Αριθμ. 1824/2010, Ολομελείας
Περίληψη: Τα άρρενα ενήλικα τέκνα θανόντων υπαλλήλων ή συνταξιούχων του Δημοσίου δικαιούνται σύνταξη κατά μεταβίβαση από το Δημόσιο Ταμείο μόνο στην περίπτωση που, εκτός από άγαμα, είναι ταυτόχρονα και ανίκανα για εργασία κατά ποσοστό 50% και άνω. Μειοψηφίες.
Πρόεδρος: Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης
Εισηγήτρια: Ελένη Λυκεσά, Σύμβουλος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Γεώργιος Σχοινιωτάκης
2. Με την εν λόγω αίτηση, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει την ακύρωση της πληττόμενης απόφασης προβάλλοντας, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β΄ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000) σε συνδυασμό με το άρθρα 4 παρ. 1 και 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος, με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι α) η συνταξιοδότηση της θυγατέρας του αποβιώσαντος υπαλλήλου ή συνταξιούχου με μόνη προϋπόθεση την έλλειψη γάμου αποτελεί, ενόψει της επικρατούσας κοινωνικής πρακτικής και της αντιμετώπισης κυρίως εκ μέρους των γυναικών των κοινωνικών βαρών, θετικό μέτρο υπέρ των γυναικών και β) η επιπλέον προϋπόθεση της ανικανότητας για εργασία που απαιτείται για τη συνταξιοδότηση του άγαμου γιου των ανωτέρω δεν εισάγει αδικαιολόγητη εξαίρεση αυτού από τον ως άνω κανόνα, ώστε με την εξάλειψή της να εφαρμοστεί και γι’ αυτόν η συνταξιοδότηση με μόνη προϋπόθεση την έλλειψη γάμου.
3. Το ισχύον Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 4 ότι «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. …» και στο άρθρο 116 ότι «1. Διατάξεις υφιστάμενες που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παράγραφος 2 εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο έως την 31 Δεκεμβρίου 1982. 2. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών. …».
4. Περαιτέρω, ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000), κατά το χρόνο κρίσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος του αναιρεσίβλητου από την αρμόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, όριζε στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 ότι «Δικαίωμα σε σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο έχουν: α) … β) Τα παιδιά του υπαλλήλου που πέθανε … καθώς και του συνταξιούχου …, αν τα μεν κορίτσια είναι άγαμα, τα δε αγόρια μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, εφόσον είναι άγαμα, ή και μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, εφόσον είναι ανίκανα για εργασία κατά ποσοστό 50% και άνω. …».
5. Κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη σύμφωνα με το ανω-τέρω άρθρο του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων τα άρρενα ενήλικα τέκνα θανόντος υπαλλήλου ή συνταξιούχου του Δημοσίου δικαιούνται σύνταξη κατά μεταβίβαση από το Δημόσιο Ταμείο εάν, εκτός από άγαμα, είναι ταυτόχρονα και ανίκανα για εργασία κατά ποσοστό 50% και άνω και ως εκ τούτου πράγματι θεσπίζονται για τη συνταξιοδότηση τους πρόσθετες προϋποθέσεις σε σύγκριση με αυτές που απαιτούνται για τις θυγατέρες των ανωτέρω, για τις οποίες αρκεί η έλλειψη γάμου. Με τη θέσπιση όμως του ευνοϊκότερου αυτού συνταξιοδοτικού καθεστώτος υπέρ των άγαμων θυγατέρων δεν παραβιά¬ζεται η παρ. 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, που αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της γενικής αρχής της ισότητας στον τομέα της κοινωνικής θέσης και της νομικής αντιμετώπισης των δύο φύλων, καθόσον η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β΄ του π.δ. 166/2000 αποτελεί εξαιρετική διάταξη, που αποσκοπεί στην προστασία των θυγατέρων που έλκουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από γονείς που προσλήφθηκαν στο Δημόσιο μέχρι 31.12.1982 και οι οποίες λόγω των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν δεν είχαν ίση με τους άνδρες πρό-σβαση σε επαγγέλματα ή εργασιακούς χώρους. Συνεπώς, η επιπλέον προϋπό-θεση της ανικανότητας για εργασία που απαιτείται για τη συνταξιοδότηση των άγαμων γιων των ανωτέρω δεν εισάγει αδικαιολόγητη εξαίρεσή τους από τον κανόνα της συνταξιοδότησης με βάση την αγαμία και επομένως, δεν είναι δυνατόν να επεκταθεί και σ’ αυτούς ο εν λόγω κανόνας. Ενόψει αυτών, τα άρρενα ενήλικα τέκνα θανόντων υπαλλήλων ή συνταξιούχων του Δημοσίου δικαιούνται σύνταξη κατά μεταβίβαση από το Δημόσιο Ταμείο μόνο στην περίπτωση που, εκτός από άγαμα, είναι ταυτόχρονα και ανίκανα για εργασία κατά ποσοστό 50% και άνω.
