Εταιρείες – Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

Σημειώσεις Εμπορικό ΝΣΚ

Εισαγωγή

§ 1                       

Η ιδιορρυθμία και η μοναδικότητα του δικαίου των ενώσεων προσώπων στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου συνίσταται κυρίως στο ότι στις ενώσεις προσώπων δεν υπάρχουν, τουλάχιστον εκ των προτέρων, αντιτιθέμενα συμφέροντα, όπως στις κοινές ανταλλακτικές συμβάσεις αλλά κοινά συμφέροντα των μελών της ένωσης. Ο καθορισμένος από την εταιρική σύμβαση εταιρικός σκοπός αποτελεί το «δικαιοπρακτικό θεμέλιο» της εισόδου κάθε μέλους στην ένωση. Τα μέλη της ένωσης συνασπίζονται γι αυτό ακριβώς το λόγο, για να επιδιώξουν δηλαδή ένα κοινό σκοπό.

Μεταξύ των μελών μιας εταιρίας δημιουργούνται συγκρούσεις που πηγάζουν από τη συμμετοχή των μελών σ αυτή. Η εξισορρόπηση αυτών των συγκρούσεων συμβαίνει στα πλαίσια της έννοιας του εταιρικού συμφέροντος, η παρεμβολή της οποίας δικαιολογείται λόγω της ύπαρξης κοινού σε όλα τα μέρη σκοπού. Το εταιρικό συμφέρον επιτάσσει στα μέλη της εταιρίας να κατευθύνουν τη συμπεριφορά τους προς την επίτευξη του κοινού εμπορικού σκοπού και όχι στην ικανοποίηση των ατομικών συμφερόντων, τα οποία έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Τα ατομικά συμφέροντα (εν ευρεία έννοια) μπορεί να είναι άσχετα με την εταιρία (ατομικά συμφέροντα υπό στενή έννοια) ή άμεσα σχετιζόμενα μ αυτή (εταιρικά ατομικά συμφέροντα, τα οποία επιτυγχάνονται μόνο στα πλαίσια της ένωσης). Τυπικά είναι δυνατόν να επιδιωχθούν μόνο τα ατομικά συμφέροντα (ευρέως νοούμενα) που δεν έρχονται σε αντίθεση με τον εταιρικό σκοπό. Μόνο όταν συμφωνούν όλα τα μέρη της εταιρίας είναι δυνατόν να παραμερισθεί το εταιρικό συμφέρον.

Στην εταιρία με την ευρεία έννοια υπάγονται παραδοσιακά όλες οι ενώσεις προσώπων που ιδρύονται με δικαιοπραξία, για την επιδίωξη κοινού σκοπού σε όλα τα μέρη της ένωσης. Συνεπώς τρία είναι τα εννοιολογικά στοιχεία των ενώσεων προσώπων: α) Η δικαιοπρακτική (κατά κανόνα συμβατική) φύση της ιδρυτικής πράξης, β) η σύμπραξη δύο τουλάχιστον προσώπων γ) ο κοινός σκοπός.

Αν και για την ίδρυση της εταιρίας απαιτείται κατά κανόνα σύμπραξη δύο τουλάχιστον προσώπων, η ανεξαρτητοποίηση της εταιρικής επιχείρησης, η οποία δημιουργείται με την παρεμβολή της νομικής προσωπικότητας και η απεξάρτηση ιδίως των κεφαλαιουχικών εταιριών από τα μέλη τους, καθιστά δυνατή την ίδρυση και λειτουργία μονοπρόσωπων κεφαλαιουχικών εταιριών.

Οι βασικές κατηγορίες ενώσεων προσώπων είναι δύο, η εταιρία του αστικού κώδικα και το σωματείο. Μεταξύ τους διαφέρουν ουσιωδών κυρίως ως προς το πραγματικό γεγονός του αριθμού των μελών που έχει καθεμία κατά την τυπική της μορφή. Η εταιρία του ΑΚ αποτελείται από κλειστό αριθμό μελών και επιδιώκει εταιρικό σκοπό (κατά κανόνα κερδοσκοπικός). Το σωματείο είναι πολυμελής ένωση προσώπων ανοιχτού τύπου. Γι αυτό, η επιδίωξη του σκοπού του σωματείου (πάντα μη κερδοσκοπικός), για να αποφευχθεί η πολυπραγμοσύνη, έχει ανατεθεί αποκλειστικά σε ολιγομελές, ευέλικτο όργανο διοίκησης, ενώ τα μέλη του εκφράζουν τη βούλησή τους περιοδικά και μόνο στη συνέλευση.

