ΕΣ Ολομ.1721/2010, ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΣ, Α.105 1225/81 , ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ, ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ, η δικαστική απόφαση αποτελεί νέο κρίσιμο έγγραφο στην αίτηση αναθεώρησης

ΕΣ Ολομ

Απόφ. Ολομ. 1721/2010
Αίτηση αναθεώρησης. Νέο κρίσιμο έγγραφο. Η δικαστική απόφαση ως δημόσιο έγγραφο με την αποδεικτική ισχύ του άρθρου 312 ΚΠολΔ εμπίπτει στην έννοια του νέου κρισίμου εγγράφου του άρθρου 29 παρ. 3περ.β του Π.Δ/τος 774/1980. Η αδυναμία της αναιρεσείουσας να ανακαλέσει στη μνήμη της τα στοιχεία της δικαστικής απόφασης δεν αποτελεί γεγονός, το οποίο κατέστησε ανέφικτη την έγκαιρη προσκομιδή της.

1721/210 ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Δεκεμβρίου 2009, με την ακόλουθη σύνθεση : Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Θεοχάρης Δημακόπουλος και Διονύσιος Λασκαράτος, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Μιχαήλ Ζυμής, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης και Αντώνιος Κατσαρόλης, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης και Γεώργιος Κωνσταντάς και οι Σύμβουλοι  Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος και Αγγελική Μυλωνά απουσίασαν δικαιολογημένα).

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ :  Γεώργιος Σχοινιωτάκης.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για   να δικάσει την από  25 Ιανουαρίου 2007 (αριθμ. κατάθ. 93/1.2.2004) για αναίρεση της 1638/2005 οριστικής αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση της Πολυξένης Κωστούρου, κατοίκου Χολαργού Αττικής, οδός Δαγκλή 7Α, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Θωμά Καναβέλη (ΑΜ ΔΣΑ 9045),                                                                                          

         κ α τ ά   του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.

Με την 456/2003 οριστική απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απορρίφθηκε η από 20.11.2001 έφεση της ήδη αναιρεσείουσας, πολιτικής συνταξιούχου, κατά της 13848/2001 πράξης της Διευθύντριας της 43ης Διεύθυνσης Κανονισμού Πολιτικών Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία κανονίστηκε σε αυτή, πτυχιούχο της Χαροκοπείου Ανωτάτης Σχολής Οικιακής Οικονομίας και πρώην υπάλληλο σε δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα, σύνταξη με βάση το 4ο μισθολογικό κλιμάκιο της κατηγορίας ΤΕ του ν.2470/1997.

 Με την αναιρεσιβαλλόμενη 1638/2005 (και όχι του έτους 2006, όπως εσφαλμένα αναφέρεται στο δικόγραφο της αναίρεσης) απόφαση του ΙΙ Τμήματος απορρίφθηκε αίτηση της ίδιας για αναθεώρηση της 456/2003 αποφάσεως αυτού, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της αποφάσεως.

Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η  αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως.

Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση  και

Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε επίσης να απορριφθεί η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, εκτός από τις Συμβούλους Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Σωτηρία Ντούνη και Μαρία Αθανασοπούλου που απουσίασαν λόγω κωλύματος.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα  και

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

Αποφάσισε τα εξής :

Ι.   Η κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της 1638/2005 αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και για τη συζήτηση αυτής καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 2655302,1049323 και 2437473 ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου). Συνεπώς είναι τυπικά δεκτή και πρέπει  να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το βάσιμο των λόγων της.

