ΕΔΔΑ, 12-1-2006, Γρυπαίος κατα Ελλάδας, ΠΑΡΑΒΟΛΟ , είναι η πρώτη απόφαση του ΕΔΔΑ που έκρινε συμβατό το παράβολο ουσίας με την ΕΣΔΑ . Μετά την υποβολή της προσφυγής το 2003 , Η Ελλάδα άλλαξε την διάταξη το 2004 και προσέθεσε το 139Α .

ΕΔΔΑ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑ∆ΕΚΤΟΥ
της προσφυγής αριθ. 13404/03 που κατατέθηκε από τον Φίλιππο ΓΡΥΠΑΙΟ κατά της Ελλάδας
Το Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο των Ανθρωπίνων ∆ικαιωμάτων (πρώτο τμήμα), συνεδριάζοντας στις 12 Ιανουαρίου 2006 σε τμήμα με την ακόλουθη σύνθεση:
Κύριο Λ. ΛΟΥΚΑΪ∆Η, πρόεδρος
Κύριο Κ.Λ. ΡΟΖΑΚΗ,
Κύρια Ρ. ΤυΐΚΕΝδ,
Κύριο Ρ. ΙΟΡΕΝΖΕΝ,
Κυρία Ν. νΑϋΙΟ,
Κύριο Ό. δΡΙΕΙΜΑΝΝ,
Κύριο δ.Ε. ϋΕΒΕΝδ, δικαστές, και τον κύριο δ. ΝΙΕΙδΕΝ, γραµµατέας τµήµατος.
Λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω αναφερόμενη προσφυγή που κατατέθηκε στις 9 Απριλίου 2003,
Λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από την εναγόμενη κυβέρνηση και εκείνες που κατατέθηκαν σε απάντηση από τον προσφεύγοντα,
Αφού διασκέφθηκε, εκδίδει την πιο κάτω απόφαση:
 
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, κ. Φίλιππος Γρυπαίος, είναι έλληνας υπήκοος, ο οποίος έχει γεννηθεί το 1973 και κατοικεί στην Αίγινα. Εκπροσωπείται ενώπιον του ∆ικαστηρίου από τον κύριο Αναστάσιο Γ. Προυσανίδη, δικηγόρο του Συλλόγου της Αθήνας. Η εναγόµενη Κυβέρνηση εκπροσωπείται από τους απεσταλµένους του αντιπροσώπου της, κύριο Στ. Σπυρόπουλο, σύµβουλο του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους, και κύριο Ι. Μπακόπουλο, πάρεδρο του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους.
Α. Τα πραγµατικά περιστατικά
Τα πραγµατικά περιστατικά, όπως εκτίθενται από τους διαδίκους, µπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
Ο προσφεύγων ήταν υπάλληλος ως φανοποιός σε συνεργείο αυτοκινήτων. Το 1995, το Ίδρυµα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) διέταξε τον εργοδότη του, Π.Μ., να καταβάλει εισφορές για ένα διάστηµα κατά την διάρκεια του οποίου ο προσφεύγων δεν ήταν ασφαλισµένος στο ΙΚΑ. Επιπλέον, το ΙΚΑ υποχρέωσε τον Π.Μ. να καταβάλει συµπληρωµατικές εισφορές. Ο Π.Μ. κατέθεσε στο ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά δύο αιτήσεις ακύρωσης των πράξεων µε τις οποίες επιβλήθηκε η καταβολή εισφορών. Ο προσφεύγων δεν παρενέβη στην διαδικασία αυτή διότι δεν έλαβε γνώση της δίκης.
Στις 30 Νοεµβρίου 1998, το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά ακύρωσε τις προσβληθείσες πράξεις (αποφάσεις αριθ. 3859 και 3860/1998).