Στις δύο αυτές κατηγορίες ενώσεων προσώπων εντάσσονται από πλευράς δομής όλες οι άλλες εταιρίες που αναγνωρίζονται από την έννομη τάξη. Οι προσωπικές εταιρίες δημιουργούνται κατά πρότυπο την εταιρία του ΑΚ, ενώ οι κεφαλαιουχικές εταιρίες και οι συνεταιρισμοί έχουν σωματειακή δομή. Υβρίδιο αποτελεί η εταιρία περιορισμένης ευθύνης η οποία εκ νόμου έχει μικτή μορφή.

Στις προσωπικές εταιρίες υπάγονται λοιπόν η αστική εταιρία, η ομόρρυθμη εταιρία, η ετερόρρυθμη εταιρία, η αφανής εταιρία, και ο ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού.

Στις κεφαλαιουχικές εταιρίες υπάγεται η ανώνυμη εταιρία, η εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, η ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρία και η ευρωπαϊκή εταιρία, ενώ η συμπλοιοκτησία αποτελεί ιδιάζουσα εταιρική μορφή του ναυτικού δικαίου. Σωματειακή δομή, χωρίς να είναι κεφαλαιουχικές εταιρίες, έχουν το σωματείο, ο συνεταιρισμός και η ευρωπαϊκή συνεταιριστική εταιρία.

Είναι όμως επιτρεπτή η διαμόρφωση, με βάση την βούληση των εταίρων, των έσω σχέσεων τους μέσα στα πλαίσια της εταιρίας. Για παράδειγμα η εταιρική βούληση μπορεί να αλλοιώσει ορισμένα χαρακτηριστικά των διάφορων εταιρικών τύπων, είτε αυτά αφορούν τη σωματειακή τους ή μη δομή είτε τον προσωπικό ή κεφαλαιουχικό τους χαρακτήρα. Μια τέτοια κίνηση δημιουργεί αποκλίσεις από το μοντέλο του νόμου. Η εταιρική βούληση όμως μπορεί να μην γίνεται να πραγματωθεί γιατί, εν όψει της αρχής του κλειστού αριθμού των εταιρικών τύπων, δεν μπορεί η ιδιωτική βούληση να δημιουργήσει νέες εταιρικές μορφές ή να αλλοιώσει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των αναγνωρισμένων από τον νόμο εταιρικών τύπων.

Εκτός από ορισμένες επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι οποίες ασκούνται υποχρεωτικά υπό ορισμένη εταιρική μορφή (πχ οι ασφαλιστικές και τραπεζικές επιχειρήσεις ασκούνται μόνο από ανώνυμες εταιρίες), οι συμβαλλόμενοι είναι ελεύθεροι να επιλέξουν όποιο εταιρικό τύπο επιθυμούν, ανεξάρτητα από τον σκοπό που επιδιώκει η εταιρία.

Εταιρικό δίκαιο είναι το δίκαιο των ενώσεων προσώπων ιδιωτικού δικαίου που έχουν ιδρυθεί με δικαιοπραξία για την επιδίωξη ορισμένου κοινού στα μέλη τους σκοπού. Παραδοσιακά, λοιπόν, το εταιρικό δίκαιο αποτελείται από ένα ενοχικό στοιχείο (την ύπαρξη δικαιοπραξίας) και ένα προσωπικό στοιχείο (την ύπαρξη προσώπων-εταίρων). Η έκτασή του προσδιορίζεται τόσο από τη φύση του επιδιωκόμενου σκοπού όσο και από τις δυνατές μορφές εταιρικής συνεργασίας.

Ο επιδιωκόμενος σκοπός μπορεί να είναι είτε κερδοσκοπικός είτε ιδεολογικός. Η σπουδαιότερη διαφορά ουσίας μεταξύ ενώσεων με και χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό είναι ότι στις πρώτες απαιτείται η θέσπιση ειδικών διατάξεων για την προστασία των συναλλασσομένων, ιδίως των εταιρικών δανειστών.

