Αριθμός απόφασης:1793/2021
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 6ο Τριμελές
Πρόεδρος: Μ. Τσομπανίκου, Πρόεδρος Εφετών Δ.Δ.
Μέλη: Αλ. Πολυδώρου (Εισηγήτρια) και Ευαγ. Χαραλαμπίδου, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων
Δικηγόρος: Μ. Παπαρρηγοπούλου, Αγγ. Χειρδάρη, ΝΣΚ.
Αστική Ευθύνη από νόμιμες πράξεις αστυνομικών οργάνων. Η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης των πολιτών και το δικαίωμα στην προστασία της ιδιοκτησίας. Η ευθύνη του κράτους προς εύλογη αποκατάσταση Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες διαδραματίσθηκε το ζημιογόνο για την εκκαλούσα γεγονός, καθώς και τις ενέργειες των αστυνομικών οργάνων κατά την εξέλιξη της επιχείρησης για τον εντοπισμό και τη σύλληψη του καταζητούμενου κακοποιού, κρίνει ότι τα εμπλακέντα αστυνομικά όργανα (πλην του αστυνομικού οργάνου που, κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών με τον ως άνω καταζητούμενο κακοποιό, τραυμάτισε θανάσιμα τον N…, στις ενέργειες του οποίου, όπως κρίθηκε τελεσιδίκως τόσο από το ποινικό όσο και από το διοικητικό δικαστήριο, εμφιλοχώρησε παράνομη παράλειψη ελέγχου του οπτικού του πεδίου δράσης) δεν επέδειξαν παράνομη συμπεριφορά, αφού ενήργησαν σύννομα προκειμένου να συλλάβουν έναν επικίνδυνο κακοποιό και να αντιμετωπίσουν την προβαλλόμενη από μέρους του τελευταίου και του συνεργού του αντίσταση, κατά τον καταλληλότερο τρόπο, μέσα στα όρια της νόμιμης διοικητικής δράσης τους, δηλαδή της διαφύλαξης της κοινωνικής γαλήνης και ηρεμίας και της προστασίας των πολιτών, δεδομένου ότι όλες οι επιμέρους ενέργειές τους έγιναν αποκλειστικά μέσα στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που έχουν για να αντιμετωπίσουν τις εκάστοτε προκύπτουσες συνθήκες.Κρίθηκε ότι υπήρχε κατ’ αρχήν οργανωμένο σχέδιο επιχείρησης των αστυνομικών οργάνων, δηλαδή σχέδιο ακινητοποίησης του οχήματος των δραστών σε κάποιο ενδεδειγμένο χρονικό σημείο και τόπο, με συμμετοχή μάλιστα όχι μόνο της συγκροτηθείσας ομάδας του Τμήματος Εγκλημάτων κατά της Ιδιοκτησίας και Εγκλημάτων κατά της Ζωής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής αλλά και λοιπών περιπολικών και υπηρεσιακών μοτοσικλετών της Άμεσης Δράσης, τα οποία κλήθηκαν να συνδράμουν στην εν λόγω επιχείρηση.Περαιτέρω, η χρήση όπλων από τους αστυνομικούς, κατά την εξέλιξη της επιχείρησης, δεν συνιστούσε υπερβολικό μέτρο σε σχέση με το είδος της απειλούμενης βλάβης και την επικινδυνότητα της απειλής, που στρεφόταν ευθέως και αναπόφευκτα κατά της ζωής των αστυνομικών οργάνων, και επιβαλλόταν, ως το πλέον πρόσφορο, ενόψει των εξαιρετικά ιδιαζουσών συνθηκών, υπό τις οποίες εξελίχθηκε η αστυνομική επιχείρηση και κυρίως του ότι η απειλή προερχόταν από άτομα επικίνδυνα και οπλισμένα που στόχευαν στην εξουδετέρωση με κάθε τρόπο, ακόμη και με θανάτωση, των αστυνομικών οργάνων προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, και οι απειλούμενοι αστυνομικοί δεν είχαν άλλο τρόπο για να αμυνθούν και να αντιμετωπίσουν την εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση, στην οποία είχαν περιέλθει παρά μόνο να κάνουν και αυτοί χρήση των υπηρεσιακών τους όπλων. Με τα δεδομένα αυτά και εφόσον δεν έλαβαν χώρα παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων δεν στοιχειοθετείται παρανομία των αστυνομικών οργάνων προκειμένου να θεμελιωθεί αδικοπρακτική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., όπως νομίμως και ορθώς κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση.
Εν προκειμένω συνάγεται έμμεσα ότι η εκκαλούσα, πέραν των παράνομων παραλείψεων που αποδίδει στις ενέργειες των αστυνομικών οργάνων κατά τον σχεδιασμό και την εκτέλεση της ανωτέρω αστυνομικής επιχείρησης, επιχειρεί επικουρικώς να θεμελιώσει, παραπέμποντας μάλιστα και στην δια του πορίσματος της Ε.Δ.Ε. έμμεση παραδοχή του εφεσίβλητου ότι οι υλικές φθορές που υπέστη η επιχείρησή της ήταν τόσο μεγάλες, ώστε θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να αποκατασταθούν με δαπάνες του, ως βάση της αγωγής και ως λόγο της κρινόμενης έφεσης, την αποζημίωσή της από νόμιμη αιτία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά το μέρος που δεν ερεύνησε, κατ΄ ορθή νομική υπαγωγή στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, τον εμμέσως προβληθέντα ισχυρισμό της εκκαλούσας περί αποζημιώσεώς της από νόμιμη αιτία, ανεξαρτήτως του αν η εκκαλούσα επικαλέσθηκε ρητώς την τελευταία αυτή διάταξη έσφαλε και πρέπει να εξεταστεί ο λόγος αυτός της αγωγής από το παρόν Δικαστήριο.