Στις 12 Μαΐου 1999, ο προσφεύγων άσκησε δύο τριτανακοπές κατά των αποφάσεων αριθ. 3859 και 3860/1998 του ∆ιοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά. Η συζήτηση της υπόθεσης έλαβε χώρα στις 9 Φεβρουαρίου 2000. Στο υπόµνηµά του ενώπιον του ∆ικαστηρίου, ο προσφεύγων εξέθεσε, για πρώτη φορά, ότι ζήτησε κατά την συζήτηση της υπόθεσής του ενώπιον του ∆ιοικητικού Πρωτοδικείου την αναβολή της   προκειµένου   να   προσκοµίσει   την   απόδειξη   καταβολής   του
 
παραβόλου, αίτηµα το οποίο απορρίφθηκε από το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά.
Από την δικογραφία προκύπτει ότι ο προσφεύγων κατέβαλε το παράβολο των 3.000 δραχµών (9 ευρώ) στις 3 Ιουλίου 2000. Η διάσκεψη της υπόθεσης έλαβε χώρα στις 7 Ιουλίου 2000.
Στις 11 Ιουλίου 2000, το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά κήρυξε την τριτανακοπή απαράδεκτη. Έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε παραλείψει να καταβάλει το απαιτούµενο παράβολο πριν από την συζήτηση της υπόθεσης και, συνεπώς, δεν είχε συµπληρώσει την προβλεπόµενη από το άρθρο 277 του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας προϋπόθεση που όριζε την εποχή εκείνη ότι η απόδειξη καταβολής του παραβόλου έπρεπε να προσκοµιστεί το αργότερο την ηµέρα της πρώτης συζήτησης (αποφάσεις αριθ. 1484 και 1485/2000 του ∆ιοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά).
Στις 2 Ιανουαρίου 2001, ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά των αποφάσεων αυτών. Προέβαλε, ως µοναδικό λόγο έφεσης, ότι η ερµηνεία του άρθρου 277 του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας από το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά δεν ήταν σύµφωνη προς το άρθρο 20 § 1 του ελληνικού Συντάγµατος και προς τα άρθρα 6 και 13 της Σύµβασης. Ο προσφεύγων υποστήριζε ότι η κατάθεση του απαιτούµενου παραβόλου πριν από την δηµοσίευση της απόφασης του ∆ιοικητικού ∆ικαστηρίου αποδείκνυε την σοβαρή πρόθεσή του να υποστηρίξει την τριτανακοπή του. Κατά συνέπεια, η απόρριψη της τριτανακοπής του για τυπικό λόγο του στέρησε την επί της ουσίας εξέταση της υπόθεσής του.
Στις 16 Ιουλίου 2002, το ∆ιοικητικό Εφετείο Πειραιά απέρριψε τις εφέσεις του. Έκρινε ότι ο νοµοθέτης ήταν ελεύθερος να ρυθµίσει τους όρους πρόσβασης στην δικαιοσύνη, ειδικότερα µε την εισαγωγή προϋποθέσεων για το παραδεκτό του ενδίκου µέσου. Εποµένως, η υποχρέωση της πληρωµής του παραβόλου πριν από την συζήτηση της υπόθεσης ήταν σύµφωνη προς το άρθρο 20 § 1 του Συντάγµατος και
 
προς τα άρθρα 6 και 13 της Σύµβασης. Ειδικότερα, το Εφετείο σηµείωσε ότι αυτή η προϋπόθεση παραδεκτού είχε ως σκοπό την αποφυγή της υπερφόρτωσης του πινακίου των δικαστηρίων. Εξάλλου, το ποσό του παραβόλου ήταν χαµηλό, γεγονός που επέτρεπε σε όλους σχεδόν τους πολίτες να προσφύγουν στην δικαιοσύνη (αποφάσεις αριθ. 1269 και 1270/2002). Οι αποφάσεις αυτές κοινοποιήθηκαν στον προσφεύγοντα στις 9 Οκτωβρίου 2002.
Σε όλες τις διαδικασίες ενώπιον του ∆ιοικητικού Πρωτοδικείου και του ∆ιοικητικού Εφετείου Πειραιά, ο προσφεύγων εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο.
