ΕΣ Ολομ.1720/2009
Περίληψη
Εφεση – Στρατιωτικοί – Αναπροσαρμογή συντάξεων στρατιωτικών -. Δεν είναι εκτελεστές συνταξιοδοτικές πράξεις τα εκκαθαριστικά σημειώματα καταβολής συντάξεως, τα οποία έχουν απλώς πληροφοριακό – ενημερωτικό χαρακτήρα, και δεν κανονίζουν ή αναπροσαρμόζουν σύνταξη. Η παράλειψη συνταξιοδοτικού οργάνου χωρίς την προηγούμενη υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον φορέα του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, να προβεί στην έκδοση πράξεως για ανακαθορισμό της συντάξεως του δικαιουμένου προς τούτο, δεν θεμελιώνει παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας και ως εκ τούτου, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με έφεση, εκτός εάν τάσσεται από τον οικείο νόμο προθεσμία, εντός της οποίας η διοίκηση οφείλει να εκδώσει σχετική πράξη (Αντίθετη μειοψηφία). Αναπροσαρμογή συντάξεων στρατιωτικών οι οποίοι αποχώρησαν από την ενεργό υπηρεσία πριν την έναρξη ισχύος των άρθρων 5 και 6 του ν. 2838/2000.
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός απόφασης 1720/2009
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2008, με την ακόλουθη σύνθεση: Γεώργιος-Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κανδρής, Αντώνιος Τομαράς και Φλωρεντία Καλδή, Αντιπρόεδροι, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Γεώργιος Κωνσταντάς, Διονύσιος Λασκαράτος, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία Κωνσταντάρα (εισηγήτρια) και Αγγελική Μυλωνά, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης και Ιωάννης Καραβοκύρης και οι Σύμβουλοι Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Σωτηρία Ντούνη, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Μαρία Αθανασοπούλου και Ελένη Λυκεσά απουσίασαν δικαιολογημένα). ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ: Γεώργιος Σχοινιωτάκης.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 13-4-2006 αίτηση που περιήλθε στη Γραμματεία της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου στις 25-4-2006 με αριθ. καταθ. 107/2006 του Ν. Χ. του Λ., κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός ….. για αναίρεση της 914/2005 οριστικής αποφάσεως του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο οποίος δεν παραστάθηκε.
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απερρίφθη ως απαράδεκτη έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά παραλείψεως της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως να προβεί σε αναπροσαρμογή της συντάξεώς του σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2838/2000, όπως η παράλειψη προέκυπτε από τα εκκαθαριστικά σημειώματα καταβολής συντάξεων.
Με την κρινόμενη αίτηση και για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως του ΙΙΙ Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως.
Το Γενικό Επίτροπο Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε, την απόρριψη της αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, από τους οποίους ο Γεώργιος Κωνσταντάς κατά τη διάσκεψη έχει προαχθεί στο βαθμό του Αντιπροέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Αντώνιο Τομαρά, που δεν υπάρχει στην παρούσα διάσκεψη λόγω συνταξιοδοτήσεως του, πλην όμως εγκύρως εκδίδεται η απόφαση χωρίς την παρουσία του, σύμφωνα με τα άρθρα 11 παρ.1 π.δ. 774/1980 και 78 παρ.2 π.δ. 1225/1981, τους Αντιπροέδρους Χρήστο Ντάκουρη και Νικόλαο Αγγελάρα, τη Σύμβουλο Βασιλική Ανδρεοπούλου που απουσίασαν λόγω κωλύματος καθώς και τη Σύμβουλο Αγγελική Μυλωνά που αποχώρησε από τη διάσκεψη σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 2 του ν.1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής:
1. Η κρινόμενη αίτηση, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (με τα ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου 978510, 2024706 και 978509, Σειράς Α΄), ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα. Επομένως πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το βάσιμο των λόγων αυτής, παρά την απουσία του αιτούντος, ο οποίος κλήθηκε νόμιμα και δια του από 31-3-2008 τηλεομοιοτύπου του διορισθέντος από αυτόν με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως πληρεξουσίου του δικηγόρου Χρήστου Χασκή (ΑΜ/Δ.Σ.Θ. 5593), που ως εκ τούτου είναι και αντίκλητος αυτού, δήλωσε ότι επιθυμεί την πρόοδο της δίκης ανεξαρτήτως της παραστάσεώς του (άρθρα 16,18,27,65 παρ.3 και 117 του π.δ/τος 1225/1981).
2. Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ο αναιρεσείων επιδιώκει την εξαφάνιση της πληττόμενης αποφάσεως την παραδοχή της εφέσεώς του και την ακύρωση της παραλείψεως της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως, με σκοπό την αναπροσαρμογή της συντάξεώς του από 1-7-2000, χρόνου ενάρξεως ισχύος του ν.2838/2000, προβάλλοντας ως λόγους αναιρέσεως: α) εσφαλμένη ερμηνεία των διεπουσών την επίδικη σχέση διατάξεων του άρθρου 66 παρ.6 του π.δ/τος 166/2000 (φ 153 Α΄), β) εσφαλμένη ερμηνεία των γενομένων δεκτών σχετικώς με την εκτελεστή παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας της Διοικήσεως, γ) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, υπό την ειδικότερη αιτίαση των προταθέντων και μη ληφθέντων υπ όψιν από την αναιρεσιβαλλόμενη υπόθεση πραγμάτων, ουσιωδών για την έκβαση της δίκης.
3. Επειδή στο άρθρο 66 παρ.6 του π.δ/τος 166/2000 ΄΄Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων΄΄ (φ 153 Α΄), ορίζεται ότι: «1 .6. Η πράξη Κανονισμού Συντάξεων και η απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων υπόκεινται σε έφεση στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέσα σε ένα έτος από την έκδοσή τους , καθώς και από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε ένα έτος από την κοινοποίησή τους. Στις εφέσεις αυτές και τα άλλα ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων που εκδίδονται κατ έφεση από το Ελεγκτικό Συνέδριο εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του Οργανισμού του .». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής προσβάλλονται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι έχουσες εκτελεστό χαρακτήρα πράξεις ή παραλείψεις των αρμοδίων συνταξιοδοτικών οργάνων να προβούν στον κανονισμό ή την αναπροσαρμογή της συντάξεως του δικαιουμένου προς τούτο. Υπό την έννοια αυτή τέτοιες εκτελεστές συνταξιοδοτικές πράξεις είναι εκείνες που διαπιστώνουν τη συνδρομή ή μη των αναγκαίων προϋποθέσεων του νόμου για τον προσδιορισμό δικαιώματος καταβολής συντάξεως και τον καθορισμό των συνταξίμων αποδοχών και παροχών. Έτσι στην εν λόγω έννοια δεν εμπίπτουν τα εκκαθαριστικά σημειώματα καταβολής συντάξεως, τα οποία έχουν απλώς πληροφοριακό ενημερωτικό χαρακτήρα, και δεν κανονίζουν ή αναπροσαρμόζουν σύνταξη.
