1557/2007 ΔΠΡ ΠΕΙΡ (ΑΝΑΣΤ)
Αίτηση αναστολής εκτελέσεως πράξεως Προϊσταμένου Τελωνείου, με την οποία επιβλήθηκαν σε βάρος του αιτούντος, αφενός πολλαπλά τέλη και αφετέρου δασμοί και λοιποί φόροι, για αποδιδόμενη σ` αυτόν τελωνειακή παράβαση. Οι διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 4 και 150 παρ. 4 του νόμου 2960/2001, κατά το μέρος που ορίζουν ότι η προθεσμία άσκησης και η άσκηση προσφυγής, καθώς και η άσκηση αίτησης αναστολής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης αποκλείοντας έτσι όχι μόνο την αυτοδίκαιη, με την άσκηση της προσφυγής, αναστολή εκτέλεσης, αλλά και τη δυνατότητα του διοικούμενου να ζητήσει από το δικαστήριο τη χορήγηση τέτοιας αναστολής, αντίκεινται στο Σύνταγμα και είναι ανεφάρμοστες. Εναρμονισμένη με το Σύνταγμα ερμηνεία των ως άνω διατάξεων. Μειοψηφία. Η βασιμότητα της αίτησης αναστολής εξαρτάται αποκλειστικά από το ζήτημα εάν από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, θα επέλθει στον αιτούντα βλάβη η επανόρθωση της οποίας θα είναι αδύνατη ή πάντως δυσχερής, σε περίπτωση ευδοκίμησης του κύριου ένδικου βοηθήματός του. Υλική βλάβη είναι πρωτίστως η χρηματική, η οποία, όμως, αυτοτελώς λαμβανόμενη, δεν δικαιολογεί την χορήγηση αναστολής εκτέλεσης διοικητικής πράξης, αλλά πρέπει να αποδεικνύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι η χρηματική ζημία συνδέεται με ισχυρό οικονομικό κλονισμό του αιτούντος ή παρακώλυση της λειτουργίας της επιχείρησής του. Δεν αποτελεί λόγο χορήγησης της αιτούμενης αναστολής η τυχόν βασιμότητα της προσφυγής ή των λόγων αυτής. Δέχεται την αίτηση.
Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά
Αριθμός απόφασης: 1557/2007
Τμήμα: 8ο Τριμελές (ως Συμβούλιο)
Πρόεδρος: Κυριακούλα Τασούλα, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ. Εισηγήτρια: Ελένη Χαμηλού, Πρωτοδίκης Δ.Δ. Δικηγόρος: Ευάγγελος Χρυσάθης
Η κρίση του είναι η εξής: 1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχετ. τα 1083122/25-7-2007 και 2576522/25-7-2007 σειράς Α` ειδικά έντυπα παραβόλου), ο αιτών επιδιώκει, παραδεκτώς, την αναστολή εκτέλεσης της 165/06/29-5-2007 πράξης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης του Ζ` Τελωνείου Επίβλεψης Συγκροτημάτων Πειραιά (Τ.Ε.Σ.Π.), κατά το μέρος που με αυτή επιβλήθηκαν, μεταξύ άλλων και σε βάρος του, αφενός πολλαπλά τέλη, συνολικού ποσού 11.267.026,40 ευρώ (5.370.623,61 ευρώ ως ατομική οφειλή και 5.896.402,80 ευρώ ως αλληλέγγυα υποχρέωση), και αφετέρου δασμοί και λοιποί φόροι, ποσού 1.965.467,60 ευρώ, για αποδιδόμενη σ` αυτόν τελωνειακή παράβαση (συμμετοχή σε λαθρεμπορία υγρών καυσίμων). Η αναστολή εκτέλεσης ζητείται κατά το άμεσα εισπρακτέο ποσοστό 30% επί του ανωτέρω συνολικού ποσού πολλαπλών τελών, ύψους 3.380.107,92 ευρώ, και κατά ποσοστό 50% επί του ανωτέρω ποσού δασμών και λοιπών φόρων, ύψους 982.733,80 ευρώ, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας από 23-7-2007 προσφυγής του αιτούντος κατά της ανωτέρω καταλογιστικής πράξης. 2. Επειδή, με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (νόμος 2717/1999, ΦΕΚ Α` 97, ΚΔΔ/μίας) ορίζεται: στο άρθρο 69 ότι: «1. