ΑΠ 522/11, Δ΄πολιτικό, διδάγματα κοινής πείρας- Εμπορική μίσθωση -“αέρας”- διπλά συμφωνητικά εικονικότης-ένορκες βεβαιώσεις

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

 Μέγεθος Γραμμάτων     
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRACOM IT SERVICES)

522/2011 ΑΠ ( 551178)
 
 (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Εμπορική μίσθωση για εγκατάσταση επιχείρησης καφετέριας. Χρόνος της μίσθωσης, καταβαλλόμενο μίσθωμα, προσδιορισμός του “αέρα”. Δυνατότητα παράτασης του χρόνου διάρκειας. Υπογραφή του μισθωτηρίου συμφωνητικού με αναγραφή του πραγματικώς καταβαλλόμενου μισθώματος. Επίσης υπογραφή και άλλου συμφωνητικού με μικρότερο μίσθωμα. Αυτό το εικονικό μισθωτήριο θεωρήθηκε από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., μολονότι ο εκμισθωτής δήλωνε το πραγματικώς καταβαλλόμενο μίσθωμα. Δικονομία πολιτική. Αναιρετικοί λόγοι. Προϋποθέσεις παραδεκτού και ορισμένου του λόγου περί παραβιάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Αποδεικτικά μέσα που λαμβάνονται υπόψη στην ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών. Ενορκες βεβαιώσεις. Δύναται το δικαστήριο να λαμβάνει και πέραν των τριών. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 4576/2009 ΕφΑθ).

  ΑΡΙΘΜΟΣ 522/2011

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Ζώη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Λαλούση, Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου, Δημητρούλα Υφαντή και Ιωάννα Λούκα, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Ιανουαρίου 2011, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ι. Π. του Ε., κατοίκου …… , ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Στεφανάκη και κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. Τ. του Ι., 2) Ι. Τ. του Ν., 3) Μ. Τ. του Ι., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αναστάσιο Προυσανίδη και δεν κατέθεσαν προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/12/2005 αγωγή προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 570/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και οι 1585/2008 μη οριστική και 4756/2009 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20/10/2009 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ιωάννα Λούκα ανέγνωσε την από 22/12/2010 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 19 του ΚΠολΔ η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση ιδίως όταν στο αιτιολογικό που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Αντιθέτως η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση, όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ. 1) και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί αυτό να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ανελέγκτως ως προκύψαντα από τις αποδείξεις τα ακόλουθα κρίσιμα για την υπόθεση πραγματικά περιστατικά: “Η αρχική ενάγουσα Μ. χήρα Γ. Λ. (πρώην χήρα Ν. Τ.) εκμίσθωσε στις 19.5.2003 στον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα, ως έχουσα το δικαίωμα επικαρπίας: 1) ένα ισόγειο κατάστημα, που βρίσκεται στην Αθήνα (στην περιοχή …), επί των οδών …, με είσοδο από την οδό …… , επιφανείας 54,25 τμ, αποτελούμενο από μία αίθουσα και W.C. και 2) μία υπόγεια οριζόντια ιδιοκτησία, που βρίσκεται στην ίδια οικοδομή, επιφανείας 63 τμ, με είσοδο από την οδό … καθώς και από την κεντρική είσοδο της οικοδομής από την οδό …. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε για εννέα (9) χρόνια, ήτοι από 1.7.2003 μέχρι 30.6.2012, η οποία μετά τη λήξη της συμβατικής της διάρκειας ορίστηκε ότι θα παρατείνεται για τρία (3) χρόνια, ήτοι μέχρι 30.6.2015, εφόσον ο μισθωτής δεν γνωστοποιήσει στην εκμισθώτρια την πρόθεση του για λύση της μίσθωσης στις 30.6.2012. Οι ως άνω οριζόντιες ιδιοκτησία συμφωνήθηκε να χρησιμοποιηθούν ενιαία ως αναψυκτήριο ή καφετέρια ή ζαχαροπλαστείο ή μεζεδοπωλείο ή για άλλη παρεμφερή χρήση. Ως μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε, για τον πρώτο χρόνο της μίσθωσης, το ποσό των 2.900 ευρώ, ενώ παράλληλα συμφωνήθηκε η καταβολή από τον μισθωτή και του ποσού των 65.000 ευρώ ως “αέρα”, ορίσθηκε δε ότι το μηνιαίο μίσθωμα, καθώς και το χαρτόσημο σε ποσοστό 3,6%, θα καταβάλλεται από τον μισθωτή το πρώτο τριήμερο κάθε μήνα και το μηνιαίο αυτό μίσθωμα θα αναπροσαρμόζεται για κάθε μισθωτικό έτος μέχρι τη λήξη της μίσθωσης κατά ποσοστό ίσο με τον τιμάριθμο κόστους ζωής, όπως αυτός δίδεται από την ….. Τράπεζα, πλέον 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. Στη σύμβαση συμβλήθηκε νια λογαριασμό και κατ` εντολή της εκμισθώτριας η Π. Τ., σύζυγος του γιού της και ψιλού κυρίου των μισθίων οριζοντίων ιδιοκτησιών Ι. Τ., με την οποία έγιναν και όλες οι συζητήσεις και διαπραγματεύσεις με τον εναγόμενο για την ένδικη μίσθωση και τους ειδικότερους όρους αυτής. Την ίδια ημέρα (19-5-2003), με άλλη σύμβαση, η εκμισθώτρια Μ. Λ., εκπροσωπούμενη από την Π. συζ. Ι. Τ. και η αδελφή της Ζ. Ν., εκμίσθωσαν στον εναγόμενο, ως συγκύριες κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία, και το όμορο ισόγειο κατάστημα της ίδιας ως άνω οικοδομής με είσοδο από την οδό …, επιφανείας 24,30 τμ, με τους ίδιους όρους, εκτός από το ύψος του μηνιαίου μισθώματος, που καθορίσθηκε στο ποσό των 500 ευρώ συνολικά (βλ. σχετικό από 19.5.2003 συμφωνητικό), ήτοι ποσό 250 ευρώ για κάθε μια των συνεκμισθωτριών, πλέον χαρτοσήμου 3,6%. Με τις συμβάσεις μίσθωσης του ενδίκου μισθίου και του ως άνω συνιδιόκτητου καταστήματος παρασχέθηκε το δικαίωμα στον εναγόμενο να ενοποιήσει τα δύο ισόγεια καταστήματα και να τα χρησιμοποιεί για την ίδια χρήση. Πριν από την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού που αφορά την ένδικη μίσθωση, ο εναγόμενος, για την εξόφληση μέρους του συμφωνηθέντος για τη μίσθωση “αέρα”, παρέδωσε στην εκπρόσωπο της εκμισθώτριας Π. Τ. την υπ` αριθμ…. τραπεζική επιταγή της ……. Τράπεζας, με ημερομηνία 13.3.2003, σε διαταγή …. Τράπεζα στις 16.5.2003 (βλ. τραπεζική επιταγή, το από 16.5.2003 αποδεικτικό εξόφλησης επιταγών και την από 21.12.2005 βεβαίωση της ….Τράπεζας, καθώς και το από 23.12.2005 έγγραφο της …. Τράπεζας). Έτσι, κατά την υπογραφή στις 19.5.2003 του ιδιωτικού συμφωνητικού ο εναγόμενος είχε ήδη καταβάλει το ποσό των 30.000 ευρώ προς μερική εξόφληση του συμφωνηθέντος “αέρα” και είχε ήδη στις 16.5.2003 καταθέσει σε λογαριασμό της Π. Τ. στην ανωτέρω Τράπεζα το ποσό των 6.000 ευρώ για την ισόποση προς δύο μισθώματα εγγύηση (βλ. αποδεικτικό κατάθεσης με ημερομηνία 16.5.2003 της …. Τράπεζας). Κατά την ημέρα υπογραφής του ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης (19- 5-2003), για την κάλυψη του υπολοίπου του συμφωνηθέντος “αέρα” ο εναγόμενος παρέδωσε στην ανωτέρω δύο μεταχρονολογημένες επιταγές της …… Τράπεζας, εκδόσεως του, σε διαταγή της, ποσού 20.000 € και 15.000 € με χρόνο έκδοσης 30.10.2003 και 30.1.2004, αντίστοιχα. Εν συνεχεία, υπογράφτηκε το ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, στο οποίο αναγράφτηκε κανονικά το συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα των 2.900 ευρώ, καθώς και το ισόποσο δύο μηνιαίων μισθωμάτων ποσό των 5.800 ευρώ για εγγύηση. Την επομένη ημέρα ο εναγόμενος παρακάλεσε την εκπρόσωπο της εκμισθώτριας να υπογράψουν και ένα δεύτερο συμφωνητικό με μηνιαίο μίσθωμα 900 ευρώ για δικούς του λόγους, προφανώς για να δικαιολογεί μικρότερη φορολογητέα ύλη. Η τελευταία, για να εξυπηρετήσει τον εναγόμενο και εφόσον είχε ήδη υπογραφεί το πρώτο ιδιωτικό συμφωνητικό και είχε ήδη καταβληθεί σημαντικό μέρος του συμφωνηθέντος “αέρα” και ολόκληρο το ποσό της εγγύησης, συμφώνησε στο αίτημα αυτό και έτσι υπογράφτηκε ένα δεύτερο πανομοιότυπο με το πρώτο συμφωνητικό, που φέρει την ίδια ημερομηνία, όπου εικονικά αναγράφεται ως συμφωνηθέν μίσθωμα το ποσό των 900 ευρώ και ως εγγύηση το διπλάσιο του ποσού αυτού, δηλαδή το ποσό των 1.800 ευρώ. Το δεύτερο αυτό συμφωνητικό κατατέθηκε εν συνεχεία στην αρμόδια εφορία, στην οποία όμως η εκμισθώτρια, στις κατ` έτος υποβληθείσες φορολογικές της δηλώσεις δήλωνε ολόκληρο το συμφωνημένο μίσθωμα των 2.900 ευρώ, με τις αναπροσαρμογές του (βλ. υπ αριθμ. 7999/21-3-2006 πιστοποιητικό της Δ.Ο.Υ. ….). Ο εναγόμενος παρέλαβε κανονικά τη χρήση του μισθίου και αφού το ενοποίησε, όπως είχε δικαίωμα, με το όμορο συνιδιόκτητο κατάστημα της εκμισθώτριας και της Ζ. Ν., άρχισε να το χρησιμοποιεί ως κατάστημα πώλησης παγωτών και συναφών ειδών. Ο εναγόμενος αν και είχε την ανενόχλητη χρήση του μίσθιου δεν υπήρξε συνεπής στην κύρια συμβατική του υποχρέωση για την καταβολή του μισθώματος, αφού από την αρχή της λειτουργίας της μίσθωσης δεν κατέβαλλε το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα, τη συμφωνημένη δήλη ημέρα καταβολής, αλλά προέβαινε σε άτακτα χρονικά διαστήματα σε καταβολές διαφόρων ποσών. Οι καταβολές αυτές, κατά το πρώτο έτος της μίσθωσης (1/7/2003 έως 30/6/2004), αντιστοιχούσαν σε μηνιαίο μίσθωμα κατά μέσο όρο που υπολειπόταν του συμφωνημένου μισθώματος των 2.900 ευρώ πλέον χαρτοσήμου, ήταν όμως μεγαλύτερου του ποσού των 900 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου, που αναγράφεται ως μηνιαίο μίσθωμα στο δεύτερο κατά τα άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, ενώ τα επόμενα έτη, όταν ο εναγόμενος αμφισβήτησε ότι το ύψος του συμφωνημένου μισθώματος ανέρχεται σε 2.900 ευρώ, ισχυριζόμενος ότι αυτό ανέρχεται στο ποσό των 900 ευρώ, που αναγράφεται στο δεύτερο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, κατέβαλλε και πάλι σε άτακτα χρονικά διαστήματα διάφορα ποσά, που κατά μέσο όρο αναλογούν σε μηνιαίο μίσθωμα 900 ευρώ, με τις συμφωνημένες αυξήσεις. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους στοιχεία, αντιπαραβαλλόμενα μεταξύ τους, τα ποσά που κατατέθηκαν από τον εναγόμενο στον τραπεζικό λογαριασμό της εκμισθώτριας, στην …. ΤΡΑΠΕΖΑ, για το πρώτο έτος της μίσθωσης, είναι : 2.250 ευρώ στις 5.11.2003, 3.365 ευρώ στις 12.12.2003, 5.865 ευρώ στις 16.12.2003, 1191 ευρώ στις 9.2.2004, 1193 ευρώ στις 1.3.2004, 1193 ευρώ στις 13.4.2004, 1193 ευρώ στις 10.5.2004 και 1193 ευρώ στις 7.6.2004 και συνολικά 17.500 ευρώ. Από το ποσό αυτό 3.108 ευρώ αφορά την αναλογία μισθώματος του συνιδιόκτητου (μη επιδίκου) μισθίου (ήτοι 259 ευρώ, περιλαμβανομένου και του χαρτοσήμου Χ 12μήνες) και το υπόλοιπο των 14.394 ευρώ αφορά το επίδικο, το οποίο επιμεριζόμενο σε 12μηνο χρονικό διάστημα αντιστοιχεί σε μηνιαίο μίσθωμα, με χαρτόσημο, 1.199,50 ευρώ. Το ποσό αυτό υπολείπεται μεν του συμφωνημένου μισθώματος των 3.004,40 € (2.900 € πλέον χαρτόσημο 104,40 €), αλλά υπερβαίνει κατά 267,10 € το ποσό των 932,40 (900 € πλέον χαρτόσημο 32.40 €), που ισχυρίζεται ο εναγόμενος ότι ήταν το πραγματικά συμφωνηθέν μίσθωμα. Κατά το δεύτερο και τρίτο μισθωτικό έτος (δηλαδή από 1/7/2004 έως 31/12/2005), κατά το οποίο το συμφωνημένο μίσθωμα ανερχόταν για το δεύτερο μισθωτικό έτος με την αναπροσαρμογή (σε 3.163,60 ευρώ το μήνα [ήτοι 2.900€ Χ 5,3% (2,8% ΔΤΚ+2,5%) Χ3,6% για χαρτόσημο] και για το τρίτο μισθωτικό έτος με την αναπροσαρμογή σε 3.347,10 ευρώ το μήνα [ήτοι 3.053€ Χ 5,3% ( 3,3 % ΔΤΚ+2,5%) Χ 3,6% χαρτόσημο], ο εναγόμενος κατέβαλλε, σε άτακτα και πάλι χρονικά διαστήματα, διάφορα ποσά, που αντιστοιχούν σε μέσο μηνιαίο μίσθωμα με χαρτόσημο 981,10€ για το δεύτερο μισθωτικό έτος και σε 1021,53€ για το τρίτο μισθωτικό έτος. Συγκεκριμένα, κατέβαλε από 1252€ στις 8.7.2004, 16.8.2004, 1.9.2004, 4.10.2004 και 31.5.2005 και από 1.255 € στις 1.11.2004, 8.12.2004, 10.1.2005, 14.2.2005, 11.3.2005, 11.4.2005 και 4.5.2005, ήτοι κατέβαλε συνολικά το ποσό των 15.045€, από το οποίο ποσό 3.271,80 € αφορά μισθώματα του άλλου μισθίου (ήτοι 272,65 € Χ12 μήνες), ενώ το υπόλογο των 11.773,20 € αφορά το επίδικο και από 1.310 € στις 5.7.2005, 3.8.2005, 31.8.2005, 3.10.2005, 4.11.2005 και 5.12.2005 και συνολικά 7.860 €, από το οποίο 1.730,82 € αναλογούν στο μίσθωμα του άλλου μισθίου και 6.129,18 € στο επίδικο. Οι δύο ως άνω επιταγές που εξέδωσε και παρέδωσε ο εναγόμενος σε διαταγή της εκπροσώπου της εκμισθώτριας Π. συζ. Ι. Τ., προς κάλυψη του υπολοίπου του συμφωνηθέντος “αέρα”, αν και εμφανίσθηκαν εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα, προς πληρωμή, δεν πληρώθηκαν, αλλά σφραγίστηκαν ελλείψει υπολοίπου. Σε αντικατάσταση των ως άνω επιταγών που δεν πληρώθηκαν, ο εναγόμενος παρέδωσε στην εκπρόσωπο της εκμισθώτριας Π. Τ., σε διαταγή της, την υπ` αριθμ. … επιταγή της … .. Τράπεζας εκδόσεώς του, με χρόνο έκδοσης 31.8.2004, ισόποση των δύο προηγούμενων επιταγών, ήτοι ποσού 35.000 ευρώ, την οποία η Π. Τ. οπισθογράφησε στην Κ. Γ.. Η τελευταία την εμφάνισε προς πληρωμή στις 6.9.2004, αλλά αυτή δεν πληρώθηκε και σφραγίστηκε ελλείψει υπολοίπου. Τελικά η επιταγή αυτή πληρώθηκε από τον εναγόμενο, μετά την έκδοση της υπ` αριθμ. 