ΕΔΔΑ: Υπόθεση: Σιταρόπουλος κ.ά. κατά Ελλάδας,Α. 3 ΠΠΡΟΣΘΠΡΩΤ. ΨΗΦΟΣ-Το ενεργητικό δικαίωμα ψήφου περιλαμβάνει και τους εκτός επικρατείας εκλογείς,ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΕΙΑ ΣΥΝΘΕΣΗ ,2012,ΤΟ ΕΔΔΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΔΗΛΑΔΗ ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΟΥΝ ΟΙ ΕΚΤΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΕΔΔΑ

ΕΔΔΑ: Υπόθεση: Σιταρόπουλος κ.ά. κατά Ελλάδας, Αίτηση υπ’ αριθ.: 42202/07, Απόφαση: 8.7.2010
Πρόεδρος: Nina Vajic
Δικηγόροι: Ι. Κτιστάκης (ΔΣΑ), Μ. Απέσσος (Νομικός Σύμβουλος του Κράτους), Ο. Πατσοπούλου (Πάρεδρος ΝΣΚ), Ζ. Χατζηπαύλου (Δικαστικός Αντιπρόσωπος ΝΣΚ)

Νομικές διατάξεις: άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ
Περίληψη
Δικαίωμα εκλέγειν και άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ. Το ενεργητικό δικαίωμα ψήφου περιλαμβάνει και τους εκτός επικρατείας εκλογείς, ιδίως όταν υφίσταται στο Συμβαλλόμενο κράτος-μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης ρητή συνταγματική διάταξη η οποία να το προβλέπει (άρθρο 51 § 4 Σ). Αντίθετη μειοψηφία. Το δικαίωμα ψήφου δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί απόλυτα και στους εκτός επικρατείας εκλογείς χωρίς να λαμβάνονται οι ιδιαίτερες συνθήκες, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές του ενδιαφερόμενου κράτους. Αντίθεση με προηγούμενη νομολογία του ΕΔΔΑ.

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Υπόθεση: Σιταρόπουλος κ.ά. κατά Ελλάδας [*], [**]

 

§ 1 – 29. Το ιστορικό της υπόθεσης και οι ισχυρισμοί των διαδίκων (Απόδοση – περίληψη)

Η εν λόγω απόφαση δέχεται προσφυγή η οποία υποβλήθηκε από τρεις έλληνες πολίτες, αξιωματούχους του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο, στις 20 Σεπτεμβρίου του 2007 κατά της Ελλάδας. Με την προσφυγή τους επικαλέστηκαν την παραβίαση του ενεργητικού δικαιώματος ψήφου, όπως αυτό προστατεύεται στο άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στην εκδίκαση της υπόθεσης συμμετείχε μετά από την παραίτηση του δικαστή της Ελλάδας Χρήστου Ροζάκη, ως ad hoc δικαστής ο καθηγητής Σπυρίδων Φλογαΐτης, ο οποίος και μειοψήφησε.

Με βάση το πραγματικό, οι τρεις προσφεύγοντες απέστειλαν στις 10 Σεπτεμβρίου στην Πρεσβεία της Ελλάδας στη Γαλλία, το αίτημά τους να ψηφίσουν στον τόπο κατοικίας τους στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου του 2007. Ο έλληνας πρεσβευτής απέρριψε το αίτημά τους λέγοντας ότι παρά το γεγονός ότι υπήρχε συνταγματική πρόβλεψη στο άρθρο 51 § 4 του ελληνικού Συντάγματος, αυτή δεν είχε ενεργοποιηθεί νομοθετικά, με αποτέλεσμα την αντικειμενική αδυναμία του να τους επιτρέψει να ψηφίσουν στον τόπο κατοικίας τους. Οι προσφεύγοντες σε αυτή τη βάση επικαλέστηκαν την παραβίαση του δικαιώματος ψήφου. Ειδικότερα, υποστήριξαν ότι η μετάβασή τους για την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος στην Ελλάδα απαιτούσε οικονομικές δαπάνες και ήταν δυνατόν να διαταράξει την επαγγελματική, προσωπική και οικογενειακή τους ζωή, ενώ τόνισαν τους ενεργούς τους με τη χώρα δεσμούς, με την οποία διατηρούσαν επαγγελματικές, οικονομικές και ιδιοκτησιακές σχέσεις.

Από την πλευρά της, η ελληνική κυβέρνηση προέβαλε μια σειρά από πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς. Κατ’ αρχήν, τόνισε τον επικουρικό ρόλο του Συμβουλίου της Ευρώπης στα ζητήματα της εκλογικής διαδικασίας, αφού βάση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ καταλείπεται στα κράτη-μέλη ένα ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας στον προσδιορισμό των προϋποθέσεων άσκησης του εκλογικού δικαιώματος. Η ελληνική κυβέρνηση τόνισε ότι δεν υπήρχε απαγόρευση του εκλογικού δικαιώματος, στον βαθμό που οι προσφεύγοντες ήταν εγγεγραμμένοι και μπορούσαν να ψηφίσουν στην Ελλάδα, ότι διέμεναν κατ’ ελεύθερη επιλογή τους στο εξωτερικό, ενώ το χρονικό διάστημα που υπέβαλαν την αίτηση είχε παρέλθει η δίμηνη προ των εκλογών προθεσμία εγγραφής τους στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους του εξωτερικού. Τόνισε ότι οι προσφεύγοντες είχαν τη δυνατότητα να μετακινηθούν με ειδικές αεροπορικές πτήσεις, ενώ προέβαλε το επιχείρημα της προσπάθειας νομοθετικής ρύθμισης του ζητήματος με εκτελεστικό του Συντάγματος σχέδιο νόμου, το οποίο όμως είχε απορριφθεί στη Βουλή (εξ αιτίας υψηλής πλειοψηφίας δύο τρίτων (2/3) που απαιτείται για την ψήφισή του και των δύσκολων ζητημάτων που θέτει η ψήφος των αποδήμων).

Το Δικαστήριο με τη σειρά του εξέτασε τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις, το άρθρο 1 § 2 Σ στο οποίο κατοχυρώνεται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, το άρθρο 51 § 4 Σ για την πρόβλεψη ψήφου για τους εκτός επικρατείας εκλογείς, καθώς και τη μέριμνα του ελληνικού κράτους για τους αποδήμους, σύμφωνα με το άρθρο 108 Σ, καθώς και τη σχετική νομοθεσία (π.δ. 96/2007), την οποία και επιχείρησε να ερμηνεύσει στο πλαίσιο του άρθρου 3 του 1ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, του Ψηφίσματος 1459 (2005) και της Σύστασης 1714 (2005) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Παράλληλα, εξέτασε συγκριτικά το καθεστώς στην εκλογική νομοθεσία των υπολοίπων μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, προκειμένου να αντλήσει συμπεράσματα από έναν ευρωπαϊκό μέσο όρο και τα συστήματα ηλεκτρονικής και επιστολικής ψήφου που έχουν εισαχθεί από πολλές έννομες τάξεις για την ενεργοποίηση της ψήφου της αποδήμου.