Κατά το σύστημα του αστικού κώδικα γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των ενώσεων προσώπων με νομική προσωπικότητα που επιδιώκουν ιδεολογικό σκοπό και αυτών που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό. Οι πρώτες μπορούν να συσταθούν βασικά με τη μορφή σωματείου ενώ οι δεύτερες μόνο με τη μορφή εταιρίας (όπως αναγνωρίζεται από τον ΑΚ).

Αντικείμενο ρύθμισης του δικαίου των εταιριών είναι βασικά οι προς τα έσω σχέσεις, δηλαδή οι σχέσεις των εταίρων προς την ένωση αλλά και μεταξύ τους και οι προς τα έξω σχέσεις, δηλαδή  οι σχέσεις των εταίρων (ή της ένωσης) προς τους τρίτους.

§ 2

Οι εταιρίες διακρίνονται παραδοσιακά σε προσωπικές και κεφαλαιουχικές.

Στις προσωπικές εταιρίες το πρόσωπο και η προσωπική συμβολή κάθε εταίρου είναι βασικός παράγοντας για τη λειτουργία της εταιρίας. Ο εταιρικός σκοπός επιδιώκεται με την προσωπική εργασία και την σύμπραξη των εταίρων. Ο ενοχικός δεσμός που συνδέει τους εταίρους έχει προσωποπαγή χαρακτήρα. Στην εταιρία του αστικού κώδικα, ο θάνατος ενός από τους εταίρους ή η πτώχευσή του, έχει ως αποτέλεσμα τη λύση της εταιρίας, ενώ η είσοδος και η έξοδος μέλους από την εταιρία απαιτεί τη συναίνεση όλων. Για τις υποχρεώσεις της προσωπικής εταιρίας, ευθύνεται η ίδια η εταιρία με την περιουσία της, αλλά και οι εταίροι ατομικά με την ατομική τους περιουσία. Οι εταίροι έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις ανεξάρτητα από το ύψος και το είδος της εισφοράς τους (αρχή της ισότητας) και έχουν υποχρέωση πίστης στις μεταξύ τους σχέσεις.

Στις κεφαλαιουχικές εταιρίες, βασικός παράγοντας είναι το κεφάλαιο και ειδικότερα η συγκέντρωση κεφαλαίων. Το πρόσωπο των εταίρων είναι αδιάφορο. Οπότε η είσοδος και έξοδος εταίρων και η μεταβίβαση της εταιρικής ιδιότητας είναι ελεύθερα, ενώ ο θάνατος ή η πτώχευση ενός από τους εταίρους δεν επηρεάζουν την εταιρία. Έτσι εξασφαλίζεται η διαιώνιση της εταιρίας. Οι εταίροι δεν έχουν υποχρέωση συνεργασίας, αφού η επιδίωξη του εταιρικού σκοπού ανατίθεται σε ειδικά όργανα διοικήσεως, τα μέλη των οποίων δεν είναι ανάγκη να έχουν εταιρική ιδιότητα. Ο νόμος θεμελιώνει λοιπόν την διάκριση των αρμοδιοτήτων. Οι εταίροι εκφράζουν τη γνώμη τους για θέματα πέραν της διοικήσεως της εταιρίας στη γενική συνέλευση της εταιρίας. Οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης λαμβάνονται με κεφαλαιουχική πλειοψηφία, ενώ η έκταση των εταιρικών δικαιωμάτων εξαρτάται από το ύψος της εισφοράς. Δεν ισχύουν οι αρχές της ισότητας και της πίστης όπως στις προσωπικές εταιρίες. Στις κεφαλαιουχικές εταιρίες ευθύνεται μόνο η εταιρία για τα εταιρικά χρέη και όχι και οι εταίροι.

Βέβαια αν το επιτρέπει ο νόμος και το επιδιώκει η εταιρική βούληση, μπορούν σε προσωπικές εταιρίες να εισχωρήσουν χαρακτηριστικά κεφαλαιουχικής εταιρίας (προσωπική εταιρία κεφαλαιουχικής δομής) και σε κεφαλαιουχικές εταιρίες στοιχεία προσωπικής εταιρίας (προσωποπαγής ΑΕ, όπου η μεταβίβαση του εταιρικού μεριδίου υπόκειται σε περιορισμούς).