6. Κατά την γνώμη τεσσάρων (4) μελών του Δικαστηρίου ήτοι των Συμβούλων Κωνσταντίνου Κωστόπουλου, Γεωργίας Μαραγκού, Ασημίνας Σαντοριναίου και Σταματίου Πουλή, το ευνοϊκό καθεστώς για τη συνταξιοδότηση των άγαμων θηλέων τέκνων πολιτικού συνταξιούχου δεν επιτρέπεται να επεκταθεί υπέρ των αντίστοιχων αγάμων αρρένων τέκνων, διότι η εφαρμογή των διατάξεων για τη συνταξιοδότηση των θηλέων τέκνων θα συνιστούσε πράξη νομοθέτησης και επομένως ανεπίτρεπτη εκ του Συντάγματος (άρθρο 26) επέμβαση του δικαστή στα έργα της νομοθετικής εξουσίας, δεδομένου ότι οι διατάξεις για τη συνταξιοδότηση των αρρένων τέκνων δεν συνιστούν αδικαιολόγητη εξαίρεση από γενικό κανόνα ώστε με τον παραμερισμό της εξαιρέσεως και μόνον, όπως ρητά και με αποθετική διατύπωση επιτάσσεται από το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, να ανακύψει πλέον έδαφος εφαρμογής του γενικού κανόνα. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος συνάγεται ότι μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 δεν επιτρέπονται παρεκ-κλίσεις με βάση το φύλο, παρά μόνο εάν πρόκειται για τη λήψη θετικών μέτρων τα οποία κατατείνουν στην αποκατάσταση της ισότιμης συμμετοχής της γυναίκας στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Επομένως, διαφοροποιήσεις ως προς τη νομοθετική μεταχείριση των δύο φύλων υπό τη μορφή των ευνοϊκών ρυθμίσεων υπέρ των γυναικών, οι οποίες δεν συντείνουν στην επίτευξη του ως άνω σκοπού, είναι αδικαιολόγητες, αυθαίρετες και συνεπώς αντισυνταγματικές. Κατ’ ακολουθίαν, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β΄ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000), ως αντιτιθέμενη στην αρχή της ισότητας των δύο φύλων, είναι αντισυνταγματική και ως εκ τούτου δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής υπέρ των αρρένων τέκνων πολιτικού συνταξιούχου.
7. Κατά τη γνώμη όμως της εισηγήτριας Συμβούλου Ελένης Λυκεσά με την οποία συντάχθηκαν και ο Πρόεδρος Γεώργιος Σταύρος Κούρτης, ο Αντιπρόεδρος Νικόλαος Αγγελάρας και οι Σύμβουλοι Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Μιχαήλ Ζυμής, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Νικόλαος Μηλιώνης Μαρία Αθανασοπούλου και Δημήτριος Πέππας, από το συνδυασμό των άρθρων 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος, συνάγεται ότι μετά την 31η Δεκεμβρίου 1982 απαγορεύεται απόλυτα η δημιουργία άνισων καταστάσεων και η διαφοροποίηση του περιεχομένου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών, τόσο μεταξύ τους όσο και έναντι της Πολιτείας, βάσει του φύλου. Διακρίσεις είναι δυνατές μόνο όταν αυτές δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι οι λόγοι που ανάγονται σε βιολογικές διαφορές και επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων ευνοϊκών μέτρων ή τη διαφορετική μεταχείριση των γυναικών. Επιπλέον, δικαιολογείται και επιτρέπεται από το συνταγματικό νομοθέτη η λήψη θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών, υπό την προϋπόθεση ότι αποσκοπούν στην προώθηση και στην επίσπευση της αποκατάστασης της πραγματικής ισότητας μεταξύ αυτών και των ανδρών, α-φού η λήψη τέτοιων μέτρων δεν συνιστά διάκριση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος. Επομένως, ο κοινός νομοθέτης δεν επιτρέπεται πλέον, μετά την 31.12.1982, να ρυθμίζει διαφορετικά ουσιωδώς όμοιες σχέσεις ή καταστάσεις, ή να διατηρεί διατάξεις που εισήγαγαν τέτοιες ρυθμίσεις, όταν δεν πρόκειται αναμφίβολα για λήψη θετικών μέτρων υπέρ της ισότητας