Β. Το εφαρµοστέο εθνικό δίκαιο
Το άρθρο 20 § 1 του ελληνικού Συντάγµατος ορίζει:
«Καθένας έχει δικαίωµα στην παροχή έννοµης προστασίας από
τα δικαστήρια και µπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα
δικαιώµατα ή συµφέροντά του, όπως νόµος ορίζει».
Κατά την περίοδο των πραγµατικών περιστατικών, το άρθρο 277 § 1 του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας όριζε:
«Για το παραδεκτό των ένδικων βοηθηµάτων και µέσων πρέπει (…) ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, να προσαχθεί το προβλεπόµενο από τις κείµενες διατάξεις αποδεικτικό καταβολής παραβόλου».
∆υνάµει του άρθρου 22 § 7 του νόµου αριθ. 3226/2004, το άρθρο 277 § 1 του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας τροποποιήθηκε ως εξής:
«Για το παραδεκτό των ένδικων βοηθηµάτων και µέσων πρέπει, ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, να προσκοµισθεί το προβλεπόµενο από τις κείµενες διατάξεις αποδεικτικό καταβολής παραβόλου. Αν δεν προσκοµισθεί το αποδεικτικό αυτό ως την πρώτη
 
συζήτηση της υπόθεσης, εφαρµόζονται τα προβλεπόµενα στο άρθρο 139α».
Το άρθρο 139α § 1 του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας ορίζει: «Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις, ο πρόεδρος του πολυµελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής του µονοµελούς δικαστηρίου καλεί, και µετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο, εφόσον παρίσταται αυτοπροσώπως, να τις καλύψει, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσµία».
ΑΙΤΙΑΣΗ
Επικαλούµενος τα άρθρα 6 § 1 και 13 της Σύµβασης, ο προσφεύγων παραπονείται ότι η απόρριψη της τριτανακοπής του από τα εθνικά δικαστήρια παραβίασε το δικαίωµά του για δίκαιη διαδικασία.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Ο προσφεύγων παραπονείται ότι το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά απέρριψε την τριτανακοπή του ως απαράδεκτη για τον µοναδικό λόγο ότι δεν είχε καταβάλει, πριν από την συζήτηση της υπόθεσής του, το παράβολο που προβλέπεται από τον νόµο. Επικαλείται το άρθρο 6 § 1 του οποίου τα εφαρµοστέα αποσπάσµατα έχουν ως εξής:
«Παν πρόσωπον έχει δικαίωµα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως (…) υπό δικαστηρίου (…) το οποίον θα αποφασίση (…) επί των αµφισβητήσεων επί των δικαιωµάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως (…)»
Επικαλείται, επιπλέον, για τον ίδιο λόγο, το άρθρο 13 της Σύµβασης, το οποίο έχει ως εξής:
 
«Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόµενα εν τη (…) Συµβάσει δικαιώµατα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωµα πραγµατικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δηµοσίων καθηκόντων των.»
Α. Επί του άρθρου 6 της Σύµβασης
1. Επί της ένστασης απαραδέκτου λόγω καθ’ύλην αναρμοδιότητος Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 6 § 1 της Σύµβασης δεν έχει εφαρµογή εν προκειµένω, διότι η υπόθεση σχετιζόταν µε την αµφισβητούµενη διαδικασία σε υποθέσεις εισφορών προβλεποµένων από ένα καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι ο προσφεύγων αµφισβήτησε ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων την ακύρωση δια της δικαστικής οδού της καταβολής των εισφορών που επιβλήθηκαν από το ΙΚΑ στον εργοδότη του. Όµως, η Κυβέρνηση σηµειώνει ότι το ΙΚΑ είναι νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου και, συνεπώς, η παρούσα διαφορά σχετίζεται µε έννοµη σχέση διεπόµενη κατά κύριο λόγο από το δηµόσιο δίκαιο.