Σε περίπτωση που, συνεπεία της συνταγματικώς θεμιτής και νόμιμης, κατά τα ανωτέρω, πραγματοποίησης αστυνομικής επιχείρησης για τη σύλληψη επικίνδυνων κακοποιών, επέλθει ευθέως βλάβη στην περιουσία προσώπου, δηλαδή βλάβη μη οφειλόμενη σε παράνομη πράξη ή παράλειψη, ανακύπτει ευθέως από το άρθρο 4 παρ. 5 σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ. 4 και 17 παρ.1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης των πολιτών και το δικαίωμα στην προστασία της ιδιοκτησίας, ευθύνη του κράτους προς εύλογη αποκατάσταση της ζημίας του παθόντος, υπό την έννοια της αποκατάστασης τόσο της τυχόν υλικής όσο και, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 932 Α.Κ., της ηθικής του βλάβης. Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένης της υλικής βλάβης που υπέστη η επιχείρηση της εκκαλούσας από τις νόμιμες ενέργειες των αστυνομικών οργάνων κατά την αστυνομική επιχείρηση σύλληψης του επικίνδυνου κακοποιού, όπως αυτή εξελίχθηκε, και της ηθικής βλάβης που προφανώς υπέστη η εκκαλούσα λόγω των εκτεταμένων φθορών που αντίκρυσε όταν ολοκληρώθηκε η εν λόγω αστυνομική επιχείρηση, η θέα των οποίων της προκάλεσαν έντονο ψυχικό άλγος και άγχος για την όσο το δυνατόν συντομότερη αποκατάστασή τους προκειμένου να επαναλειτουργήσει άμεσα η επιχείρησή της, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ως άνω προκληθείσα στην εκκαλούσα βλάβη (υλική και ηθική) συνιστά υπέρμετρη θυσία την οποία υπέστη χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου (εν προκειμένω της κοινωνικής ειρήνης και ασφάλειας από τη σύλληψη των κακοποιών), για την οποία το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να την αποζημιώσει εύλογα (αρ. 8 και 9 του ν. 2800/2000, αρ. 93 και 123 του π.δ. 141/1991, αρ. 1 του ν. 3169/2003, αρ. 21 του Κώδικα των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, αρ. 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019, αρ. 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., αρ. 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., αρ. 932 του Α.Κ., άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974, αρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αρ. 4 παρ. 5, 25 και 17 του Συντάγματος).
(…) Eπειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο, …., ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 15464/2019 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (18ο Τμήμα), με την οποία απορρίφθηκε η με χρονολογία κατάθεσης 25.11.2010 αγωγή της εκκαλούσας. Με αυτήν είχε ζητήσει, κατόπιν μετατροπής του αρχικώς καταψηφιστικού αιτήματός της σε εν μέρει έντοκο αναγνωριστικό, κατά τα άρθρα 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. και 932 του Α.Κ.: α) να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σε αυτήν, νομιμοτόκως, από την επομένη της επίδοσης σε αυτό αντιγράφου της αγωγής και έως την εξόφληση, το ποσό των 50.000 ευρώ και β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του ήδη εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει, νομιμοτόκως, από τον ίδιο άνω χρόνο, το ποσό των 91.890,80 ευρώ. Τα ποσά αυτά αντιστοιχούν σε αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, υπέστη από παράνομες πράξεις και παραλείψεις αστυνομικών οργάνων, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την κατάστρωση και διεξαγωγή αστυνομικής επιχείρησης για τη σύλληψη κακοποιών.
Επειδή, ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α΄ 164) στο άρθρο 105 ορίζει ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση γεννιέται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από την μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνδέονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών. Εξάλλου, ευθύνη του Δημοσίου υφίσταται, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, όχι μόνο όταν παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου με σχετική πράξη ή παράλειψη οργάνου του Δημοσίου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, καθώς και εκείνα που, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και της καλής πίστης, προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (βλ. Σ.τ.Ε. 2433/2018, 148/2016, 3539/2015, 1407/2014, 877/2013). Ο κατά τα ανωτέρω παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (βλ. Σ.τ.Ε. 1210/2019, 484/2018, 325/2017, 2776/2016, 4410/2015, 877/2013, 4133/2011). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημοσίου οργάνου και της ζημίας που επήλθε. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη αυτής εκ μέρους του οργάνου του Δημοσίου είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. Σ.τ.Ε. 2433/2018, 4410/2015, 2271, 877/2013, 472/2011, 322/2009, 1002, 334/2008). Εξάλλου από το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, σε συνδυασμό με την ανωτέρω αναφερθείσα διάταξη προκύπτει ότι, ανεξαρτήτως της αποζημιώσεως για την περιουσιακή ζημία, παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η ευχέρεια, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, που θέτουν υπόψη του οι διάδικοι (βαθμό πταίσματος του υπόχρεου, είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών κ.λπ.) και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (βλ. Σ.τ.Ε. 1532/2018, 596, 110/2017, 2776/2016, 2188/2015, 1407/2014, 877/2013).
Επειδή, εξάλλου, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, με το οποίο ορίζεται ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.» έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα, και διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία (ΣτΕ 3783/2014). Η διάταξη αυτή επιτάσσει την αποκατάσταση της ζημίας, που υφίσταται κάποιος χάριν του δημοσίου συμφέροντος, όπως αυτό εκάστοτε προσδιορίζεται από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας, εφ’ όσον η ζημία αυτή είναι μη αναμενόμενη, πέραν της συνήθους και υπερβαίνει τα όρια της θυσίας, στην οποία είναι ανεκτό από την έννομη τάξη να υποβάλλονται οι πολίτες χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Ειδικότερα, από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ευθέως ότι δύναται να συντρέξει ευθύνη του Δημοσίου προς αποκατάσταση και ζημίας, την οποία υφίσταται κάποιος από νόμιμη, κατ’ αρχήν, ενέργεια των οργάνων του Δημοσίου. Εξάλλου, με τις ίδιες προϋποθέσεις μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ. (ΣτΕ 622/2021)
Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 25 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά από την αναθεώρηση με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. …Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. 2. … 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης.». Τέλος, το άρθρο 17 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 1 ότι η «ιδιοκτησία» τελεί υπό την προστασία του Κράτους και το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (Α΄ 256) με το οποίο κυρώθηκε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950 «διά την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (Ε.Σ.Δ.Α.) καθώς και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης αυτής, με το άρθρο 1 του οποίου ορίζονται στην πρώτη παράγραφο τα εξής: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή διά λόγους δημοσίας ωφελείας και τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και τας γενικάς αρχάς του διεθνούς δικαίου όρους».