293/2005 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ύστερα από διακανονισμό της οφειλής, που έγινε μεταξύ αυτού και της Κ. Γ.. Με τον τρόπο αυτό, ο εναγόμενος κατέβαλε στην εκμισθώτρια το συνολικό συμφωνηθέν ποσό του “αέρα”, το οποίο αντίθετα με όσα υποστηρίζει ο εναγόμενος, για να δικαιολογήσει το μειωμένο μίσθωμα των 900 ευρώ, δεν ήταν 85.000 ευρώ, αλλά 65.000 ευρώ, δεδομένου ότι, όπως και ο ίδιος δέχεται, δεν εκδόθηκαν προς κάλυψη αυτού άλλες επιταγές πλην των ανωτέρω, τα δε μετρητά που επικαλείται ότι καταβλήθηκαν μαζί με τις επιταγές δεν τα προσδιορίζει συγκεκριμένα κατά ποσό, αλλά και δεν αποδείχθηκε σε κάθε περίπτωση ότι καταβλήθηκαν πέραν του ποσού των 30.000 της πρώτης ως άνω τραπεζικής επιταγής άλλα μετρητά χρήματα. Στο μεταξύ ο εναγόμενος από τον Ιανουάριο 2004, και ενώ οι μέχρι τότε καταβολές αντιστοιχούσαν σε μηνιαίο μίσθωμα μεγαλύτερο, όπως προαναφέρθηκε, των 900 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου, άρχισε να αμφισβητεί το ύψος του συμφωνημένου μισθώματος, ισχυριζόμενος ότι το μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό που αναγράφεται στο δεύτερο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, δηλαδή στο ποσό των 900 ευρώ. Στις 10.2.2004 η εκμισθώτρια απέστειλε στον εναγόμενο την από 4.2.2004 εξώδικη πρόσκλησή της, με την οποία του γνωστοποίησε ότι προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμα επίσκεψης του μισθίου κατά τον σχετικό συμβατικό όρο. Στο εξώδικο αυτό δεν υπάρχει πράγματι όχληση του εναγομένου καταβολή οφειλόμενων διαφορών, αλλά τούτο δεν συνηγορεί υπέρ των απόψεων του εναγομένου, ότι δηλαδή αποδεχόταν η ενάγουσα το μίσθωμα των 900 ευρώ, αφού ακολούθησε ειδική εξώδικη όχληση για την καταβολή των οφειλομένων διαφορών, ενώ είχαν προηγηθεί και προφορικές οχλήσεις, στις οποίες ο εναγόμενος δεν ανταποκρινόταν, ζητώντας την κατανόηση της εκμισθώτριας για την καθυστέρηση, επικαλούμενος οικονομικά προβλήματα. Με την από 8.6.2004 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία της, που επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 17.6.2004, η εκμισθώτρια διαμαρτυρήθηκε και εγγράφως στον εναγόμενο, για τη μη εμπρόθεσμη καταβολή ολόκληρου του συμφωνημένου μισθώματος των 2.900 ευρώ και μαζί με το χαρτόσημο 3.004,40 ευρώ και τον κάλεσε να της καταβάλει για το πρώτο μισθωτικό έτος τη διαφορά των 21.658,80 ευρώ. Απαντώντας στο ως άνω εξώδικο ο εναγόμενος, με την από 20.6.2004 εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση με επιφύλαξη, που επιδόθηκε στην εκμισθώτρια στις 7.7.2004, ισχυρίσθηκε ότι ως μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε το ποσό των 900 ευρώ και το ποσό των 85.000 ευρώ ως “αέρα” και ότι το τελευταίο αυτό ποσό καταβλήθηκε στην πληρεξούσια της εκμισθώτριας Π. συζ. Ι. Τ. με μετρητά και επιταγές. Στο εξώδικο αυτό απάντησε η εκμισθώτρια με την από 22.7.2004 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση-δήλωση που επιδόθηκε στον εναγόμενο 2.8.2004 (βλ. υπ` αριθμ. 11890/2004 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Γ. Γ.), με την οποία αρνήθηκε το περιεχόμενο του ως άνω εξωδίκου του εναγομένου και τον κάλεσε για άλλη μια φορά να της καταβάλει τις οφειλόμενες διαφορές μισθωμάτων. Τελικά δέχθηκε το Εφετείο ότι το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 2.900 ευρώ και όχι σε 900 ευρώ που υποστηρίζει ο εναγόμενος. Επίσης, τα ανωτέρω στοιχεία ενισχύονται, από το γεγονός ότι ο εναγόμενος δεν αιτιολογεί γιατί το πρώτο έτος της μίσθωσης κατέβαλλε όπως προαναφέρθηκε ποσά που αντιστοιχούν σε μεγαλύτερο μίσθωμα από το ποσό των 900 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου ούτε εξηγεί γιατί