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. 2. Κατ` εξαίρεση, αν με την πράξη καταλογίζονται χρηματικά ποσά που αναφέρονται σε φορολογικές εν γένει απαιτήσεις του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ή αυτοτελείς χρηματικές κυρώσεις για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής, καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης. Ειδικές διατάξεις, οι οποίες αποκλείουν την αναστολή ή θεσπίζουν την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό αναστολή των πράξεων τούτων, διατηρούνται σε ισχύ. 3. Κατά τα λοιπά, σε κάθε περίπτωση, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 200 έως και 205». Εξάλλου, με τις διατάξεις του νόμου 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (ΦΕΚ Α` 265) ορίζεται: στο άρθρο 31 παρ. 4 ότι: «Η προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά της πράξης βεβαίωσης των ποσών που, από οποιαδήποτε αιτία, δεν εισπράχθηκαν ή ελλιπώς βεβαιώθηκαν ή εισπράχθηκαν, όπως επίσης και η άσκηση της προσφυγής, δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός εάν καταβληθεί ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) της οφειλής που βεβαιώθηκε. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται και για τις πράξεις βεβαίωσης της Τελωνειακής Αρχής για εμπορεύματα, που παραδόθηκαν με τελωνειακό καθεστώς, που επιφέρει αναστολή είσπραξης των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων. Η αίτηση αναστολής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων κατά της πράξης βεβαίωσης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης» και στο άρθρο 150 παρ. 4 ότι: «Ολες οι πράξεις αυτές προσβάλλονται ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Η εμπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής και η τυχόν υποβολή αίτησης αναστολής δεν αναστέλλουν την είσπραξη του τριάντα τοις εκατό (30%) των προστίμων και πολλαπλών τελών, που επιβλήθηκαν από την Τελωνειακή Αρχή. Μετά την έκδοση απόφασης από το Διοικητικό Πρωτοδικείο το ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) που εισπράχθηκε, συμψηφίζεται ή επιστρέφεται, ολικά ή μερικά, ανάλογα με την περίπτωση».
3. Επειδή, περαιτέρω, με τις διατάξεις του ως άνω Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται: στο άρθρο 200 ότι: «Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί, με αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής», στο άρθρο 202 ότι: «1. Λόγο αναστολής μπορεί να θεμελιώσει η από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης απειλούμενη, οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης προσφυγής. 2. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται: α) αν η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης επιβάλλεται για λόγους δημόσιου συμφέροντος, ή β) κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί, ή γ) αν η αντίστοιχη προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη», στο άρθρο 203 παρ. 1 ότι: «Η αίτηση αναστολής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπει το άρθρο 45, πρέπει να αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούν την αναστολή», στο άρθρο 204 παρ. 1 ότι: «Η εκδίκαση της αίτησης αναστολής δεν γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση, ούτε καλούνται κατ` αυτήν οι διάδικοι. Οι τελευταίοι, πάντως, αν το ζητήσουν, ακούγονται υποχρεωτικώς» και στο άρθρο 205 παρ. 1 και 2 ότι: «1. Αν γίνει εν όλω ή εν μέρει δεκτή η αίτηση, διατάσσεται η ολική ή μερική αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης με την αντίστοιχη προσφυγή πράξης. 