Επειδή, περαιτέρω, σε περίπτωση που, συνεπεία νόμιμης πραγματοποίησης αστυνομικής επιχείρησης για τη σύλληψη κακοποιών, επέλθει ευθέως βλάβη της προστατευόμενης, από το άρθρο 17 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., ιδιοκτησίας, δηλαδή βλάβη μη οφειλόμενη σε παρεμβαλλόμενη παράνομη πράξη ή παράλειψη, ανακύπτει, κατά τα προεκτεθέντα (σκ. 3), ευθέως εκ του άρθρου 4 παρ. 5, σε συνδυασμό και με το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης των πολιτών, ευθύνη του κράτους προς εύλογη αποκατάσταση της ζημίας του παθόντος υπό την έννοια της αποκαταστάσεως τόσο της τυχόν υλικής όσο και, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 932 Α.Κ., της ηθικής βλάβης του. Τούτο δε διότι, στις περιπτώσεις αυτές, η προκαλούμενη από την πραγματοποίηση της αστυνομικής επιχείρησης βλάβη συνιστά υπέρμετρη θυσία για τον βλαβέντα (προσβολή του δικαιώματος στην ιδιοκτησία και της προσωπικότητας), χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου (ΣτΕ 622/2021), ενώ το Σύνταγμα δεν ανέχεται να παραμένουν άνευ αποκαταστάσεως ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες κρατικού οργάνου (πρβλ. ΣτΕ 1501/2014 Ολ., 3783/2014), παράνομες (ΣτΕ 980/2002) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012). Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από τη δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα κατά το Σύνταγμα ανεκτά όρια προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους (ΣτΕ 1607/2016, 1501/2014 Ολ., 3783/2014 επταμ.).
Επειδή, περαιτέρω, ο ν. 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α’ 41), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο επέλευσης του ζημιογόνου συμβάντος, προβλέπει στο άρθρο 8 ότι: «1. Η Ελληνική Αστυνομία είναι Σώμα Ασφάλειας με τοπική αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια, εκτός από τους χώρους για τους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα του Λιμενικού Σώματος, και έχει ως αποστολή: α. Την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας. β. Την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας. 2. … 3. Η άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης περιλαμβάνει ιδίως:
α. Τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας και την παροχή έννομης προστασίας στους πολίτες και συνδρομής στις αρχές. β. Την τήρηση της τάξης στους δημόσιους χώρους … γ. … δ. … ε. … 4. … 5. Η άσκηση της αστυνομίας δημόσιας ασφάλειας περιλαμβάνει ιδίως: α. Τη δίωξη των εγκλημάτων κατά της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων β. … γ. … δ. … ε. … στ. Την επιτήρηση των τόπων όπου συχνάζουν οι ύποπτοι διάπραξης εγκλημάτων και τον έλεγχο των προσώπων αυτών. ζ. … η. Την αναζήτηση και σύλληψη των διωκόμενων προσώπων. 6. … 8. Η έκταση των αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Αστυνομίας που εμπίπτουν στα κατά τις προηγούμενες παραγράφους του άρθρου αυτού θέματα της αποστολής της, προσδιορίζεται από τις ισχύουσες κάθε φορά για τα θέματα αυτά διατάξεις», στο άρθρο 9 ότι: «1. Η Ελληνική Αστυνομία αποτελεί ιδιαίτερο ένοπλο Σώμα Ασφάλειας και λειτουργεί με τους δικούς της οργανικούς νόμους. Για την εκτέλεση της αποστολής της εφοδιάζεται με τα αναγκαία μέσα και εξοπλισμό. Το αστυνομικό προσωπικό της έχει ιδιαίτερη ιεραρχία, αντίστοιχη της στρατιωτικής, και δικούς του κανόνες πειθαρχίας και δεν εφαρμόζονται στο προσωπικό αυτό οι διατάξεις που αφορούν τους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους. 2. Όλες οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και το προσωπικό της τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννομης τάξης και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών. Το αστυνομικό προσωπικό, οι συνοριακοί φύλακες και οι ειδικοί φρουροί θεωρούνται ότι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, σε κάθε περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή τους. 3. Το προσωπικό του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου εκπαιδεύεται στη χρήση όπλων και ειδικών μέσων και μηχανημάτων και φέρει για την άσκηση των καθηκόντων του κατάλληλο οπλισμό, εφόδια και μέσα. 4. …». Στις διατάξεις που προσδιορίζουν κατά τα ως άνω τις αρμοδιότητες της Ελληνικής Αστυνομίας ανήκει και το π.δ. 141/1991 «Αρμοδιότητες οργάνων και υπηρεσιακές ενέργειες του προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και θέματα οργάνωσης Υπηρεσιών» (Α’ 58), το οποίο στο άρθρο 93 ορίζει ότι: «1. Η Προληπτική ενέργεια αποτελεί το πρώτιστο καθήκον της Ελληνικής Αστυνομίας. Αποσκοπεί στην πρόληψη των αξιόποινων πράξεων και δυστυχημάτων και την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης, ευταξίας και απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών. 2. Η Κατασταλτική ενέργεια εκδηλώνεται σε περιπτώσεις τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης αξιόποινων πράξεων, είτε ως δικαστική προανάκριση είτε ως καταδιωκτική ενέργεια και αποσκοπεί στη ματαίωση των αξιοποίνων πράξεων ή τον περιορισμό των δυσμενών συνεπειών τους, την εξιχνίαση των τελουμένων εγκλημάτων, την ανακάλυψη και σύλληψη των δραστών και την ανεύρεση και κατάσχεση των πειστηρίων και των προϊόντων του εγκλήματος. 3. Η αποτελεσματικότητα τόσο της προληπτικής όσο και της κατασταλτικής ενέργειας δείχνει τις ικανότητες και την υπηρεσιακή απόδοση των αρμόδιων οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας», στο άρθρο 94 ότι: «Για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων και δυστυχημάτων και την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης, ευταξίας και απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, κατά τα ειδικότερα κατωτέρω οριζόμενα, εκ των άλλων δραστηριοτήτων της, η Ελληνική Αστυνομία: α. Ενεργεί σωματικές έρευνες προσώπων, έρευνες χώρων προσιτών στο κοινό, έρευνες μεταφορικών μέσων και μεταφερόμενων αντικειμένων.