ενώ, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν είχαν καταλήξει κατά την υπογραφή του συμφωνητικού σε κάποια από τις δύο συμβατικές εκδοχές για το μίσθωμα που επικαλείται (ήτοι μηνιαίο μίσθωμα 2.900 ευρώ χωρίς “αέρα” ή μηνιαίο μίσθωμα 900 ευρώ με “αέρα” 85.000 ευρώ) κατέβαλε, πριν από την υπογραφή του συμφωνητικού, με την ανωτέρω υπ` αριθμ. … τραπεζική επιταγή το ποσό των 30.000 ευρώ, αλλά και το γεγονός ότι το ποσό που καταβλήθηκε για “αέρα” είναι 65.000 ευρώ και όχι 85.000 ευρώ που υποστηρίζει ο εναγόμενος”. Έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες σε όλα τα ζητήματα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή των κανόνων ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα έχει πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο στο κρίσιμο ζήτημα του αληθούς ύψους του συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθώματος που ήταν 2.900 ευρώ όπως επίσης πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες περί του ότι το μίσθωμα των 900 ευρώ που ισχυρίσθηκε ο αναιρεσείων ήταν εικονικό προκειμένου να εξυπηρετήσει περαιτέρω σκοπούς του μισθωτή – αναιρεσείοντος, όπως τούτο συμφωνήθηκε μεταξύ του αναιρεσείοντος και της αρχικής εκμισθώτριας η οποία στην κατάρτιση του νέου εικονικού μισθωτηρίου εκπροσωπήθηκε από άλλο πρόσωπο το οποίο τελούσε προδήλως εν γνώσει της εικονικότητας και ενεργούσε σύμφωνα με τις οδηγίες της τότε εκμισθώτριας. Επομένως οι πρώτος και δεύτερος λόγοι από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.

ΙΙ. Με τον υπό στοιχείο (Γ) λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως και υπό την επίκληση του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προσάπτεται στην απόφαση η αιτίαση ότι παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας ως προς την εφαρμογή της περί εικονικότητας διατάξεως του άρθρου 138 ΑΚ. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος γιατί δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποία είναι τα διδάγματα αυτά, τα οποία φέρεται ότι παραβίασε η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά πάσα όμως περίπτωση ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος γιατί η προσαπτόμενη πλημμέλεια αναφέρεται όχι στον κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΚ 138) που εφήρμοσε το Εφετείο αλλά στην αιτιολόγηση του σαφούς αποδεικτικού πορίσματος, δηλαδή στους προσωπικούς λόγους τους οποίους επιδίωκε να ικανοποιήσει ο αναιρεσείων μισθωτής συμφωνώντας το εικονικό μηνιαίο μίσθωμα των 900 ευρώ.

ΙΙΙ. Με το πρώτο μέρος του υπό στοιχείο (Ε) λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως και υπό την επίκληση του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προσάπτεται στην απόφαση η αιτίαση ότι έλαβε υπόψη “πράγματα”, ήτοι την εικονικότητα του μηνιαίου μισθώματος των 900 ευρώ χωρίς τέτοιος περί εικονικότητας ισχυρισμός να προβληθεί από τους αναιρεσίβλητους. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος γιατί όπως προκύπτει οι αναιρεσίβλητοι τόσο με την αγωγή τους (καθ` υποφορά) όσο και με τις επ` αυτής προτάσεις του πρώτου, αλλά του δευτέρου βαθμού ισχυρίσθηκαν ότι το πραγματικό συμφωνημένο μίσθωμα ήταν 2.900 ευρώ και όχι 900 ευρώ που αναγράφεται στο άλλο υπό την ιδία ημερομηνία συμφωνητικό μισθώσεως.