2. Η αναστολή, αν στη σχετική απόφαση δεν ορίζεται διαφορετικά, ισχύει ως τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης για την προσφυγή». 4. Επειδή, από το συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων συνάγεται ότι το διαμορφωθέν από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας συστηματοποιημένο πλέγμα κανόνων προσωρινής δικαστικής προστασίας αποτελεί συμμόρφωση προς την επιταγή του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος περί παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και δη καθ` όλα τα στάδια της διαδικασίας, καθόσον η προστασία αυτή δεν εξαντλείται στην οριστική επίλυση της διαφοράς, δηλαδή την έκδοση οριστικής απόφασης επί της υπόθεσης, αλλά περιλαμβάνει και την προσωρινή έννομη προστασία, τη λήψη δηλαδή του κατάλληλου μέτρου για να αποσοβηθεί η ματαίωση του σκοπού για τον οποίο παρέχεται το κύριο ένδικο βοήθημα, γεγονός που επιτυγχάνεται με την αποτροπή άμεσης εκτέλεσης της πράξης (ΣτΕ Επ.Αν. 718/1993, 484/2003, 956/2003, 984/2003, 941/2004). Περαιτέρω συνέπεια της συνταγματικής κατοχύρωσης της προσωρινής δικαστικής προστασίας είναι το ανίσχυρο διατάξεων τυπικού νόμου που απαγορεύουν τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης διοικητικής πράξης. Ενόψει των ανωτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 4 και 150 παρ. 4 του νόμου 2960/2001, κατά το μέρος που ορίζουν ότι η προθεσμία άσκησης και η άσκηση προσφυγής, καθώς και η άσκηση αίτησης αναστολής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης αποκλείοντας έτσι όχι μόνο την αυτοδίκαιη, με την άσκηση της προσφυγής, αναστολή εκτέλεσης, αλλά και τη δυνατότητα του διοικούμενου να ζητήσει από το δικαστήριο τη χορήγηση τέτοιας αναστολής, αντίκεινται κατά το τελευταίο αυτό σημείο (αποκλεισμός της δυνατότητας χορήγησης αναστολής εκτέλεσης από το δικαστήριο) στην πιο πάνω συνταγματική διάταξη και είναι ανεφάρμοστες. Για να εναρμονιστούν οι ανωτέρω διατάξεις με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, πρέπει να γίνει δεκτό, σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, ότι η άσκηση προσφυγής κατά καταλογιστικής πράξης της τελωνειακής αρχής με την οποία επιβάλλονται πολλαπλά τέλη (άρθρο 150 παρ. 4 του νόμου 2960/2001) και δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις (άρθρο 31 παρ. 4 του νόμου 2960/2001) επιφέρει από το νόμο την αναστολή εκτέλεσης του 70% και του 50%, αντίστοιχα, των ποσών που καταλογίζονται με την πράξη αυτή, ενώ η αναστολή εκτέλεσης των υπόλοιπων ποσοστών 30% και 50%, αντίστοιχα, ως προς τα οποία η άσκηση της προσφυγής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα όσον αφορά την διαδικασία βεβαίωσής τους από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης της αρμόδιας τελωνειακής αρχής, μπορεί να ζητηθεί με την άσκηση αίτησης αναστολής, σύμφωνα με τα άρθρα 200 επόμενα του ΚΔΔ/μίας, ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, εφόσον δεν έχει ήδη χορηγηθεί αναστολή από την ανωτέρω διοικητική αρχή. Σύμφωνα, όμως, με τη γνώμη της εισηγήτριας της υπόθεσης Ελένης Χαμηλού, ειδικότερα όσον αφορά την περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά πράξης με την οποία καταλογίζονται δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις, η διάταξη του άρθρου 31 παρ. 4 του νόμου 2960/2001, με την οποία προβλέπεται ότι τόσο η προθεσμία άσκησης όσο και η άσκηση της προσφυγής δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός εάν καταβληθεί ορισμένο ποσοστό των καταλογισθέντων δασμών και φόρων (το 50%), ερμηνευόμενη υπό το φως του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, έχει την έννοια ότι στη μεν περίπτωση καταβολής του οριζόμενου στο νόμο ποσοστού 50% της οφειλής (γεγονός που πρέπει να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας και αποτελεί προϋπόθεση για την εκ του νόμου αναστολή του υπόλοιπου ποσοστού της οφειλής), η εκ του νόμου αναστολή περιορίζεται στο υπόλοιπο μη καταβλητέο ποσοστό (50%), ενώ στην περίπτωση της μη καταβολής του ποσοστού αυτού, επέρχεται από το νόμο η μη αναστολή ολοσχερώς της εκτέλεσης της πράξης, οπότε η ασκηθείσα αίτηση αναστολής αφορά ολόκληρο το καταλογισθέν ποσό δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων (100%) (βλ. Ν. Χατζητζανή, «Ερμηνεία κατ` άρθρον Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας», εκδ. 2002, σελ. 1153-1154). 5. Επειδή, περαιτέρω, η βασιμότητα της αίτησης αναστολής εξαρτάται αποκλειστικά από το ζήτημα εάν από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, δηλαδή την άμεση είσπραξη των παραπάνω ποσοστών (30% ή 50%, αντίστοιχα) του αμφισβητούμενου ποσού πολλαπλών τελών ή δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, θα επέλθει στον αιτούντα βλάβη (υλική ή ηθική), η επανόρθωση της οποίας θα είναι αδύνατη ή πάντως δυσχερής, σε περίπτωση ευδοκίμησης του κύριου ένδικου βοηθήματός του. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 202 παρ. 1 του ΚΔΔ/μίας, υλική βλάβη είναι πρωτίστως η χρηματική, η οποία, όμως, αυτοτελώς λαμβανόμενη, δεν δικαιολογεί την χορήγηση αναστολής εκτέλεσης διοικητικής πράξης, αλλά πρέπει να αποδεικνύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι η χρηματική ζημία, ενόψει του ύψους της και των ιδιαίτερων συνθηκών στις οποίες τελεί ο αιτών, συνδέεται με ισχυρό οικονομικό κλονισμό αυτού ή παρακώλυση της λειτουργίας της επιχείρησής του (ΣτΕ Επ.Αν. 96/1983, 215/1983, 111/1984, 410/1984, 548-550/1990, 177/1991, 463/1992, 184/1996, 364/2000, ΔΕφΑθ. 108/1999). Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, δεν αποτελεί λόγο χορήγησης της αιτούμενης αναστολής η τυχόν βασιμότητα της προσφυγής ή των λόγων αυτής (πρβλ. ΣτΕ Επ.Αν. 380/1986, 447/1986, 456 – 460/1986). Επιπλέον, οι προβαλλόμενοι με την αίτηση αναστολής λόγοι πρέπει να είναι ορισμένοι και να αποδεικνύονται σε κάθε περίπτωση (πρβλ. ΣτΕ Επ.Αν. 450/1986, 454/1986).
