ΕΣ Ολομ. 148/2010,ΑΠΟΔΟΧΕΣ, ΔΙΕΤΙΑ, ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ, ΟΚΟΓΕΝΕΙΚΑΗ ΠΑΡΟΧΗ ΛΟΓΩ ΓΑΜΟΥ, ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ,ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ, Δεν ισχύει η διετία για τις μισθολογικές απαιτήσεις των δημοσίων υπαλλήλων αλλά πενταετία-αντίθετο στην ΕΣΔΑ το αρθ. 90 παρ.5 ΚΔΛ και το 61 παρ.1 ΚΠΣΣ(

ΕΣ Ολομ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ 148/2010
Πρώτη απόφαση που μετέστρεψε νομολογία η ΕΣ Ολομ.2442/2008

ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Αίτηση Αναίρεσης που αφορά σε καταβολή οικογενειακής παροχής λόγω γάμου και τέκνων. Στην έννοια της προστατευόμενης περιουσίας περιλαμβάνονται και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς. Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. Προϋποθέσεις επιτρεπτής αναδρομικής ρύθμισης, η οποία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου δίκες. Δεκτή εν μέρει η αίτηση κατά το μέρος που με αυτή έγινε δεκτό ότι η ένδικη αξίωση της νυν αναιρεσείουσας είχε υποπέσει, σε παραγραφή.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2009, με την ακόλουθη σύνθεση : Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κανδρής, Φλωρεντία Καλδή και Γεώργιος Κωνσταντάς, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Διονύσιος Λασκαράτος, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη (εισηγήτρια), Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα και Αγγελική Μυλωνά, Σύμβουλοι (ο Αντιπρόεδρος Ευστάθιος Ροντογιάννης και οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη και Κωνσταντίνος Κωστόπουλος απουσίασαν δικαιολογημένα).

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Γεώργιος Σχοινιωτάκης.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για να δικάσει την από 4 Δεκεμβρίου 2006 (αριθμ. καταθ. …) αίτηση αναιρέσεως της 1647/2005 οριστικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της …,

κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου.

Με την από 20.12.2002 (αριθ. καταθ. …) αγωγή της η νυν αναιρεσείουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει το ποσό των 5.916,36 ευρώ, που αντιστοιχεί στην οικογενειακή παροχή λόγω γάμου και τέκνων του άρθρου 12 του ν. 2470/1997 σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ. 6 ν. 2592/1998 που δεν της καταβλήθηκε για το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.12.2002.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή αυτή και υποχρεώθηκε το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην ως άνω ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα το ποσό των 986,06 ευρώ, που αντιστοιχεί στην οικογενειακή παροχή λόγω γάμου και τέκνων για το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 28.2.2001.

Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά το μέρος που απορρίφθηκε η ως άνω αγωγή ως προς τα χρονικά διαστήματα: από 1.1.1997 έως 31.12.1999, για το οποίο έγινε δεκτό ότι η αξίωση της τότε ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας είχε υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρου 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 166/2000), από 1.3.2001 έως 30.6.2002, για το οποίο έγινε δεκτό ότι η δίκη ήταν καταργημένη, και από 1.7.2002 έως 31.12.2002, για το οποίο κρίθηκε ότι το αγωγικό αίτημα ήταν απαράδεκτο.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, που ζήτησε την παραδοχή της αίτησης. Και

Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τους Αντιπροέδρους Ιωάννη Καραβοκύρη, Νικόλαο Αγγελάρα, Κωνσταντίνο Κανδρή, το Σύμβουλο Ευάγγελο Νταή που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και τη Σύμβουλο Αγγελική Μυλωνά που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

Αποφάσισε τα εξής:

Ι. H υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 1647/2005 οριστικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για την οποία έχει καταβληθεί το προσήκον παράβολο (βλ. τα υπ’ αριθμ. 3618604, 3618605, 1023744 και 2366540 Σειράς Α΄ ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου), ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω κατά την ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων με αυτή λόγων αναίρεσης, παρά την απουσία της αναιρεσείουσας, η οποία δεν επηρεάζει την πρόοδο της δίκης, αφού αυτή, όπως προκύπτει από την από 9.12.2008 έκθεση του υπαλλήλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου …, περί επιδόσεως κλήσεως, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστεί στην παρούσα δικάσιμο (άρθρα 27, 65 και 117 του π.δ. 1225/1981), και παρότι η αναιρεσείουσα, ενώ άσκησε την κρινόμενη αίτηση στις 5.12.2006 και κοινοποίησε αντίγραφο του δικογράφου αυτής στο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο στις 5.1.2007, κατέθεσε το οικείο αποδεικτικό κοινοποίησης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου εκπρόθεσμα στις 11.6.2007, αφού δηλαδή είχε παρέλθει η εξάμηνη προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 51 παρ. 1 του π.δ. 774/1980. Και τούτο διότι ναι μεν με τη διάταξη του άρθρου 58 παρ. 9 του ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α΄ 165) ορίζεται πλέον ως κύρωση για την εκπρόθεσμη κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου του αποδεικτικού κοινοποίησης της αιτήσεως αναιρέσεως το απαράδεκτο της συζήτησης αντί της προβλεπόμενης μέχρι τότε, κατά πλάσμα του νόμου, παραίτησης από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου, πλην όμως, εφόσον το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο εμφανίστηκε κατά την παρούσα συζήτηση στο ακροατήριο και δεν αντέλεξε, λαμβανομένου υπόψη και του εμπροθέσμου της κοινοποιήσεως του αντιγράφου της αιτήσεως σ’ αυτό, εξασφαλίστηκε πλήρως το δικαίωμά του για υπεράσπιση της υπόθεσής του και ως εκ τούτου αίρεται το απαράδεκτο της συζήτησης (πρβλ. Απόφ. Ολ. Ελ. Συν. 1933/2009).