4. Επειδή, περαιτέρω κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, κατά τον κρίσιμο για την προκείμενη υπόθεση χρόνο, δηλαδή πριν την 4η-7-2006, που δημοσιεύθηκε ο ν. 3274/2006, με το άρθρο 12 παρ. 2 του οποίου γίνεται αναλογική εφαρμογή στις δίκες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, χρόνο κατά τον οποίο δεν προβλεπόταν από τη Δικονομία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ/γμα 774/1980 και 1225/1981), έφεση κατά παραλείψεως οφειλουμένης νομίμου ενεργείας της Διοικήσεως, εγένετο δεκτό, σύμφωνα με τα ισχύοντα στο χώρο του Διοικητικού Δικαίου, ότι στοιχειοθετείται τοιαύτη παράλειψη εφ όσον συντρέχουν σωρευτικώς οι εξής προϋποθέσεις: α) επιβαλλόμενη στη διοικητική αρχή υποχρέωση από το νόμο να ρυθμίσει συγκεκριμένη έννομη σχέση με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξεως, β) Υποβολή σχετικής αιτήσεως στην ως άνω αρχή από τον διοικούμενο, γ) ʼρνηση της ίδιας αρχής να εκδώσει την πράξη, η οποία (άρνηση) προκύπτει από την πάροδο άπρακτης της τασσόμενης από το νόμο προθεσμίας προς έκδοση της πράξεως, άλλως, από την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως (πρβλ.ΣτΕ 3573/2003 και ήδη όμοια ρύθμιση στο άρθρο 63 παρ.2 του Κ.Δ.Δ.). Επομένως, παράλειψη συνταξιοδοτικού οργάνου χωρίς την προηγούμενη υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον φορέα του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, να προβεί στην έκδοση πράξεως για ανακαθορισμό της συντάξεως του δικαιουμένου προς τούτο, δεν θεμελιώνει παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως και ως εκ τούτου, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με έφεση, εκτός εάν τάσσεται από τον οικείο νόμο προθεσμία, εντός της οποίας η Διοίκηση οφείλει να εκδώσει σχετική πράξη. Αν και κατά τη γνώμη τεσσάρων μελών του Δικαστηρίου, που μειοψήφησαν, ήτοι των Συμβούλων Χρυσούλας Καραμαδούκη, Μαρίας Βλαχάκη, Γεωργίας Μαραγκού και Ασημίνας Σαντοριναίου, που μειοψήφησαν ειδικώς στις περιπτώσεις αναπροσαρμογής συντάξεως στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενέργειας της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως να προβεί στην αύξηση συντάξεων των δικαιουμένων συνταξιούχων και χωρίς την υποβολή σχετικής αιτήσεως, όταν τούτο είναι συνέπεια γενικής αυξήσεως μισθών των εν ενεργεία συναδέλφων τους και ο νόμος δεν απαιτεί ρητώς την υποβολή αιτήσεως, δεδομένου ότι σε αυτή την περίπτωση δεν μεταβάλλονται τα προσδιοριστικά στοιχεία του συνταξιοδοτικού δικαιώματος (π.χ συντάξιμη υπηρεσία, χρόνος ενάρξεως καταβολής της αναπροσαρμογής, βαθμός εξόδου από την υπηρεσία).
5. Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 34 παρ.1,2,3 και 5 του π.δ/τος 166/2000 (Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, Σ.Κ.), συνάγεται ότι η σύνταξη του στρατιωτικού κανονίζεται με βάση το βασικό μισθό του βαθμού, που έφερε και εμισθοδοτείτο κατά την έξοδό του από την υπηρεσία, προσαυξημένο από το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, όπως τα μεγέθη αυτά καθορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις. Κάθε δε μεταβολή (αύξηση ή μείωση) των στοιχείων που συγκροτούν τον συντάξιμο μισθό των στρατιωτικών (βασικού μισθού ενέργειας και επιδόματος χρόνου υπηρεσίας) επηρεάζουν αμέσως και αυτομάτως