Το ∆ικαστήριο υπενθυµίζει ότι, κατά πάγια νοµολογία, στον τοµέα των εισφορών όπως και σε εκείνο των παροχών, τα καθεστώτα κοινωνικής ασφάλισης έχουν κοινά σηµεία µε τις ασφαλίσεις του ιδιωτικού δικαίου (βλέπε, ΒοΠουΙβη και ΜβΙαΤυπι κατά Ολλανδίας, απόφαση της 9 ∆εκεµβρίου 1994, série A no. 304, σελ. 22, § 54). Το ∆ικαστήριο δεν διακρίνει εποµένως κανένα λόγο να αποστεί από την πάγια νοµολογία του επί του ζητήµατος αυτού. Σηµειώνει ότι ο προσφεύγων ήταν µισθωτός του ιδιωτικού τοµέα και ότι η παρούσα υπόθεση έχει ως αφορµή την πληρωµή των εργοδοτικών εισφορών στο ΙΚΑ για λογαριασµό του. Ανεξάρτητα από τα ζητήµατα δηµοσίου δικαίου της παρούσας υπόθεσης, ο προσφεύγων ενεπλάκη σ’αυτήν όχι µόνον όσον αφορά τη σχέση του µε την διοίκηση ως τέτοια, αλλά και όσον
 
αφορά τα µέσα διαβίωσής του. Η τριτανακοπή που ασκήθηκε από τον προσφεύγοντα αναφερόταν σε ένα υποκειµενικό δικαίωµα περιουσιακού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, η έκβαση της τριτανακοπής ήταν απευθείας «καθοριστική για δικαιώµατα και υποχρεώσεις αστικής φύσεως» (βλέπε, ηιυίβϋβ τηυΐθηάΐε, Πασχαλίδης και λοιποί κατά Ελλάδας, απόφαση της 19 Μαρτίου 1997, ΚβουβίΙ 065 θΓΓθΙε θί άβαεΐοηε 1997-II, σελ. 485, § 30).
Συνεπώς, το άρθρο 6 § 1 έχει εφαρµογή εν προκειµένω.
Πρέπει εποµένως να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου λόγω καθ’ύλην αναρµοδιότητος.
2. Επί της ουσίας
Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι διάδικοι σε µία διαφορά υποχρεούνται να τηρούν τις προβλεπόµενες από τον νόµο προϋποθέσεις, οι οποίες διέπουν το παραδεκτό του ασκηθέντος ενδίκου µέσου. Εν προκειµένω, ο προσφεύγων γνώριζε ότι το παραδεκτό του ενδίκου µέσου του τελούσε υπό την προϋπόθεση της πληρωµής του παραβόλου πριν από την πρώτη συζήτηση. Σε κάθε περίπτωση, η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο προσφεύγων θα µπορούσε να ζητήσει την αναβολή της συζήτησης προκειµένου να προσκοµίσει την απόδειξη πληρωµής του παραβόλου.
Στο υπόµνηµά του ενώπιον του ∆ικαστηρίου, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε για πρώτη φορά ότι είχε ζητήσει την αναβολή της συζήτησης ενώπιον του ∆ιοικητικού Πρωτοδικείου προκειµένου να προσκοµίσει την απόδειξη πληρωµής του παραβόλου και ότι το αίτηµά του απορρίφθηκε από το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά. Επιπλέον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, σύµφωνα µε το άρθρο 135 του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας, το δικαστήριο µπορεί να αναβάλει την συζήτηση µόνον εάν υπάρχουν «σπουδαίοι λόγοι». Όµως, σύµφωνα µε την πρακτική των διοικητικών δικαστηρίων, η προσκοµιδή της απόδειξης πληρωµής του παραβόλου µετά την πρώτη συζήτηση δεν θεωρείται
 
ποτέ ως «σπουδαίος λόγος» για την αναβολή της τελευταίας. Τέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η προσέγγιση των διοικητικών δικαστηρίων ήταν εν προκειµένω ιδιαίτερα τυπολατρική, γεγονός που τον εµπόδισε να επιτύχει την επί της ουσίας εξέταση της τριτανακοπής του.