§ 30 – 47. Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

α) Γενικές αρχές

30. Κατ’ αρχήν, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου προστατεύει μια αρχή, χαρακτηριστική για μια αποτελεσματική δημοκρατία και συνεπώς κύριας σημασίας για το σύστημα της ΕΣΔΑ (βλ. Mathieu-Mohin και Clerfayt κατά Βελγίου, 2 Μαρτίου 1987, § 47). Το Δικαστήριο έχει συχνά δώσει έμφαση στον ρόλο του Κράτους ως του τελικού εγγυητή του πλουραλισμού και έχει διατυπώσει την άποψη ότι κατά την εκτέλεση του ρόλου αυτού, το Κράτος έχει την υποχρέωση να υιοθετεί θετικά μέτρα για την «οργάνωση» δημοκρατικών εκλογών «υπό συνθήκες οι οποίες θα διασφαλίζουν την ελεύθερη έκφραση των πολιτών στην επιλογή των αντιπροσώπων τους» (βλ. Yumak και Sadak κατά Τουρκίας, 8 Ιουλίου 2008, § 106).

31. Το άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου εμφανίζεται κατ’ αρχάς να διαφέρει από τις άλλες προβλέψεις της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της, στον βαθμό που είναι διατυπωμένο ώστε να προβλέπει την υποχρέωση των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών να διενεργούν εκλογές υπό προϋποθέσεις, οι οποίες διασφαλίζουν περισσότερο την ελεύθερη έκφραση των πολιτών παρά ένα συγκεκριμένο δικαίωμα ή μια ελευθερία. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις travaux préparatoires (προπαρασκευαστικές εργασίες) του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου και την ερμηνεία της πρόβλεψής του στο συνολικό πλαίσιο της Σύμβασης, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου εγγυάται δικαιώματα του υποκειμένου, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι (βλ. Mathieu-Mohin και Clerfayt, ό.π. § 51).

32. Τα δικαιώματα που προστατεύονται στο άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου δεν είναι απόλυτα. Υπάρχει πεδίο για «υπονοούμενους περιορισμούς», και τα Συμβαλλόμενα Κράτη διαθέτουν ένα πεδίο διακριτικής ευχέρειας στο σημείο αυτό (βλ, μεταξύ άλλων, Matthews κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Νo. 24833/94, § 63, 1999, και Labita κατά Ιταλίας, Νo. 26772/95, § 201, 2000). Υπάρχουν πολλοί τρόποι οργάνωσης και εφαρμογής ενός εκλογικού συστήματος και ένας πλούτος διαφοροποιήσεων, ο οποίος ανάγεται inter alia, στην ιστορική εξέλιξη, στην πολιτισμική διαφορετικότητα και στην πολιτική σκέψη της Ευρωπαϊκής μήτρας, τον οποίο κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος είναι δυνατόν να μετασχηματίσει στο δικό του δημοκρατικό όραμα (βλ. Lykourezos κατά Ελλάδας, Νo. 33554/03, § 51, 2006).

33. Επαφίεται, ωστόσο, στο Δικαστήριο να αποφασίσει σε τελευταίο βαθμό κατά πόσον οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του 1ου Πρωτοκόλλου έχουν πληρωθεί. Το Δικαστήριο πρέπει να μείνει ικανοποιημένο ότι οι προϋποθέσεις που επιβλήθηκαν στο δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι δεν περιορίζουν τα επίμαχα δικαιώματα σε τέτοιο βαθμό ώστε να προσβάλουν το ιδιαίτερο ουσιαστικό τους περιεχόμενο και να τα στερούν από την αποτελεσματικότητά τους· ότι επιβάλλονται εν όψει της επιδίωξης ενός δικαιολογημένου σκοπού· και ότι τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν δεν είναι δυσανάλογα προς αυτόν (βλ. Mathieu-Mohin και Clerfayt, ό.π. § 52). Συγκεκριμένα, οι όποιες προϋποθέσεις επιβάλλονται δεν πρέπει να παρεμποδίζουν την ελεύθερη έκφραση των πολιτών στην επιλογή των αντιπροσώπων –με άλλα λόγια, πρέπει να αντανακλούν, ή να μην αντιστρατεύονται, την επιδίωξη διατήρησης της ακεραιότητας και αποτελεσματικότητας μιας εκλογικής διαδικασίας, η οποία στοχεύει στην αναζήτηση της βούλησης του λαού μέσω καθολικής ψηφοφορίας (βλ. Melnychenko κατά Ουκρανίας, Νo. 17707/02, § 56, 2004).

34. Με ειδικότερη αναφορά στις υποθέσεις οι οποίες αφορούν το δικαίωμα της ψήφου (δικαίωμα εκλέγειν), δηλαδή την επονομαζόμενη «ενεργητική» πτυχή των δικαιωμάτων υπό το άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου, το Δικαστήριο έχει θεωρήσει ότι ο αποκλεισμός κάποιων ομάδων ή κατηγοριών του συνολικού πληθυσμού οφείλει να είναι συμβατός με τους βασικούς στόχους του άρθρου 3 του 1ου Πρωτοκόλλου (βλ. Ždanoka κατά Λιθουανίας, Νo. 58278/00, § 105, 2006). Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει θεωρήσει ότι η εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει κατώτερο όριο ηλικίας ή προϋποθέσεις παραμονής για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου είναι, σε επίπεδο αρχής, συμβατή με το άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου (βλ. Hirst κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Νo. 74025/01, § 62, 2005, και Hilbe κατά Λιχτενστάϊν, Νo. 31981/96, 1999). Ομοίως, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι γενικά, η αυτόματη και αδιάκριτη αποχώρηση από την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας διακινδυνεύει να υπονομεύσει τη δημοκρατική νομιμοποίηση των εκλεγμένων με αυτό τον τρόπο αντιπροσώπων, καθώς και των εκδιδόμενων από αυτούς νόμων (βλ. Hirst, ό.π. στο ίδιο).

β) Εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση

35. Προκαταρκτικά, το Δικαστήριο θεωρεί αναγκαίο να περιορίσει το πεδίο της υπόθεσης στο πλαίσιο του άρθρου 3 του 1ου Πρωτοκόλλου. Πράγματι, η προσφυγή του πρώτου και του τρίτου προσφεύγοντα συνδέεται με την επικαλούμενη αποτυχία του Ελληνικού κράτους να αναλάβει νομοθετική δράση, προκειμένου να διασφαλίσει ότι θα μπορούσαν να ψηφίσουν στις βουλευτικές εκλογές στον τόπο της κατοικίας τους. Αντίστοιχα, η προσφυγή δεν αφορά την ύπαρξη του δικαιώματος ψήφου ως τέτοιου (δικαίωμα εκλέγειν), από τη στιγμή που το δικαίωμα αυτό, είναι κατ’ αρχήν αναγνωρισμένο στο άρθρο 51 § 3 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του π.δ. 96/2007, αλλά τις προϋποθέσεις ενάσκησης της ψήφου. Για τον λόγο αυτό, η παρούσα υπόθεση διαφέρει από άλλες οι οποίες έχουν εξεταστεί από το Δικαστήριο και αφορούν, για παράδειγμα, μέτρα τα οποία υποβάλλουν το δικαίωμα ψήφου σε μια απαιτούμενη ελάχιστη περίοδο παραμονής (βλ. Hilbe, ό.π.) ή περιορίζουν το δικαίωμα ψήφου στη βάση νομοθεσίας η οποία απαγορεύει σε φυλακισμένους την ενάσκησή του (βλ. Hirst, ό.π.). Διαφέρει επίσης από την X. and Association Y. κατά Ιταλίας (Νo. 8987/80, Απόφαση της Επιτροπής, 6 Μαΐου 1981), όπου η Επιτροπή κατέληξε ότι η υποχρέωση της άσκησης του δικαιώματος ψήφου σε εθνική επικράτεια δεν οδηγεί σε παραβίαση του άρθρου 3 του πρωτοκόλλου Νο 1. Αντίθετα με την παραπάνω υπόθεση, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι στην παρούσα υπόθεση υφίσταται συνταγματική πρόβλεψη, δηλαδή το άρθρο 51 § 4 του ελληνικού Συντάγματος, το οποίο και εξουσιοδοτεί τον νομοθέτη να καθορίζει τις προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος ψήφου (δικαίωμα εκλέγειν). Επιπλέον, καθώς η εν λόγω απόφαση της Επιτροπής υφίσταται από το 1981, το Δικαστήριο θεωρεί απαραίτητη την ενδελεχή εξέταση στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης της εξέλιξης του δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης πάνω στο ζήτημα.

36. Το Δικαστήριο θεωρεί συνεπώς ότι στην παρούσα υπόθεση το καθήκον του είναι να εξετάσει το κατά πόσο η αδυναμία θέσπισης νομοθεσίας σε σχέση με τις προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος ψήφου (δικαίωμα εκλέγειν), όπως το κατανοούν οι προσφεύγοντες, επιτρέπει «την ελεύθερη έκφραση της λαϊκής θέλησης» με τρόπο που δεν αρνείται «την βαθύτερη ουσία… του δικαιώματος ψήφου» (βλ. Matthews, ό.π. § 65). Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 3 του 1ου Πρωτοκόλλου, η πρωταρχική υποχρέωση του κράτους δεν αφορά σε αποχή ή μη ανάμειξή του, αλλά στην υιοθέτηση εκ μέρους του θετικών μέτρων ικανών να «διατηρήσουν» δημοκρατικές εκλογές (βλ. Mathieu-Mohin και Clerfayt, ό.π. § 50).

37. Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το άρθρο 51 του ελληνικού Συντάγματος σε καμιά περίπτωση δεν αποκλείει τη δυνατότητα των ψηφοφόρων που βρίσκονται εκτός της επικράτειας να ασκήσουν το δικαίωμα ψήφου. Αντίθετα, η συνταγματική ρύθμιση επιβάλλει στον νομοθέτη το καθήκον να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις άσκησης του σχετικού δικαιώματος. Κατά τη δήλωση του Έλληνα Πρέσβη στη Γαλλία, στην από 12 Σεπτεμβρίου 2007 απάντησή του στους προσφεύγοντες, το αίτημά τους «[δεν ήταν δυνατό] να ικανοποιηθεί για αντικειμενικούς λόγους» εφόσον «απαιτούσε νομοθετική ρύθμιση που δεν υπήρχε τη στιγμή εκείνη».

38. Περαιτέρω, το Δικαστήριο σημειώνει πως δεν προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 51 § 4 ότι υφίσταται υποχρέωση του νομοθέτη να προβαίνει σε ρυθμίσεις σχετικά με την ψηφοφορία όσων βρίσκονται εκτός της χώρας. Σύμφωνα με τη σχετική πρόβλεψη, οι ρυθμίσεις «μπορούν να εξειδικευτούν διά νόμου». Επιπλέον, στην από 31 Μαρτίου 2009 αναφορά του στο σχέδιο νόμου «Άσκηση του εκλογικού δικαιώματος κατά της βουλευτικές εκλογές από τους Έλληνες εκλογείς που διαμένουν στο εξωτερικό», το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής δήλωσε ότι οι κρατικές αρχές δεν ομοφωνούν σχετικά με το κατά πόσο οι συνταγματικές διατάξεις επιβάλλουν τέτοιο καθήκον στον νομοθέτη, ενώ ταυτόχρονα, από τη δική του πλευρά, διατύπωσε την άποψη ότι η αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου από το εξωτερικό είναι προαιρετική. Συνάγεται λοιπόν ότι η ελληνική έννομη τάξη διαθέτει προβλέψεις σε συνταγματικό επίπεδο, και τουλάχιστον σε επίπεδο επιλογής για τον νομοθέτη, σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος ψήφου εκτός Ελλάδας από ψηφοφόρους που κατοικούν στο εξωτερικό.

39. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η κατάσταση της εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζει το δικαίωμα ψήφου αποτελεί βασικό παράγοντα κατά την εξέταση των ζητημάτων που ανακύπτουν από το άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου, με δεδομένη την ευρεία διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν τα Συμβαλλόμενα Κράτη σε αυτό το πεδίο και την ανάγκη να αξιολογείται κάθε εκλογική νομοθεσία υπό το φως της πολιτικής εξέλιξης της εμπλεκόμενης χώρας (βλ. Ždanoka, ό.π. § 115). Είναι αληθές ότι στην παρούσα υπόθεση ούτε από τη διατύπωση, αλλά ούτε και την ερμηνεία του άρθρου 51 § 4 προκύπτει καθήκον των εθνικών αρχών να επιτρέψουν στους απόδημους Έλληνες να ψηφίζουν στον τόπο κατοικίας τους. Οι αιτούντες έχουν πάντα το δικαίωμα να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να ασκήσουν το δικαίωμα ψήφου και, συνεπώς, η κατάσταση αυτή δεν ακυρώνει το δικαίωμα ψήφου. Το δεδομένο παραμένει πάντως, ότι η αδυναμία άσκησής του από το εξωτερικό αποτελεί σημαντικό πρακτικό εμπόδιο. Από το φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι προκειμένου να ασκήσουν το δικαίωμά τους, οι προσφεύγοντες θα πρέπει να καταβάλουν σημαντικά ταξιδιωτικά έξοδα και μπορούν να προκληθούν διασπάσεις στη ροή της οικογενειακής και επαγγελματικής τους ζωής, κάτι που περιπλέκει έντονα την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Το Δικαστήριο θα αξιολογήσει τις συγκεκριμένες συνθήκες της περίπτωσης προκειμένου να διαπιστώσει το κατά πόσο οι εθνικές αρχές έλαβαν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να καταστήσουν εφικτή την άσκηση του δικαιώματος ψήφου των προσφευγόντων στις εθνικές εκλογές.

40. Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι το ελληνικό Σύνταγμα διαθέτει, από το 1975, σαφείς προβλέψεις για τη νομοθετική ρύθμιση των προϋποθέσεων, βάση των οποίων οι εκτός Ελλάδας ψηφοφόροι είναι δυνατόν να ασκούν το δικαίωμα ψήφου. Επιπλέον, όταν το Σύνταγμα αναθεωρήθηκε το 2001, το περιεχόμενο του άρθρου 51 § 4 διευκρινίστηκε περαιτέρω∙ διευκρινίστηκε ότι η αρχή της ταυτόχρονης διεξαγωγής της ψηφοφορίας δεν απέκλειε την επιστολική ψήφο ή την ψήφο με οποιαδήποτε άλλη πρόσφορη μέθοδο, υπό τον όρο ότι η καταμέτρηση των ψήφων και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων θα δημοσιοποιείται ταυτόχρονα και στην Ελλάδα.

41. Το Δικαστήριο δεν κρίνει ότι το άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου πρέπει να ερμηνευτεί κατά τρόπο που να επιβάλει τη θετική υποχρέωση των εθνικών αρχών να εξασφαλίζουν τα δικαιώματα ψήφου των ψηφοφόρων που κατοικούν στο εξωτερικό κατά τις βουλευτικές εκλογές. Αυτό είναι ορθό ειδικά στην παρούσα υπόθεση, εφόσον καμιά άμεση υποχρέωση σε αυτήν την κατεύθυνση δεν επιβάλλεται στον νομοθέτη από το άρθρο 51 § 4. Ωστόσο, μια τέτοια πρόβλεψη δεν μπορεί να παραμένει ανεφάρμοστη για πάντα, αποστερώντας το περιεχόμενό της και την πρόθεση των συντακτών της από κάθε κανονιστική αξία. Με άλλα λόγια, ο ρόλος του Δικαστηρίου δεν είναι να υπαγορεύσει στις εθνικές αρχές το πότε και το πώς θα ενεργοποιήσουν το περιεχόμενο της εν λόγω συνταγματικής ρύθμισης, αλλά απλώς να εξασφαλίσει ότι δεν θα περιέλθει σε αχρηστία. Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημειώνει ότι περίπου τριάντα πέντε χρόνια, ένας αρκετά μακρύς χρόνος παρήλθε από την υιοθέτηση του άρθρου 51 § 4, και ότι ο νομοθέτης δεν έχει θέσει σε εφαρμογή το περιεχόμενό του έκτοτε.

42. Το Δικαστήριο γνωρίζει ότι οι εθνικές αρχές ανέλαβαν πρωτοβουλία για την κατάρτιση νόμου με τίτλο «Άσκηση του εκλογικού δικαιώματος κατά της βουλευτικές εκλογές από τους Έλληνες εκλογείς που διαμένουν στο εξωτερικό». Το σχέδιο νόμου προτάθηκε στο Κοινοβούλιο την 19 Φεβρουαρίου 2009 από τους Υπουργούς Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Οικονομίας, που επισήμαναν ότι χρειάζεται νομοθεσία για να εφαρμοστεί στην πράξη η συγκεκριμένη συνταγματική πρόβλεψη. Η αναφορά που συνόδευε το νομοσχέδιο καταδείκνυε ότι ο νόμος στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 51 § 4 είναι εκτελεστικός του Συντάγματος. Επιπλέον, υπογράμμισε ότι «στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι απόδημοι Έλληνες πρέπει να διαθέτουν αποφασιστική πολιτική άποψη για την ανάπτυξη της χώρας τους». Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, το νομοσχέδιο αυτό αποτελεί απόδειξη της πρόθεσης των πολιτικών αρχών να υιοθετήσουν νομοθεσία στο πεδίο που καλύπτει το άρθρο 51 § 4 του Συντάγματος. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το σχέδιο νόμου προτάθηκε στο Κοινοβούλιο οκτώ ακριβώς έτη μετά την αναθεώρηση του άρθρου 51 § 4 του Συντάγματος. Επιπρόσθετα, μετά την απόρριψη του σχεδίου νόμου από το Κοινοβούλιο την 7η Απριλίου 2009, κανένας νόμος δεν τέθηκε σε εφαρμογή σε σχέση με το περιεχόμενο της συνταγματικής πρόβλεψης. Το Δικαστήριο επισημαίνει, ότι, όπως προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης, καμιά πρωτοβουλία δεν αναλήφθηκε με σκοπό την υιοθέτηση του νόμου που αναφέρεται στο άρθρο 51 § 4 του Συντάγματος.

43. Κοντολογίς, και λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω παρατηρήσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι η αποτυχία να υιοθετηθεί νομοθεσία που πραγματώνει το περιεχόμενο του άρθρου 51 § 4 του Συντάγματος συνιστά απόδειξη της απροθυμίας από την πλευρά των εθνικών αρχών να δώσουν στους απόδημους Έλληνες την ευκαιρία να ασκήσουν τα εκλογικά τους δικαιώματα. Το αποτέλεσμα είναι, όπως ισχυρίστηκαν και οι αιτούντες, ότι οικονομικές, επαγγελματικές και οικογενειακές αιτίες μπορούν υπό την πίεση των συνθηκών να καταστήσουν πρακτικά αδύνατο γι’ αυτούς να ταξιδέψουν στην Ελλάδα κατά τον χρόνο των εκλογών. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για απόδημους, που, εξαιτίας οικονομικών συνθηκών ή διότι ο τόπος διαμονής τους είναι πολύ πιο μακριά, αποστερούνται de facto την ευκαιρία να ασκήσουν το δικαίωμα ψήφου τους. Κατά συνέπεια, η απουσία κάθε ρύθμισης για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα σε σχέση με το δικαίωμα των απόδημων να ψηφίζουν στον τόπο κατοικίας τους, παρά τις προβλέψεις του άρθρου 51 § 4 του Συντάγματος, είναι πιθανό να αποτελούν άδικη μεταχείριση των Ελλήνων πολιτών που ζουν στο εξωτερικό, σε σύγκριση με αυτούς που ζουν στην Ελλάδα.