ΙΙ. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η από 20.12.2002 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας πολιτικής συνταξιούχου και υποχρεώθηκε το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σ’ αυτήν το ποσό των 986,06 ευρώ, που αντιστοιχεί στην οικογενειακή παροχή λόγω γάμου για το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 28.2.2001. Με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι η αξίωσή της κατά το μέρος που αφορά το από 1.1.1997 έως 31.12.1999 χρονικό διάστημα έχει υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995, Επίσης έγινε δεκτό ότι η δίκη, κατά το μέρος που αφορά το από 1.3.2001 έως 30.6.2002 χρονικό διάστημα, είναι καταργημένη, κατ΄ άρθρο 26 του ν. 3205/2003, καθόσον η σχετική αξίωσή της έχει ικανοποιηθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της οικ. 2/3013/0022/20.1.2004 απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 70), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του ως άνω άρθρου 26 του ν. 3205/2003 και προέβλεψε τη σταδιακή εξόφληση των οφειλομένων για το ως άνω διάστημα αναδρομικών ποσών της οικογενειακής παροχής. Τέλος, με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι η ένδικη αγωγή κατά το μέρος που αφορά την καταβολή οικογενειακής παροχής από 1.7.2002 έως 31.12.2002, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ως ασκούμενη άνευ εννόμου συμφέροντος), καθόσον από 1.7.2002 παύουν να ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 12 του ν. 2470/1997 και έκτοτε η οικογενειακή παροχή καταβάλλεται και στους δυο συζύγους, χωρίς τις διακρίσεις και τους περιορισμούς που έθεταν οι καταργηθείσες διατάξεις. Ήδη, με την ένδικη αίτηση, ζητείται η εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης: Α) κατά το μέρος που έγινε με αυτή δεκτό ότι η αξίωση της τότε ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας για την καταβολή της οικογενειακής παροχής του από 1.1.1997 έως 31.12.1999 χρονικού διαστήματος υπέπεσε σε παραγραφή, για τους λόγους που περιέχονται στο οικείο δικόγραφο και με τους οποίους, κατ’ ορθή εκτίμησή τους, αποδίδεται σ’ αυτήν η αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας της ως άνω διάταξης του άρθρου 90 παρ. 5 του ν.2362/1995, στο οποίο έχει κωδικοποιηθεί το άρθρο 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, καθόσον η διάταξη αυτή, με την οποία θεσπίζεται ειδική βραχυπρόθεσμη παραγραφή για τις αξιώσεις των συνταξιούχων κατά του Δημοσίου και περιορίζεται το δικαίωμά τους να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά λόγω καθυστερούμενων συντάξεων ή επιδομάτων ή βοηθημάτων, αντίκειται στο Σύνταγμα. και είναι ως εκ τούτου ανίσχυρη, με συνέπεια η ένδικη αξίωση να μην έχει παραγραφεί ούτε κατά το μέρος που αφορά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.12.1999, όπως εσφαλμένως κατά την αναιρεσείουσα έγινε δεκτό με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Β) Κατά το μέρος που έγινε μ’ αυτή δεκτό ότι η δίκη έχει εν μέρει καταργηθεί, ενόψει του ότι η αξίωσή της για το από 1.3.2001 έως 30.6.2001 χρονικό διάστημα έχει ικανοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3205/2003 και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσα οικ. 2/3013/0022/20.1.2004 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 70), για το λόγο που περιέχεται στο οικείο δικόγραφο αναιρέσεως και με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση της παράβασης νόμου. Γ) Για εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή, και μάλιστα κατά παράβαση του άρθρου 20 του Συντάγματος, των κανόνων που διέπουν, κατά την εκδοχή της αναιρεσείουσας, την επίδικη σχέση, ήτοι των άρθρων 105 Εισ.Ν.Α.Κ. και 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Δ) Για εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 12 του ν. 2470/1997, και μάλιστα κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ο κοινός νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοιες σχέσεις ή καταστάσεις που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις ή διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται για λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται από τα δικαστήρια. Με το δε άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αυξημένη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, την οποία μπορεί να στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια μάλιστα της κατά τα ανωτέρω προστατευόμενης περιουσίας περιλαμβάνονται και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς. Τέτοιες είναι και οι ήδη γεννημένες απαιτήσεις για συνταξιοδοτικές και για κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές. Περαιτέρω, ο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 247) ορίζει: α) στο άρθρο 86 ότι «1. Καμιά χρηματική απαίτηση του Δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ή το αρμόδιο Τελωνείο (βεβαίωση εν στενή εννοία). … 2. Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη. …», β) στο άρθρο 90 ότι «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. … 3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της. … 5. Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων εν γένει και βοηθηματούχων του Δημοσίου, καθώς και των κληρονόμων αυτών, από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα και βοηθήματα είναι δύο ετών, έστω και αν έχουν ενταλθεί εσφαλμένα. …» και γ) στο άρθρο 91 ότι «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. …». Με την ως άνω διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, που έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 166/2000), θεσπίζεται ειδική βραχυπρόθεσμη (διετής) παραγραφή για τις έναντι του Δημοσίου αξιώσεις των συνταξιούχων αυτού από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα ή βοηθήματα. Η διάταξη αυτή, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμα της κατηγορίας αυτής προσώπων να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα ή βοηθήματα, χωρίς τούτο να δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος ή δημοσίας ωφέλειας, στους οποίους δεν υπάγεται η ανάγκη τήρησης της δημοσιονομικής τάξης, ταχείας εκκαθάρισης των οικονομικών υποχρεώσεων του Δημοσίου και γενικότερα προστασίας της δημόσιας περιουσίας, αφενός μεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού εισάγει άνιση (δυσμενέστερη) μεταχείριση της κατηγορίας αυτής δικαιούχων και αξιώσεων τόσο έναντι αυτού τούτου του Δημοσίου, οι αξιώσεις του οποίου κατά το άρθρο 86 παρ. 2 του ν. 2362/1995 υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή, όσο και έναντι άλλων κατηγοριών δικαιούχων και αξιώσεων, στις οποίες έχει εφαρμογή η γενική πενταετής παραγραφή που προβλέπεται στο άρθρο 90 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, αφετέρου δε αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., αφού περιορίζει τις σχετικές περιουσιακής φύσης αξιώσεις της κατηγορίας αυτής προσώπων, των συνταξιούχων δηλαδή του Δημοσίου για την αναδρομική διεκδίκηση συντάξεων, επιδομάτων και βοηθημάτων. Άλλωστε, η διαφορετική νομοθετική μεταχείριση ως προς τον χρόνο συμπλήρωσης της παραγραφής μεταξύ των αξιώσεων του Δημοσίου κατά παντός τρίτου και των αξιώσεων των συνταξιούχων του Δημοσίου κατ’ αυτού, συνεπαγόμενη, σε περίπτωση προσφυγής στο δικαστήριο, την περιορισμένη αναδρομική ικανοποίηση των αξιώσεων των τελευταίων αυτών, αντίκειται και στην αρχή της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από τα άρθρα 4 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6, 13 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α. και 2 παρ. 3 α και β, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Συνεπώς, η ως άνω διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995 είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα, πρέπει δε να τύχει εφαρμογής και για τις αξιώσεις αυτές των συνταξιούχων του Δημοσίου η γενική πενταετής παραγραφή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 (βλ. σχετ. Απόφαση Ολομ. Ελ. Συν. 2442/2008, όπου και μειοψηφία, καθώς και Ειδ. Δικαστ. 1/2005, ΣτΕ 3428/2006).

