ΑΡΙΘΜΟΣ 5/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομελείας: Γεώργιο Καλαμίδα Πρόεδρο του
Αρείου Πάγου, Ηλία Γιαννακάκη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Μιχαήλ
Θεοχαρίδη Αντιπροέδρους, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Ανδρέα Τσόλια, Βασίλειο Φούκα, Γεώργιο
Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα, Γεωργία Λαλούση,
Αντώνιο Αθηναίο, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου,
Γεώργιο Γεωργέλλη, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Δημήτριο Μουστάκα, Δημήτριο Μαζαράκη, Χαράλαμπο
Αθανασίου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ανδρέα Δουλγεράκη, Κωνσταντίνο Φράγκο, Σαράντη Δρινέα,
Νικόλαο Πάσσο- Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Δημήτριο Τίγγα,
Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου,
Κωνσταντίνο Τσόλα, Δημήτριο Κράνη, Χριστόφορο Κοσμίδη, Ανδρέα Ξένο, Κυριακούλα
Γεροστάθη, Βασίλειο Φράγγο, Ευφημία Λαμπροπούλου, Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Νικόλαο Τρούσα,
Δημήτριος Κόμη, Βασίλειο Λαμπρόπουλο, Αντώνιο Ζευγώλη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Ασπασία
Καρέλλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Μιλτιάδη Σπυρόπουλο και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες,
(κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 20 Ιανουαρίου 2011 με την παρουσία
του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου,
για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Οργανισμός λιμένος Πειραιώς» και
τον διακριτικό τίτλο “ΟΛΠ”, που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία
εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι Γεώργιος Λεβέντης, Κωνσταντίνος Καλαβρός, Ανδρέας
Μαμαγκάκης και Ιωάννης Πίκουλας, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Θ. του Σ., κατοίκου … και 2) Γ. Γ. του Π., κατοίκου …, οι
οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Βασιλείου Σαξώνη, ο οποίος
κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9 Αυγούστου 2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων που
κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5852/2007 του
ίδιου Δικαστηρίου και 622/2009 του Εφετείου Πειραιώς.Την αναίρεση της τελευταίας
απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 7 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή της, την οποία
έφεραν προς συζήτηση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την 26/2010 κοινή πράξη, ο
Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, γιατί με αυτή τίθεται νομικό ζήτημα
γενικότερου ενδιαφέροντος.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος ανάγνωσε την από 11.1.2011 έκθεσή του, με την
οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και την
απόρριψη των λοιπών λόγων αυτής.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου,
ανέπτυξαν και προφορικά στο ακροατήριο τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται
στις προτάσεις τους, και ζήτησαν οι μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή της αίτησης
αναίρεσης, ο δε των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του
αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθούν ως αβάσιμοι
οι παραπεμπόμενοι στην Ολομέλεια λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.
Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των
διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.
Κατά την 5η Μαΐου 2011, ημέρα που συγκροτήθηκε το παρόν δικαστήριο προκειμένου να
διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες: Ιωάννης Σίδερης, Νικόλαος
Ζαϊρης, Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, Δημήτριος Μουστάκας, Χαράλαμπος Αθανασίου, Αθανάσιος
Γεωργόπουλος και Βασίλειος Λαμπρόπουλος, οι οποίοι δήλωσαν κώλυμα αρμοδίως, παρισταμένων
πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ’
άρθρο 23 παρ. 2 του ν.1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 44 του
ν.3659/2008.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με το 26/16-2-2010 κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου
παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος, σύμφωνα με το αρθ.
563§3 ΚΠολΔ και 23§2 του κυρωθέντος με το ν. 1756/1988 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και
Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως ισχύει μετά το ν. 2331/1995 (αρθ. 16), η από 7-
12-2009 αίτηση του “Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς ΑΕ” (ΟΛΠ ΑΕ) για αναίρεση της 622/2009
απόφασης του Εφετείου Πειραιώς.
II. Κατά την έννοια της διάταξης του αρθ. 281 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η άσκηση του
δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή
τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, μόνη η αδράνεια του
δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για
την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα
κατ’ αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν’ ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή
δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει
καταχρηστική την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από
ειδικές περιστάσεις που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και
ο ίδιος μεταβάλλοντας την στάση του επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που
έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται από την
επιχειρούμενη ανατροπή αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο καταστάσεις, αλλ’ αρκεί
να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντα του επιπτώσεις, στην περίπτωση δε αυτή η
άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά
ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (ΟλΑΠ 8/2001). Εξάλλου, η μελλοντική
άσκηση και από τρίτους παρόμοιων αξιώσεων, στην περίπτωση κατά την οποία ευδοκιμήσει η
επίδικη, δεν συνιστά καθ? εαυτήν ειδική περίσταση, αφού η ενέργεια αυτή αφορά
αποκλειστικά τις συνέπειες που μπορεί να έχει για τον οφειλέτη η ικανοποίηση του ήδη
ασκηθέντος δικαιώματος και δεν συνδέεται με την προηγηθείσα της άσκησης του δικαιώματος
συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη. Αν, όμως, συντρέχουν οι προερχόμενες από
την συμπεριφορά αυτών ειδικές περιστάσεις, οι ενέργειες των τρίτων που έχουν ήδη ασκήσει
ή αναμένεται βασίμως ότι θα ασκήσουν όμοιες αξιώσεις, μπορούν να ληφθούν υπόψη για την
εκτίμηση επαχθών συνεπειών που θα έχει για τον οφειλέτη η ικανοποίηση της επίδικης