και τις κανονιζόμενες με βάση αυτά συντάξεις. Τέλος, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι ο βαθμός που έφερε ο στρατιωτικός όταν αποχώρησε από την υπηρεσία και με τον οποίο εμισθοδοτείτο, αποτελεί το σταθερό στοιχείο που προσδιορίζει το βασικό μισθό, που λαμβάνεται κάθε φορά υπ όψιν, για την αύξηση ή μείωση της συντάξεώς του, ανεξαρτήτως από το χρόνο τερματισμού της συντάξιμης υπηρεσίας του. Κατά συνέπειαν, σε περίπτωση που αυξάνεται καθ οιονδήποτε τρόπο ο βασικός μισθός των εν ενεργεία στρατιωτικών, είτε ευθέως με την καθιέρωση νέων βασικών μισθών, είτε με την χορήγηση ορισμένου χρηματικού ποσού, είτε με τη μορφή ποσοστιαίων αυξήσεων, είτε βάσει συντελεστή, είτε με τη μορφή μισθολογικών προαγωγών, χωρίς ιδιαίτερη αξιολόγηση από τα αρμόδια συμβούλια κρίσεως για τη χορήγηση των μισθολογικών προαγωγών, αλλά με την συνδρομή, πάντως, ορισμένων τυπικών αξιολογικών κριτηρίων, ο διαμορφούμενος με τους τρόπους αυτούς μισθός, αποτελεί βασικό μισθό, που καθορίζει τον συντάξιμο μισθό των συνταξιούχων στρατιωτικών. Είναι δε αδιάφορος ο τρόπος, που ο νομοθέτης επιλέγει για την αύξηση του μισθού ενεργείας των στρατιωτικών, αρκεί το γεγονός ότι έχει ως βάση, αποκλειστικώς και μόνο, το βαθμό, που κατέχουν οι στρατιωτικό και οδηγεί στην αύξηση του βασικού μισθού τους (βλ. Ολ.Ελ.Συν. 814/2004). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του ν. 2838/2000 «Ρύθμιση θεμάτων προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας .»(φ 179 Α΄), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 37 του ν.3016/2002 « ..μισθολογικά, φορολογικές ρυθμίσεις κ.λ.π.» (φ 110 Α΄) συνάγεται ότι : α) Με τις διατάξεις αυτές θεσπίστηκαν μισθολογικές προαγωγές σε όλους τους βαθμούς ιεραρχίας των μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού και Πυροσβεστικού Σώματος (από 1-1-2001 για όσα στελέχη εμπίπτουν στο άρθρο 5 και από 1-7-2000 για όσα στελέχη εμπίπτουν στο άρθρο 6 του ν.2838/2000), αυξανομένων με τον τρόπο αυτό των αποδοχών τους, στις οποίες περιλαμβάνεται, κυρίως ο βασικός μισθός αυτών, β) Οι μισθολογικές αυτές προαγωγές χορηγούνται στους ανωτέρω χωρίς ιδιαίτερη αξιολόγηση των ουσιαστικών τους προσόντων από τα αρμόδια συμβούλια κρίσεως, αλλά με την συνδρομή, πάντως, ορισμένων αξιολογικών κριτηρίων, που αναφέρονται κυρίως στον προσδιορισμό της συνολικής πραγματικής υπηρεσίας τους, αλλά και κατά περίπτωση στη χορήγηση διαφόρων επιδομάτων π.χ. άρθρο 5 περ.α εδ. β΄ και 6 παρ.1 του ν.2838/2000. Οι εν λόγω μισθολογικές προαγωγές, παρά τον χαρακτηρισμό τους αυτό, στην πραγματικότητα προσαυξάνουν το βασικό μισθό του βαθμού, που κατέχει το ανωτέρω προσωπικό, κατά το ποσό της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του βασικού μισθού του βαθμού τους αυτού και εκείνου του επομένου ή επομένων βαθμών ιεραρχίας. Κατά συνέπειαν ο ούτω προκύπτων βασικός μισθός των ως άνω στελεχών, συνιστά στην πραγματικότητα γενική αύξηση μισθών αυτών, και υπολογίζεται και για την αναπροσαρμογή των συντάξεων των αποχωρησάντων, πριν την έναρξη ισχύος των άρθρων 5 και 6 του ν.2838/2000, στρατιωτικών, με τις ίδιες νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις, που χορηγούνται οι εν λόγω μισθολογικές προαγωγές στους εν ενεργεία στρατιωτικούς (βλ. Ολ.Ελ.Συν. 814/2004).