ανδρών και γυναικών ή δεν συντρέχουν αποχρώντες λόγοι γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, και να αποκλείει, με μόνο κριτήριο το φύλο, μια συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών από ορισμένη ευμενή ρύθμιση που ισχύει για το άλλο φύλο. Ενόψει αυτών, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β΄ του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, με την οποία απαιτούνται πρόσθετοι όροι και προϋποθέσεις συνταξιοδότησης για τα άγαμα άρρενα τέκνα θανόντων υπαλλήλων ή συνταξιούχων του Δημοσίου τα οποία θεμελίωσαν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα μετά την 31.12.1982, πέραν εκείνων που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση των άγαμων θυγατέρων τους, οι οποίες επίσης θεμελίωσαν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα μετά την ίδια ημερομηνία, εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ των δύο φύλων. Ειδικότερα, δεδομένων των θεσμικών ρυθμίσεων που μετά το χρονικό αυτό σημείο έχουν εισαχθεί στην ελληνική έννομη τάξη αλλά και των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επικράτησαν, σύμφωνα με τις οποίες και τα δύο φύλα συμμετέχουν κατά τον ίδιο τρόπο στην οικονομική ζωή και οι άνδρες επωμίζονται πλέον εξίσου με τις γυναίκες τις κοινωνικές και οικογενειακές υποχρεώσεις και τα αντίστοιχα βάρη, όπως η είναι και η φροντίδα και η προστασία των ηλικιωμένων γονέων, δεν υφίστανται πλέον λόγοι γενικότερου δημοσίου συμφέροντος που να επιβάλλουν ευνοϊκότερο κα-θεστώς συνταξιοδότησης για τις άγαμες θυγατέρες σε σύγκριση με τους άγαμους γιους. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β΄ αντίκειται στην αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 2 του Συντάγματος και είναι, για το λόγο αυτό, ανίσχυρη και ανεφάρμοστη. Ταυτόχρονα, διατάξεις που παρέχουν δικαίωμα σύνταξης στις θυγατέρες θανόντων υπαλλήλων η συνταξιούχων του Δημοσίου με μόνο προσόν την αγαμία, δεν μπορούν να νοηθούν, λαμβανομένων υπόψη των σύγχρονων αντιλήψεων, ως θετικά μέτρα που αποβλέπουν στην αποκατάσταση της πραγματικής ισότητας μεταξύ αυτών και των ανδρών, δεδομένου ότι προτρέπουν τις γυναίκες να παραμείνουν στους κόλπους και υπό την προστασία της πατρικής τους οικογένειας, τις αποθαρρύνουν από τη σύναψη γάμου, τη δημιουργία ιδιαίτερης οικογένειας και την αυτόνομη επαγγελματική σταδιοδρομία και στοχεύουν έτσι ουσιαστικά στην απομάκρυνσή τους από την ενεργό επαγγελ-ματική και κοινωνική ζωή. Τέλος, το ανωτέρω άρθρο 5 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, περιέχει στο σύνολο του ρυθμίσεις προνοιακού χαρακτήρα και αποσκοπεί στην προστασία και προφύλαξη της οικογένειας του θανόντος υπαλλήλου ή συνταξιούχου την οποία άλλωστε ο ίδιος εν ζωή φρόντιζε, προάσπιζε και ενίσχυε. Επομένως οι διατάξεις του και άρα και η επίμαχη της παρ. 1 περ. β΄ αυτού δεν μπορούν, κρινόμενες αυτοτελώς, να θεωρηθούν αντισυνταγματικές με την έννοια της παροχής αδικαιολόγητου προνομίου σε συγκεκριμένες και αριθμητικά περιορισμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε αυτό να μην επεκταθεί και σε άλλες που βρίσκονται σε όμοια με αυτές κατάσταση. Ενόψει αυτών, και δεδομένου ότι ο νομοθέτης επέλεξε να διατηρήσει το ευνοϊκό καθεστώς συνταξιοδότησης των άγαμων θυγατέρων των θανόντων υπαλλήλων ή συνταξιούχων και για όσες θεμελίωσαν το δικαίωμα τους μετά την 31.12.1982 και στο εξής, πρέπει οι ρυθμίσεις του να επεκταθούν και στα άγαμα άρρενα τέκνα των ανωτέρω που επίσης