αξίωσης, στις περιπτώσεις ιδίως που κρίνεται ότι η ικανοποίηση μόνο αυτής δεν θα έχει
δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του οφειλέτη. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο
με την προσβαλλομένη απόφαση του ως προς την υποβληθείσα πρωτοδίκως και ενώπιον αυτού με
τον 1° λόγο της έφεσης της εναγομένης επαναφερθείσα ένστασή της ότι η ένδικη αγωγή
ασκήθηκε καταχρηστικά διότι (α) οι ενάγοντες ως μέλη της συνδικαλιστικής οργάνωσής τους
επί πολλά έτη δέχονταν χωρίς επιφύλαξη ή αμφισβήτηση τον υπολογισμό των αποδοχών και του
επιδόματος αδείας, όπως προβλέπεται από τις εκάστοτε εφαρμοζόμενες ΕΣΣΕ (β) μετά την
παρέλευση τόσο μακρού χρόνου δημιουργήθηκε στην εναγομένη η εύλογη πεποίθηση ότι οι
ενάγοντες δεν πρόκειται ν’ ασκήσουν τις επίδικες αξιώσεις (για διαφορετικό τρόπο
υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας), καθόσον καθόλο το διάστημα των 18
ετών χορηγούσε στους λιμενεργάτες, άρα και στους ενάγοντες, παροχές που υπερκάλυπταν την
ελάχιστη προστασία του κρατικού νομοθέτη, όπως άδεια 35 ημερών και προσαύξηση 25% στις
αποδοχές αδείας και (γ) ενδεχομένη ικανοποίηση των απαιτήσεων των εναγόντων θα
προξενήσει τεράστια ζημία σ’ αυτήν, ενόψει του γεγονότος ότι από το σύνολο των 711
λιμενεργατών το ήμισυ περίπου έχει ασκήσει παρόμοιες αγωγές κατά της εναγομένης και
πρόκειται ν’ ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι, δέχθηκε, ότι η άσκηση του επιδίκου
δικαιώματος (που αφορά τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας με βάση το
πραγματικό ημερομίσθιο που προκύπτει από την απόδοσή τους και την επικρατέστερη
απασχόλησή τους κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν από την λήψη της αδείας) δεν είναι
καταχρηστική, καθόσον η επί πολλά έτη καταβολή σ’ αυτούς (και τους λοιπούς εργαζομένους
του ΟΛΠ) αποδοχών και επιδόματος αδείας κατωτέρων από τις πράγματι οφειλόμενες και η
πρόβλεψη του ως άνω (βλαπτικού για τους ίδιους) τρόπου υπολογισμού αυτών με τις
αντίστοιχες ΣΣΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οριστική αποδοχή απ’ αυτούς του παραπάνω
υπολογισμού και ως συνειδητή αποβολή της πρόθεσής τους προς δικαστική επιδίωξη των
σχετικών απαιτήσεών τους, ότι ούτε είναι δυνατόν η κατάσταση αυτή να στηρίξει εύλογη
πεποίθηση του ΟΛΠ ότι οι ενάγοντες δεν πρόκειται ν’ ασκήσουν τα δικαιώματά τους στο
μέλλον και δη κατά την επίδικη περίοδο από 1-1-2001 έως 31- 12-2005, ενόψει και του ότι
η συνδικαλιστική οργάνωσή τους αξίωσε ρητά την μεταβολή του τρόπου υπολογισμού των ως
άνω παροχών ήδη από το έτος 1994, αλλά αποκρούσθηκε από την εναγομένη, με την οποία
βρίσκονταν έκτοτε διαρκώς σε σχετικές διαπραγματεύσεις για την επίλυση του προβλήματος,
ότι ως προς τις επαχθείς οικονομικές συνέπειες που πρόκειται να υποστεί η εναγομένη από
την ευδοκίμηση της ένδικης αγωγής και άλλων παρομοίων, ανεξάρτητα από την έκταση της
ζημίας που επικαλείται, η ζημία αυτή δεν βρίσκεται σε αιτιώδη σχέση με επιλήψιμη
συμπεριφορά των εναγόντων, αλλά με την αρνητική και αντίθετη προς τον οικείο Κανονισμό
και τις γενικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τακτική της ίδιας να δεχθεί τον
προαναφερόμενο τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας των εναγόντων
(καθώς και των λοιπών λιμενεργατών) και δεν είναι επιτρεπτό σ’ αυτήν να επικαλείται την
ύπαρξη ζημίας για την απόκρουση των αγωγικών απαιτήσεων, με βάση δε τα γενόμενα ως άνω
δεκτά απέρριψε τον λόγο αυτόν της έφεσης της αναιρεσείουσας εναγομένης, κατ’ επικύρωση
της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο ορθά
ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του αρθ. 281 ΑΚ, διότι, με βάση
όσα δέχθηκε, η συμπεριφορά των αναιρεσιβλήτων εναγόντων πριν από την άσκηση των επίδικων
δικαιωμάτων τους, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που
μεσολάβησε, δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν στην οφειλέτρια αναιρεσείουσα (και δη στους
ασκούντες την διοίκηση αυτής) την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, έτσι
ώστε η μεταγενέστερη με την ένδικη αγωγή άσκησή του να μην δικαιολογείται επαρκώς και να
υπερβαίνει, και δη προφανώς, τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο
κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Επομένως, πρέπει ν’ απορριφθεί ως
αβάσιμος ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης από το αρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.
III. Με την §1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999 το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με
την επωνυμία “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς”, που ιδρύθηκε με το ν. 4748/1930 και
αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε
και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία
“Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ΑΕ” και με τον διακριτικό τίτλο “ΟΛΠ ΑΕ” (δηλ. την
αναιρεσείουσα εναγομένη), η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την
εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής
οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία
του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από τον παρόντα νόμο και τον κ.ν.
2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν.
1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθ. 3§§ 1
και 2 περ. δ’ του α.ν. 1559/1950, που κατά την ρητή διάταξη της §2 του δεύτερου άρθρου
του ως άνω ν. 2688/1999 εφαρμόζονται στην εταιρεία ΟΛΠ ΑΕ, η οποία υπόκειται μόνο σε
φόρο εισοδήματος, ο ΟΛΠ και ήδη η αναιρεσείουσα εταιρεία ΟΛΠ ΑΕ απολαύει όλων των
προνομίων, απαλλαγών και ατελειών που απολαύει το Δημόσιο σε όλες τις δημόσιες και
ιδιωτικές σχέσεις και συναλλαγές του και εφαρμόζονται εν γένει επ’ αυτής όλες οι
σχετικές διατάξεις εξαιρετικού δικαίου που ισχύουν εκάστοτε για το Δημόσιο, ειδικότερα
δε και ενδεικτικά ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής της ορίζεται σε 6%
ετησίως, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά όλων των διατάξεων περί τόκου των οφειλετών του
Δημοσίου (γίνεται δηλ. ουσιαστικά παραπομπή στην προβλέπουσα το προνόμιο αυτό για το
Δημόσιο διάταξη του αρθ. 21 του ΒΔ της 26-6/10-7-1944 “περί κωδικός των νόμων περί δικών
του Δημοσίου”). Η ρύθμιση αυτή αντίκειται στην διάταξη του αρθ. 1 του Πρώτου Προσθέτου
Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με
το ν.δ. 53/1974 (έχοντας έκτοτε την κατ’ αρθ. 28§1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ),
κατά την οποία “Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του.
Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και
υπό τους προβλεπόμενους υπό τον νόμου και των γενικών αρχών του δικαίου όρους”. Και
τούτο διότι ο νόμιμος τόκος που επιδικάζεται με δικαστική απόφαση εμπίπτει στην έννοια
της προστατευόμενης ως άνω περιουσίας, με την επίκληση δε από την ΟΛΠ ΑΕ και την
εφαρμογή της ως άνω διάταξης του αρθ. 3 α.ν. 1559/1950 επέρχεται προσβολή της περιουσίας
των εργαζομένων σ’ αυτήν ως δανειστών της για οφειλόμενες αποδοχές κλπ. με τον
περιορισμό της αστικής ευθύνης αυτής που θα ωφεληθεί τον τόκο υπερημερίας (6% αντί 10-
12,75% κατά την επίδικη περίοδο), χωρίς να συντρέχει προς τούτο λόγος δημοσίου
συμφέροντος, καθόσον (α) το απλό ταμειακό συμφέρον του νομικού αυτού προσώπου και δη
ιδιωτικού δικαίου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον και δεν μπορεί να
δικαιολογήσει την παραβίαση του δικαιώματος των πιστωτών στην περιουσία τους και την
επιδίκαση για τις αξιώσεις τους τόκου μικρότερου εκείνου που καταβάλλουν οι ιδιώτες (από
22-5-2008 απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, Δ39.704, η οποία μάλιστα
αφορούσε ν.π.δ.δ., νοσοκομείο, όπως και η αντιθέτως κρίνασα για την αυτή υπόθεση ΟλΑΠ
3/2006, και όχι, όπως στην κρινομένη περίπτωση, ν.π.ι.δ., βλ. και ΟλΣτΕ 1663/2009 που
έκρινε ότι η διάταξη του αρθ. 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, περί
διαφοροποιήσεως του ύψους του επιτοκίου, αντίκειται στην διάταξη του αρθ. 1 του Πρώτου
Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αλλά και του αρθ. 4§1 του Συντάγματος, και ως προς το
Δημόσιο) και (β) η αναιρεσείουσα, ναι μεν έχει σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου
συμφέροντος, πλην, όμως, ως ανώνυμη εταιρεία, σύμφωνα με τον ως άνω νόμο (περί
μετατροπής του ΟΛΠ από ν.π.δ.δ. σε ανώνυμη εταιρεία), λειτουργεί με τους κανόνες της
ιδιωτικής οικονομίας, διαθέτοντας οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια, αναπτύσσει και
επιχειρηματική δραστηριότητα, αφού έχει ως σκοπό την (διοίκηση και) εκμετάλλευση του
λιμένος Πειραιώς (ή και άλλων λιμένων), δυναμένη για την επίτευξη του σκοπού αυτού να
συνιστά θυγατρικές εταιρείες και να συμμετέχει σε άλλες εταιρείες που έχουν σκοπό την
εκμετάλλευση χώρων και ανάπτυξη δραστηριοτήτων στον λιμένα Πειραιώς κλπ. (αρθ. 3 του
εγκριθέντος με το ν. 2688/1999 καταστατικού της) και είναι ισότιμη με κάθε άλλη ανώνυμη
εταιρεία και κατά συνέπεια δεν είναι νομικά λογικό να εφαρμόζεται υπέρ αυτής το ως άνω
προνόμιο του Δημοσίου (πρβλ. ΟλΑΠ 23/2004 που έκρινε ότι η προβλεπομένη επέκταση της ως
άνω διάταξης ως προς την έναρξη τοκοφορίας από την επίδοση μόνο καταψηφιστικής αγωγής
και στην ΟΣΕ ΑΕ, που επίσης αποτελεί επιχείρηση κοινής ωφελείας, αντίκειται στα αρθ. 4§1
και 20§1 του Συντάγματος, καθώς και ΟλΑΠ 11/2008, κατά την οποία η επέκταση επίσης στην
ΟΣΕ ΑΕ της προβλεπομένης για το Δημόσιο βραχυπρόθεσμης παραγραφής των κατ’ αυτής
αξιώσεων των εργαζομένων της προσκρούει στις διατάξεις των αρθ. 4§§1 και 2, 20§1, 22§1β,
25§1 του συντάγματος, 6 της ΕΣΔΑ και 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και
Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2462/1997). Κατά συνέπεια το
Εφετείο που με την προσβαλλομένη απόφασή του έκρινε ότι η ως άνω διάταξη του αρθ. 3§2
περ. δ’ α.ν. 1559/1950 δεν εφαρμόζεται ως αντίθετη προς την διάταξη του αρθ. 1 του
Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και στην συνέχεια επιδίκασε στους αναιρεσίβλητους
ενάγοντες τα εκεί ποσά (ως οφειλόμενες διαφορές αποδοχών και επιδομάτων αδείας) με τον
καταβαλλόμενο και από τους ιδιώτες τόκο (και όχι τον μικρότερο 6% ετησίως), δεν
παραβίασεν ευθέως τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των αρθ. 3§2 α.ν. 1559/1950
και των άρθρων πρώτου και δευτέρου του ν. 2688/1999 και επομένως ο περί του αντιθέτου
τρίτος (και τελευταίος) λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης από το αρθ. 559 αριθ. 1
ΚΠολΔ πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος.
IV. (Α) Κατά την διάταξη του αρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα
ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τις σχετικές παραδοχές
της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις
εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν αυτός δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις παραδοχές αυτές
συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα (ΟλΑΠ
31/2009, 7/2006, 4/2005) (Β) Περαιτέρω, από την διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο
γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η
σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής
ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ
των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το αρθ. 680 ΑΚ και την διάταξη του αρθ. 7§2
ν.1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών
συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων,
εφαρμόζεται όχι μόνο στην σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην
σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής
σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 26/2007). Για την εφαρμογή, όμως, της
αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού
παράγοντος της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την
συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού
(εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος
αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η
σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως
προς την συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο αρθ. 10§1 ν. 1876/1990). Κατά
την συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω
αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του αρθ. 7§3 ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου
και ΣΣΕ), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων
και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο
αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς την ρύθμιση των
παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (αρθ. 2 ΑΚ).
Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για την συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς
τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με την
διαδικασία του ν.δ. 3789/1957 ορίζεται με τις διατάξεις αυτού ότι (1) (α) επιχειρήσεις,
εκμεταλλεύσεις ή εργασίες εν γένει, ανεξάρτητ’ από τη νομική μορφή αυτών ή του φυσικού ή
νομικού προσώπου (δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, οργανισμοί
κλπ.), στο οποίο ανήκουν, εφόσον απασχολούν προσωπικό μεγαλύτερο των 70 προσώπων,
οφείλουν να καταρτίσουν, κατά την διαδικασία του παρόντος, κανονισμό εργασίας
ρυθμίζοντα, σύμφωνα με τους κείμενους νόμους, τις διαμορφούμενες κατά την εκτέλεση της
εργασίας σχέσεις μεταξύ αυτών και του πάσης φύσεως προσωπικού τους, που συνδέεται με
αυτές με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (αρθ. 1§1 εδ. α’) (β) οι κανονισμοί εργασίας
δεν αποτελούν συμπλήρωση της ατομικής σύμβασης εργασίας, εάν δεν έχουν εγκριθεί κατά την
διαδικασία του ως άνω ν.δ. και δεν είναι ανά πάσα στιγμή αναρτημένοι σε εμφανή και
προσιτά για τους εργαζομένους σημεία του τόπου εργασίας (άρθ. 1§2) (2) η κύρωση των
Κανονισμών Εργασίας γίνεται για τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις κλπ. που ασκούνται από
το Δημόσιο ή για λογαριασμό αυτού, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) κλπ. με
κοινή απόφαση του Υπουργού Εργασίας και του εποπτεύοντος σε κάθε περίπτωση Υπουργού, η
κυρωτική δε αυτή απόφαση εκδίδεται μετά προηγουμένη γνωμοδότηση του συσταθέντος με το
αυτό ν.δ. Τμήματος Κανονισμών Εργασίας του Εθνικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Κοινωνικής
Πολιτικής, η οποία είναι υποχρεωτική για τους Υπουργούς, εφόσον ανάγεται στην τήρηση
διατάξεων νόμων και των σε εκτέλεση αυτών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων, ενώ οι
Κανονισμοί που είχαν εκδοθεί, με β.δ. ή υπουργικές αποφάσεις, κατ’ εξουσιοδότηση των ν.
3752/1929, 3221/1955, 3430/1955 και κάθε άλλου ειδικού νόμου, εξακολουθούν να ισχύουν,
πλην, όμως, για κάθε σύνταξη, ανασύνταξη ή τροποποίηση Κανονισμών, για τους οποίους
προβλέπουν οι παραπάνω νόμοι, ισχύουν οι διατάξεις των νόμων αυτών, καθόσον μέρος τους
δεν αντιτίθενται στα οριζόμενα από τα αρθ. 1 και 2 αυτού του παρόντος νομοθετικού
διατάγματος (αρθ. 2§§1 και 2). Σημειώνεται ότι με το αρθ. 3§2 ν.δ 385/1969 ορίσθηκε στην
συνέχεια ότι οι κατά το ν.δ. 3789/1957 Κανονισμοί Εργασίας προκειμένου περί του
προσωπικού του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ΝΠΔΔ κυρώνονται με κοινή απόφαση των
Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εργασίας και του κατά περίπτωση αρμοδίου, που
εκδίδεται μετά από γνώμη του ΑΣΔΥ (Ανωτάτου Συμβουλίου Δημοσίων Υπηρεσιών). Από τις
παραπάνω διατάξεις του ν.δ. 3789/1957 (το οποίο δεν κατάργησαν οι ν. 1876/1990 και
1767/1988, περιόρισαν, όμως, σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του, αρθ. 3§5, 6§1στ, 15§1 και
16§1 ν.1876/1990, 12§4 ν. 1767/1988) προκύπτει, ότι οι Κανονισμοί Εργασίας που
καταρτίσθηκαν υπό την ισχύ του ως άνω ν.δ., με το οποίο το θέμα των Κανονισμών Εργασίας
ρυθμίζεται με τρόπο ενιαίο για όλες τις επιχειρήσεις κλπ. ανεξάρτητ’ από τη νομική μορφή
τους ή από το σε ποιόν ανήκουν (Δημόσιο, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου
κλπ., το δίκαιο δηλ. που εισάγεται με αυτό είναι γενικό και αποκλειστικό για τις
επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις κλπ. που υπάγονται στις διατάξεις του) έχουν κανονιστική
νομική φύση, δηλ. ισχύ ουσιαστικού (όχι, όμως, και τυπικού) νόμου και η θέσπισή τους
αποτελεί άσκηση “νομοθετικής” εξουσίας από την πλευρά του εργοδότη που απορρέει από την
εξουσιοδότηση του ως άνω ν.δ. 3789/1957. Η νομική αυτή φύση (κανονιστική και όχι
συμβατική) των Κανονισμών Εργασίας συνάγεται από τα εξής : (α) Το γεγονός ότι οι
Κανονισμοί αυτοί, αφού εγκριθούν και αναρτηθούν, αποτελούν συμπλήρωση της ατομικής
σύμβασης εργασίας, η συμπλήρωση δε αυτή γίνεται αυτόματα (ex lege) και οι όροι γι’ αυτήν
(έγκριση και ανάρτηση του κανονισμού) αποσυνδέουν το κύρος και την ισχύ του από κάθε
προσχώρηση και ο κανονισμός ισχύει ανεξάρτητα από την θέληση του προσωπικού, ακόμη και
παρά την θέλησή του, η ενέργειά τους δηλ. είναι επιτακτική (β) Η ανάρτησή τους στον τόπο
της εργασίας, σε φανερά και προσιτά για τους μισθωτούς σημεία, είναι συστατικός όρος
δημοσιότητας, με σκοπό να καταστεί στους εργαζομένους γνωστός ο “νόμος” που τους
δεσμεύει στον χώρο της εκμετάλλευσης, ώστε να ρυθμίζουν ανάλογα την συμπεριφορά τους
κατά την εκτέλεση της εργασίας και να γνωρίζουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους,
η ιδιόρρυθμη δε αυτή δημοσιότητα είναι ανάλογη με την δημοσίευση των κρατικών νόμων στην
Εφημερίδα της Κυβέρνησης (γ) Οι επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις έχουν υποχρέωση να
καταρτίσουν κανονισμούς, στους οποίους διατυπώνονται γενικά και αντικειμενικά οι κανόνες
που πρόκειται να ρυθμίζουν τις σχέσεις που διαμορφώνονται μεταξύ του εργοδότη και των
εργαζομένων, το δίκαιο δε που περιέχεται στον κανονισμό δεν ισχύει για ορισμένο χρόνο,
δεν συνδέεται με ορισμένο εργοδότη, ούτε αφορά μόνο τους μισθωτούς που συγκροτούν το
προσωπικό κατά τον χρόνο θέσης του σε ισχύ και δεν ρυθμίζει συγκεκριμένες καταστάσεις,
αλλά είναι απρόσωπο, γενικό και αφηρημένο, ρυθμίζει τις σχέσεις του εργοδότη και των
μισθωτών που κινούνται κάθε φορά στην επιχείρηση και ισχύει για όλες τις εργασιακές
σχέσεις και όχι μόνοι γι’ αυτές που στηρίζονται σε έγκυρη σύμβαση εργασίας (δ)
Κυρώνονται από κρατικό όργανο, ύστερ’ από έλεγχο της νομιμότητας και της σκοπιμότητάς
τους, αφού προηγηθεί γνώμη αρμόδιου υπηρεσιακού οργάνου (ε) Σκοποί του ως άνω ν.δ.,
σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεσή του, είναι η εξασφάλιση δίκαιων όρων, ομοιομορφίας,
ενιαίας κατεύθυνσης, δίκαιης πειθαρχικής εξουσίας και ίσης μεταχείρισης για τους
μισθωτούς, οι σκοποί δε αυτοί μπορούν να επιτευχθούν μόνο με γενικές κανονιστικές
διατάξεις, η ισχύς των οποίων δεν (μπορεί να) εξαρτάται από επιμέρους συμβατικούς
ορισμούς. Όμως, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής
νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες,
ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των
εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας που καταρτίσθηκαν και
κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά την διαδικασία του ν.δ. 3789/1957, ανεξάρτητα από την
τυχόν πρόβλεψη παλαιοτέρων αυτού νόμων της δυνατότητας της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών
κατάρτισης τέτοιων κανονισμών, αφού, όπως προαναφέρθηκε, με το ως άνω ν.δ. ρυθμίσθηκε με
τρόπο ενιαίο και αποκλειστικό το θέμα των Κανονισμών Εργασίας για όλες τις επιχειρήσεις,
εκμεταλλεύσεις κλπ. ανεξάρτητ’ από τη νομική μορφή τους ή από το εάν ανήκουν στο
Δημόσιο, σε ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ κλπ. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας,
εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντιστοίχων της κοινής εργατικής
νομοθεσίας (Γ) Ειδικότερα σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων
: (1) Γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζομένους, τον κεντρικό κορμό και τον
πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν 539/1945 “περί
χορηγήσεως κατ’ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ’ αποδοχών”, όπως έχει κατά καιρούς
τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των
εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού
δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος,
αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές
διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο
διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των
μισθωτών. Με το αρθ. 3§1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά την διάρκεια της
άδειας ανάπαυσής του ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα
εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην “υπόχρεη” (με τον όρο αυτόν αντικαταστάθηκε με το αρθ.
1 §2 ν. 1346/1983 ο αρχικός όρος “υποκείμενη”) επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της
αδείας του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτήν καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ
κατά την §3 του ίδιου άρθρου (όπως αυτή ισχύει μετά την απάλειψη φράσης με το αρθ. 1 §2
ν. 4547/1966) στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή
συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ.). Επίσης, κατά το αρθ.
3§16 ν. 4504/1966 “οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ’
οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ’ έτος “επιδόματος αδείας” ίσου προς το
σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών
αδείας αναπαύσεως μετ’ αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι
το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί
μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθια) ή κατά
μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ’ άλλον τρόπον αμειβόμενους μισθωτούς. Το ως άνω
επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…”. Από
τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των αρθ. 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της
κυρωθείσας με το ν.3248/1955 με αριθ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης “περί προστασίας του
ημερομισθίου”, 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1§1 ν. 435/1976,
1§2 ν. 1082/1980 και 2 των κατά καιρούς εκδοθεισών Υπουργικών Αποφάσεων “περί χορηγήσεως
δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων”, προκύπτει ότι ως “συνήθεις
αποδοχές”, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό
τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις “τακτικές
αποδοχές” που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και
Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε
απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος
μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα
ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά την διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση
ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας.
Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές,
μεταξύ άλλων η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι
προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και
γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή ημερομισθίου. Ενόψει των ανωτέρω και δη της
εννοίας των “τακτικών” ή “συνήθων” αποδοχών (που περιλαμβάνουν, όπως προαναφέρθηκε, τον
συμβατικό ή νόμιμο μισθό ή ημερομίσθιο, καθώς και όλες γενικά τις ως άνω προσαυξήσεις,
επιδόματα κλπ.), με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, για
τον προσδιορισμό αυτών λαμβάνονται υπόψη, πέραν του βασικού μισθού ή ημερομισθίου, οι
πρόσθετες ως άνω παροχές του χρονικού διαστήματος από την λήψη της προηγουμένης αδείας
(2) Με την 45058/7/1971 ΚΥΑ των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας
και Εργασίας (ΦΕΚ Β’ 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με
τον προσαρτημένο σ’ αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε
τόννους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού
προσωπικού, που συνδέεται (μόνιμο και έκτακτο) με τον ΟΛΠ (και ήδη την αναιρεσείουσα ΟΛΠ
ΑΕ) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθ. 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος
διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (αρθ. 1§1).