§ 3

Ενώσεις χωρίς νομική προσωπικότητα είναι το μη αναγνωρισμένο σωματείο (ΑΚ 107), η αστική εταιρία (ΑΚ 741, 784), η αφανής εταιρία και η συμπλοιοκτησία. Η έλλειψη νομικής προσωπικότητας σημαίνει ότι η εταιρία δεν μπορεί να είναι αυτοτελές υποκείμενο δικαίου, ανεξάρτητο από τους εταίρους οπότε δεν μπορεί να φέρει εταιρική περιουσία (άρα κοινά αντικείμενα είναι δεκτικά διαθέσεως από τους εταίρους με μόνη συνέπεια την ευθύνη του διαθέτοντος σε αποζημίωση), δεν έχει βουλητική και αδικοπρακτική ικανότητα ενώ ο εκπρόσωπος της εταιρίας συναλλάσσεται στο όνομα των εταίρων με περαιτέρω συνέπεια την προσωπική ευθύνη των ίδιων των μελών για τις έναντι τρίτων αναλαμβανόμενες υποχρεώσεις της εταιρίας.

Στο δικονομικό δίκαιο αναγνωρίζεται ήδη δικονομική αυτοτέλεια των ενώσεων προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, αφού οι ενώσεις αυτές έχουν ικανότητα να είναι διάδικοι, ικανότητα παράστασης στο δικαστήριο και ικανότητα να υποστούν αναγκαστική εκτέλεση. Επίσης στο φορολογικό δίκαιο θεωρούνται αυτοτελή υποκείμενα φόρου.

Η μη καταχωρημένη στο ΓΕΜΗ ομόρρυθμη εταιρία η οποία ασκεί εμπορική δραστηριότητα και η κοινοπραξία έχουν ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα ως ενώσεις προσώπων. Συνέπεια αυτού είναι η νομική αυτοτέλεια της περιουσίας των παραπάνω εταιρικών μορφωμάτων. Η εταιρική περιουσία δεν ανήκει λοιπόν κατά κοινωνία δικαιώματος στους εταίρους, αλλά στην εταιρία ως αυτοτελή ένωση προσώπων. Το ίδιο ισχύει και για τα εταιρικά χρέη (αρχή του χωρισμού).

Νομική προσωπικότητα έχουν όλες οι κεφαλαιουχικές εταιρίες, δηλαδή η ανώνυμη εταιρία, η εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, η ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρία, η ευρωπαϊκή εταιρία, αλλά και το σωματείο και ο συνεταιρισμός. Από τις προσωπικές, νομική προσωπικότητα έχει η ομόρρυθμη και η ετερόρρυθμη εταιρία και ο ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού. Αλλά και η αστική εταιρία μπορεί να αποκτήσει νομική προσωπικότητα, εφόσον επιδιώκει οικονομικό σκοπό και τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται για τις ομόρρυθμες εταιρίες (ΑΚ 784).

Η δημιουργία του νομικού προσώπου αρχίζει με τη σύναψη της εταιρικής σύμβασης και ολοκληρώνεται με την τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Το νομικό πρόσωπο έχει αυτοτέλεια απέναντι στους ιδρυτές του και τα μέλη του, επωνυμία, ιθαγένεια και έδρα, ικανότητα δικαίου, ικανότητα για δικαιοπραξία και αδικοπραξία, ικανότητα να είναι διάδικος, ικανότητα παράστασης στο δικαστήριο. Η βούλησή του εκφράζεται με τα όργανά του. Δεν είναι δεκτικό ποινικού κολασμού. Έχει, ως φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων,  δική του περιουσία, χωριστή και ανεξάρτητη από την περιουσία των μελών του, με την οποία ευθύνεται για τα δημιουργούμενα χρέη. Συνεπώς τα μέλη του νομικού προσώπου δεν έχουν δικαίωμα επί της περιουσίας αυτού αλλά μετέχουν μόνο οικονομικά σ αυτή και εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη νόμου δεν ευθύνονται για τα χρέη του. Ομοίως, το νομικό πρόσωπο δεν έχει δικαιώματα επί της περιουσίας των μελών του ούτε ευθύνεται έναντι των ατομικών δανειστών των μελών του για τα προς αυτούς χρέη τους (αρχή του χωρισμού).