6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 165/06/29-5-2007 πράξη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης του Ζ` Τελωνείου Επίβλεψης Συγκροτημάτων Πειραιά (Τ.Ε.Σ.Π.) επιβλήθηκαν, μεταξύ άλλων και σε βάρος του αιτούντος, πολλαπλά τέλη, συνολικού ποσού 11.267.026,40 ευρώ (5.370.623,61 ευρώ ως ατομική οφειλή και 5.896.402,80 ευρώ ως αλληλέγγυα υποχρέωση), και αφετέρου δασμοί και λοιποί φόροι, ποσού 1.965.467,60 ευρώ, για αποδιδόμενη σ` αυτόν τελωνειακή παράβαση (συμμετοχή σε λαθρεμπορία υγρών καυσίμων). Κατά της ανωτέρω καταλογιστικής πράξης ο αιτών άσκησε εμπροθέσμως την από 23-7-2007 προσφυγή τoυ ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αριθ. πράξης κατάθεσης στο Z` Τ.Ε.Σ.Π.: 918/23-7-2007), επιδιώκοντας την ακύρωσή της για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτή. Μετά την άσκηση της προσφυγής ανεστάλη ευθέως από το νόμο η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, κατά ποσοστό 70%, δηλαδή για το ποσό των 7.886.918,48 (11.267.026,40 Χ 70% = 7.886.918,48) ευρώ, όσον αφορά στα πολλαπλά τέλη, και κατά ποσοστό 50%, δηλαδή για το ποσό των 982.733,80 (1.965.467,60 Χ 50% = 982.733,80) ευρώ, όσον αφορά στις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις. Στη συνέχεια, ο αιτών άσκησε στις 25-7-2007 (αριθ. κατάθεσης δικογράφου: 949/25-7-2007) την κρινόμενη αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, όπως αυτή αναπτύχθηκε και προφορικά κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος ακρόασης και συμπληρώνεται με το από 17-10-2007 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ζητά την αναστολή εκτέλεσης της ως άνω πράξης για το υπόλοιπο ποσοστό 30%, ως προς τα πολλαπλά τέλη, δηλαδή για το συνολικό ποσό των 3.380.107,92 ευρώ (11.267.026,40 Χ 30% = 3.380.107,92), και για ποσοστό 50%, δηλαδή για το ποσό των 982.733,80 ευρώ (1.965.467,60 Χ 50% = 982.733,80), ως προς τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις, κατά τα οποία (ποσοστά) η ανωτέρω πράξη είναι άμεσα εκτελεστή μέχρι τη δημοσίευση οριστικής απόφασης για την προσφυγή του, ισχυριζόμενος, κατ` αρχήν, ότι για τους λόγους που αναπτύσσονται στο οικείο δικόγραφο πιθανολογείται βάσιμα η ευδοκίμηση της προσφυγής του. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός του αιτούντος προβάλλεται αλυσιτελώς και πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, δεδομένου ότι η σε οποιονδήποτε βαθμό πιθανολόγηση ευδοκίμησης της προσφυγής δεν αποτελεί νομοθετικά προβλεπόμενο (κατ` άρθρο 202 παρ. 1 του ΚΔΔ/μίας) αυτοτελή λόγο χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης και, κατά συνέπεια, η επίκληση και αξιολόγηση των στοιχείων που αφορούν στα πραγματικά περιστατικά και, εν γένει, στην ουσία της διαφοράς, δεν μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο της κρινόμενης αίτησης.
Περαιτέρω, ο αιτών προβάλλει ότι από την άμεση καταβολή της ένδικης οφειλής θα υποστεί υλική βλάβη, στερούμενος τα αναγκαία μέσα βιοπορισμού του ίδιου και της οικογένειάς του, καθόσον τελεί σε απόλυτη οικονομική αδυναμία καταβολής της, ενόψει των χαμηλών εισοδημάτων του τα τελευταία οικονομικά έτη, που τελούν σε προφανή δυσαναλογία με το ποσό της ένδικης οφειλής, λαμβανομένου υπόψη και του κινδύνου της επίσπευσης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης (μέσω της κατάσχεσης περιουσιακών του στοιχείων ή ακόμη και της προσωποκράτησής του). Επίσης, ισχυρίζεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης θα του προξενήσει, πέραν