Περαιτέρω, αβάσιμος κρίνεται ο ίδιος παραπάνω λόγος από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. κατά το μέρος με το οποίο αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι το Εφετείο δέχθηκε σύναψη του επίμαχου μισθωτηρίου εγγράφου που περιέχει το εικονικό μίσθωμα μέσω αντιπροσώπου της εκμισθώτριας χωρίς ποτέ αυτή να ισχυρισθεί κάτι τέτοιο. Και τούτο γιατί από την επισκόπηση της αγωγής, στην οποία έχει ενσωματωθεί το μισθωτήριο συμβόλαιο, προκύπτει ότι η σύναψη της επίμαχης συμβάσεως έγινε μέσω της Π. συζ. Ι. Τ. που ενήργησε ως αντιπρόσωπος της αρχικώς ενάγουσας Μ. Λ.. Ωσαύτως αβάσιμος και απορριπτέος είναι ο ίδιος λόγος κατά το δεύτερο μέρος του με το οποίο υπό την επίκληση του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προσάπτεται στην απόφαση η αιτίαση ότι με το να δεχθεί το Εφετείο ότι το πραγματικό μηνιαίο μίσθωμα είναι 2.900 ευρώ και ότι το προβληθέν από τον αναιρεσείοντα μίσθωμα των 900 ευρώ είναι εικονικό επιδίκασε δήθεν μη αιτηθέν. Τούτο ειδικότερα γιατί το αίτημα της αγωγής που έγινε δεκτό προσδιορίζει το πραγματικό ύψος του μηνιαίου συμφωνημένου μισθώματος σε 2.900 ευρώ. IV. Από τη διάταξη του άρθρου 650 § 1 εδ. γ` ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη, μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου, πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες, σε συνδυασμό με το άρθρο 270 § 2 γ` ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 11 του ν. 2915/2001 που καταλαμβάνει χρονικά την προκείμενη υπόθεση (άρθ. 15 ν. 2943/2001) με την οποία ορίζεται ότι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις… και από τη διάταξη του άρθρου 591 § 1 του ίδιου Κώδικα με την οποία ορίζεται ότι τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών … προκύπτει, ότι στις εν λόγω διαδικασίες, στις οποίες εμπίπτει και εκείνη των μισθωτικών διαφορών, λαμβάνονται υπόψη ένορκες βεβαιώσεις, χωρίς να ορίζεται αριθμητικός τούτων περιορισμός (ΑΠ 522/1999). Επομένως, στη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη ένορκες βεβαιώσεις των οποίων γίνεται επίκληση και για τη σύνταξη τους έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις, έστω και αν αυτές υπερβαίνουν αριθμητικά τις τρεις. Η γενική διάταξη του άρθρου 270 ΚΠολΔ, όπως κατά τα ανωτέρω τροποποιήθηκε, δεν μπορεί να εφαρμοστεί, διότι στην πιο πάνω ειδική διάταξη του άρθ. 650 § 1 εδ. γ` ορίζεται, για το επίμαχο θέμα, άλλως, με το να μη τίθεται δηλαδή ο κατά τα ανωτέρω αριθμητικός περιορισμός και να μη αποκλείονται, εντεύθεν, οι πέραν των τριών ένορκες βεβαιώσεις (βλ. έτσι ΑΠ. 160/2006). Σημειώνεται ότι η ίδια αντιμετώπιση γίνεται στο πλαίσιο εφαρμογής του ταυτόσημου άρθρου 671 παρ. 1 εδ. δ` του ΚΠολΔ ισχύοντος στην εργατική διαδικασία (βλ. ΑΠ 188/2010). Στην προκειμένη περίπτωση με τον υπό στοιχείο (ΣΤ) λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι υπέπεσε στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 περ. γ` ΚΠολΔ πλημμέλεια γιατί έλαβε υπόψη και εκτίμησε για την απόδειξη της βασιμότητας της αγωγής των αναιρεσιβλήτων-εκμισθωτών τις υπ` αριθ. 27287, 27288 και 27289/2006 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Καλοειδά των μαρτύρων Θ. Α., Γ. Φ. και Π. Τ., αντιστοίχως, καθώς και τις υπ`αριθ. 534, 5535 και 5537/2006 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Παπακωνσταντίνου των μαρτύρων Π. Μ., Ν. Ε. και Ι. Χ., αντιστοίχως, τις οποίες επικαλέσθηκαν με τις έγγραφες προτάσεις και προσκόμισαν οι αναιρεσίβλητοι, ήτοι έλαβε υπόψη έξι (6) ένορκες βεβαιώσεις καθ` υπέρβαση του ορίου των τριών (3) ενόρκων βεβαιώσεων που καθορίζεται από το άρθρο 270 παρ.2 γ` του ….. Όμως ενόψει των όσων εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας το Εφετείο δεν υπέπεσε στην προσαπτόμενη πλημμέλεια και επομένως ο τα αντίθετα υποστηρίζων σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

V. Σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ. 11 περ. α` του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Εξάλλου κατά το άρθρο 650 παρ.1 εδ. α` του ΚΠολΔ στην ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Τέτοια επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα είναι έγγραφα τρίτων προσώπων, εκτός αν συνετάγησαν ειδικώς και επίτηδες για τη συγκεκριμένη δίκη, οπότε δεν λαμβάνονται υπόψη και δεν αποτελούν επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο. Το τελευταίο διαπιστώνεται είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου γίνεται επίκληση και προσκομιδή του αποδεικτικού αυτού μέσου είτε κατά πρόταση του αντιδίκου του προσκομίζοντος τέτοιο αποδεικτικό μέσο. Όμως για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρέπει ο αναιρεσείων να ισχυρίζεται στο αναιρετήριο ότι προέβαλε στο δικαστήριο της ουσίας τον ισχυρισμό ότι συγκεκριμένο έγγραφο τρίτου που ο αντίδικός του προσκόμισε στη δίκη ενώπιον του Εφετείου εκδόθηκε ειδικά και επίτηδες για τη συγκεκριμένη δίκη και ο σχετικός ισχυρισμός να προκύπτει από τις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου. Διαφορετικά ο Άρειος Πάγος δεν είναι δυνατό να υπεισέλθει και εξετάσει το άνω ζήτημα καθόσον τούτο συνάπτεται με την ουσία της υποθέσεως και θα μετέτρεψε το Ακυρωτικό σε δικαστήριο της ουσίας (βλ. ΑΠ 1209/1979 ΝοΒ 1980,701). Στην προκειμένη περίπτωση με τους υπό στοιχεία Ζ` και Η` λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως και υπό την επίκληση του αριθμού 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι υπέπεσε στην προβλεπόμενη από την άνω διάταξη πλημμέλεια γιατί μεταξύ άλλων εγγράφων έλαβε υπόψη και τα παρακάτω δύο έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι αναιρεσίβλητοι με τις έγγραφες προτάσεις τους προς απόδειξη της βασιμότητας της αγωγής τους και ειδικότερα του ύψους του συμφωνηθέντος κατά τους ενάγοντες αγωγής, ήτοι: α) την από 24.2.2006 έκθεση εκτιμήσεως μισθώματος καταστήματος της κτηματομεσιτικής εταιρίας “………………” και την από 15.3.2006 εκτίμηση της μισθωτικής αξίας ακινήτου του μεσιτικού – τεχνικού γραφείου του Γ. Δ. του Π., τα οποία έγγραφα αποτελούν έγγραφα μαρτυρίας τρίτου, τα οποία ήσαν κατασκευασμένα αποδεικτικά μέσα για τις ανάγκες της δίκης και επομένως δεν θα έπρεπε για το λόγο αυτό να τα λάβει υπόψη του προς σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως για το ύψος του μισθώματος. Ο λόγος όμως αναιρέσεως είναι προεχόντως απορριπτέος ως αόριστος γιατί στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων προέβαλε στο Εφετείο τον ισχυρισμό ότι τα παραπάνω έγγραφα κατασκευάσθηκαν επίτηδες για τους σκοπούς της δίκης ούτε εξάλλου από τις επιτρεπτώς επισκοπούμενες προτάσεις του αναιρεσείοντος ενώπιον του Εφετείου προβολή τέτοιου ισχυρισμού που ήταν απαραίτητη γιατί τα άνω έγγραφα από μόνα τους και χωρίς άλλο δεν αποτελούν ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο. Ούτε εξάλλου το Εφετείο είχε υποχρέωση όπως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων να ερευνήσει τον παραπάνω σκοπό κατασκευής των παραπάνω εγγράφων, εφόσον δεν προβλήθηκε σχετικός ισχυρισμός από τον αναιρεσείοντα. Ο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε δικονομικό απαράδεκτο με την έννοια ότι εξ αιτίας αυτού απέρριψε την αγωγή ή άλλο ένδικο μέσο ή βοήθημα και όχι όταν παρά το νόμο έλαβε ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο, που ο διάδικος επικαλέστηκε και προσκόμισε νομίμως προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ασκούντος επίδραση στην έκβαση της δίκης ισχυρισμού. Την τελευταία αυτή περίπτωση ιδρύεται λόγος από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και όχι από τον αριθμό 14 του ιδίου άρθρου. Επομένως είναι απαράδεκτος ο υπό στοιχείο (Η) τελευταίος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση γιατί δεν κήρυξε απαράδεκτα τα ως άνω προσκομισθέντα έγγραφα.

Κατ` ακολουθίαν των παραπάνω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στη δικαστική των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 20 Οκτωβρίου 2009 αίτηση του Ι. Π., για αναίρεση της 4576/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 2011.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 6 Απριλίου 2011.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