ΙV. Οι διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 4 και 5 του ν. 2470/1997, όπως είχαν τροποποιηθεί και ίσχυαν κατά τον κρίσιμο στην ένδικη υπόθεση χρόνο, οι οποίες απαγορεύουν την καταβολή στο ακέραιο του της οικογενειακής παροχής και στους δύο συζύγους, όταν αυτοί είναι υπάλληλοι του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., αντίκεινται, όπως έχει γίνει παγίως δεκτό (βλ. σχετ. Α.Ε.Δ. 3/2001, Ολ. Ελ. Συν. 1591/2002, 153/2003, κ.ά.), στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Κατά συνέπεια, ισχύει και είναι άμεσα εφαρμοστέος ο γενικός κανόνας που περιέχεται στην παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 2470/1997, σύμφωνα με τον οποίο οι έγγαμοι υπάλληλοι λαμβάνουν ολόκληρη την οικογενειακή παροχή, μαζί με τη σχετική προσαύξηση λόγω τέκνων, εφόσον υπάρχουν, χωρίς τις διακρίσεις στις οποίες προβαίνουν οι ως άνω κρινόμενες ως αντισυνταγματικές διατάξεις. Τα ίδια ισχύουν αναφορικά και με τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου εν γένει. Με τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 3 του ν. 3016/2002 (ΦΕΚ Α΄ 110) έπαυσαν να ισχύουν από 1.7.2002 οι ανωτέρω αντισυνταγματικές ρυθμίσεις του άρθρου 12 του ν. 2470/1997 και άρχισε να καταβάλλεται από την ημερομηνία αυτή η οικογενειακή παροχή στο ακέραιο σε όλους τους έγγαμους συνταξιούχους του Δημοσίου, χωρίς τις διακρίσεις και τους περιορισμούς που προέβλεπαν οι διατάξεις αυτές. Περαιτέρω, ο ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. …» (ΦΕΚ Α΄ 297) ορίζει στο άρθρο 26 ότι: «Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος και ο ακριβής χρόνος εξόφλησης των απαιτήσεων, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια, των εν ενεργεία υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. …οι οποίες απορρέουν από τη μη σύγχρονη καταβολή και στους δύο συζύγους της οικογενειακής παροχής λόγω γάμου και τέκνων του άρθρου 12 του Ν. 2470/1997, κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2001 μέχρι 30.6.2002, είτε έχουν ασκήσει αγωγές, είτε όχι. Στην ανωτέρω ρύθμιση υπάγονται και οι περιπτώσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και οι απαιτήσεις που απορρέουν από αυτές για το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν έχουν εξοφληθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Για το ίδιο χρονικό διάστημα οι εκκρεμείς δίκες καταργούνται. Με όμοια απόφαση θα τακτοποιηθούν και οι αντίστοιχες απαιτήσεις των συνταξιούχων του Δημοσίου». Βάσει της εξουσιοδοτικής αυτής διάταξης εκδόθηκε η οικ. 2/3013/0022/20.1.2004 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών «Καταβολή αναδρομικών οικογενειακής παροχής» (ΦΕΚ Β΄ 70), με την οποία ρυθμίστηκε ο τρόπος εξόφλησης των αναδρομικών απαιτήσεων των συνταξιούχων του Δημοσίου, οι οποίες απορρέουν από τη μη σύγχρονη καταβολή της οικογενειακής παροχής και στους δύο συζύγους κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2001 μέχρι 30.6.2002. Με τις ανωτέρω διατάξεις, που έχουν γενικό χαρακτήρα και αποβλέπουν στην αποφυγή μακρών δικαστικών αγώνων για τη διεκδίκηση των απαιτήσεων αυτών, δεν καταργούνται οι σχετικές αξιώσεις για την καταβολή της οικογενειακής παροχής για το από 1.3.2001 έως 30.6.2002 χρονικό διάστημα, αλλά αναγνωρίζεται η αντίστοιχη υποχρέωση του Δημοσίου και ρυθμίζεται ο τρόπος και χρόνος εξόφλησης των εν λόγω απαιτήσεων. Εισάγεται, συνεπώς, με τις διατάξεις αυτές επιτρεπτή αναδρομική ρύθμιση, η οποία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου δίκες. Κατά το μέρος δε που οι διατάξεις αυτές προβλέπουν την «κατάργηση των εκκρεμών δικών», έχουσες την έννοια ότι αγωγές, που έχουν ασκηθεί για την ικανοποίηση χρηματικών αξιώσεων λόγω μη χορήγησης της οφειλόμενης για το από 1.3.2001 έως 30.6.2002 χρονικό διάστημα οικογενειακής παροχής, χάνουν πλέον, ενόψει της αναδρομικής αυτής νομοθετικής ρύθμισης της πλήρους ικανοποίησης των αντίστοιχων αξιώσεων των εναγόντων, το νόμιμο έρεισμά τους και αποβαίνουν για το λόγο αυτό νόμω αβάσιμες και απορριπτέες, δεν αντίκεινται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., που διασφαλίζουν το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας και το συνακόλουθο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, ούτε ενέχουν επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής, ώστε να αντίκεινται στη θεμελιώδη διάκριση των εξουσιών, που καθιερώνεται με τα άρθρα 26 παρ. 1 και 3, 73 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. σχετ. Ολ. Ελ.Συν. 513/2009, όπου και μειοψηφία, ΑΠ 808/2008, 5/2008, 683/2007, 27/2002).