της υλικής, και ανεπανόρθωτη ηθική βλάβη, καθόσον θα έχει ως συνέπεια την προσβολή της φήμης και του ονόματός του στις εργασιακές του σχέσεις, ως επιχειρηματία δραστηριοποιούμενου στον κλάδο των πετρελαιοειδών, αλλά και γενικότερα στον κοινωνικό του κύκλο (ιδίως μέσω της δημοσίευσης των ονομάτων των οφειλετών του Δημοσίου, η οποία πραγματοποιείται στο τέλος κάθε έτους στον ημερήσιο πανελλαδικό τύπο). Για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του ο αιτών επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων: 1) τις κοινές με τη σύζυγό του, ……… (σε βάρος της οποίας έχουν, επίσης, καταλογιστεί με την προσβαλλόμενη πράξη πολλαπλά τέλη και δασμοί και λοιποί φόροι, ενώ έχει και αυτή ασκήσει χωριστή προσφυγή και αίτηση αναστολής κατά της ανωτέρω πράξης) δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Γ` Πειραιά των οικονομικών ετών 2004 και 2005, από τις οποίες προκύπτει ότι το δηλωθέν εισόδημά του από μισθωτές υπηρεσίες ανήλθε στα 9.907,91 και 22.578,37 ευρώ, αντίστοιχα, ενώ η σύζυγός του δεν δήλωσε εισόδημα, περαιτέρω δε ότι έχει δύο (2) παιδιά, γεννηθέντα τα έτη 2000 και 2001, αντίστοιχα και 2) τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. των οικονομικών ετών 2003, 2004, 2005 και 2007, από τα οποία προκύπτει ότι κατά τα ανωτέρω οικονομικά έτη το δηλωθέν εισόδημα του αιτούντος (από ακίνητα και μισθωτές υπηρεσίες) ανήλθε στα 3.294,56, 10.599,11, 23.269,57 και 25.744,14 ευρώ, αντίστοιχα, ενώ η σύζυγός του δεν δήλωσε εισόδημα.
Περαιτέρω, ο αιτών επικαλείται και προσκομίζει και στοιχεία (μεταξύ άλλων, ισολογισμούς, δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, μηχανογραφικά δελτία οικονομικών στοιχείων επιχειρήσεων – επιτηδευματιών και δήλωση στοιχείων ακινήτων της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά) προς απόδειξη της οικονομικής κατάστασης της ανώνυμης εταιρείας «……….», της οποίας είναι Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο της εμπορίας πετρελαιοειδών (σχετ. το προσκομισθέν υπ` αριθ. 12401/2-12-2005 ΦΕΚ, τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., στο οποίο δημοσιεύτηκε η ανακοίνωση της καταχώρησης [στις 15-11-2005] στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών του από 30-6-2005 πρακτικού της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας, με το οποίο αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, η σύνθεση του Διοικητικού της Συμβουλίου). Τα στοιχεία, όμως, αυτά προσκομίζονται απαραδέκτως και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση της συνδρομής ή όχι του στοιχείου της βλάβης του αιτούντος από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, στα πλαίσια της παρούσας αίτησης, για το λόγο ότι αφορούν βλάβη προβαλλόμενη εκ συμφέροντος τρίτου, εν προκειμένω, νομικού προσώπου, το οποίο, όπως είναι γνωστό στο Δικαστήριο από άλλη δικαστική του ενέργεια (άρθρο 144 παρ. 2 του ΚΔΔ/μίας), έχει ασκήσει ξεχωριστή προσφυγή και αίτηση αναστολής κατά της ένδικης πράξης (πρβλ. ΣτΕ Επ.Αν. 179/1996, 604/1996). Εξάλλου, με την με αριθ. πρωτ. 28490/8-8-2007 έκθεση απόψεών του, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης του Ζ` Τ.Ε.Σ.Π. ζητά την απόρριψη της αίτησης, ισχυριζόμενος ότι: α) η αναστολή είσπραξης του 50% των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων και του 30% των πολλαπλών τελών έχει αποκλειστεί νομοθετικά, β) υφίσταται λόγος δημοσίου συμφέροντος που αποκλείει την χορήγηση της αναστολής, ο οποίος συνίσταται στην απώλεια εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού και, κατά συνέπεια, στη δυσχέρανση εκτέλεσής του και γ) η βλάβη που θα υποστεί ο αιτών είναι απλώς χρηματική και δεν αποδεικνύεται ο ανεπανόρθωτος χαρακτήρας της. 7. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω πραγματικών δεδομένων και σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην τέταρτη και την πέμπτη σκέψεις της παρούσας, περαιτέρω δε λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) οι διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 4 και 150 παρ. 4 του Τελωνειακού Κώδικα, κατά το μέρος που αποκλείουν τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης από το δικαστήριο, είναι αντίθετες στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και, συνεπώς, ανεφάρμοστες, ενώ όσον αφορά ειδικότερα τα άμεσα βεβαιωτέα ποσοστά 50% και 30%, αντίστοιχα, ως προς τα οποία δεν επέρχεται εκ του νόμου αναστολή εκτέλεσης, αυτή μπορεί να ζητηθεί με την άσκηση αίτησης αναστολής, σύμφωνα με τα άρθρα 200 επόμενα του ΚΔΔ/μίας, τα όσα δε αντίθετα ισχυρίζεται η διάδικη τελωνειακή αρχή είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, β) η άμεση εκτέλεση της πράξης δεν επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθόσον, κατά τη σχετική νομολογία, τέτοιος λόγος επί καταλογισμού χρηματικών ποσών συντρέχει όταν υφίσταται ανάγκη ταχύτερης είσπραξης βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων του Δημοσίου από αμελείς και δύστροπους οφειλέτες (ΣτΕ 3078/1997, 3438/1998), καθώς και εξασφάλισης είσπραξης των δημοσίων εσόδων, που προέρχονται από ληξιπρόθεσμες και απαιτητές υποχρεώσεις (ΣτΕ Επ.Αν. 143/1998, 647/1998, ΣτΕ 3078/1997, 3438/1998), περίπτωση που δεν συντρέχει, εν προκειμένω. Εξάλλου, εάν γινόταν δεκτό ότι ως δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης και, επομένως, αποκλείει την χορήγηση αναστολής εκτέλεσής της νοείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 202 παρ. 2 περ. α` του ΚΔΔ/μίας, το απλό ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου προς άμεση είσπραξη των απαιτήσεών του, τότε δεν θα χορηγούταν, σε καμία περίπτωση, αναστολή εκτέλεσης πράξεων οργάνων του Δημοσίου, με τις οποίες θα καταλογίζονταν οποιαδήποτε χρηματικά ποσά. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται, εν προκειμένω, λόγος δημοσίου συμφέροντος και η αναστολή εκτέλεσης της ένδικης πράξης δεν πρόκειται να δημιουργήσει πρόσκομμα στην ομαλή λειτουργία του Δημοσίου, απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού που προέβαλε με την από 8-8-2007 έκθεση απόψεών του ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης του Ζ` Τ.Ε.Σ.Π., γ) η προσφυγή του αιτούντος κατά της ως άνω καταλογιστικής πράξης δεν είναι προδήλως απαράδεκτη ούτε προδήλως αβάσιμη (κατ` άρθρο 202 παρ. 2 περ. γ` του ΚΔΔ/μίας), εφόσον έχει ασκηθεί νομότυπα και με αυτή προβάλλονται λόγοι παραδεκτώς εξεταστέοι κατά τη συζήτησή της και δ) όπως προκύπτει από το σύνολο των προαναφερθέντων στοιχείων και ιδίως από τα προσκομισθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος της Δ.Ο.