II.   Με την 456/2003 οριστική απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απορρίφθηκε έφεση της ήδη αναιρεσείουσας, πολιτικής συνταξιούχου, κατά της 13848/2001 πράξης της Διευθύντριας της 43ης Διεύθυνσης Κανονισμού Πολιτικών Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία κανονίστηκε σε αυτή, πτυχιούχο της Χαροκοπείου Ανωτάτης Σχολής Οικιακής Οικονομίας και πρώην υπάλληλο σε δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα, σύνταξη με βάση το 4ο μισθολογικό κλιμάκιο της κατηγορίας ΤΕ του ν. 2470/1997. Με την αναιρεσιβαλλόμενη 1638/2005 απόφαση του ΙΙ Τμήματος απορρίφθηκε αίτηση της ίδιας για αναθεώρηση της ως άνω 456/2003 αποφάσεως αυτού. Με την ένδικη αίτησή της, όπως αυτή διευκρινίζεται με το από 7.12.2009 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, η αναιρεσείουσα επιδιώκει την εξαφάνιση της 1638/2005 απόφασης του II Τμήματος, προβάλλοντας ως αιτιάσεις : α) Την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1785/1951, των άρθρων 9 παρ. 1-7 του              ν. 1894/1990, 168 του Π.Δ. 433/1997, 32 και 35 του ν. 309/1976, από τις οποίες προκύπτει ότι η υπηρεσιακή της κατάσταση εξομειωνόταν πλήρως με αυτή των πτυχιούχων πανεπιστημιακών σχολών και επομένως έπρεπε να της κανονιστεί σύνταξη με βάση το βασικό μισθό του 1ου μισθολογικού κλιμακίου της κατηγορίας ΠΕ. Και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 29 παρ. 3 του Π.Δ. 774/1980, αφού εσφαλμένα κρίθηκε ότι στην έννοια των νέων κρισίμων εγγράφων δεν εμπίπτουν οι δικαστικές αποφάσεις, ενώ δεν αξιολογήθηκε το γεγονός ότι ήταν ανέφικτη η προσαγωγή από την αναιρεσείουσα της υπ’ αριθ. 8740/1978 απόφασης του Εφετείου Αθηνών κατά τη συζήτηση της έφεσης.

ΙΙΙ.   Κατά το άρθρο 105 του π.δ. 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄, 304) «εις αναθεώρησιν υπόκεινται αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων κατά τα εις το άρθρον 62 του π.δ/τος 774/1980 … οριζόμενα». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 62 του π.δ. 774/1980 (Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου), «αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων υπόκεινται εις το έκτακτον ένδικον μέσον της αναθεωρήσεως, ασκούμενον ενώπιον του εκδόντος την απόφασιν Τμήματος, κατά τα εν άρθρω 29 οριζόμενα, είτε υπό του παρά τω Συνεδρίω Γενικού Επιτρόπου ή του αρμοδίου Υπουργού είτε παρά του ενδιαφερομένου ….». Εξάλλου, στο άρθρο 29 παρ. 3 του ως άνω διατάγματος, ορίζεται ότι «η αίτησις αναθεωρήσεως επιτρέπεται ….. α) λόγω πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα, β) αν προσαχθούν νέα κρίσιμα έγγραφα, γ) αν  η πράξις εστηρίχθη επί καταθέσεων μαρτύρων καταδικασθέντων επί ψευδομαρτυρία ή απαλλαγέντων μεν, αναγνωρισθείσης όμως της ψευδομαρτυρίας δικαστικώς, δ) εάν η πράξις εστηρίχθη επί εγγράφων πλαστών εφόσον η πλαστογραφία ανεγνωρίσθη  οπωσδήποτε δικαστικώς, έστω και εν τω σκεπτικώ της δικαστικής αποφάσεως ή του εκδοθέντος βουλεύματος».

Από τις παρατεθείσες διατάξεις και το όλο κείμενο του άρθρου 29 προκύπτει ότι η θεσπιζόμενη από αυτό αίτηση αναθεωρήσεως, η οποία από άποψη ουσιαστικού περιεχομένου, δικονομικής σκοπιμότητας και προϋποθέσεων ασκήσεώς της αντιστοιχεί στο από τα άρθρα 538 επ. του Κ.Πολ.Δ. προβλεπόμενο έκτακτο ένδικο μέσο της αναψηλαφήσεως, ασκείται κατά των αποφάσεων των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου που εκδίδονται επί της ουσίας με τη συνδρομή ενός ή περισσότερων από τους διαληφθέντες λόγους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προσαγωγή νέων κρίσιμων εγγράφων. Κρίσιμο δ’ έγγραφο ικανό να στηρίξει αίτηση αναθεωρήσεως είναι έγγραφο έγκυρο, δημόσιο ή ιδιωτικό, με αποδεικτική ισχύ στην υπόθεση που κρίθηκε, δηλαδή έγγραφο από το οποίο προκύπτει άμεση και πλήρης απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού γεγονότος, στην παραδοχή του οποίου στηρίζεται το διατακτικό της αποφάσεως και το οποίο, αν υποβαλλόταν σε εκτίμηση θα οδηγούσε σε ουσιαστική της υποθέσεως κρίση, διαφορετική από την περιεχόμενη στην  προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία  είναι γι’ αυτό το λόγο εσφαλμένη. Το νέο κρίσιμο έγγραφο πρέπει να υπήρχε κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης με την αίτηση αναθεωρήσεως αποφάσεως και να ήταν άγνωστο ή ανέφικτη η προσκόμισή του ή να είναι μεταγενέστερο, αλλά να προκύπτει από αυτό η ύπαρξη και το περιεχόμενο άλλου κρίσιμου εγγράφου που είχε εκδοθεί πριν από το πιο πάνω χρονικό σημείο, η έγκαιρη προσκόμιση του οποίου δεν ήταν δυνατή για τον ως άνω λόγο (βλ. και αποφ. Ολ. Ελ. Συν. 728/2007, 1961/2004, 382/2001, 489/1996, ΑΠ 538/2005, 1264/2004, Ελ.Δ. 485, 2005, 231/2000, Εφετ. Αθην. 1169/2001, Δίκη, 586/2001).

Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Στην έννοια του νέου κρισίμου εγγράφου εμπίπτει και η δικαστική απόφαση ως δημόσιο έγγραφο, η δεσμευτική αποδεικτική δύναμη της οποίας στην περίπτωση αυτή καθορίζεται από το άρθρο 312 του Κ.Πολ.Δ.. Εξάλλου, γεγονότα, τα οποία καθιστούν ανέφικτη την έγκαιρη προσκομιδή του νέου κρισίμου εγγράφου, είναι εκείνα, τα οποία δεν οφείλονται σε υπαιτιότητα έστω και από ελαφρά αμέλεια του αιτούντος την αναθεώρηση και από απλώς τυχαίο ή οφειλόμενο σε συμπτώσεις που δεν μπορούσε να προληφθεί με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως, σύμφωνα με τα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας (βλ. Αποφ. ΑΠ 1264/2004, 173/1994 Ελ.Δ. 36, 625, 2844/2007 Εφετ. Θεσσαλ., ΕΠΟΛΔ, 542/2008)

ΙV.   Στην υπό κρίση υπόθεση το Τμήμα που δίκασε δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα : Ότι η ήδη αναιρεσείουσα, πτυχιούχος της πρώην «Χαροκοπείου Ανωτάτης Σχολής Οικιακής Οικονομίας» από το έτος 1963, προσλήφθηκε στις 6.6.1964 σε θέση παρασκευάστριας μικροβιολογικού εργαστηρίου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών Άγιος Παύλος. Ακολούθως, στις 7.12.1964 επαναπροσλήφθηκε στην ανωτέρω θέση, ενώ στις 19.2.1965 διορίστηκε στο ίδιο νοσηλευτικό ίδρυμα σε κενή οργανική θέση παρασκευάστριας με βαθμό 11ο, στην οποία, στις 24.1.1967 μονιμοποιήθηκε. Στις 22.12.1967 μετατάχθηκε σε θέση γραφέως – δακτυλογράφου και στις 23.1.1973 μετατάχθηκε και πάλι σε οργανική θέση οικονόμου – διαιτολόγου Α΄ κατηγορίας με βαθμό 9ο. Την  1.4.1986 κατατάχθηκε στον Α΄ βαθμό, ενώ στις 10.4.1976 μετατάχθηκε στο Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο» ομοίως σε οργανική θέση οικονόμου – διαιτολόγου κατηγορίας ΑΡ με βαθμό 6ο, ενώ στις 16.7.1987 εντάχθηκε στην κατηγορία ΠΕ. Στις 11.2.2001 έληξε η υπαλληλική σχέση της αναιρεσείουσας και με την 13848/2001 πράξη της Διευθύντριας της 43ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους της κανονίστηκε σύνταξη με βάση το βασικό μισθό του 4ου μισθολογικού κλιμακίου της ΤΕ κατηγορίας και όχι με βάση το βασικό μισθό του 1ου μισθολογικού κλιμακίου της ΠΕ κατηγορίας, στην οποία είχε καταταγεί από την υπηρεσία της. Το Τμήμα, που δίκασε την έφεσή της, κατά της προμνησθείσας πράξης κανονισμού της σύνταξής της, έκρινε με την 456/2003 απόφασή του ότι ορθά η ήδη αναιρεσείουσα δεν κατατάχθηκε στην ΠΕ κατηγορία και στα αντίστοιχα μισθολογικά κλιμάκια αυτής, διότι ήταν πτυχιούχος της πρώην Χαροκοπείου Ανωτάτης Σχολής Οικιακής Οικονομίας, η οποία δεν αποτελεί ανώτατη σχολή υπό την έννοια του άρθρου 16 του Συντάγματος, καθόσον η εν λόγω Σχολή ιδρυθείσα με βάση τις διατάξεις του ν. 1785/1951 δεν απολαύει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και δεν λειτουργεί ως πλήρως αυτοδιοικούμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί εξαρτημένη από το κράτος δημόσια υπηρεσία (άρθρα 7 και 8 εδαφ. δ του ν. 1785/1951), υπάγεται στην αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Μέσης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και το διδακτικό προσωπικό της έχει βαθμολογική και μισθολογική αντιστοιχία προς τη διοικητική ιεραρχία (Πρακτ. Ολομ. 12ης Γεν. Συν./26.4.1993). Κρίθηκε δε περαιτέρω, ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προέκυπτε ότι το πτυχίο της Χαροκοπείου που κατείχε η αιτούσα, είχε εξομοιωθεί με το πτυχίο του Τμήματος Επιστήμης  Διαιτολογίας – Διατροφής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου -το οποίο ιδρύθηκε με το ν. 1894/1990 (ΦΕΚ Α΄, 110)-, καθόσον δεν προσκόμιζε το σχετικό πτυχίο που απονέμεται στους πτυχιούχους  της Χαροκοπείου, που ολοκληρώνουν το πρόγραμμα εξομοίωσης του Π.