V. Στην ένδικη υπόθεση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ΙΙ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δικάζοντας την από 20.12.2002 αγωγή της πολιτικής συνταξιούχου …, συζύγου …, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να της καταβάλει την οικογενειακή παροχή λόγω γάμου και τέκνων που δεν της καταβλήθηκε με τη σύνταξή της κατά το από 1.1.1997 έως 31.12.2002 χρονικό διάστημα, δέχθηκε ότι η τότε ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα δικαιούται την ένδικη παροχή μόνο για το από 1.1.2000 έως 28.2.2001 χρονικό διάστημα, καθόσον η σχετική αξίωσή της κατά το μέρος μεν που αφορά το από 1.3.2001 και εντεύθεν χρονικό διάστημα έχει ικανοποιηθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της οικ. 2/3013/0022/20.1.2004 απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 70), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου 26 του ν. 3205/2003, καθώς και του άρθρου 13 παρ. 3 του ν. 3016/2002, όπως τούτο προέκυπτε και από την 126521/26.9.2006 βεβαίωση της 45ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, κατά το μέρος δε που αφορά το από 1.1.1997 έως 31.12.1999 χρονικό διάστημα έχει υποπέσει -ενόψει του χρόνου κατάθεσης της αγωγής της (23.12.2002)- στη διετή παραγραφή του άρθρου 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 166/2000), στο οποίο έχει κωδικοποιηθεί η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995). Με βάση τις παραδοχές αυτές, έγινε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εν μέρει δεκτή η αγωγή της πολιτικής συνταξιούχου και ήδη αναιρεσείουσας και υποχρεώθηκε το τότε εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σ’ αυτήν το ποσό των 986,06 ευρώ ως οικογενειακή παροχή λόγω γάμου και τέκνων για το από 1.1.2000 έως 28.2.2001 χρονικό διάστημα. Σύμφωνα όμως με όσα έγιναν δεκτά στην υπό στοιχ. ΙΙΙ σκέψη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το δικάσαν Τμήμα τις περί παραγραφής διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995, όπως βασίμως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με την ένδικη αίτησή της, καθόσον έπρεπε να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις αυτές είναι ανίσχυρες ως αντίθετες στα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και ότι η αξίωση αυτής υπόκειται στη γενική πενταετή παραγραφή της παρ. 1 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 και δεν έχει, ως εκ τούτου, παραγραφεί ούτε κατά το μέρος που αφορά το ως άνω από 1.1.1997 έως 31.12.1999 χρονικό διάστημα.