Στις εταιρίες με νομική προσωπικότητα εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ περί νομικών προσώπων (άρθρα 61-77).

Ο αυστηρός διαχωρισμός του νομικού προσώπου από τα μέλη του είναι εμφανέστερος στις κεφαλαιουχικές εταιρίες παρά στις προσωπικές, καθώς στις τελευταίες, λόγω έλλειψης σωματειακής δομής και έλλειψης οργάνων με χωριστές και διακριτές αρμοδιότητες, η νομική προσωπικότητα αναπτύσσει περιορισμένη ενέργεια (σχετικοποίηση νομικού προσώπου).

Στην ομόρρυθμη εταιρία με την παρ.1 του άρθρου 249 του νόμου 4072/2012 ευθύνονται για τα χρέη πέρα από την ίδια την εταιρία και οι εταίροι. Επίσης η πτώχευση της ομόρρυθμης εταιρίας επιφέρει και τη συμπτώχευση των ομόρρυθμων εταίρων. Αλλά και στις κεφαλαιουχικές εταιρίες ο διαχωρισμός μεταξύ νομικού προσώπων και μελών βρίσκει τα όριά του σε περιπτώσεις κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας.

§ 4

Εμπορικές εταιρίες κατά το τυπικό σύστημα, ανεξάρτητα δηλαδή από την εμπορικότητα του σκοπού τους είναι η ανώνυμη εταιρεία, η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, η ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρία, η ευρωπαϊκή εταιρία και ο συνεταιρισμός. Η ομόρρυθμη και η ετερόρρυθμη εταιρία είναι εμπορικές κατά το ουσιαστικό σύστημα, πρέπει δηλαδή ο σκοπός τους να συνίσταται σε εμπορικές πράξεις. Πρέπει να ασκείται πραγματικά εμπορικός σκοπός, όχι απλά να αναγράφεται στο καταστατικό. Στις εμπορικές εταιρίες με νομική προσωπικότητα εφαρμόζονται οι συνέπειες της εμπορικής ιδιότητας. Λόγω της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ο εμπορικός χαρακτήρας της εταιρίας με νομική προσωπικότητα δεν προσδίδει την εμπορική ιδιότητα και στους εταίρους. Εξαίρεση αποτελούν οι ομόρρυθμοι εταίροι της ομόρρυθμης και της ετερόρρυθμης εταιρίας.

§ 5

Συνταγματικώς προστατεύονται τόσο το νομικό πρόσωπο της εταιρίας από κρατικές επεμβάσεις όσο και η συμμετοχική ιδιοκτησία των εταίρων.

Ειδικότερα, για το νομικό πρόσωπο της εταιρίας: το άρθρο 5 παρ. 1 Σ εγγυάται την ελευθερία ίδρυσης εμπορικών εταιριών, προστατεύει την αυτονομία και την αυτοδιοίκηση των νομικών προσώπων (πέρα από τα φυσικά πρόσωπα). Γενικώς οι παρεμβάσεις της πολιτείας θα πρέπει να βρίσκονται στα πλαίσια των αρχών της αναλογικότητας και του αναγκαίου μέσου, αρχές τις οποίες δεν λαμβάνει υπόψη ο έλληνας νομοθέτης.

Οι προϋποθέσεις, η έκταση και τα όρια της κρατικοποίησης επιχειρήσεων καθορίζονται από τις παραγράφους 3 έως 5 του άρθρου 106 Σ: Μόνο μονοπωλιακές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που έχουν σημασία για την εθνική οικονομία ή το κοινωνικό σύνολο μπορούν να κρατικοποιηθούν και πάλι μόνο υπό τη διαδικασία που προβλέπεται στις ανωτέρω διατάξεις.

Τα συμμετοχικά δικαιώματα προστατεύονται στο άρθρο 17 του Συντάγματος.

Σημασία έχει επίσης η τήρηση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Ειδικότερη συνέπεια της αρχής αυτής είναι η απαγόρευση επιδότησης ή ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων επιχειρηματικών κλάδων ή εταιρικών τύπων με αυθαίρετα κριτήρια.