Το ∆ικαστήριο υπενθυµίζει ότι δεν είναι αποστολή του να υποκαταστήσει τα εθνικά δικαστήρια. Οι εθνικές αρχές, και ειδικότερα τα πρωτοβάθµια και δευτεροβάθµια δικαστήρια, είναι καταρχήν αρµόδιες να ερµηνεύσουν την εθνική νοµοθεσία (βλέπε, ηπυΐθΐΐε τηυΐθηάΐε, ΒηιβΙΙβ βόπΐ6ζ όθ 13 ΤΟΓΓΘ κατά Ισπανίας της 19 ∆εκεµβρίου 1997, ΚβουβίΙ 065 3ΓΓ615 61 άβααίοηβ 1997-VIII, σελ. 2955, § 31) και το ∆ικαστήριο, εν απουσία αυθαιρεσίας, δεν θα υποκαταστήσει την εκτίµησή τους σχετικά µε το δικαίωµα µε την δική του (βλέπε, µεταξύ άλλων, ΤφάΟΓ βθκίθ κατά Ισπανίας, απόφαση της 16 ∆εκεµβρίου 1997, ΚβουβίΙ 1997-VIII, σελ. 2796, § 31). Τούτο ισχύει ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την ερµηνεία εκ µέρους των δικαστηρίων κανόνων δικονοµικής φύσεως όπως ο τύπος και οι προθεσµίες που διέπουν την άσκηση µιας προσφυγής (ΡΟΓ6Ζ 06 ΚζάΒ 03ν3ηΙΙΐ65 κατά Ισπανίας, απόφαση της 19 Φεβρουαρίου 1998, ΚβουβίΙ 1998-VIII, σελ. 3255, § 43).
Το ∆ικαστήριο θεωρεί ότι η ρύθµιση σχετικά µε τον τύπο που πρέπει να τηρηθεί για την άσκηση ενός ενδίκου µέσου στοχεύει ασφαλώς στην εξασφάλιση µιας καλής απονοµής της δικαιοσύνης. Οι ενδιαφερόµενοι οφείλουν να αναµένουν την εφαρµογή τέτοιων κανόνων. Εν τούτοις, η εν λόγω ρύθµιση ή η εφαρµογή της δεν θα πρέπει να εµποδίζει τους διοικούµενους από την χρήση ενός διαθέσιµου ενδίκου µέσου (βλέπε, ηπυΐθΐΐε τηυίΒηόΐΒ, Ανώνυμη Εταιρία «Σωτήρης και Νίκος Κούτρας ΑΤΤΕΕ» κατά Ελλάδας, απόφαση της 16 Νοεµβρίου 2000, ΚβουβίΙ 2000-XII, § 20). Εξάλλου, από την νοµολογία του ∆ικαστηρίου προκύπτει ότι το «δικαίωµα σε δικαστήριο», του οποίου το δικαίωµα πρόσβασης αποτελεί µία ιδιαίτερη άποψη, δεν είναι απόλυτο και υπόκειται σε περιορισµούς που γίνονται σιωπηρά δεκτοί,
 
ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενός ενδίκου µέσου, διότι αυτό από την ίδια την φύση του απαιτεί µία ρύθµιση εκ µέρους του Κράτους, το οποίο έχει ως προς τούτο µία σχετική διακριτική ευχέρεια.
Εν τούτοις, οι περιορισµοί αυτοί δεν µπορούν να περιορίζουν την ανοικτή πρόσβαση σε έναν διοικούµενο κατά τρόπο ή σε βαθµό που να θίγεται στην ίδια την φύση του το δικαίωµα του τελευταίου σε ένα δικαστήριο. Τέλος, οι περιορισµοί αυτοί δεν συµβιβάζονται µε το άρθρο 6 § 1 παρά µόνον αν επιδιώκουν έναν νόµιµο σκοπό και αν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας µεταξύ των χρησιµοποιούµενων µέσων και του επιδιωκόµενου σκοπού (βλέπε, ειδικότερα, την πιο πάνω αναφερόµενη απόφαση ΒηιβΙΙβ βόηνβζ όθ Ιβ ΤΟΓΓΘ, σελ. 2955, § 33 και Κοάήαυβζ ν31ίη κατά Ισπανίας, αριθ. 47792/99, § 22, 11 Οκτωβρίου 2001).