44. Εφόσον η Σύμβαση είναι πρώτιστα και κυρίως ένα σύστημα για την προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το Δικαστήριο οφείλει να μεριμνά για τις μεταβαλλόμενες συνθήκες των υπόλογων κρατών και των Συμβαλλόμενων Κρατών γενικά και να ανταποκρίνεται σε κάθε εμφανιζόμενη ομοφωνία σχετικά με τους σκοπούς που πρέπει να επιτευχθούν. Ένας σχετικός παράγοντας στον προσδιορισμό του εύρους της διακριτικής ευχέρειας μπορεί να είναι η ύπαρξη ή μη ενός κοινού παρονομαστή μεταξύ των νομοθεσιών των Συμβαλλόμενων Κρατών (βλ. Glor κατά Ελβετίας, Νo. 13444/04, § 75, 2009). Από την άποψη αυτή, η αδυναμία της Βουλής να εφαρμόσει ρυθμίσεις για το δικαίωμα ψήφου των αποδήμων, γίνεται ιδιαίτερα εμφανής, αν λάβει κανείς υπόψη τις μεταβολές στο δίκαιο του Συμβουλίου της Ευρώπης αναφορικά με το θέμα αυτό. Πράγματι, τα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν επιδείξει τη βούλησή τους να καταστήσουν πιο αποτελεσματική την άσκηση του δικαιώματος ψήφου στις εθνικές εκλογές, ωθώντας τα Κράτη να κάνουν δυνατή στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τη συμμετοχή των εκτός επικρατείας πολιτών στην εκλογική διαδικασία. Έτσι, το Ψήφισμα Νo. 1459 (2005) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης θεωρεί ότι τα κράτη-μέλη θα πρέπει να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να ενεργοποιήσουν τέτοια εκλογικά δικαιώματα όσο περισσότερο είναι δυνατόν, ιδίως μέσα από την επιστολική ψήφο. Περαιτέρω, η Σύσταση 1714 (2005) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης κάλεσε τις αρμόδιες υπηρεσίες του Συμβουλίου της Ευρώπης να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών για την αποτελεσματική ενάσκηση του δικαιώματος ψήφου από ομάδες οι οποίες αντιμετωπίζουν ειδικές δυσκολίες, όπως οι απόδημοι (ό.π. § 18 της παρούσας απόφασης).

45. Τέλος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου (η Επιτροπή της Βενετίας) [1] έχει ήδη παρατηρήσει την αυξανόμενη αναγνώριση, από τη δεκαετία του ’80, της άσκησης του δικαιώματος ψήφου εκτός της επικράτειας, συγκεκριμένα σε πολλές νέες ή αναδυόμενες δημοκρατίες της Ευρώπης. Από την άποψη αυτή, στη βάση μιας συγκριτικής μελέτης της εθνικής νομοθεσίας τριάντα τριών (33) κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η μεγάλη πλειοψηφία, δηλαδή οι εικοσιεννέα (29), έχουν εφαρμόσει διαδικασίες ώστε να επιτρέψουν στους πολίτες τους που ζουν εκτός επικρατείας να ψηφίζουν στις βουλευτικές εκλογές (ό.π. § 19).

46. Το Δικαστήριο θεωρεί λοιπόν ότι, παρά τη συνταγματική πρόβλεψη, η οποία ερείδεται πίσω στο 1975, η Ελλάδα φανερά υπολείπεται του κοινού παρονομαστή μεταξύ των Συμβαλλόμενων Κρατών όσον αφορά την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου των αποδήμων. Η Σύμβαση και τα Πρωτόκολλα, ωστόσο, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως των σύγχρονων συνθηκών (βλ. Tyrer κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 25 Απριλίου 1978, § 31) και η Σύμβαση είναι σχεδιασμένη να εγγυάται όχι δικαιώματα τα οποία είναι θεωρητικά ή απατηλά αλλά δικαιώματα τα οποία είναι πρακτικά και αποτελεσματικά (βλ. Micallef κατά Μάλτας, Νo. 17056/06, § 81, 2009). Περαιτέρω, ένας πρόσθετος παράγοντας πρέπει να ληφθεί υπόψη στην παρούσα υπόθεση, όσον αφορά το πεδίο της διακριτικής ευχέρειας του υπόλογου κράτους: το γεγονός ότι το Δικαστήριο είναι πιο απαιτητικό όταν αξιολογεί περιορισμούς σε δικαιώματα ψήφου, δηλαδή, στην «ενεργητική» πτυχή των δικαιωμάτων που διασφαλίζει το άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου, από ότι όταν αντιμετωπίζει την προστασία του δικαιώματος εκλέγεσθαι, δηλαδή της «παθητικής» πτυχής των δικαιωμάτων, όπως αυτά διασφαλίζονται από το άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου (βλ. Ždanoka, ό.π. § 115).

47. Υπό το φως των παραπάνω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι στην παρούσα υπόθεση το υπόλογο Κράτος δεν μπορεί να βασιστεί στο ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας το οποίο συνήθως καταλείπεται στα Συμβαλλόμενα Κράτη, όσον αφορά το πεδίο του άρθρου 3 του 1ου Πρωτοκόλλου. Μολονότι, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την εθνική αυτονομία όσον αφορά τις προϋποθέσεις άσκησης των εκλογικών δικαιωμάτων, εντούτοις θεωρεί ότι η αποτυχία νομοθετικής ενεργοποίησης του άρθρου 51 § 4 του Συντάγματος για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, σε συνδυασμό με την εξέλιξη του δικαίου των Συμβαλλόμενων Κρατών σε τέτοια ζητήματα, είναι αρκετή για να θεμελιώσει την ευθύνη του υπόλογου κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου. Στη βάση των σκέψεων αυτών, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι η αποτυχία του Ελληνικού κράτους να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να διασφαλίσει ότι ο πρώτος και ο τρίτος προσφεύγων ήταν σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμά τους να ψηφίσουν στις εθνικές εκλογές στον τόπο κατοικίας τους, παραβίασε το δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές.

Συνεπώς υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 του 1ου Πρωτοκόλλου όσον αφορά των πρώτο και τον τρίτο από τους προσφεύγοντες.