β. Προστατεύει τους ανήλικους και άλλα πρόσωπα που μπορεί εύκολα να καταστούν θύματα εγκληματικών πράξεων. γ. …», στο άρθρο 95 ότι: «1. Σε περίπτωση διάπραξης οποιουδήποτε εγκλήματος, η Ελληνική Αστυνομία οφείλει να επιλαμβάνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τη βεβαίωσή του, τη συλλογή των αποδείξεων και πειστηρίων, την αναζήτηση και σύλληψη του δράστη και την παράδοσή του στην αρμόδια δικαστική αρχή. Προς τούτο δύναται η Αστυνομία να προσκαλεί ή προσάγει για εξέταση στα Αστυνομικά καταστήματα τα άτομα, για τα οποία υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι ενέχονται στη διάπραξη του εγκλήματος. 2. …» και στο άρθρο 123 ότι: «1. Η αναζήτηση και σύλληψη των καταδιωκομένων προσώπων αποτελεί ένα από τα κύρια καθήκοντα της Ελληνικής Αστυνομίας. 2. Καταδιωκόμενοι θεωρούνται τα πρόσωπα σε βάρος των οποίων εκκρεμεί έγγραφο αρμόδιας αρχής, με το οποίο ζητείται νόμιμα η σύλληψή τους. … 3. … 4. … 5. Οι διοικητές των Τμημάτων Ασφάλειας και των Αστυνομικών Τμημάτων γενικής αρμοδιότητας, μόλις λάβουν καταδιωκτικό έγγραφο, οφείλουν να δραστηριοποιήσουν το προσωπικό τους για την εκτέλεσή του και συμμετέχουν προσωπικά όταν πρόκειται για σοβαρή περίπτωση ή επικίνδυνο καταδιωκόμενο. … 6. … 8. Οι διευθυντές ή διοικητές των αρμοδίων υπηρεσιών, όταν πρόκειται για καταδιωκόμενους που κρύβονται στην περιφέρειά τους, διατάσσουν τις οικείες υφιστάμενές τους Υπηρεσίες να εντείνουν τις προσπάθειές τους για τη σύλληψή τους ή διευθύνουν οι ίδιοι τις ενέργειες του προσωπικού των υφισταμένων Υπηρεσιών ή συντονίζουν τις ενέργειες των γειτονικών Υπηρεσιών που υπάγονται σ’ αυτούς και τέλος, σε σοβαρές περιπτώσεις ή όταν πρόκειται για επικίνδυνους καταδιωκόμενους, μεριμνούν για την προσωρινή ενίσχυση των οικείων Υπηρεσιών ή για τη συγκρότηση μεταβατικών αποσπασμάτων. 9. …».
Επειδή, ο ν. 3169/2003 «Οπλοφορία, χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς, εκπαίδευσή τους σε αυτά και άλλες διατάξεις» (Α’ 189) ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «Στον παρόντα νόμο οι ακόλουθοι όροι έχουν την εξής σημασία: α. Αστυνομικοί είναι το αστυνομικό προσωπικό, οι ειδικοί φρουροί και οι συνοριακοί φύλακες. β. …» και στο άρθρο 3 ότι: «1. Ο αστυνομικός επιτρέπεται κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του να προτάσσει το πυροβόλο όπλο, εφόσον συντρέχει κίνδυνος ένοπλης επίθεσης σε βάρος αυτού ή τρίτου. 2. Ο αστυνομικός επιτρέπεται να κάνει χρήση πυροβόλου όπλου, εφόσον αυτό απαιτείται για την εκπλήρωση του καθήκοντός του και συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: α. Έχουν εξαντληθεί όλα τα ηπιότερα του πυροβολισμού μέσα, εκτός αν αυτά δεν είναι διαθέσιμα ή πρόσφορα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ηπιότερα μέσα είναι ιδίως παραινέσεις, προτροπές, χρήση εμποδίων, σωματικής βίας, αστυνομικής ράβδου, επιτρεπτών χημικών ουσιών ή άλλων ειδικών μέσων, προειδοποίηση για χρήση πυροβόλου όπλου και απειλή με πυροβόλο όπλο. β. Έχει δηλώσει την ιδιότητά του και έχει απευθύνει σαφή και κατανοητή προειδοποίηση για την επικείμενη χρήση πυροβόλου όπλου, παρέχοντας επαρκή χρόνο ανταπόκρισης, εκτός αν αυτό είναι μάταιο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ή επιτείνει τον κίνδυνο θανάτου ή σωματικής βλάβης. γ. Η χρήση πυροβόλου όπλου δεν συνιστά υπερβολικό μέτρο σε σχέση με το είδος της απειλούμενης βλάβης και την επικινδυνότητα της απειλής. 3. Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλεται η ηπιότερη χρήση του πυροβόλου όπλου, εκτός αν αυτό είναι μάταιο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ή επιτείνει τον κίνδυνο θανάτου ή σωματικής βλάβης. Ως ηπιότερη χρήση πυροβόλου όπλου νοείται η κατά το εδάφιο δ’ του άρθρου 1 κλιμάκωση της χρήσης του με τη μικρότερη δυνατή και αναγκαία προσβολή. 4. … 5. Ο πυροβολισμός ακινητοποίησης επιτρέπεται, αν αυτό απαιτείται: α. Για την απόκρουση ένοπλης επίθεσης, εφόσον η επίθεση άρχισε ή επίκειται, ώστε κάθε καθυστέρηση αντίδρασης να καθιστά αναποτελεσματική την άμυνα. β. Για την αποτροπή επικείμενης τέλεσης ή εξακολούθησης κοινώς επικίνδυνου κακουργήματος ή κακουργήματος που τελείται με χρήση ή απειλή σωματικής βίας. γ. Για τη σύλληψη καταδικασθέντος ή υποδίκου ή καταδιωκομένου που καταλαμβάνεται να τελεί επ’ αυτοφώρω κακούργημα ή πλημμέλημα, εφόσον αντιδρά στη σύλληψή του και υπάρχει άμεσος κίνδυνος να κάνει χρήση όπλου. δ. … ε. … στ. … ζ. … 6. Ο πυροβολισμός εξουδετέρωσης επιτρέπεται, αν αυτό απαιτείται: α. για την απόκρουση επίθεσης ενωμένης με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου, β. … 7. πυροβολισμός ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης απαγορεύεται: α. εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγεί τρίτος από αστοχία ή εξοστρακισμό του βλήματος, β…, γ…, δ. εναντίον προσώπου που τρέπεται σε φυγή, όταν καλείται να υποστεί νόμιμο έλεγχο. … 8. Όταν οι αστυνομικοί ενεργούν ως ομάδα, για τη χρήση πυροβόλου όπλου, απαιτείται προσταγή του επικεφαλής αυτής, εκτός αν ο αστυνομικός δέχεται επίθεση, από την οποία απειλείται βαριά σωματική βλάβη ή θανάτωσή του. 9. …».