Ο Κανονισμός αυτός, καταρτισθείς και εγκριθείς υπό την ισχύ και κατά την διαδικασία των
αρθ. 1 και 2 ν.δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού
νόμου, με την προαναφερθείσα έννοια, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής και δη σε
σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω
προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το
εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών
εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ : (i) Σύμφωνα με το άρθ. 35§1 οι αποδοχές αδείας
(και κατ’ επέκταση και το μαζί μ’ αυτές καταβαλλόμενο επίδομα) ισούνται προς το γινόμενο
των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής
του, όπως δε διευκρινίζεται στην συνέχεια ως “βασικό ημερομίσθιο” για τον υπολογισμό των
αποδοχών αδείας των (μονίμων) εργατών (με τον αυτό τρόπο υπολογίζονται οι αποδοχές αυτές
και για τους εκτάκτους) λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το
τελευταίο πριν από την χορήγηση της αδείας τρίμηνο (και προκειμένου για εργάτες που
απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό
ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές). Ως “επικρατέστερη απασχόληση”
νοείται κατά την διάταξη αυτή η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλ. εκείνη η οποία είχε
συνολικά την μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα
περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της αδείας τρίμηνο. Βάση,
επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική
αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζομένους “επί
αποδόσει”) ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολουμένους στις
γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και
καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτόν αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους
εργάτες κατά ποσοστό 25%. (ii) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.)
εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των
αποδοχών κλπ. αδείας, ορίζεται ειδικά στο αρθ. 23 §1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο
εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησης
τους κατά τις διακρίσεις του αρθ. 12§1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το αρθ.
23§1), είναι δε αυτές (α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων
δημητριακών, γαιανθράκων κλπ. (β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και
επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και (γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες
(μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά
μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών,
σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές
εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης,
ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος
απασχόλησης η “επί αποδόσει”, αφού αυτή κατά το αρθ. 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς
τον τίτλο “τρόπος διεξαγωγής της εργασίας”, προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως
κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω αρθ. 20 του
Κανονισμού (α) η εργασία στον λιμένα διεξάγεται “επί αποδόσει” στις περιπτώσεις
εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες
μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς (αα) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων,
πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς την χρήση αρπάγης (ββ) σιτηρών και λοιπών
δημητριακών “εις χύμα” (γγ) ξυλείας (δδ) φορτίων δε σάκκους γενικά (εε) σιδήρων,
σιδηροφύλλων κλπ (στστ) ειδών γενικού εμπορίου και (ζζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ’
εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία
παρεμποδίζουν την εργασία με το ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων
οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η “επί αποδόσει” εργασία δεν αποτελεί είδος
απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία “επί ημερομισθίω” (β) η
εργασία “επί ημερομισθίω” εκτελείται για (αα) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά
όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και
αντίστροφα (ββ) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών (γγ) φορτοεκφορτώσεις νωπών
ιχθύων, φρούτων και λαχανικών (δδ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους “εις χύμα” και
(εε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού,
ενώ, κατά την περαιτέρω ρύθμιση του αυτού άρθρου, οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης
εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερομένων με
οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων
επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται “επί αποδόσει” με βάση τους 6 τόννους κατ’
εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την “επί αποδόσει” εργασία έχει προβλεφθεί (αρθ. 27) και
καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του αρθ. 12§1 επιπρόσθετα του
βασικού ημερομισθίου του αρθ. 23§1 (iii) Τέλος, κατ’ αρθ. 30§1 το “ασφαλιστικό
ημερομίσθιο” που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν
διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας είναι ίσο
προς αυτό που καταβάλλεται στους μονίμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές
εργασίες του αρθ. 23§1 εδ. β’, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών
συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί δηλ. το “ασφαλιστικό” ημερομίσθιο το κατώτερο
ημερομίσθιο, αλλ’ αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις
κομιστικές εργασίες. Με τα άρθρα τέταρτο παράγραφος 3 και πέμπτο εδ. ε’ του ν.
2668/1999, με τον οποίο το μέχρι τότε ΝΠΔΔ με την επωνυμία Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς
(που ιδρύθηκε με το ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950 κλπ.) μετετράπη
σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρεία” (ΟΛΠ
ΑΕ), δηλ. την αναιρεσείουσα, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς
διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την μετατροπή αυτήν, ενώ με την 5115.01/02/2004
απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών-Δημόσιας Διοίκησης και
Αποκέντρωσης, και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β’ 390/20-6-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε
ο καταρτισθείς στα πλαίσια και κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων τετάρτου, δωδεκάτου και
δεκάτου τρίτου του ως άνω ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ (που
άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά την δημοσίευσή του στην ΕτΚ, αρθ. 83 αυτού) για την
ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ’ αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το
προσωπικό της αναιρεσείουσας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως
ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (αρθ.
5§§1α, 2, 4α), δικαιούταν ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας,
σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται δηλ. παραπομπή και στον α.ν. 539/1945) σε
συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές
συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρεία (αναιρεσείουσα) και τις διατάξεις του
παρόντος Κανονισμού (αρθ. 55§1). Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι ενόψει της
ως άνω σχέσης του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και των αναγκαστικού
δικαίου διατάξεων της κοινής εργατικής νομοθεσίας (και δη του α.ν. 539/1945) δεν τίθεται
θέμα, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσίβλητοι, “κατάργησης” των κρίσιμων διατάξεων του
Κανονισμού αυτού με μεταγενέστερους κανόνες δικαίου, οι οποίοι όλοι αναφέρονται γενικά
στο δικαίωμα λήψης αδείας με αποδοχές και δεν ρυθμίζουν ειδικά τον τρόπο υπολογισμού
τους, ειδικότερα δε με (α) την κυρωθείσα με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, οι
διατάξεις της οποίας, άλλωστε, κατ’ αρθ. 8§1β αυτής δεν εφαρμόζονται καθ’ ολοκληρίαν επί
των φορτοεκφορτωτών ξηράς και λιμένων, που διέπονται, όπως στην κρινομένη περίπτωση, από
την νομοθεσία ρύθμισης των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στους λιμένες κλπ. (β) τις
διατάξεις της κυρωθείσης με το ν. 549/1977 από 26-1-1977 ΕΓΣΣΕ (γ) το ν. 993/1979 που
κωδικοποιήθηκε σε ενιαίο κείμενο, μαζί με άλλα νομοθετήματα, με το ΠΔ 410/1988, αφού
αφορά το προσωπικό με σχέση εργασίας του δημοσίου, των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ, ενώ ήδη
κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα η αναιρεσείουσα είχε μετατραπεί σε α.ε. (δ) άρθ. 101
του ΠΔ 611/1977 (Υπαλληλικός Κώδικας) που σε κάθε περίπτωση αφορά τους πολιτικούς
διοικητικούς υπαλλήλους του Κράτους (αρθ. 2) (και των ΝΠΔΔ, αρθ. 2 ν. 2683/1999 του
μεταγενεστέρου Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων) (ε) αρθ. 16 ν. 1082/1980, που αναφέρεται
γενικά στο δικαίωμα λήψης αδείας σε περίπτωση λήξης κλπ. της σχέσης εργασίας πριν την
συμπλήρωση του απαιτουμένου χρόνου απασχόλησης (στ) από 19-5-1982 ΠΝΠ που δεν περιέχει
ειδική ρύθμιση (ζ) αρθ. 1 και 7 ΠΔ 88/1999 (για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας
προς τις διατάξεις της Οδηγίας 93/104/ΕΚ, που αναφέρονται γενικά στο δικαίωμα λήψης
άδειας με αποδοχές (η) αρθ. 4§5 ν. 2839/2000, αφού αφορά στο προσωπικό του Δημοσίου, ΟΤΑ
και ΝΠΔΔ, ενώ η αναιρεσείουσα είναι α.ε. δηλ. ΝΠΙΔ (ι) αρθ. 6 ν. 3144/2003 και 1 ν.