Η γνώμη της μειοψηφίας [2]

α. Η μειοψηφία του δικαστή Vajić

1. Δεν συμφωνώ με το συμπέρασμα της πλειοψηφίας ότι υπήρξε μια παραβίαση του άρθρου 3 του 1ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης διότι η «αποτυχία του Ελληνικού κράτους να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να διασφαλίσει ότι ο πρώτος και ο τρίτος προσφεύγων ήταν σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμά τους να ψηφίσουν στις εθνικές εκλογές στον τόπο κατοικίας τους, παραβίασε το δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές» (ό.π. § 47 της απόφασης).

2. Όπως το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη τονίσει σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές, τα δικαιώματα τα οποία εγγυάται το άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου δεν είναι απόλυτα αλλά υπόκεινται σε περιορισμούς. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη διαθέτουν ένα ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας στη σφαίρα αυτή, προκειμένου να υποβάλουν το δικαίωμα ψήφου (δικαίωμα εκλέγειν) σε προϋποθέσεις. Περαιτέρω, όπως επαναλαμβάνεται σε αρκετές περιστάσεις από το Δικαστήριο, η υποχρέωση τήρησης μιας προϋπόθεσης παραμονής προκειμένου κανείς να διαθέτει ή να ασκεί το δικαίωμα ψήφου στις βουλευτικές εκλογές, δεν συνιστά έναν παράλογο ή αυθαίρετο περιορισμό του δικαιώματος ψήφου και για τον λόγο αυτό δεν είναι ασύμβατη με το άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου (βλ. Hirst, ό.π., Melnychenko κατά Ουκρανίας, Νo. 17707/02, § 56, 2004, Hilbe, ό.π., Polacco και Garofalo κατά Ιταλίας, Νo. 23450/94, Απόφαση της Επιτροπής της 15 Σεπτεμβρίου 1997, Luksch κατά Γερμανίας, Νo. 35385/97, Απόφαση της Επιτροπής της 21 Μαΐου 1997, X and Association Y, ό.π. και X κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Νo. 7730/76, Απόφαση της Επιτροπής της 28 Φεβρουαρίου 1979). Έτσι, το Δικαστήριο θεώρησε ότι μια προϋπόθεση παραμονής για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου θα έπρεπε να δικαιολογείται στη βάση των ακόλουθων λόγων: (1) λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας πολίτης ο οποίος δεν κατοικεί στην επικράτεια είναι λιγότερο άμεσα ή λιγότερο διαρκώς αναμεμειγμένος με τα καθημερινά προβλήματα της χώρας του και έχει λιγότερη γνώση τους, (2) εξ αιτίας του γεγονότος ότι δεν είναι πρακτικό για τους υποψηφίους στο κοινοβούλιο να παρουσιάσουν τα διάφορα εκλογικά ζητήματα στους απόδημους πολίτες και ότι οι πολίτες μη-κάτοικοι δεν ασκούν επιρροή στην επιλογή των υποψηφίων ή στη διαμόρφωση των εκλογικών τους προγραμμάτων, (3) επειδή είναι στενή η σύνδεση μεταξύ του δικαιώματος ψήφου σε βουλευτικές εκλογές και της άμεσης επίδρασης που έχουν στο εκλογικό σώμα οι πράξεις των εκλεγμένων αντιπροσώπων, (4) είναι εύλογη ανησυχία που το νομοθετικό σώμα είναι δυνατόν να έχει προκειμένου να περιορίσει την επίδραση της ψήφου των αποδήμων σε ζητήματα τα οποία, μολονότι θεμελιώδους σημασίας, επηρεάζουν κυρίως τους πολίτες που κατοικούν εντός της επικράτειας (βλ. Hilbe, ό.π.).

3. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ελληνικού Συντάγματος όλοι οι Έλληνες άνω των δεκαοχτώ (18) έχουν το δικαίωμα ψήφου [3] (βλ. § 13 της απόφασης). Σύμφωνα με το άρθρο 51 § 4, οι προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου για τα πρόσωπα τα οποία διαβιούν εκτός της επικράτειας μπορεί να εξειδικευθεί με νόμο, ο οποίος θα υιοθετηθεί από μια πλειοψηφία δύο τρίτων (2/3) του συνολικού αριθμού των μελών της Βουλής (βλ. § 12 της απόφασης). Η πρόταση ενός σχεδίου νόμου στο ζήτημα αυτό η οποία προετοιμάστηκε από την Κυβέρνηση απορρίφθηκε από τη Βουλή, ένα χρόνο πριν, στις 7 Απριλίου 2009, διότι απέτυχε να συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία.

4. Συμφωνώ ότι η Ελλάδα θα πρέπει να προσπαθήσει να οργανώσει την άσκηση του δικαιώματος ψήφου των πολιτών της, οι οποίοι διαμένουν μόνιμα ή προσωρινά στο εξωτερικό. Κατά την άποψή μου, ωστόσο, αυτό είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο ερώτημα και ένα ζήτημα ευαίσθητων ισορροπιών που πρέπει να αναζητηθούν στην ελληνική Βουλή. Τα κράτη διαθέτουν ένα ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας στην επιλογή και οργάνωση των σχετικών εκλογικών συστημάτων, στον βαθμό που το άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου δεν δημιουργεί μια «υποχρέωση για την εισαγωγή ενός συγκεκριμένου συστήματος» (βλ. Mathieu-Mohin and Clerfayt, ό.π. § 54). Από την άποψη αυτή, το Δικαστήριο έχει επαναλάβει ότι οι κανόνες στο πεδίο αυτό ποικίλλουν σύμφωνα με τους ιστορικούς και πολιτικούς παράγοντες σε κάθε επιμέρους κράτος. Η μεγάλη ποικιλία ρυθμίσεων, η οποία αποτυπώνεται στην εκλογική νομοθεσία των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, υποδεικνύει την πολλαπλότητα των πιθανών επιλογών. Προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου, κάθε εκλογική νομοθεσία πρέπει να αξιολογηθεί υπό το φως της πολιτικής εξέλιξης στην εμπλεκόμενη χώρα, έτσι ώστε χαρακτηριστικά τα οποία δεν θα ήταν αποδεκτά στο πλαίσιο ενός συστήματος να είναι δυνατόν να θεωρηθούν δικαιολογημένα στο πλαίσιο ενός άλλου (βλ. Py κατά Γαλλίας, Νo. 66289/01, § 46, 2005), τουλάχιστον στον βαθμό που το συγκεκριμένο σύστημα προβλέπει τις συνθήκες εκείνες οι οποίες θα διασφαλίσουν την «ελεύθερη έκφραση της άποψης των πολιτών στην επιλογή της νομοθεσίας». Σε χώρες με μεγάλη διασπορά, όπως η Ελλάδα, το ερώτημα κατά πόσον, σε ποια έκταση και υπό ποιες συνθήκες, πολίτες οι οποίοι διαβιούν εκτός επικρατείας είναι δυνατόν να συμμετάσχουν σε βουλευτικές εκλογές σε ζητήματα τα οποία κυρίως επηρεάζουν πολίτες οι οποίοι διαβιούν στη χώρα, θα πρέπει ιδίως να αποφασίζεται εντός της χώρας της ίδιας και όχι στο Στρασβούργο. Η διαδικασία αυτή φαίνεται να είναι εν εξελίξει στην Ελλάδα και θα είναι εν όψει του συμφέροντος της χώρας να επιλυθεί σε εύλογο χρόνο.

5. Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την πλειοψηφία ότι η παρούσα κατάσταση είναι δυνατόν να διακριθεί από την προϋπάρχουσα νομολογία στον βαθμό που κυρίως αφορά τις συνθήκες άσκησης του δικαιώματος ψήφου διότι «το ελληνικό Σύνταγμα … εξουσιοδοτεί τη νομοθετική λειτουργία να προσδιορίσει τις συνθήκες άσκησης του δικαιώματος ψήφου». Ακόμη περισσότερο δεν συμφωνώ ότι ένα από τα στοιχεία στη βάση των οποίων απορρίφθηκε η προσφυγή στην Χ. and Association Y. (ό.π.) θα είναι το γεγονός ότι η απόφαση χρονολογείται στο 1981: «Επιπλέον, καθώς η εν λόγω απόφαση της Επιτροπής υφίσταται από το 1981, το Δικαστήριο θεωρεί απαραίτητη την ενδελεχή εξέταση στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης της εξέλιξης του δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης πάνω στο ζήτημα» (βλ. §§ 35 και 44 της απόφασης). Κατά την άποψή μου, θα πρέπει η Ολομέλεια να αντιμετωπίσει αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα επί του δικαιώματος ψήφου και αν έτσι αποφασιστεί, να μεταβάλει την προσέγγιση της νομολογίας όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3 του 1ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης. Το «Δίκαιο του Συμβουλίου της Ευρώπης» το οποίο προβάλλεται ως επιχείρημα το οποίο αποτελείται από μια Σύσταση και ένα Ψήφισμα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, καθώς και κειμένα που έχουν υιοθετηθεί από την Επιτροπή της Βενετίας, είναι δυνατόν να θεωρηθούν μόνο ως μια ωφέλιμη υπόδειξη των στόχων που πρέπει να επιδιωχθούν στο πεδίο αυτό. Ωστόσο, δεν είναι σε θέση τα ίδια να παράγουν νομικές υποχρεώσεις για τα κράτη. Όσον αφορά την έρευνα στο συγκριτικό δίκαιο (βλ. § 19 της απόφασης), προφανώς υποδεικνύει μια τάση στο πλαίσιο των πρόσφατων εξελίξεων στο δίκαιο των Συμβαλλομένων Κρατών στο πεδίο αυτό. Η κατάσταση αυτή δεν δημιουργεί την υποχρέωση στην Ελλάδα να εισαγάγει ένα δικαίωμα ψήφου για τους εκτός επικρατείας εκλογείς και σίγουρα όχι μια η οποία να επιτρέπει σε όλους αυτούς να ψηφίζουν στο πραγματικό τόπο διαμονής τους (βλ. §§ 43 και 47 της απόφασης). Η άποψη του Δικαστηρίου ήταν ότι όπου τα Συμβαλλόμενα Κράτη έχουν υιοθετήσει διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης του ζητήματος του δικαιώματος ψήφου για συγκεκριμένες ομάδες/κατηγορίες πολιτών, το Δικαστήριο πρέπει να περιοριστεί στο να προσδιορίσει κατά πόσον ο συγκεκριμένος περιορισμός υπερβαίνει κάθε αποδεκτό πεδίο διακριτικής ευχέρειας, αφήνοντας στο νομοθέτη να αποφασίσει τα μέσα με τα οποία θα εγγυηθεί τα δικαιώματα που προστατεύει το άρθρο 3 του 1ου Πρωτοκόλλου (βλ. mutatis mutandis, Hirst, ό.π.).

6. Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, ακόμη και αν οι προσφεύγοντες διαθέτουν στενούς δεσμούς με την Ελλάδα (βλ. § 29 της απόφασης) και είναι ιδιοκτήτες ιδιοκτησίας η οποία φορολογείται από το κράτος, το γεγονός παραμένει ότι, από τη στιγμή που επέλεξαν να διαμένουν εκτός επικρατείας, η κατάστασή τους είναι σημαντικά διαφορετική από αυτή των πολιτών οι οποίοι διαμένουν στην Ελλάδα. Σε μια αντίστοιχη περίσταση, η Επιτροπή ικανοποιήθηκε από το γεγονός ότι ο περιορισμός του δικαιώματος ψήφου του προσφεύγοντα δεν ήταν αυθαίρετος, υπογραμμίζοντας ότι «όσον αφορά τη σύνδεση μεταξύ του δικαιώματος του πολίτη να ψηφίζει στις βουλευτικές εκλογές και να επηρεάζεται άμεσα από τις πράξεις των εκλεγμένων πολιτικών οργάνων, ο προσφεύγων δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι επηρεάζεται από τις πράξεις των οργάνων αυτών στον ίδιο βαθμό όσο οι πολίτες οι οποίοι διαβιούν στη χώρα» (βλ. X κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ό.π.).

7. Εν όψει όλων των παραπάνω είναι η άποψη μου ότι η γνώμη της πλειοψηφίας αναχωρεί από την καθιερωμένη νομολογία η οποία επιτρέπει ένα ευρύ πεδίο εφαρμογής στο πεδίο του άρθρου 3 του 1ου Πρωτοκόλλου. Περαιτέρω, μπορεί να θεωρηθεί ότι εισάγει μια πολύ ευρεία θετική υποχρέωση, για παράδειγμα μια γενική αναγνώριση του δικαιώματος των πολιτών που ζουν εκτός επικρατείας να ψηφίζουν στον τόπο διαμονής τους (βλ. §§ 43 και 47 της απόφασης), την οποία δεν μπορώ να αποδεχθώ. Αν επιβεβαιωθεί, μια τέτοια λύση είναι δυνατόν να επηρεάσει όχι μόνον έναν μεγάλο αριθμό ευρωπαίων πολιτών, αλλά επίσης να δημιουργήσει σημαντικά πολιτικά, οργανωτικά και οικονομικά προβλήματα σε πολλά από τα κράτη του Συμβουλίου της Ευρώπης.

β. Η μειοψηφία του δικαστή Φλογαΐτη

Πιστεύω ότι υπό τις νομικές και πραγματικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η Ελλάδα δεν θα πρέπει να καταδικαστεί. Στο ζήτημα αυτό υπάρχουν πολλές και πολύ δύσκολες πτυχές, οι οποίες χρειάζονται αξιολόγηση εις βάθος και προσεχτικές απαντήσεις.