Φορολογικώς, υποκείμενο φόρου είναι πλέον και οι προσωπικές εταιρίες και όχι οι εταίροι. Το ότι η φορολογία των προσωπικών εταιριών ακόμα και αυτών που έχουν νομική προσωπικότητα, υπάγεται στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και όχι νομικών όπως η αε, η επε και οι συνεταιρισμοί είναι συστηματική ατέλεια και όχι ουσιαστική διαφορά.

Σε ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, το ελληνικό δίκαιο ακολουθεί το σύστημα του δικαίου της (πραγματικής) έδρας των νομικών προσώπων. Σύμφωνα μ αυτό, οι εταιρικές σχέσεις ρυθμίζονται από το δίκαιο της χώρας, στην οποία ασκείται πράγματι η διοίκηση της εταιρίας και όχι από το δίκαιο της χώρας ίδρυσής της. Ως έδρα λογίζεται κυρίως η καταστατική έδρα, ή ο τόπος όπου ασκείται η κύρια διοίκηση, αν αυτοί οι δύο διαφέρουν. Εξαίρεση στο όλο σύστημα αποτελεί η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία που δεν έχει την υποχρέωση να έχει την πραγματική της έδρα στην Ελλάδα, για να ισχύσει πάνω της το ελληνικό δίκαιο. Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν διεθνή αρμοδιότητα για αλλοδαπές εταιρίες που έχουν την πραγματική τους έδρα στην Ελλάδα.

§ 6

Η ευρωπαϊκή εταιρία δεν είναι υποκατάστατο των εθνικών ανώνυμων εταιριών αλλά εταιρικός τύπος που θα εξυπηρετεί τη διασυνοριακή συνεργασία των επιχειρήσεων και ομίλων επιχειρήσεων.

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει δεχθεί νομολογιακά θεμελιακές κοινοτικές ελευθερίες που σχετίζονται με το δίκαιο των εταιριών όπως η ελευθερία εγκατάστασης και η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων.

Ειδικότερα η ελευθερία εγκατάστασης περιλαμβάνεται στα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ. Το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι είναι ασύμβατη προς την αρχή αυτή η άρνηση κράτους μέλους (κράτος υποδοχής) να αναγνωρίσει εταιρία που ιδρύθηκε σε άλλο κράτος μέλος και δραστηριοποιείται στην επικράτεια του κράτους υποδοχής, όμως αναγνώρισε το δικαίωμα στο κράτος σύστασης να θέτει περιορισμούς στη μεταφορά της πραγματικής έδρας σε άλλο κράτος μέλος. Κατά το Δικαστήριο, η θεωρία της πραγματικής έδρας είναι ασύμβατη προς την ελευθερία εγκατάστασης. Επίσης, κρίνεται ασύμβατη προς την ελευθερία εγκατάστασης η άρνηση αναγνώρισης αλλοδαπής εταιρίας για το λόγο ότι το κράτος ίδρυσης δεν προβλέπει την καταβολή ελαχίστου ορίου κεφαλαίου, έστω και αν η επιταγή αυτή είναι δημόσιας τάξης σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους υποδοχής.

Το ελληνικό εταιρικό δίκαιο επιτρέπει τη μεταφορά της καταστατικής έδρας των νομικών προσώπων στην αλλοδαπή. Η εταιρία που μεταφέρει την έδρα της γίνεται αλλοδαπή.

Οι προσωπικές εταιρίες

Η ρύθμισή τους περιλαμβάνεται στα άρθρα 249-294 του νόμου 4072/2012. Αφορά τις ομόρρυθμες, τις ετερόρρυθμες, τις αφανείς εταιρίες και έχει περιληφθεί μια διάταξη για την κοινοπραξία.

Βασικές αρχές που ισχύουν σε όλες τις προσωπικές εταιρίες είναι: α) η προσωπική εταιρία είναι σχέση εμπιστοσύνης με έντονα προσωπικά στοιχεία β) οι εταίροι έχουν υποχρέωση πίστης γ) επιτρέπεται η ελεύθερη διαμόρφωση των προς τα έσω σχέσεων των εταίρων δ) ισχύει η αρχή της αυτοδιαχείρισης ε) ισχύει η αρχή της ισότητας για τις μεταξύ σχέσεις των εταίρων στ) δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής συμπληρωματικών εισφορών χωρίς τη συναίνεση των εταίρων.