……Επειδή, η εκκαλούσα, με την με χρονολογία κατάθεσης 25.11.2010 αγωγή, όπως αυτή αναπτύχθηκε με τα νομίμως κατατεθέντα υπομνήματα, υποστήριξε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι αποκλειστικά υπαίτιοι για την ζημία που υπέστη το κατάστημά της, συνεπεία της ένοπλης συμπλοκής, ήταν οι αστυνομικοί που συμμετείχαν στην επιχείρηση εντοπισμού και σύλληψης των δυο παραπάνω επικίνδυνων κακοποιών, καθόσον δεν φρόντισαν να λάβουν τα απαραίτητα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα για τη σύλληψη των παραδεδεγμένα αδίστακτων κακοποιών, αντίθετα, επιχείρησαν με ελλιπή προετοιμασία και πλημμελή σχεδιασμό τη σύλληψη των τελευταίων σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή, χωρίς να έχουν λάβει κάποιο μέτρο για την προστασία των πολιτών και των ιδιοκτησιών. Περαιτέρω, υποστήριξε ότι από την παραπάνω συμπλοκή υπέστη υλικές ζημίες το κατάστημα – αρτοποιείο της επί της…, οι οποίες ανήλθαν στο συνολικό ύψος των 20.333,13 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. και τις οποίες ανέλυσε ως εξής: …. Εξάλλου, όπως ισχυρίσθηκε η εκκαλούσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πέραν της υλικής βλάβης, υπέστη και ηθική βλάβη εξαιτίας του παραπάνω συμβάντος και της συνεπεία αυτού καταστροφής του καταστήματός της, συνιστάμενης, αφενός μεν στον φόβο τον οποίο βίωσε για την τύχη και την υγεία της υπαλλήλου της, αφετέρου δε στη στεναχώρια και το έντονο άγχος που της προκάλεσε η καταστροφή του καταστήματός της, για την χρηματική ικανοποίηση της οποίας ζήτησε το ποσό των 100.000 ευρώ. Κατόπιν τούτων, η εκκαλούσα ζήτησε, κατά τα άρθρα 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. και 932 του Α.Κ.: α) να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει, νομιμοτόκως, από την επομένη της επίδοσης σε αυτό αντιγράφου του δικογράφου της αγωγής και έως την εξόφληση, το ποσό των 50.000 ευρώ και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου Δημοσίου να της καταβάλει, νομιμοτόκως, από τον ίδιο ως άνω χρόνο (επίδοση της αγωγής), το ποσό των 91.890,80 ευρώ, για την αποκατάσταση της παραπάνω περιουσιακής ζημίας και για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που όπως ισχυρίσθηκε υπέστη από τις παράνομες παραλείψεις των οργάνων του εφεσίβλητου. ….. Από την πλευρά του, το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο με την από 23.4.2018 έκθεση απόψεων και το από 16.11.2018 υπόμνημα ζήτησε την απόρριψη της αγωγής υποστηρίζοντας ότι δεν συντρέχει παρανομία των οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας κατά τη διενέργεια της επιχείρησης σύλληψης των παραπάνω κακοποιών. Και τούτο διότι οι αρχές προέβησαν σε όλες τις δέουσες και συντονισμένες αστυνομικές ενέργειες, λειτούργησαν και συμπεριφέρθηκαν χωρίς να υποπέσουν σε υπερβολές ή παραλείψεις, επέδειξαν ζήλο και επαγγελματισμό κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και παρά τις επικίνδυνες συνθήκες δεν εγκατέλειψαν την προσπάθεια να συλλάβουν τους επικίνδυνους δράστες. Ειδικότερα, το Ελληνικό Δημόσιο πρόβαλε ότι για τον εντοπισμό και τη σύλληψη του καταζητούμενου R… τα αστυνομικά όργανα έδρασαν συντεταγμένα κατόπιν οργανωμένου σχεδίου επιχείρησης, το οποίο περιλάμβανε τη συγκρότηση ειδικής πολυπληθούς ομάδας έμπειρων αστυνομικών για την αναζήτηση του κακοποιού, ενώ συμμετείχαν στην επιχείρηση αυτή και αστυνομικοί από άλλες υπηρεσίες με υπηρεσιακά ή πολιτικά οχήματα. Στο πλαίσιο της εν λόγω επιχείρησης οι αστυνομικοί ενήργησαν εντός του πλαισίου της διακριτικής τους ευχέρειας για την αντιμετώπιση των συνθηκών που προέκυψαν, καθόσον, αφού εντόπισαν το όχημα στο οποίο επέβαινε ο κακοποιός μαζί με έναν ακόμα συνεργό του, επέλεξαν να ακολουθήσουν το όχημα διακριτικά και αφού έλαβαν όλα τα μέτρα προφύλαξης, το ακινητοποίησαν στον κατάλληλο τόπο και χρόνο, προκειμένου να διενεργήσουν έλεγχο, με τη συμβολή αστυνομικών που είχαν φθάσει περιφερειακά του οχήματος από διάφορες κατευθύνσεις και οδούς, περικυκλώνοντας το όχημα και αποκλείοντας την πρόσβαση σε άλλα άτομα. Εξάλλου, μετά την ακινητοποίηση του παραπάνω οχήματος και δεδομένης της αντίστασης που προέβαλαν οι καταζητούμενοι, η χρήση των πυροβόλων όπλων από τους αστυνομικούς, ως το μοναδικό μέσο για τη διαχείριση του περιστατικού, ήταν απολύτως αναγκαία, κατάλληλη και ανάλογη των περιστάσεων, ενόψει των εξαιρετικά ιδιαζουσών συνθηκών υπό τις οποίες εξελίχθηκε η αστυνομική επιχείρηση και κυρίως του ότι η απειλή προερχόταν από άτομα επικίνδυνα και οπλισμένα, που στόχευαν στην εξουδετέρωση με κάθε τρόπο, ακόμη και με θανάτωση των αστυνομικών οργάνων, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη. Ενόψει όλων των ανωτέρω, όπως υποστήριξε το Δημόσιο, οι ενέργειες των αστυνομικών οργάνων έγιναν μέσα στα όρια της νόμιμης διοικητικής δράσης τους, δηλαδή της διαφύλαξης της κοινωνικής γαλήνης και ηρεμίας και της προστασίας των πολιτών, οι δε ζημίες που προκλήθηκαν στο κατάστημα της εκκαλούσας δεν οφείλονταν σε ενέργειες των αστυνομικών οργάνων και συγκεκριμένα σε ρίψεις πυροβολισμών που ενήργησαν τα αστυνομικά όργανα, αλλά σε ενέργειες των δυο κακοποιών, οι οποίοι συμμετείχαν στην ένοπλη συμπλοκή. Ακολούθως, αρνήθηκε τα κονδύλια των υλικών ζημιών ως αόριστα και αναπόδεικτα, καθόσον η εκκαλούσα δεν προσκόμισε κανένα σχετικό έγγραφο ή στοιχείο που να αποδεικνύει τη ζημία που όπως ισχυρίσθηκε υπέστη και ειδικότερα φορολογικά παραστατικά ή αποδεικτικά έγγραφα βεβαίας χρονολογίας. Τέλος, ως προς το κονδύλιο της ηθικής βλάβης το εφεσίβλητο Δημόσιο ισχυρίσθηκε ότι θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμο, άλλως να μειωθεί στο ελάχιστο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή της εκκαλούσας καθόσον, σύμφωνα με την ειδικότερη αιτιολογία που διέλαβε, δεν συνέτρεξε παρανομία στις ενέργειες των αστυνομικών οργάνων κατά την επιχείρηση παρακολούθησης και σύλληψης των επικίνδυνων κακοποιών.
Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι κατ΄ εσφαλμένη κρίση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε με την εκκαλούμενη απόφασή του ότι δεν εμφιλοχώρησαν παράνομες παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων του Δημοσίου κατά τον σχεδιασμό και την εκτέλεση της επιχείρησης για την παρακολούθηση και την σύλληψη των δυο επικίνδυνων κακοποιών. Και τούτο διότι, αν και όπως ανέφεραν σχετικώς τα αστυνομικά όργανα που μετείχαν στην εν λόγω επιχείρηση στα πλαίσια της διεξαχθείσας Ε.Δ.Ε., πριν από την έναρξη της επιχείρησης σύλληψης είχαν βεβαιωθεί ότι η περιοχή είχε αποκλεισθεί από διερχόμενους πολίτες, λίγο πριν ξεκινήσουν οι πυροβολισμοί στάθμευσε απέναντι από το κατάστημα της εκκαλούσας το φορτηγάκι του ο Χ…, ο οποίος επέβαινε επ΄ αυτού μαζί με τον βοηθό του, N.., που τραυματίσθηκε θανάσιμα ευρισκόμενος κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ των αστυνομικών οργάνων και του κακοποιού R…, αφού βρέθηκε στη ζώνη του πυρός. Σε κάθε περίπτωση, τα αστυνομικά όργανα δεν βρέθηκαν προ εκπλήξεως, όπως υποστήριξαν, δεδομένου ότι η στάση των κακοποιών αυτών ήταν αναμενόμενη δεδομένης της εγκληματικής τους δράσης. Εξάλλου, όπως υποστηρίζει η εκκαλούσα, για την ίδια επιχείρηση της αστυνομίας, και στα πλαίσια εκδίκασης αγωγής που άσκησε η σύζυγος του θανόντος, N… κατά του Ελληνικού Δημοσίου, κρίθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την 17554/2017 απόφασή του (κατά τις οριστικές κρίσεις που αυτό διέλαβε), η οποία επικυρώθηκε με την 3527/2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ύστερα από την άσκηση έφεσης από την πλευρά του Ελληνικού Δημοσίου, ότι τα αστυνομικά όργανα παρανόμησαν κατά την εκτέλεση του επιχειρησιακού τους σχεδίου για την παρακολούθηση και σύλληψη των ως άνω κακοποιών, αφού δεν βεβαιώθηκαν ότι δεν υπήρχε στην περιοχή διερχόμενος αθώος πολίτης. Περαιτέρω, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο λάμβανε υπόψη τις καταθέσεις των αστυνομικών οργάνων ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων (συγκεκριμένα ενώπιον του ΣΤ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και του Γ΄ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων), τις οποίες έλαβαν υπόψη για τον σχηματισμό της κρίσης τους τα ως άνω διοικητικά δικαστήρια, θα διαπίστωνε διάσταση μεταξύ όσων κατατέθηκαν κατά τη διενέργεια της Ε.Δ.Ε. και της ποινικής διαδικασίας. Επίσης, όπως υποστηρίζει η εκκαλούσα, κατ΄ εσφαλμένη κρίση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν διέταξε, κατόπιν σχετικής προβολής από την πλευρά της, προς πληρέστερη διερεύνηση της υπόθεσης, την προσκόμιση της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, καθώς και των ποινικών αποφάσεων που εκδόθηκαν (πρωτοδίκως και στον δεύτερο βαθμό), με τις οποίες καταδικάσθηκαν για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, πρωτοδίκως, τόσο ο επικεφαλής της εν λόγω αστυνομικής επιχείρησης όσο και ο αστυνομικός που, πυροβολώντας προς τον κακοποιό R…, τραυμάτισε θανάσιμα τον ευρισκόμενο στη ζώνη του πυρός N… (σχ. η 10930/2015 απόφαση), στον δεύτερο βαθμό αποκλειστικά το τελευταίο αυτό αστυνομικό όργανο, ενώ αθωώθηκε ο επικεφαλής της επιχείρησης για το εν λόγω αδίκημα, η απόφαση δε αυτή (3620/2017) έχει καταστεί αμετάκλητη και δεσμεύει το παρόν δικαστήριο ως προς την ενοχή του αστυνομικού οργάνου του εφεσίβλητου. Τα προβαλλόμενα, όμως, περί δέσμευσης τόσο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου όσο και του παρόντος από την 3620/2017 απόφαση του Γ΄ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, πρέπει να απορριφθούν, προεχόντως, διότι με την απόφαση αυτή κρίθηκε η ενοχή των εκεί κατηγορουμένων (επικεφαλής της αστυνομικής επιχείρησης και του αστυνομικού που πυροβολώντας εναντίον ενός εκ των κακοποιών τραυμάτισε θανάσιμα τον N…) για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Εξάλλου, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, με την 17554/2017 απόφασή του (κατά τις οριστικές κρίσεις που διαλαμβάνονται σε αυτήν), η οποία επικυρώθηκε με την 3527/2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, έκρινε ότι κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ του αστυνομικού οργάνου του εφεσίβλητου και του ανωτέρω κακοποιού, η οποία είχε ως συνέπεια τον θανάσιμο τραυματισμό του N…, εμφιλοχώρησε παράνομη παράλειψη, συνιστάμενη στην μη επίδειξη από την πλευρά του αστυνομικού οργάνου, της απαιτούμενης, λόγω των περιστάσεων που συνέτρεξαν στην συγκεκριμένη περίπτωση, επιμέλειας και σύνεσης και ειδικότερα στο ότι δεν βεβαιώθηκε ότι στο οπτικό πεδίο δράσης του δεν διερχόταν την ώρα εκείνη κάποιος πολίτης.