Η Ελλάδα είναι μια μοναδική χώρα στην Ευρώπη όσον αφορά τη διασπορά της σε όλο τον κόσμο. Εκατομμύρια Ελλήνων έχουν μεταναστεύσει, ιδίως στη διάρκεια του 20ού αιώνα σε όλες τις ηπείρους. Όλοι αυτοί αλλά επίσης και οι απόγονοί τους μπορούν να αναγνωριστούν ως Έλληνες, εξ αιτίας του γεγονότος ότι η Ελλάδα εφαρμόζει το δίκαιο του αίματος, jus sanguinis. Οι έλληνες έχουν το δικαίωμα να διατηρούν όσες ιθαγένειες επιθυμούν, αλλά όσον αφορά την Ελλάδα θεωρούνται πάντα Έλληνες. Φαίνεται ότι μόνον η Μελβούρνη έχει περισσότερους Αυστραλούς πολίτες οι οποίοι δηλώνουν τους εαυτούς τους ως Έλληνες από ό,τι οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη, εκτός από την Αθήνα.

Η οργάνωση του εκλογικού δικαιώματος σε όλη την υφήλιο για έναν αριθμό πιθανών ψηφοφόρων όχι μικρότερο από τον αριθμό των ψηφοφόρων που βρίσκονται εντός της επικράτειας δεν είναι μια εύκολη υπόθεση -με πρακτικούς όσο και πολιτικούς όρους- ιδιαίτερα σε μια χώρα όπου η φυσιολογική εκλογική διαδικασία δεν χρονολογείται για περισσότερο της τριακονταπενταετίας. Η διεθνής άσκηση του δικαιώματος ψήφου πρέπει να εγγυάται την ισότητα της ψήφου και ταυτόχρονα να αποκλείει κάθε είδους απατηλή ενέργεια.

Η Ελλάδα εισήγαγε στο Σύνταγμα τη δυνατότητα των απόδημων Ελλήνων να ασκούν το δικαίωμα ψήφου. Κοινοβουλευτικός νόμος, ο οποίος θα πρέπει να ψηφιστεί από μια πλειοψηφία δύο τρίτων (2/3) θα θέσει τις προϋποθέσεις. Η προϋπόθεση ψήφισής του από πλειοψηφία δύο τρίτων (2/3) έχει τεθεί εξ αιτίας της μεγάλης σημασίας της ψήφου των αποδήμων στην εθνική πολιτική. Πράγματι, μόνο ένας κοινοβουλευτικός νόμος με ευρεία υποστήριξη από τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μια μεταρρύθμιση η οποία θα δώσει στην πράξη στους Έλληνες που έχουν αφήσει για πάντα τη χώρα, ή ακόμη αυτούς που δεν την έχουν ποτέ επισκεφθεί, έναν αποφασιστικό στο μέλλον ρόλο όσον αφορά τις αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται στην Ελλάδα.

Η Ελλάδα έχει ήδη κάνει μια πρώτη προσπάθεια να περάσει τον κοινοβουλευτικό νόμο. Μολονότι η προσπάθεια αυτή απέτυχε, τα πολιτικά κόμματα της Βουλής έχουν επιδείξει την επιθυμία τους να αναζητήσουν μια λύση στο πρόβλημα. Για τον λόγο αυτό θα μειοψηφήσω στην απόφαση της πλειοψηφίας.

 

——————————————————————————–

[*] Μετάφραση-επιμέλεια απόφασης: Χριστίνα Μ. Ακριβοπούλου/Ν. Γαρυπίδης.

[**] Βλ. σχετικά με την απόφαση και τη μελέτη του Θ. Ραπτόπουλου, Η εφαρμοσιμότητα των συνταγματικών διατάξεων που περιέχουν ανενεργές επιφυλάξεις υπέρ του νόμου: μερικές σκέψεις για την κανονιστική δύναμη του Συντάγματος με αφορμή τις αποφάσεις Λυκουρέζος και Σιταρόπουλος του ΕΔΔΑ, στη σ. 138 του παρόντος τεύχους.

[1] (Σημείωση των μεταφραστών/επιμελητών): Η «Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου», γνωστότερη όπως αναφέρεται στο κείμενο ως Επιτροπή της Βενετίας, αποτελεί συμβουλευτικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης σε θέματα συνταγματικότητας. Η επιτροπή αυτή λειτουργεί από το 1990 και έχει βοηθήσει στην επίλυση θεμάτων συνταγματικού ενδιαφέροντος αλλά και στην υιοθέτηση Συνταγματικών κειμένων σε χώρες όλου του κόσμου, διαχέοντας διεθνώς τις αξίες και τις αρχές ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα όργανο συνταγματικής «μηχανικής» και για μια διεθνώς αναγνωρισμένη ανεξάρτητη ομάδα κορυφαίων εμπειρογνωμόνων. Μεταξύ άλλων αποφάσεων και μελετών της, η Επιτροπή της Βενετίας έχει υιοθετήσει το 2007 τον «κώδικα βέλτιστης πρακτικής για την εκλογική διαδικασία (CDL-AD (2002), 18 – 19 Οκτωβρίου)». Όλα τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης συνιστούν μέλη της Επιτροπής της Βενετίας, καθώς και κράτη από τη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Αφρική. Βλ. από τη διεθνή βιβλιογραφία, Α. Pecorario, I vent’anni della Commissione di Venezia del’Consiglio d’Europa: storia di uno dei più formidabili successi della diplomazia italiana nelle relazioni jiuridiche internazionali, Rivista di Studi Politici-S.Pio V, Anno XXII, Iuglio – Settembre 2010, σ. 49 – 74. Επίσης, Τ. Markert, Der Beitrag der Venedig Kommission», σε: G. Wolfgang/I. Winkelmann, Bosnien-Herzegowina im Horizont Europas, Tübingen Schriften zum Staats- und Verwaltungsrecht, Band 69/32, σ. 87 – 107, J. Jeffrey, The Venice Commission-Disseminating Democracy through law, Public Law 2001, σ. 671 – 683.

[2] (Σημείωση των μεταφραστών/επιμελητών): Η μερική μειοψηφία των δικαστών Spielmann και Jebens, παραλείφθηκε στον βαθμό που αφορούσε δικονομικά και όχι ουσιαστικά σημεία της απόφασης).

[3] (Σημείωση των μεταφραστών/επιμελητών): Πρόκειται για παραδρομή. Η αναφορά γίνεται στο άρθρο 4 του π.δ. 96/2007 το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα ψήφου για όσους έχουν συμπληρώσει την ηλικία των δεκαοχτώ (18).