6. Επειδή στην κρινόμενη υπόθεση η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, που συζητήθηκε στις 4-3-2005 και δημοσιεύθηκε στις 13-5-2005, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ως προς τα πραγματικά περιστατικά κρίση της, τα εξής: Ότι ο ήδη αναιρεσείων, απόστρατος Αντισυνταγματάρχης, δικαιώθηκε συντάξεως με την 14975/1989 πράξη του Διευθυντή της 2ης Δ/νσεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Με την από 27-1-2002 έφεσή του ο ανωτέρω στράφηκε κατά της παραλείψεως της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως να προβεί χωρίς προηγουμένη υποβολή, εκ μέρους του, σχετικής αιτήσεως, στην αναπροσαρμογή της συντάξεώς του, βάσει των αυξήσεων των μισθών που δόθηκαν στους εν ενεργεία συναδέλφους του σύμφωνα με το ν.2838/2000, όπως η ως άνω παράλειψη προέκυψε από τα εκκαθαριστικά σημειώματα καταβολής συντάξεων των μηνών Ιουλίου 2000 και εντεύθεν και ότι με τα δεδομένα αυτά το ΙΙΙ Τμήμα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του ερμηνεύοντας τις διατάξεις του άρθρου 66 παρ.6 του Σ.Κ., απέρριψε την ως άνω έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, το μεν κατά το μέρος που στρεφόταν κατά των εκκαθαριστικών σημειωμάτων, ως απαράδεκτη, λόγω του ότι αυτά στερούνται εκτελεστότητος, το δε κατά το μέρος, που στρεφόταν κατά της παραλείψεως της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως να προβεί στην ως άνω αναπροσαρμογή της συντάξεώς του, ως απαράδεκτη, λόγω του ότι, ελλείψει προηγούμενης υποβολής σχετικής αιτήσεως, η ως άνω παράλειψη δεν ήταν εκτελεστή.
7. Με σχετικό λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι, κατ εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 66 παρ.6 του Σ.Κ., έκρινε τα εκκαθαριστικά σημειώματα καταβολής συντάξεώς του ως μη εκτελεστές πράξεις της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως και ως εκ τούτου εσφαλμένως απέρριψε την έφεσή του ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που αυτή στρεφόταν κατά εκκαθαριστικών σημειωμάτων Ιουλίου 2000 και εντεύθεν, από τα οποία προέκυπτε παράλειψη της Διοικήσεως να προβεί, ως όφειλε, σε αναπροσαρμογή της συντάξεώς του, βάσει του ν.2838/2000. Και τούτο τόσο περισσότερο, όσο τον χρόνο ασκήσεως της εφέσεώς του υπήρχε αντίθετη σχετική νομολογία του ΙΙ Τμήματος (η απόφαση 45/2001 αυτού) και εξάλλου, τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις, προσβαλλόμενες αυτοτελώς ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, κατά την ομόφωνη γνώμη του Δικαστηρίου. Και τούτο διότι, όπως αναφέρθηκε στην 3η σκέψη της παρούσης με τα εκκαθαριστικά σημειώματα καταβολής συντάξεως δεν κανονίζεται συνταξιοδοτικό δικαίωμα, καθιδρυόμενο το πρώτον με αυτά, αλλά αυτά πληροφορούν και ενημερώνουν τον ήδη φορέα συνταξιοδοτικού δικαιώματος κάθε φορά, σχετικώς, με το ποιά συνταξιοδοτικά στοιχεία (παροχές, κρατήσεις, φόροι), προσδιορίζουν τη σύνταξή του όπως ορθώς έκρινε και το ΙΙ Τμήμα, με την αναιρεσιβαλλόμενη. Εξάλλου, ομόφωνα, είναι αβάσιμα και τα επιχειρήματα, τα οποία ο αναιρεσείων επικαλείται προς ενίσχυση των ισχυρισμών του σχετικώς με την έννοια των επίμαχων διατάξεων στου Σ.Κ.. Ειδικότερα ως προς την επικαλούμενη υπάρχουσα αντίθετη νομολογία του δικάσαντος Τμήματος, εσφαλμένως αυτός επικαλείται δέσμευση του Τμήματος από αυτήν, διότι η νομολογία στην ελληνική έννομη τάξη δεν συνιστά πηγή δικαίου, αλλά αποτελεί έκφραση γνώμης ως προς την έννοια κάποιας διατάξεως του εκάστοτε φυσικού δικαστή, η αλλαγή δε της τοιαύτης γνώμης δεν θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως. Κατ εξαίρεση δεσμεύεται ο δικαστής της ουσίας από διαμορφωθείσα νομολογία αναιρετικού Δικαστηρίου, ευρισκομένου στην κορυφή της δικαιοδοσίας στην οποία ανήκει, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως κατ εκδοθείσης από αυτόν αποφάσεως. Ως προς δε την επίκληση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων φόρου, που εκδίδονται από τις οικείες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, πρόκειται για σύγκριση ανομοίων διοικητικών πράξεων (μεγεθών), αφού με τα εν λόγω εκκαθαριστικά σημειώματα καθιδρύεται, το πρώτον, δημόσια υποχρέωση (οφειλή φόρου) του φορολογουμένου, ενώ τούτο δεν συμβαίνει, όπως προαναφέρθηκε, με τα εκκαθαριστικά σημειώματα καταβολής συντάξεως.