Υ. Γ` Πειραιά των οικονομικών ετών 2003, 2004, 2005 και 2007, σύμφωνα με τα οποία το δηλωθέν εισόδημα του αιτούντος (από ακίνητα και μισθωτές υπηρεσίες), κατά τα ανωτέρω οικονομικά έτη ανήλθε στα 3.294,56, 10.599,11, 23.269,57 και 25.744,14 ευρώ, αντίστοιχα, λαμβανομένων δε, περαιτέρω, υπόψη του ύψους της ένδικης οφειλής (το 30% του επιβληθέντος σε βάρος του αιτούντος συνολικού ποσού πολλαπλών τελών, ύψους 3.380.107,92 ευρώ, και το 50% των καταλογισθέντων σε βάρος του δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, δηλαδή ποσό 982.733,80 ευρώ, που είναι ιδιαίτερα υψηλά για τις οικονομικές δυνατότητές του, υπερβαίνοντας κατά πολύ το ύψος του δηλωθέντος ετήσιου εισοδήματός του τα τελευταία οικονομικά έτη), αλλά και της ανάγκης του αιτούντος να ανταποκριθεί στις, κατά τα κοινώς γνωστά, υποχρεώσεις οικονομικής φύσης που απορρέουν από την προσωπική και οικογενειακή του κατάσταση (έχει δύο παιδιά), το Δικαστήριο, συνεδριάζοντας ως Συμβούλιο, κρίνει ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για τη χορήγηση αναστολής, δεδομένου ότι η καταβολή της ένδικης οφειλής, κατά τα προαναφερθέντα προβεβαιούμενα ποσά, θα προκαλέσει στον αιτούντα αφενός ταμειακά προβλήματα και στέρηση των αναγκαίων μέσων βιοπορισμού του, τα οποία είναι δυνατόν να έχουν ως αποτέλεσμα την αδυναμία εκπλήρωσης ανειλημμένων υποχρεώσεών του και, περαιτέρω, τον ισχυρό οικονομικό κλονισμό του, και αφετέρου, κατά κοινή αντίληψη, τη δυσφήμιση και κοινωνική απαξία που θα του αποδοθεί ως επαγγελματία, με συνέπεια αυτός να υποστεί υλική και ηθική βλάβη, η επανόρθωση της οποίας θα είναι δυσχερής, σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής του και ακύρωσης της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης. 7. Επειδή, κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναστολής πρέπει να γίνει δεκτή και να διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης της 165/06/29-5-2007 πράξης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης του Ζ` Τ.Ε.Σ.Π., κατά το μέρος που αφορά τον αιτούντα, ως προς τα άμεσα εισπρακτέα ποσοστά 30% και 50%, επί των καταλογισθέντων σε βάρος του με την εν λόγω πράξη ποσών πολλαπλών τελών και δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, αντίστοιχα, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 23-7-2007 προσφυγής του. Περαιτέρω, το κατατεθέν παράβολο πρέπει να επιστραφεί στον αιτούντα (άρθρο 277 παρ. 9 του ΚΔΔ/μίας), ενώ το καθ` ού Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα αυτού, κατ` εκτίμηση των περιστάσεων (άρθρο 275 παρ. 1 του εδ. ε του ΚΔΔ/μίας).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται την αίτηση αναστολής.
Διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της 165/06/29-5-2007 πράξης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης του Ζ` Τελωνείου Επίβλεψης Συγκροτημάτων Πειραιά (Τ.Ε.Σ.Π.), κατά το μέρος που αφορά τον αιτούντα, κατά το ποσό των τριών εκατομμυρίων τριακοσίων ογδόντα χιλιάδων εκατόν επτά ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (3.380.107,92), που αντιστοιχεί στο άμεσα εισπρακτέο ποσοστό 30% επί του επιβληθέντος συνολικού ποσού πολλαπλών τελών, και κατά το ποσό των εννιακοσίων ογδόντα δύο χιλιάδων επτακοσίων τριάντα τριών ευρώ και ογδόντα λεπτών (982.733,80), που αντιστοιχεί στο άμεσα εισπρακτέο ποσοστό 50% επί των καταλογισθέντων σε βάρος του δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, κατά τα οποία (ποσοστά) δεν έχει ανασταλεί η εκτέλεση της ανωτέρω καταλογιστικής πράξης, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας από 23-7-2007 προσφυγής του αιτούντος κατ` αυτής.
Διατάσσει την απόδοση στον αιτούντα του κατατεθέντος παραβόλου.
Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα του αιτούντος, κατ` εκτίμηση των περιστάσεων.
Η απόφαση εκδόθηκε στο κατάστημα του Δικαστηρίου στον Πειραιά στις 21/12/2007.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ ΤΑΣΟΥΛΑ ΕΛΕΝΗ ΧΑΜΗΛΟΥ
Ε.Φ.