικού κλάδου του Υπουργείου Εξωτερικών καθορίζεται με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Με το άρθρο 131 παρ. 10 του Ν.419/1976 “περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών”, που ίσχυε μέχρι τις 23.3.1998 (άρθρο 150 παρ. 1 του νέου Οργανισμού του ΥΠΕΞ, που κυρώθηκε με το Ν. 2594/1998), παρασχέθηκε στους υπαλλήλους, που υπηρετούν στο εξωτερικό, προς αντιμετώπιση της διαφοράς κόστους ζωής και των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως σε κάθε χώρα, επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής (ΕΥΑ) σε συνάλλαγμα, ανάλογα με το κλάδο, το βαθμό, τα οικογενειακά βάρη και το κόστος ζωής του τόπου, στον οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος, ειδικότερα δε για τους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου και τους εμπειρογνώμονες του ΥΠΕΞ και ανάλογα με τις συνθήκες στεγάσεως, οι οποίες επικρατούν στη χώρα, που υπηρετούν. Σύμφωνα δε με το άρθρο 131 παρ. 11 του αυτού ως άνω Νόμου, το εν λόγω επίδομα καθορίζεται κάθε φορά για τους υπαλλήλους, που έχουν πρεσβευτικό βαθμό, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν προτάσεως των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών και για όλους τους άλλους υπαλλήλους της εξωτερικής υπηρεσίας με την ίδια πράξη σε ποσοστό επί του επιδόματος, που καθορίσθηκε για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. Φ.083-58/1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας, Εξωτερικών και Οικονομικών (ΦΕΚ 177Β1/31.3.1988), που εκδόθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 12 παρ. 1 του Ν. 1256/1982 και 3 παρ. 8 του Ν. 1288/1982 και κυρώθηκε με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1884/1990, καθορίσθηκε το ανωτέρω επίδομα για τους προϊσταμένους των διπλωματικών και προξενικών αρχών και για τους λοιπούς υπαλλήλους όλων των κλάδων και ορίσθηκε επιπλέον στο κεφάλαιο Γ΄ αυτής ότι στους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος, που καθορίσθηκε γι’ αυτούς, αυξάνεται κατά ποσοστό 10% κατά τις αναφερόμενες εκεί διακρίσεις. Με τις παραγράφους Ε΄ και Στ΄ της αυτής ως άνω ΚΥΑ ορίσθηκε ότι σε όλους τους μονίμους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αυξάνεται κατά ποσοστό 6% στο επίδομα του πρέσβη για κάθε παιδί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του Ν. 1504/1984.Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθ. 2001800/185/0022/17.3.1993 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας, Εξωτερικών και Οικονομικών τροποποιήθηκε η παράγραφος Γ΄ της προηγούμενης ως άνω ΚΥΑ και ορίσθηκε ότι σε όλους τους μονίμους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αυξάνεται από 1.1.1993 κατά ποσοστό 6% στο επίδομα του πρέσβη για κάθε παιδί ηλικίας μέχρι 6 ετών, κατά ποσοστό 8% για κάθε παιδί ηλικίας 7 έως 12 ετών και κατά ποσοστό 14% για κάθε παιδί ηλικίας 13 έως 18 ή 24 ετών, εφόσον αποδεδειγμένα φοιτούν σε ανώτερα ή ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του Ν. 2470/1997. Η προσαύξηση αυτή χορηγήθηκε και στους προϊσταμένους των Γραφείων Τύπου του εξωτερικού, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 της υπ’ αριθ.481/23.11.1994 Πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου. Εξάλλου, κατά τις ταυτόσημες διατάξεις του άρθρου 135 παρ. 4 και 5 του Ν. 2594/1998, ήτοι του νέου Οργανισμού του ΥΠΕΞ, που ισχύει από 24.3.1998, προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως σε κάθε χώρα παρέχεται σε συνάλλαγμα επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αναλόγως του κλάδου και του βαθμού. Το επίδομα αυτό προσαυξάνεται αναλόγως των ποσοστών, που ορίζονται για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση και καθορίζεται κάθε φορά για μεν τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών, για δε τους λοιπούς υπαλλήλους με την ίδια ΚΥΑ σε ποσοστό επ` αυτού, που έχει καθορισθεί για τους πρώτους. Με βάση τις διατάξεις αυτές και σε συνδυασμό τους προς εκείνες των άρθρων 1486§2, 1493, 1510§1, 1511, 1513, 1518 και 1520§1 ΑΚ, η λόγω τέκνου προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας στην αλλοδαπή οφείλεται στον δικαιούχο υπάλληλο, εφόσον το τέκνο είναι ανήλικο και τον βαρύνει οικονομικά, ανεξάρτητα εάν αυτός έχει ή όχι και την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου. Τούτο δε: (α)Διότι, αφού δεν γίνεται σχετική διάκριση στον Νόμο δεν είναι επιτρεπτό να γίνεται διάκριση είτε από το Δικαστήριο, ως εφαρμογή του εξ αντικειμένου δικαίου είτε από τους συναρμόδιους Υπουργούς, κατά τον εκάστοτε καθορισμό του ύψους του επιδόματος και των προσαυξήσεων αυτού.(β)Διότι μια τέτοια διάκριση δεν (εδράζεται σε και δεν) δικαιολογείται από αντίστοιχη διαφοροποίηση των νομικών υποχρεώσεων του γονέως έναντι του τέκνου, αφού η ανάληψη ή δικαστική ανάθεση της περί το πρόσωπο επιμελείας αυτού στον ένα γονέα δεν συνεπάγεται απαλλαγή ή μείωση των λοιπών καθηκόντων του άλλου, και ιδίως της υποχρέωσης αυτού να συμμετέχει στη διατροφή, στην εκπροσώπηση και στην διαχείριση της περιουσίας του τέκνου. (γ)Διότι, αντιθέτως είναι δεδομένο της κοινής πείρας, ότι η χωριστή διαβίωση των γονέων καθιστά την φροντίδα του τέκνου δαπανηρότερη, τουλάχιστον για τον μη έχοντα την επιμέλεια αυτού αφού πρέπει να του καταβάλλεται η οφειλόμενη διατροφή σε χρήμα και να δαπανώνται πρόσθετα ποσά για τις μετακινήσεις και την εν γένει επικοινωνία τους. (δ)Διότι, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να εκ ληφθεί ως βέβαιο ή ως συνήθως συμβαίνον, ότι η οικονομική επιβάρυνση του υπαλλήλου, για την εκπλήρωση των νόμιμων υποχρεώσεων του ως γονέως, είναι επαχθέστερη, όταν το τέκνο τον ακολουθεί και εγκαθίσταται μαζί του στο εξωτερικό, παρά όταν έχει χωριστή εγκατάσταση στην Ελλάδα (ή και σε τρίτη χώρα), ώστε να υποτεθεί ότι ο Νομοθέτης έλαβε τούτο ως δεδομένο και, ηθελημένα δεν εισήγαγε την επίμαχη διάκριση ρητώς, θεωρώντας την μεν κατάφαση της αυτονόητη, τον δε αποκλεισμό της ασυμβίβαστο προς την σκοπιμότητα της όλης ρυθμίσεως. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει, κατά την ανωτέρω μειοψηφούσα άποψη, να αρθεί η αμφισβήτηση ως προς την έννοια των διατάξεων του άρθρου 135 παρ. 4 και 5 του ν. 2594/1998, που ανέκυψε μεταξύ των αποφάσεων 4879/2012 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και της 13/2009 αποφάσεως της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, υπέρ της απόψεως που διατυπώθηκε με την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.

9. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω αίρεται η αμφισβήτηση ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998, που ανέκυψε μεταξύ της αποφάσεως 4879/2012 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και της αποφάσεως 13/2009 της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, υπέρ την γνώμης που διατυπώθηκε με την απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, δηλαδή με την υιοθέτηση της απόψεως ότι η διάταξη του άρθρου 135 παρ.4 του ν. 2594/1998 έχει την έννοια ότι η λόγω τέκνου προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, σε περίπτωση διαζυγίου των γονέων, χορηγείται, κατά την διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 12 του ν. 2470/1997 αναλόγως εφαρμοζόμενη, μόνο στον δικαιούχο του επιδόματος υπάλληλο που έχει νόμιμα την επιμέλεια του τέκνου του και συγκατοικεί με αυτό στην αλλοδαπή.

10. Επειδή, επί δίκης προκαλουμένης κατόπιν παραπεμπτικής αποφάσεως για την άρση αμφισβητήσεως ως προς την έννοια διατάξεως τυπικού νόμου (άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 345/1976) δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής των εξόδων της αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο διεξαχθείσης διαδικασίας ως και της δικαστικής δαπάνης (βλ. ΑΕΔ 1/1986, 26/2010).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αποφάσεις 4879/2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 13/2009 του Αρείου Πάγου ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998.

Αποφαίνεται ότι η διάταξη του άρθρου 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998 έχει την έννοια ότι η λόγω τέκνου προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, σε περίπτωση διαζυγίου των γονέων, χορηγείται, κατά την διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 12 του ν. 2470/1997 αναλόγως εφαρμοζόμενη, μόνο στον δικαιούχο του επιδόματος υπάλληλο που έχει νόμιμα την επιμέλεια του τέκνου του και συγκατοικεί με αυτό στην αλλοδαπή.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2013 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 3 Ιουνίου 2013.

Η Πρόεδρος Η Γραμματέας Ρένα Ασημακοπούλου Μάρθα Ψαραύτη

Ν.Σ.