Δ/τος 292/1997 (ΦΕΚ Α΄, 211). Απορρίφθηκε επίσης, ο προβληθείς ισχυρισμός ότι τα συνταξιοδοτικά όργανα ήταν υποχρεωμένα να κανονίσουν τη σύνταξη με βάση το μισθολογικό κλιμάκιο και την κατηγορία, στην οποία είχε καταταγεί από την υπηρεσία της, με την αιτιολογία ότι τα συνταξιοδοτικά όργανα δεν δεσμεύονται από την κρίση της Διοίκησης, αλλά οφείλουν να εξετάζουν τα τυπικά προσόντα του συνταξιοδοτούμενου, και δεσμεύονται μόνο σε περίπτωση δεδικασμένου (που απορρέει από απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου), το οποίο στην προκειμένη υπόθεση δεν συνέτρεχε, αφού η επικληθείσα και προσαχθείσα υπ’ αριθ. 1291/1978 απόφαση του Εφετείου Αθηνών αφορούσε άλλους διαδίκους και όχι την αναιρεσείουσα. Κατόπιν αυτών, η ασκηθείσα έφεση απορρίφθηκε ως αβάσιμη. Περαιτέρω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η αναιρεσείουσα με την αίτηση αναθεωρήσεως προέβαλε ότι ήταν πτυχιούχος ανωτάτης σχολής και προσεκόμισε: α) το από 6.4.2001 πιστοποιητικό εξομοίωσης του πτυχίου της Χαροκοπείου που κατείχε, με αυτό του Τμήματος Επιστήμης Διαιτολογίας- Διατροφής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου (άρθρα 9 ν. 1894/1990 και 2 παρ. 8 του Π.Δ/τος 292/1997), και β) την υπ’ αριθ. 8740/1978 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 18001/2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, είχε εξαφανιστεί η απόφαση αυτή, είχε γίνει δεκτή η αγωγή αυτής και είχε υποχρεωθεί το εφεσίβλητο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών Βασιλεύς Παύλος να καταβάλει στην αναιρεσείουσα το ποσό των 7.200 δραχμών, το οποίο αντιστοιχούσε σε παρανόμως μη καταβληθέν σε αυτή ειδικό προσωρινό επίδομα του άρθρου 45 του ν. 22/1975, καθόσον έκρινε ότι αυτό το εδικαιούτο ως πτυχιούχος της Χαροκοπείου, η οποία αποτελούσε κατά την απόφαση ανωτάτη σχολή. Το Τμήμα που εκτίμησε τα ως άνω έγγραφα, έκρινε ότι αυτά δεν αποτελούν νέα κρίσιμα έγγραφα, έστω και αν προϋπήρχαν της έκδοσης της υπό αναθεώρησης απόφασης, δεδομένου ότι το μεν από 6.4.2001 πτυχίο εξομοίωσης αποκτήθηκε μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης της αναιρεσείουσας, η δε 8740/1978 δικαστική απόφαση δεν εμπίπτει στην έννοια του νέου κρισίμου εγγράφου, ενώ σε κάθε περίπτωση, η επίκληση της ενδιάθετης κατάστασης της αναιρεσείουσας (αδυναμία της να ανακαλέσει στη μνήμη της τα στοιχεία της απόφασης) δεν αποτελεί γεγονός, το οποίο κατέστησε ανέφικτη την έγκαιρη προσκομιδή της εν λόγω δικαστικής απόφασης. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές απορρίφθηκε με την πληττόμενη απόφαση η οικεία αίτηση αναθεωρήσεως ως αβάσιμη. Η διαλαμβανόμενη πρώτη αυτοτελής αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία η προσκομισθείσα 8740/1978 δικαστική απόφαση δεν εμπίπτει στην έννοια του νέου κρισίμου εγγράφου, δεν είναι ορθή, δοθέντος ότι η δικαστική απόφαση, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, αποτελεί δημόσιο έγγραφο και η αποδεικτική της δύναμη καθορίζεται από το άρθρο 312 Κ.