Επειδή, ενόψει των διατάξεων που παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν, καθώς και των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται ανωτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες διαδραματίσθηκε το ζημιογόνο για την εκκαλούσα γεγονός, καθώς και τις ενέργειες των αστυνομικών οργάνων κατά την εξέλιξη της επιχείρησης για τον εντοπισμό και τη σύλληψη του καταζητούμενου κακοποιού, κρίνει ότι τα εμπλακέντα αστυνομικά όργανα (πλην του αστυνομικού οργάνου που, κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών με τον ως άνω καταζητούμενο κακοποιό, τραυμάτισε θανάσιμα τον N…, στις ενέργειες του οποίου, όπως κρίθηκε τελεσιδίκως τόσο από το ποινικό όσο και από το διοικητικό δικαστήριο, εμφιλοχώρησε παράνομη παράλειψη ελέγχου του οπτικού του πεδίου δράσης) δεν επέδειξαν παράνομη συμπεριφορά, αφού ενήργησαν όπως ανωτέρω περιγράφεται προκειμένου να συλλάβουν έναν επικίνδυνο κακοποιό και να αντιμετωπίσουν την προβαλλόμενη από μέρους του τελευταίου και του συνεργού του αντίσταση, κατά τον καταλληλότερο τρόπο, μέσα στα όρια της νόμιμης διοικητικής δράσης τους, δηλαδή της διαφύλαξης της κοινωνικής γαλήνης και ηρεμίας και της προστασίας των πολιτών, δεδομένου ότι όλες οι επιμέρους ενέργειές τους έγιναν αποκλειστικά μέσα στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που έχουν για να αντιμετωπίσουν τις εκάστοτε προκύπτουσες συνθήκες (πρβλ. Σ.τ.Ε. 950/2014). Ειδικότερα, αμέσως μετά από την απόδραση του κακοποιού R… από τις φυλακές Λάρισας, προκειμένου να εντοπισθεί και συλληφθεί ο παραπάνω επικίνδυνος δραπέτης, ο οποίος εμπλεκόταν σε ένοπλες ληστείες σε τράπεζες και καταστήματα, καταστρώθηκε οργανωμένο σχέδιο δράσης από τα αστυνομικά όργανα, το οποίο περιλάμβανε τη συγκρότηση ειδικής ομάδας του Τμήματος Εγκλημάτων κατά της Ιδιοκτησίας και Εγκλημάτων κατά της Ζωής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, αποτελούμενη από είκοσι δυο αστυνομικά όργανα, τα οποία ανέλαβαν τη διενέργεια εκτεταμένων αναζητήσεων στην περιοχή του Βύρωνα, κατόπιν αξιοποίησης πληροφοριών για την παρουσία τού εν λόγω ατόμου στην περιοχή αυτή. Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της εν λόγω οργανωμένης επιχείρησης, εντοπίστηκε το όχημα στο οποίο επέβαινε ο καταζητούμενος κακοποιός με έναν συνεργό του, από τον χρόνο δε του εντοπισμού του καταδιωκόμενου οχήματος έως ότου έλαβε χώρα η ένοπλη συμπλοκή, μεσολάβησε σύντομο, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν υπήρχε πρόσφορο έδαφος, ούτε χρόνος για λήψη προληπτικών μέτρων προστασίας τρίτων (πρβλ. Δ.Εφ.Αθ. 3182/2019).
Ωστόσο, τα αστυνομικά όργανα, που επέβαιναν στα περιπολικά που ακολουθούσαν το παραπάνω όχημα, επέλεξαν, για τη διασφάλιση της έννομης τάξης και ασφάλειας και προς εκπλήρωση της αποστολής καταδίωξης, το ήπιο μέσο της διατήρησης της οπτικής επαφής με το όχημα, τηρώντας την κατάλληλη προς τις περιστάσεις απόσταση ασφαλείας, και στη συνέχεια την ακινητοποίηση του οχήματος για τη διενέργεια ελέγχου και τη σύλληψη των επιβαινόντων. Το παραπάνω σχέδιο δράσης που συνίστατο στην ακινητοποίηση του οχήματος και στην συνακόλουθη σύλληψη των επιβαινόντων δεν υλοποιήθηκε αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας της απρόκλητης και αιφνιδιαστικής δράσης και επίθεσης των κακοποιών. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, υπήρχε κατ’ αρχήν οργανωμένο σχέδιο επιχείρησης των αστυνομικών οργάνων, δηλαδή σχέδιο ακινητοποίησης του οχήματος των δραστών σε κάποιο ενδεδειγμένο χρονικό σημείο και τόπο, με συμμετοχή μάλιστα όχι μόνο της συγκροτηθείσας ομάδας του Τμήματος Εγκλημάτων κατά της Ιδιοκτησίας και Εγκλημάτων κατά της Ζωής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής αλλά και λοιπών περιπολικών και υπηρεσιακών μοτοσικλετών της Άμεσης Δράσης, τα οποία κλήθηκαν να συνδράμουν στην εν λόγω επιχείρηση, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας ότι η όλη επιχείρηση έλαβε χώρα με ελλιπή σχεδιασμό και οργάνωση είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η χρήση όπλων από τους αστυνομικούς, κατά την εξέλιξη της επιχείρησης, δεν συνιστούσε υπερβολικό μέτρο σε σχέση με το είδος της απειλούμενης βλάβης και την επικινδυνότητα της απειλής, που στρεφόταν ευθέως και αναπόφευκτα κατά της ζωής των αστυνομικών οργάνων, και επιβαλλόταν, ως το πλέον πρόσφορο, ενόψει των εξαιρετικά ιδιαζουσών συνθηκών, υπό τις οποίες εξελίχθηκε η αστυνομική επιχείρηση και κυρίως του ότι η απειλή προερχόταν από άτομα επικίνδυνα και οπλισμένα που στόχευαν στην εξουδετέρωση με κάθε τρόπο, ακόμη και με θανάτωση, των αστυνομικών οργάνων προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, και οι απειλούμενοι αστυνομικοί δεν είχαν άλλο τρόπο για να αμυνθούν και να αντιμετωπίσουν την εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση, στην οποία είχαν περιέλθει παρά μόνο να κάνουν και αυτοί χρήση των υπηρεσιακών τους όπλων. Κατόπιν τούτων και με δεδομένο ότι η επιλογή των ενδεδειγμένων μέτρων που έπρεπε να ληφθούν κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις για την αντιμετώπιση της κατάστασης (συμπλοκή με τον καταζητούμενο κακοποιό και τον συνεργό του) ανήκει κατά τα προαναφερόμενα στη διακριτική εξουσία των αστυνομικών οργάνων, ελεγχόμενη μόνο ως προς την κακή χρήση της, ή την κατάχρηση εξουσίας, τα όσα προβάλλει η εκκαλούσα σχετικά με το ότι αγνοήθηκε από τους αστυνομικούς ότι η επιχείρηση σύλληψης διεξαγόταν στην πυκνοκατοικημένη περιοχή του Βύρωνα ή ότι ο καταζητούμενος ήταν επικίνδυνος κακοποιός, ή ότι οι αστυνομικοί δεν είχαν λάβει τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας, δεν συγκροτούν παράλειψη οφειλόμενων ενεργειών εκ μέρους της αστυνομίας, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών υπό τις οποίες εξελίχθηκαν τα γεγονότα (πρβλ. Σ.τ.Ε. 950/2014). Με τα δεδομένα αυτά και εφόσον δεν έλαβαν χώρα παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων (πλην του αστυνομικού οργάνου που αναφέρθηκε ανωτέρω, η παράνομη παράλειψη του οποίου αφορούσε αποκλειστικά στον θανάσιμο τραυματισμό του N…, και δεν ασκεί επιρροή στην κρινόμενη διαφορά, που αφορά αποκλειστικά στο νόμιμο ή μη σχεδιασμό της επιχείρησης για την παρακολούθηση και σύλληψη του καταζητούμενου ως άνω κακοποιού καθώς και στην άρτια εκτέλεσή της, προκειμένου να κριθεί, περαιτέρω, εάν ήταν δυνατή η αποτροπή της υλικής βλάβης που υπέστη η επιχείρηση της εκκαλούσας από την λόγω της ανταλλαγής πυροβολισμών και την χρήση εκρηκτικών υλών, εκτεταμένη φθορά τόσο των δομικών στοιχείων αυτής όσο και των προϊόντων που βρίσκονταν σε αυτήν προς διάθεση) όσο διήρκεσε η αστυνομική επιχείρηση, δεν στοιχειοθετείται παρανομία των αστυνομικών οργάνων προκειμένου να θεμελιωθεί αδικοπρακτική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., όπως νομίμως και ορθώς κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση.