Αντιθέτως, με το να δεχθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ότι η σχετικώς ανοιγείσα με την ένδικη αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας δίκη πρέπει να θεωρηθεί κατά το μέρος που αφορά το από 1.3.2001 έως 30.6.2002 χρονικό διάστημα «καταργημένη» σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3205/2003 σε συνδυασμό με την κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσα υπουργική απόφαση, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη με την ένδικη αίτηση πλημμέλεια της παράβασης νόμου με την ειδικότερη μορφή της εφαρμογής ανίσχυρης, ως αντίθετης στα άρθρα 20 παρ. 1, 26 παρ. 1, 73 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., διάταξης, κατά τα ανωτέρω στην υπό στοιχ. IV της παρούσας γενόμενα δεκτά, και πρέπει κατά τούτο να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.

Τέλος, απορριπτέοι ως απαράδεκτοι τυγχάνουν οι υπό στοιχ. (Γ) και (Δ) λόγοι αναιρέσεως, καθόσον με αυτούς δεν προσάπτεται σφάλμα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Και τούτο ως προς μεν τον υπό στοιχ. (Γ) ισχυρισμό, διότι το Τμήμα κρίναν την ένδικη αγωγή όχι ως αποζημιωτική, αλλά ως ευθεία αγωγή, που έχει ως αντικείμενο όχι την απονομή ή την αύξηση συντάξεως, αλλά παρακολούθημα του δικαιώματος της συντάξεως -κρίσεις η ορθότητα των οποίων δεν αμφισβητείται με την υπό κρίση αίτηση- δεν εφάρμοσε ούτε το άρθρο 106 Εισ.Ν.Α.Κ. ούτε το άρθρο 60 του Σ.Κ., όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα. Ως προς δε τον υπό στοιχ. (Δ) ισχυρισμό αυτής, η επικαλούμενη υπό της αναιρεσείουσας ερμηνεία του άρθρου 12 του ν. 2470/1997 είναι η αυτή με την δοθείσα υπό του Τμήματος και στην υπό στοιχ. V της παρούσης αποφάσεως σκέψη.

VII. Ακολούθως, λόγω μη ύπαρξης άλλο λόγου αναίρεσης, πρέπει σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αίτηση αναίρεσης κατά της 1674/2005 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να αναιρεθεί η απόφαση αυτή μόνο κατά το μέρος που με αυτή έγινε δεκτό ότι η ένδικη αξίωση της νυν αναιρεσείουσας είχε υποπέσει, σε παραγραφή κατά το μέρος που αφορούσε το από 1.1.1997 έως 31.12.1999 χρονικό διάστημα, σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995 (άρθρο 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα). Συνακόλουθα δε, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου, που κατέθεσε για την άσκηση της ένδικης αίτησής της (άρθρα 61 παρ. 3 και 117 του π.δ. 1225/1981). Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν εν όλω μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε από 4.7.2006 με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).

VΙ. Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών περί παραγραφής διατάξεων που προαναφέρθηκαν, η υπόθεση, που χρήζει διερεύνησης κατά το πραγματικό της μέρος, πρέπει ν΄ αναπεμφθεί στο ΙΙ Τμήμα, υπό διαφορετική σύνθεση, για νέα εξέταση (άρθρα 58 παρ. 4 του π.δ. 774/1980 και 116 π.δ. 1225/1981).

Για τους λόγους αυτούς

Δικάζει ερήμην της αναιρεσείουσας

Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης της …, κατά της 1647/2005 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Αναιρεί εν μέρει την ως άνω απόφαση και μόνο για το χρονικό διάστημα από 1.1.997 έως 31.12.1999.

Αναπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ΙΙ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου με διαφορετική σύνθεση.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης στην αναιρεσείουσα.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 10 Ιουνίου 2009.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 3 Φεβρουαρίου 2010.