8. Με σχετικό (τον δεύτερο) λόγο αναιρέσεως ο ήδη αναιρεσείων προβάλλει, όπως εκτιμάται, ότι κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπ όψιν της, ότι με το δικόγραφο της εφέσεώς του προσέβαλε αυτοτελώς τη μη νόμιμη παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως να αναπροσαρμόσει τη σύνταξή του, η οποία (παράλειψη) εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους από την έκδοση του ν.2838/2000, εκτός από τα αποσταλέντα εκκαθαριστικά, και περαιτέρω ότι κατ εσφαλμένη ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, έκρινε ότι απαιτείτο προηγούμενη αίτησή του, ενώ η αιτούμενη αναπροσαρμογή έπρεπε να γίνει οίκοθεν, με την ισχύ του ν.2838/2000. Ο λόγος αυτός κατά το σκέλος που αναφέρεται στην παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, κατά την ομόφωνη γνώμη του Δικαστηρίου. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη (σ.10, β΄παρ. αυτής), το δικάσαν Τμήμα έλαβε υπόψιν λόγο εφέσεως, που στρεφόταν αυτοτελώς κατά της παραλείψεως της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως να αναπροσαρμόσει την σύνταξή του. Περαιτέρω ο λόγος αυτός κατά το σκέλος του που στρέφεται κατά των γενομένων δεκτών, που αφορούν στην έννοια της εκτελεστής παραλείψεως της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως, πρέπει, κατά την πλειοψηφήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, να απορριφθεί επίσης ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, ναι μεν οι μισθολογικές προαγωγές των άρθρων 5 και 6 του ν.2838/2000, συνιστούν γενική αύξηση μισθών, όπως έγινε δεκτό στην 4η σκέψη της παρούσης, πλην όμως και ειδικώς για τη συγκεκριμένη αύξηση μισθών, που λαμβάνει χώρα διά των μισθολογικών προαγωγών, πρέπει να προηγηθεί από τη Διοίκηση η διαπίστωση της συνδρομής προϋποθέσεων και ειδικότερα των αξιολογικών κριτηρίων, που θέτει ο ν.2838/2000, τόσο για τους εν ενεργεία, όσο και για τους συνταξιούχους στρατιωτικούς, και για το λόγο αυτό είναι απαραίτητη η προηγούμενη υποβολή από τον συνταξιούχο στρατιωτικό σχετικής αιτήσεως, εφ όσον από το νόμο δεν τάσσεται προθεσμία δράσεως της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως, που άλλωστε εν προκειμένω δεν θα ήταν δυνατόν αφού οι ως άνω μισθολογικές προαγωγές, θεωρήθηκαν αρχικώς ως γενική αύξηση μισθών με το 24ης Γ.Σ/24-10-2002 Πρακτικό της Ολομελείας, και όχι κατόπιν εκδόσεως συνταξιοδοτικού νόμου αναφερόντος περί «οίκοθεν αναπροσαρμογής». Κατά συνέπεια, κατά την κρατήσασα άποψη, ορθώς και το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι απαιτείτο προηγούμενη αίτηση του αναιρεσείοντος προς τη συνταξιοδοτική Διοίκηση για αναπροσαρμογή της συντάξεώς του κατ εφαρμογή του ν.2838/2000, για να συντρέξει, εν προκειμένω εκτελεστή παράλειψη της Διοικήσεως, και ορθώς, κατ ακολουθίαν απέρριψε την έφεση του ανωτέρω ως απαράδεκτη. Αν και κατά τη γνώμη τεσσάρων μελών του Δικαστηρίου, ήτοι των Συμβούλων Χρυσούλας Καραμαδούκη, Μαρίας Βλαχάκη, Γεωργίας Μαραγκού και Ασημίνας Σαντοριναίου, που μειοψηφήσαν, εφ όσον εν προκειμένω πρόκειται για αναπροσαρμογή συντάξεως, ερειδόμενη σε γενική αύξηση μισθών εν ενεργεία στρατιωτικών υπαλλήλων, και δεν μεταβάλλονται, ως εκ τούτου, τα προσδιοριστικά στοιχεία του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, η αύξηση των συνταξιοδοτικών παροχών είναι άμεση και αυτόματη, και δεν απαιτείται προηγούμενη υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον φορέα του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, η δε συνταξιοδοτική Διοίκηση έχει υποχρέωση οίκοθεν αναπροσαρμογής. Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, έσφαλε το δικάσαν Τμήμα, που με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι απαιτείτο τοιαύτη αίτηση, και απέρριψε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος ως στρεφόμενη κατά μη εκτελεστής παραλείψεως της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως, ως απαράδεκτη, ενώ έπρεπε να δεχθεί τυπικώς την έφεση, να ερευνήσει αυτή κατ ουσίαν και αναιρετέα συνεπώς τυγχάνει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Η γνώμη όμως αυτή δεν εκράτησε.
