ΕΔΔΑ Απόφαση της 29.1.2013, Ζολώτας κατά Ελλάδας , Άρθρο 1 ΠΠΠ: παραγραφή αξίωσης και περιέλευση στο Δημόσιο κατάθεσης αδρανούς τραπεζικού λογαριασμού μετά πάροδο 20ετίας.
Το 1981 ο προσφεύγων, δικηγόρος, άνοιξε στη Γενική Τράπεζα της Ελλάδος ένα λογαριασμό, στον οποίο κατέθεσε 660.000 δρχ. Έκτοτε και επί πολλά έτη παρέμεινε στο εξωτερικό μαζί με τη σύζυγό του λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας. Το 2003 ζήτησε ενημέρωση για την κατάσταση του λογαριασμού από την Τράπεζα, η οποία του απάντησε ότι η σχετική αξίωσή του είχε υποπέσει σε παραγραφή, ελλείψει κινήσεως του λογαριασμού για πάνω από 20 έτη. Αγωγή του κατά της Τράπεζας απορρίφθηκε αμετάκλητα το 2009. Το ΕΔΔΑ, εξετάζοντας την υπόθεση υπό το πρίσμα του άρθρου 1 εδ. α΄ ΠΠΠ, δέχθηκε μεν ότι το εφαρμοσθέν εν προκειμένω σύστημα της 20ετούς παραγραφής (άρθρο 249 ΑΚ) και της μετά πάροδο 20ετίας περιέλευσης της κατάθεσης αδρανούς τραπεζικού λογαριασμού στο Δημόσιο (άρθρο 3 ν.δ. 1195/1942) είναι εύλογο (ενόψει του μακρού χρόνου παραγραφής και της ευχέρειας διακοπής της) και δικαιολογείται από σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ήτοι την εκκαθάριση, για λόγους κοινωνικής οικονομίας, των εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν σε ένα παρελθόν τόσο μακρινό, ώστε η ύπαρξή τους να καθίσταται αβέβαιη, επισήμανε όμως ότι ένα μέτρο τόσο δραστικό, σε συνδυασμό με τη νομολογία κατά την οποία η εγγραφή των τόκων δεν συνιστά κίνηση του λογαριασμού διακόπτουσα την παραγραφή, θέτει τους καταθέτες σε μειονεκτική θέση σε σχέση με την τράπεζα ή και με το κράτος. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι από το άρθρο 1 ΠΠΠ απορρέουν και θετικές υποχρεώσεις για τα κράτη, ακόμη και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, έκρινε ότι τέτοια είναι η υποχρέωση του κράτους να προστατεύει τον πολίτη και να προβλέπει την υποχρέωση των τραπεζών, ενόψει των δυσμενών συνεπειών της παραγραφής, να ενημερώνουν το δικαιούχο ενός αδρανούς λογαριασμού για την επερχόμενη λήξη του χρόνου της, παρέχοντάς του έτσι τη δυνατότητα να τη διακόψει με τη διενέργεια κάποιας συναλλαγής. Εν προκειμένω, τέτοια ενημέρωση δεν υπήρξε, με αποτέλεσμα ο προσφεύγων να επιβαρυνθεί υπέρμετρα και δυσανάλογα, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από την προαναφερόμενη ανάγκη εκκαθάρισης των εννόμων σχέσεων και την καλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 ΠΠΠ.