Επειδή, περαιτέρω, τόσο στο δικόγραφο της αγωγής που κατέθεσε η εκκαλούσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου όσο και στο δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης, παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα κατά την αστυνομική επιχείρηση, ενώ γίνεται αναφορά και στο συμπέρασμα της Ε.Δ.Ε., σύμφωνα με το οποίο οι προκληθείσες στην επιχείρηση της εκκαλούσας υλικές φθορές πρέπει να καταλογισθούν στο Δημόσιο, αφού προκλήθηκαν από τα αστυνομικά όργανα κατά την εξέλιξη της προαναφερθείσας αστυνομικής επιχείρησης. Από αυτά συνάγεται έμμεσα ότι η εκκαλούσα, πέραν των παράνομων παραλείψεων που αποδίδει στις ενέργειες των αστυνομικών οργάνων κατά τον σχεδιασμό και την εκτέλεση της ανωτέρω αστυνομικής επιχείρησης, επιχειρεί επικουρικώς να θεμελιώσει, παραπέμποντας μάλιστα και στην δια του πορίσματος της Ε.Δ.Ε. έμμεση παραδοχή του εφεσίβλητου ότι οι υλικές φθορές που υπέστη η επιχείρησή της ήταν τόσο μεγάλες, ώστε θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να αποκατασταθούν με δαπάνες του, ως βάση της αγωγής και ως λόγο της κρινόμενης έφεσης, την αποζημίωσή της από νόμιμη αιτία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά το μέρος που δεν ερεύνησε, κατ΄ ορθή νομική υπαγωγή στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, τον εμμέσως προβληθέντα ισχυρισμό της εκκαλούσας περί αποζημιώσεώς της από νόμιμη αιτία, ανεξαρτήτως του αν η εκκαλούσα επικαλέσθηκε ρητώς την τελευταία αυτή διάταξη (βλ. σχ. ΣτΕ 622/2021 σκ. 19 και 20), έσφαλε και πρέπει να εξεταστεί ο λόγος αυτός της αγωγής από το παρόν Δικαστήριο.
Επειδή, όπως έγινε δεκτό στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σε περίπτωση που, συνεπεία της συνταγματικώς θεμιτής και νόμιμης, κατά τα ανωτέρω, πραγματοποίησης αστυνομικής επιχείρησης για τη σύλληψη επικίνδυνων κακοποιών, επέλθει ευθέως βλάβη στην περιουσία προσώπου, δηλαδή βλάβη μη οφειλόμενη σε παράνομη πράξη ή παράλειψη, ανακύπτει ευθέως από το άρθρο 4 παρ. 5 σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ. 4 και 17 παρ.1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης των πολιτών και το δικαίωμα στην προστασία της ιδιοκτησίας, ευθύνη του κράτους προς εύλογη αποκατάσταση της ζημίας του παθόντος, υπό την έννοια της αποκατάστασης τόσο της τυχόν υλικής όσο και, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 932 Α.Κ., της ηθικής του βλάβης. Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένης της υλικής βλάβης που υπέστη η επιχείρηση της εκκαλούσας από τις νόμιμες ενέργειες των αστυνομικών οργάνων κατά την αστυνομική επιχείρηση σύλληψης του επικίνδυνου κακοποιού, όπως αυτή εξελίχθηκε, και της ηθικής βλάβης που προφανώς υπέστη η εκκαλούσα λόγω των εκτεταμένων φθορών που αντίκρυσε όταν ολοκληρώθηκε η εν λόγω αστυνομική επιχείρηση, η θέα των οποίων της προκάλεσαν έντονο ψυχικό άλγος και άγχος για την όσο το δυνατόν συντομότερη αποκατάστασή τους προκειμένου να επαναλειτουργήσει άμεσα η επιχείρησή της, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ως άνω προκληθείσα στην εκκαλούσα βλάβη (υλική και ηθική) συνιστά υπέρμετρη θυσία την οποία υπέστη χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου (εν προκειμένω της κοινωνικής ειρήνης και ασφάλειας από τη σύλληψη των κακοποιών), για την οποία το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να την αποζημιώσει εύλογα. Για τον προσδιορισμό, εξάλλου, του ύψους της δικαιούμενης εύλογης αποζημίωσης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη αφενός μεν η αποδεικνυόμενη από την εκκαλούσα υλική ζημία (το ποσό δηλαδή που αποδεδειγμένα δαπάνησε για την αποκατάσταση των προκληθεισών ζημιών, το οποίο από τα προσκομισθέντα τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου όσο και του παρόντος δικαστηρίου παραστατικά ανέρχεται συνολικά σε….), αφετέρου δε η ηθική βλάβη που υπέστη. Έτσι, η συνολική εύλογη αποζημίωση που το εφεσίβλητο Δημόσιο οφείλει να καταβάλει στην εκκαλούσα από νόμιμη αιτία, ανέρχεται, κατά τηn κρίση του Δικαστηρίου, στο εύλογο ποσό των ….. ευρώ.
Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη έφεση, να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην εκκαλούσα, ως εύλογη αποζημίωση, κατ΄ άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, το συνολικό ποσό των … ευρώ, νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6%, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κώδικα των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, από την επίδοση αντιγράφου της αγωγής στο Ελληνικό Δημόσιο, στις ….
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται εν μέρει την έφεση.