3302/2004, αφού αναφέρονται στο δικαίωμα καθεαυτό για την λήψη άδειας με αποδοχές και
όχι στον τρόπο υπολογισμού τους. (Δ) Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο Πειραιώς
κρίνοντας, ύστερ’ από την άσκηση εφέσεων εκ μέρους αμφοτέρων των διαδίκων πλευρών, επί
αγωγής των ήδη αναιρεσιβλήτων με αντικείμενο την καταβολή των αναφερομένων εκεί ποσών
για διαφορές αποδοχών και επιδόματος αδείας των ετών 2001 έως και 2005, με την
προσβαλλομένη 622/2009 απόφασή του και όπως απ’ αυτήν προκύπτει (1) ερμηνεύοντας, στην
μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του, τις ως άνω διατάξεις των αρθ. 3 α.ν.
539/1945, 3§16 ν. 4504/1966, ως ανωτέρω, καθώς και των αρθ. 20§1, 23, 27 και 35 του
Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (που εγκρίθηκε με την 45058/7/1971 ΚΥΑ)
έκρινε ότι (α) οι λιμενικές φορτοεκφορτωτικές εργασίας των αναφερομένων στο αρθ. 20 του
κανονισμού ειδών διεξάγονται με το σύστημα της απόδοσης, η οφειλομένη δε στους
εργαζομένους με το σύστημα αυτό αμοιβή δεν είναι προκαθορισμένη σε συγκεκριμένο σταθερό
ποσό, αλλά ποικίλλει και υπολογίζεται ανά τόννο ή m3 με βάση ένα σταθερό ελάχιστο φορτίο
υποχρεωτικής φορτοεκφόρτωσης και ένα αναπροσαρμοζόμενο με τις εκάστοτε ισχύουσες ΕΣΣΕ
ποσό (β) από τα στοιχεία αυτά διαμορφώνεται (εκτός από το κατώτατο ημερομίσθιο που
αντιστοιχεί στο ελάχιστο όριο φορτοεκφόρτωσης) το κυμαινόμενο ημερομίσθιο απόδοσης, το
οποίο αναλογεί στις ποσότητες που πράγματι φορτοεκφορτώνονται επιπλέον του ελαχίστου
σταθερού φορτίου φορτοεκφόρτωσης, όπως προβλέπεται στον πίνακα συνθέσεων και αποδόσεων
εργατικών ομάδων (γ) η κυμαινόμενη και ανώτερη αυτή αμοιβή απόδοσης προβλέπεται και
καταβάλλεται στους εργαζομένους τακτικά και σταθερά ως αντάλλαγμα της παρεχομένης
εργασίας τους και συνεπώς η αμοιβή αυτή έχει την έννοια των τακτικών αποδοχών, επί των
οποίων πρέπει να υπολογίζονται οι αποδοχές άδειας, το επίδομα αδείας και τα λοιπά
επιδόματα σύμφωνα με τις οικείες ως άνω διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (δηλ. του
α.ν. 539/1945 και ν. 4504/1966), που υπερισχύουν από τις αντίθετες και δυσμενέστερες για
τους εργαζομένους διατάξεις κανονισμών εργασίας ή ΣΣΕ, ενώ έχουν παράλληλη ισχύ με τις
αποκλίνουσες ευνοϊκές για τους εργαζομένους ρυθμίσεις κανονισμών εργασίας ή ΣΣΕ (τις
οποίες μπορούν να επικαλούνται οι τελευταίοι για την θεμελίωση των αξιώσεων τους),
αποκλίνουσα δε και ευμενής για τους μόνιμους εργάτες του ΟΛΠ διάταξη είναι εκείνη του
αρθ. 35§1δ του ως άνω Κανονισμού, κατά την οποία ως βασικό ημερομίσθιο για τον
υπολογισμό των αποδοχών αδείας λογίζεται εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης τους κατά
το τελευταίο τρίμηνο πριν από την χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας τους (δ) σύμφωνα
με τις διατάξεις αυτές οι αποδοχές αδείας των μονίμων εργατών του ΟΛΠ είναι ίσες με το
γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται έκαστος επί το βασικό ημερομίσθιο απασχόλησής
του, ως τέτοιου λογιζομένου -για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας- εκείνου της
επικρατέστερης απασχόλησης κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν από την χορήγηση της άδειας,
το βασικό δε αυτό ημερομίσθιο εξευρίσκεται με την διαίρεση του συνόλου όλων των αποδοχών
του εργαζομένου κατά τα τρίμηνο αυτό δια του αριθμού 3 κλπ. (ε) το επίδομα αδείας είναι
ίσο με τις αποδοχές 13 εργασίμων ημερών με βάση ημερομίσθιο που εξευρίσκεται με την
διαίρεση του συνόλου όλων των συνυπολογιστέων κατά νόμον αποδοχών του εργαζομένου κατά
το τελευταίο πριν από την λήψη της αδείας 12μηνο (ώστε να περιληφθούν όλες οι
εργοδοτικές παροχές που καταβλήθηκαν κατά το χρονικό αυτό διάστημα ως αντάλλαγμα της
παρεχομένης εργασίας τακτικά ανά μήνα κλπ.) διά του αριθμού 12 κλπ. (2) στην ελάσσονα
πρόταση δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι αναιρεσίβλητοι ενάγοντες προσλήφθηκαν από την
αναιρεσείουσα εναγομένη ήδη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ” και τον διακριτικό τίτλο “ΟΛΠ ΑΕ” (πρώην νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου) ο
1ος την 29-5-1989 και ο 2ος την 15-6-1989 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου
χρόνου προκειμένου να εργασθούν με την ειδικότητα του λιμενεργάτη, ότι αντικείμενο της
εργασίας τους είναι η εκτέλεση κάθε λιμενεργατικής εργασίας που σχετίζεται με την
φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων εντός του χώρου του λιμένος Πειραιώς, ότι οι όροι
εργασίας των εναγόντων διέπονταν από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και
από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που καταρτίζονταν μεταξύ του ΟΛΠ και του σωματείου
των εργαζομένων με την επωνυμία “….”, ότι ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες οι ενάγοντες