Εν προκειµένω, το ∆ικαστήριο υπενθυµίζει ότι, για το παραδεκτό ενός ασκηθέντος ενδίκου µέσου, το άρθρο 277 § 1 του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας προέβλεπε σαφώς και χωρίς καµία αµφισβήτηση την εποχή εκείνη την υποχρέωση της προσκοµιδής πριν από την πρώτη συζήτηση της απόδειξης πληρωµής του παραβόλου. Τα εθνικά δικαστήρια εφάρµοσαν στη συνέχεια την διάταξη αυτή κηρύσσοντας την τριτανακοπή απαράδεκτη, διότι ο προσφεύγων δεν είχε καταβάλει το προβλεπόµενο παράβολο πριν από την συζήτηση της υπόθεσης.
Το ∆ικαστήριο θεωρεί καταρχήν ότι η υποχρέωση της πληρωµής του παραβόλου πριν από την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης εξυπηρετούσε τα συµφέροντα της έννοµης ασφάλειας και της καλής απονοµής της δικαιοσύνης, στο µέτρο που είχε ως σκοπό να αποθαρρύνει την καταχρηστική άσκηση ενδίκων µέσων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Επιπλέον, το ∆ικαστήριο σηµειώνει ότι το ποσό που έπρεπε να καταβληθεί για το παράβολο ήταν ιδιαίτερα µικρό (εννέα ευρώ) και έτσι δεν µπορούσε από την φύση του να παρεµποδίσει το δικαίωµα ενός διοικούµενου να προσφύγει ενώπιον
 
των διοικητικών δικαστηρίων. Εξάλλου, από την δικογραφία δεν προκύπτει η ύπαρξη δυσαναλογίας µεταξύ της οικονοµικής κατάστασης του προσφεύγοντος και του ποσού του πληρωτέου παραβόλου (βλέπε, 3 οοηϋΒήο, 03Γ303556 κατά Γαλλίας, αριθ. 59765/00, §§ 56-57, 18 Ιανουαρίου 2005).
Το ∆ικαστήριο θεωρεί εποµένως ότι ο προσφεύγων όφειλε να τηρήσει την προϋπόθεση του παραδεκτού, όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 277 § 1 του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας. Τούτο ισχύει ακόµη περισσότερο διότι ο προσφεύγων ουδόλως απέδειξε την ύπαρξη λόγων που θα µπορούσαν να τον απαλλάξουν από την υποχρέωση αυτή. Στο υπόµνηµά του ενώπιον του ∆ικαστηρίου, ο προσφεύγων εξέθεσε, για πρώτη φορά, ότι ζήτησε κατά την συζήτηση της υπόθεσής του ενώπιον του ∆ιοικητικού Πρωτοδικείου την αναβολή της τελευταίας, προκειµένου να προσκοµίσει την απόδειξη καταβολής του παραβόλου, αίτηµα το οποίο, κατ’αυτόν, απορρίφθηκε από το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά. Το ∆ικαστήριο σηµειώνει εν τούτοις ότι οι ισχυρισµοί αυτοί δεν αποδεικνύονται από κάποιο στοιχείο της δικογραφίας. Το εθνικό δίκαιο δεν αναγνώριζε στον διοικούµενο την δυνατότητα να καταβάλει το ποσό του παραβόλου κατά την συζήτηση της υπόθεσης ή µετά την αναβολή της. Αυτός όφειλε να αποδείξει την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης πριν από την συζήτηση. Επειδή αυτός δεν συµµορφώθηκε εµπροθέσµως, το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο κήρυξε απαράδεκτες τις τριτανακοπές του. Εξάλλου, ο προσφεύγων προσκόµισε την απόδειξη πληρωµής του παραβόλου στον φάκελό του µόλις στις 3 Ιουλίου 2000, ήτοι τέσσερις ηµέρες πριν από την διάσκεψη επί της υποθέσεώς του, ενώ είχε γνώση της απουσίας της απόδειξης τουλάχιστον από τις 9 Φεβρουαρίου 2000.