θεμελίωσαν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα μετά την ίδια ημερομηνία (31.12.1982), αφού τα δικαστήρια υποχρεούνται, κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, να εφαρμόζουν σε όλη της την έκταση την αρχή της ισότητας και με βάση την αρχή αυτή να καταλήγουν στην εφαρμογή του νόμου που περιέχει την ευμενή ρύθμιση και υπέρ εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η δυσμενής διάκριση. Κατά συνέπεια και τα άρρενα ενήλικα τέκνα των θανόντων υπαλλήλων ή συνταξιούχων του Δημοσίου, που θεμελιώνουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα μετά την 31.12.1982, δικαιούνται σύνταξη μόνο εφόσον είναι άγαμα και για όσο χρόνο τελούν σε κατάσταση αγαμίας, ανεξάρτητα από το αν είναι ταυτόχρονα και ικανά προς εργασία (ΕΣ Ολ. 642/2009, 1609/2008 1454/2008, 748/2002, 977/2000, ΣτΕ 2703/2008, ΑΠ 574/2009). Η γνώμη όμως αυτή δεν κράτησε.
8. Στην υπό κρίση υπόθεση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κρίθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος, που είναι ενήλικο άγαμο τέκνο του θανόντος, στις 31.12.1998, πολιτικού συνταξιούχου Γ.Φ., δικαιούται σύνταξη από μεταβίβαση από το Δημόσιο Ταμείο με τις ίδιες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τις άγαμες θυγατέρες των θανόντων πολιτικών συνταξιούχων. Ειδικότερα κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, περ. β΄ του π.δ. 166/2000, που θεσπίζει πρόσθετες προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση του άρρενος τέκνου πέρα από εκείνες που προβλέπονται για τη συνταξιοδότηση της άγαμης θυγατέρας και απαιτεί πλέον της αγαμίας και ανικανότητα για εργασία κατά ποσοστό τουλάχιστον 50%, αντίκειται στην αρχή της ισότητας των δύο φύλων, που καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος και είναι ανίσχυρη, γιατί δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος. Για το λόγο αυτό στη συνέχεια ακυρώθηκε η 17715/10.5.2005 πράξη της 42ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., με την οποία απορρίφθηκε σχετική αίτησή του για συνταξιοδότηση με την αιτιολογία ότι δεν ήταν ανίκανος για εργασία κατά ποσοστό τουλάχιστον 50%, όπως και η σιωπηρή απόρριψη της από 30.3.2006 ένστασής του από την Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, αλλά και η 1/2007 απόφαση της ίδιας Επιτροπής που εκδόθηκε εν τω μεταξύ και απέρριψε ρητά την ίδια ένσταση και στη συνέχεια παραπέμφθηκε ο συνταξιοδοτικός φάκελος στην ως άνω αρμόδια 42η Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ., προκειμένου να του κανονιστεί η δικαιούμενη σύνταξη. Έτσι, όμως κρίνοντας η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, ερμήνευσε εσφαλμένα τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β΄ του π.δ. 166/2000 σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού, όπως προσημειώθηκε, η διάταξη που απονέμει σύνταξη στις θυγατέρες των θανόντων υπαλλήλων ή συνταξιούχων του Δημοσίου με μόνο προσόν την αγαμία είναι εξαιρετική και δεν μπορεί να επεκταθεί και στα άρρενα ενήλικα τέκνα αυτών και ως εκ τούτου, η κρίση της είναι μη νόμιμη.
9. Μετά από αυτά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, είναι βάσιμη και πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια, επειδή η υπόθεση χρειάζεται διερεύνηση κατά το πραγματικό της μέρος, πρέπει αυτή να αναπεμφθεί στο αρμόδιο II Τμήμα, για να εκδικασθεί εκ νέου με διαφορετική σύνθεση (άρθρα 58 παρ. 4 του π.δ. 774/1980 και 116 του π.δ. 1225/1981).