9. Στη συνέχεια ο αναιρεσείων, με σχετικό λόγο προβάλλει, όπως εκτιμάται, ότι δεν λήφθηκε υπ όψιν από το Τμήμα, ως συμπροσβαλλόμενη μεταγενέστερη από την κατάθεση της εφέσεώς του, ρητή άρνηση της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως να αναπροσαρμόσει την σύνταξή του, η οποία (άρνηση) εκδηλώθηκε με το από 17-12-2002 έγγραφο της Διευθύντριας της 44ης Δ/νσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, προβαλλόμενος το πρώτον κατ αναίρεση, αφού ούτε από τα στοιχεία του φακέλου της εφέσεως και της αναιρέσεως προκύπτει, αλλά ούτε και ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η ως άνω ρητή άρνηση ετέθη υπ όψιν του Τμήματος ώστε να γίνει επ αυτής κρίση ως συμπροσβαλλόμενης. Με την ίδια αιτιολογία πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας το Τμήμα δεν έλαβε υπ όψιν του ότι με την κοινοποίηση του δικογράφου της εφέσεως στο αντίδικο Ελληνικό Δημόσιο, έλαβε χώρα όχληση προς αυτό για εκπλήρωση της υποχρεώσεως αναπροσαρμογής της συντάξεώς του, γεγονός που σε κάθε περίπτωση αφετηριάζει την παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενέργειας της Διοικήσεως, αφού προβάλλεται το πρώτον κατ αναίρεση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως. Τέλος είναι αβάσιμο και το επιχείρημα του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζοντας την παράνομη παράλειψή του για αναπροσαρμογή των συντάξεων των συνταξιούχων στρατιωτικών, εξέδωσε το ν.3408/2005 (φ 272 Α΄), στο άρθρο 8 του οποίου προβλέπεται ότι από 1-10-2005 αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από τις αρμόδιες Δ/νσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του ν.2838/2000 και 37 του ν.3016/2002, διότι πρόκειται απλώς για αλλαγή των απόψεων του νομοθέτη ως προς την αύξηση των συντάξεων των στρατιωτικών υπό το πρίσμα των νενομολογημένων από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ουδόλως δε συνιστά ομολογία της συνταξιοδοτικής Διοικήσεως για αναδρομική παράλειψη οφειλομένης εκ μέρους της νομίμου ενέργειας, αφού πρόκειται για δράση δύο διαφορετικών λειτουργικών (νομοθετικής εκτελεστικής) της κρατικής εξουσίας.
10. Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Τμήμα ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διέπουσες την επίδικη έννομη σχέση διατάξεις, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά την κρατήσασα άποψη είναι απορριπτέα στο σύνολό της ως αβάσιμη και πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου αναίρεσης υπέρ του Δημοσίου (άρθ.61 παρ.3 και 117 π.δ/τος 1225/1981).
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει ερήμην του αναιρεσείοντος