κατανέμονταν από τα αρμόδια όργανα του ΟΛΠ και απασχολούνταν με όλα τα είδη των
λιμενικών εργασιών, είτε αυτές διεξάγονταν με απόδοση, είτε με σταθερό ημερομίσθιο, και
ανάλογα με την εργασία που παρείχαν καταβαλλόταν σ’ αυτούς το προβλεπόμενο από τις
διατάξεις του Κανονισμού και τις οικείες ΕΣΣΕ σταθερό ημερομίσθιο ή το κυμαινόμενο
ημερομίσθιο απόδοσης που αναλογεί στις ποσότητες που φορτοεκφορτώνονται επί πλέον του
ελαχίστου ορίου φορτοεκφόρτωσης, με βάση δε το ημερομίσθιο αυτό διαμορφώνονταν και
καταβάλλονταν κατά την ένδικη χρονική περίοδο από 1-1-2001 μέχρι 31-12-2005 όλα τα
προβλεπόμενα επιδόματα και οι λοιπές πρόσθετες παροχές, εκτός από τις αποδοχές και το
επίδομα αδείας, ότι συγκεκριμένα οι αποδοχές και το επίδομα αδείας που λάμβαναν οι
ενάγοντες κατά την ως άνω χρονική περίοδο δεν διαμορφώνονταν με βάση το ημερομίσθιο που
προέκυπτε από την πραγματική απόδοσή τους και καταβαλλόταν σ’ αυτούς, ούτε από το
ημερομίσθιο που αναλογούσε στην επικρατέστερη απασχόλησή τους κατά το τελευταίο τρίμηνο
(και δωδεκάμηνο για το επίδομα) πριν από την λήψη της αδείας, όπως θα έπρεπε, αλλά με
βάση το κατώτερο ημερομίσθιο ασφαλείας προσαυξημένο κατά 20% από το έτος 1990 και 25%
αργότερα, κατά την σχετική πρόβλεψη των αντίστοιχων ΕΣΣΕ, και ότι ο τρόπος αυτός του
υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας των εναγόντων σε ποσά κατώτερα από
εκείνα που αναλογούν στο προβλεπόμενο και πραγματικά καταβαλλόμενο ημερομίσθιο απόδοσης,
καθώς και στο ημερομίσθιο της επικρατέστερης απασχόλησης αυτών κατά το τελευταίο τρίμηνο
πριν από την λήψη της αδείας είναι βλαπτικός γι’ αυτούς, οι οποίοι δικαιούνται ν’
αξιώσουν τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας με βάση το πραγματικό
ημερομίσθιο απόδοσης και της επικρατέστερης απασχόλησης τους κατά το τελευταίο τρίμηνο
πριν από την λήψη της αδείας σύμφωνα με τις ευμενέστερες διατάξεις της εργατικής
νομοθεσίας και του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, οι οποίες υπερισχύουν
από τις σχετικές (κανονιστικού περιεχομένου) δυσμενέστερες προβλέψεις των οικείων ΕΣΣΕ.
Με βάση τα γενόμενα ως άνω δεκτά το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του και κατά
μερική παραδοχή των εφέσεων αμφοτέρων των διαδίκων μερών εξαφάνισε την απόφαση του
πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή και επεδίκασε στους
ενάγοντες αναιρεσιβλήτους ως οφειλόμενες διαφορές αποδοχών και επιδόματος αδείας του
χρονικού διαστήματος των ετών 2001 έως και 2005, προκύπτουσες από τον υπολογισμό αυτών
με βάση το πραγματικό ημερομίσθιο απόδοσης και της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά
το τελευταίο τρίμηνο πριν από την λήψη της αδείας, δηλ. τις καταβαλλόμενες αποδοχές τους
(και όχι μόνο το βασικό ημερομίσθιο), τα συνολικά ποσά (α) στον 1° ενάγοντα των
30.523,66, καθώς και των 5.113,33 ως νόμιμους τόκους των μεταγενεστέρως εξοφληθέντων
σχετικών κονδυλίων του έτους 2003 και (β) στον 2° ενάγοντα των 19.365,69, καθώς και των
3.060,19 ως νόμιμους τόκους των μεταγενεστέρως εξοφληθέντων κονδυλίων του έτους 2003. Με
την κρίση του αυτή το Εφετείο, εφόσον εφάρμοσε την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών
και για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας κλπ. των αναιρεσιβλήτων εναγόντων έλαβε το
σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου αμοιβή
απόδοσης, δηλ. τις πλήρεις αποδοχές, αλλά του τελευταίου τριμήνου πριν από την λήψη της
αδείας, προέβη δηλ. κατά την σύγκριση των αποδοχών κλπ. αδείας ως μίας ενότητας σε
επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του αρθ. 3 α.ν. 539/1945 και των διατάξεων του ως
άνω Κανονισμού και δη του αρθ. 35 αυτού, παραβίασεν ευθέως τις ως άνω ουσιαστικού
δικαίου διατάξεις και επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος
αναίρεσης από το αρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ν’ αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση,
να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος τούτο προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που
εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση, εφόσον μπορεί να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές
(άρθ.580§3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι σε μέρος των δικαστικών εξόδων
της αναιρεσείουσας κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 622/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό
μέρος.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση κατά το μέρος τούτο στο ως άνω
δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που
ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια ευρώ (2.300).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαΐου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2011.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