Πολ.Δ.. Ορθά όμως, με την προσβαλλόμενη απόφαση κατά την δεύτερη και αυτοτελή αιτιολογία της έγινε δεκτό ότι η αδυναμία της αναιρεσείουσας να ανακαλέσει στη μνήμη της τα στοιχεία της ως άνω δικαστικής απόφασης δεν αποτελεί γεγονός, το οποίο κατέστησε ανέφικτη την έγκαιρη προσκομιδή αυτής αφού ήταν δυνατή η αναζήτησή της από το αρχείο του Δικαστηρίου και επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι  αβάσιμος  και απορριπτέος. Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος πρώτος αναιρετικός λόγος είναι αλυσιτελής, αφού πλήττει την εξενεχθείσα κρίση της 456/2003 απόφασης του II Τμήματος και όχι την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Και υπό την εκδοχή ότι η ένδικη αίτηση αναίρεσης στρέφεται και κατά της τελευταίας δικαστικής απόφασης (456/2003), τότε ο πρώτος αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος, αφού στην περίπτωση αυτή η ένδικη αίτηση αναίρεσης, πρέπει κατά το μέρος της που στρέφεται κατά της απόφασης αυτής (456/2003) να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού έχει ασκηθεί εκπροθέσμως (άρθρα 50 παρ. 3 Π.Δ. 774/1980 και 117     Π.Δ. 1225/1981). Και τούτο διότι  η  απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε (βλ. την από 8.1.2004 έκθεση επίδοσης της υπαλλήλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Μαρίνας Πέτρου) στην πληρεξούσια δικηγόρο και αντίκλητο (βλ. και άρθρο 18 παρ. 3 του Π.Δ/τος 1225/1981) της ήδη αναιρεσείουσας, Γεωργία Τατάγια, η οποία είχε παρασταθεί στη σχετική δίκη, στις 8.1.2004, οπότε εκκίνησε η ετήσια προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναίρεσης, η οποία συμπληρώθηκε (με συνυπολογισμό και της αναστολής αυτής κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, βλ. άρθρα 58 παρ. 3 Π.Δ/τος 774/1980,  12, 14 ν.3514/2006, ΦΕΚ Α΄, 266, και 114 παρ. 1 Π.Δ/τος 1225/1981 και Αποφ. Ολομ. Ελ. Συν. 447α/2007) στις 24.3.2005, ενώ η ένδικη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε την 1.2.2007.

VI.  Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να  διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου αναιρέσεως υπέρ του Δημοσίου (άρθρ. 61 παρ. 5 και 117 του        π.δ. 1225/1981).

Για τους λόγους αυτούς

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει  την από 25 Ιανουαρίου 2007 (αριθμ. καταθ. 93/1.2.2007) αίτηση Πολυξένης Κωστούρου, για αναίρεση της 1638/2005 αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου   και

Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου αναιρέσεως υπέρ του Δημοσίου.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις  21 Απριλίου 2010.

     Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                    Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ – ΣΤΑΥΡΟΣ  ΚΟΥΡΤΗΣ                                              ΓΕΩΡΓΙΑ  ΜΑΡΑΓΚΟΥ

 
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΙΩΑΝΝΑ  ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις  30 Ιουνίου 2010.

                    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ – ΣΤΑΥΡΟΣ  ΚΟΥΡΤΗΣ                              ΙΩΑΝΝΑ  ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