Υπό το φως όλων όσων εκτίθενται πιο πάνω, το ∆ικαστήριο θεωρεί ότι ο προσφεύγων, ο οποίος εκπροσωπήθηκε σε ολόκληρη την διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων από δικηγόρο, όφειλε να αναµένει την εφαρµογή του άρθρου 277 § 1 του Κώδικα ∆ιοικητικής
 
∆ικονοµίας από τα εθνικά δικαστήρια. Κατά συνέπεια, η απόφαση του ∆ιοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά δεν µπορούσε να θεωρηθεί ως απρόβλεπτη. Λαµβανοµένης υπόψη της διακριτικής ευχέρειας, η οποία αναγνωρίζεται στα Κράτη σχετικά µε τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενός ενδίκου µέσου, καθώς και των συνθηκών της υπόθεσης, ο προσφεύγων δεν υπέστη δυσανάλογη παρεµπόδιση στο δικαίωµά του για πρόσβαση σε δικαστήριο. Το ∆ικαστήριο καταλήγει ότι δεν υπήρξε προσβολή στην φύση του δικαιώµατος πρόσβασης σε δικαστήριο.
Έπεται ότι αυτό το τµήµα της προσφυγής είναι προδήλως αβάσιµη και πρέπει να απορριφθεί κατ’εφαρµογήν του άρθρου 35 §§ 3 και 4 της Σύµβασης.
Β. Επί του άρθρου 13 της Σύµβασης
Το ∆ικαστήριο υπενθυµίζει ότι το άρθρο 13 της Σύµβασης εγγυάται την ύπαρξη στο εθνικό δίκαιο µιας προσφυγής που να επιτρέπει την επίκληση των δικαιωµάτων και των ελευθεριών της Σύµβασης έτσι όπως καθιερώνονται µέσα σε αυτήν. Η διάταξη αυτή έχει εποµένως ως συνέπεια την απαίτηση µιας εθνικής προσφυγής που επιτρέπει να εξεταστεί το περιεχόµενο µιας «αιτίασης ικανής να υποστηριχθεί» στη βάση της Σύµβασης και να παρασχεθεί η κατάλληλη θεραπεία (βλέπε, µεταξύ πολλών άλλων, ΚυάΙβ κατά Πολωνίας [GC], no. 30210/96, § 157, CEDH 2000-XI).
Λαµβανοµένου υπόψη του πιο πάνω συµπεράσµατος σχετικά µε το δικαίωµα πρόσβασης σε δικαστήριο, το ∆ικαστήριο εκτιµά ότι ο προσφεύγων δεν είχε, εν προκειµένω, αιτίαση ικανή να υποστηριχθεί σχετικά µε την παραβίαση του δικαιώµατός του για πρόσβαση σε δικαστήριο.
Συνεπώς, η αιτίαση αυτή είναι προδήλως αβάσιµη και πρέπει να απορριφθεί κατ’εφαρµογήν του άρθρου 35 §§ 3 και 4 της Σύµβασης.
Για τους λόγους αυτούς, το ∆ικαστήριο, οµόφωνα,
 
Κηρύσσει την προσφυγή απαράδεκτη.
(υπογραφή)    (υπογραφή)
50ΓΘΠ ΝΙΕΙδΕΝ    Λουκής ΛΟΥΚΑΪ∆ΗΣ
Γραμματέας    Πρόεδρος
Ακριβής μετάφραση του συνημμένου εγγράφου από τα γαλλικά. Αθήνα, 10 Φεβρουαρίου 2006 Ο μεταφραστής
Αλέξανδρος Πετρουτσόπουλος