2006/2008 ΕΣ (ΟΛΟΜ)
βλ. και όμοια ΕΣ Ολομ.305/2009
(ΑΡΜ 2009/433) Ελεγκτικό Συνέδριο. Συνταγματικότητα παραβόλου έφεσης. Η θεσπιζόμενη με τις διατάξεις των άρθρων 56 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 1 και 3 του π.δ/τος 1225/1981 υποχρέωση καταβολής παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της εφέσεως του ιδιώτη διαδίκου, δεν αντίκειται κατ` αρχήν στο καθιερούμενο από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, καθόσον αποβλέπει στην αποτροπή ασκήσεως απερίσκεπτων και αστήρικτων εφέσεων, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας του δικαστηρίου και της ανάγκης αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, γι` αυτό και το παράβολο περιέρχεται στο Δημόσιο ή επιστρέφεται σ` αυτόν που το κατέβαλε, ανάλογα με την έκβαση της δίκης, η σχετική δε ρύθμιση είναι πρόσφορη για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού. Η επίτευξη όμως του σκοπού αυτού (εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης διά της αποτροπής ασκήσεως προπετών ενδίκων μέσων), προϋποθέτει τον καθορισμό του παραβόλου σε τέτοιο ύψος, ώστε η σχετική οικονομική επιβάρυνση να είναι ανάλογη με το οικονομικό αντικείμενο της υπόθεσης, προκειμένου να λειτουργήσει πράγματι αποτρεπτικά ως προς την άσκηση της εφέσεως, η οποία δεν θα έχει πιθανότητα ευδοκίμησης. Συνεπώς, δεδομένου ότι στο νόμο δεν καθορίζεται ένα ανώτατο όριο (οροφή) παραβόλου σε υπόθεση με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο, η σχετική δε οικονομική επιβάρυνση κυρίως επίδικων καταλογισμού μπορεί να ανέλθει σε ιδιαιτέρως υψηλό ποσό, αναλόγως του μεγέθους του αντικειμένου της διαφοράς, θα έπρεπε, στην περίπτωση αυτή, να καθορίζεται από το νομοθέτη, με βάση τις κρατούσες οικονομικές συνθήκες, ένα ανώτατο όριο (οροφή) για το ποσό του καταβλητέου παραβόλου, ώστε το ύψος αυτού να μην υπερακοντίζει το σκοπό της επιβολής του και να μην καθιστά υπερμέτρως δυσχερή την άσκηση του ενδίκου μέσου, αν μάλιστα η επιστροφή του παραβόλου στον καταβαλόντα προβλέπεται από το νόμο μόνο σε περίπτωση παραδοχής της εφέσεως του και όχι σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία, σύμφωνα με σχετική δικαστική κρίση, η εν λόγω έφεση δεν υπήρξε προδήλως απερίσκεπτη ή αστήρικτη. Ενόψει αυτών, η κατά τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 56 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 1 και 3 του π.δ/τος 1225/1981 θεσπιζόμενη υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου για την άσκηση εφέσεως επί μη συνταξιοδοτικών υποθέσεων (δηλαδή υποθέσεων καταλογισμού) είναι αντίθετη με τα άρθρα 20 παρ. 1 Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν θεσπίζουν ανώτατο όριο (οροφή) στο ποσό του καταβλητέου παραβόλου, ούτε προβλέπουν τη δυνατότητα αποδόσεως του κατ` εφαρμογή των διατάξεων αυτών καταβληθέντος ποσού παραβόλου όχι μόνον επί παραδοχής της εφέσεως, αλλά και κατόπιν δικαστικής κρίσεως περί του δικαιολογημένου της ασκήσεως αυτής. Επομένως οι ως άνω διατάξεις, ως αντικείμενες στις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, είναι ανίσχυρες και άρα μη εφαρμοστέες. Δεν πλήττονται αλλά ισχύουν οι διατάξεις που ορίζουν το ελάχιστο όριο του καταβλητέου παραβόλου (2.500 δρχ.). “Η περίληψη αυτή ελήφθη από το περιοδικό ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, εκδόσεως του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης”
ΟλΕλΣυν 2006/2008
Πρόεδρος: Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης.
Δικαστές: Ευ. Ροντογιάννης, Ι. Καραβοκύρης, Χ. Ντάκουρης, Ν. Αγγελάρας, Ε. Φώτη, Κ. Κανδρής, Α. Τομαράς, Φ. Καλδή, Η. Αλεξανδρόπουλος, Θ. Δημακόπουλος, Γ. Κωνσταντάς, Δ. Αασκαράτος, Ευ. Κραμποβίτη (εισηγήτρια), Γ. Καλαμπαλίκη, Χ. Καραμαδούκη, Μ. Βλαχάκη, Ν. Μηλιώνης, Κ. Κωστόπουλος, Β. Ανδρεοπούλου, Μ. Αθανασοπούλου, Α. Σαντοριναίου, Ε. Αυκεσά, Δ. Πέππας, Δ. Καββαδία- Κωνσταντάρα. Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Γ. Σχοινιωτάκης. Δικηγόροι: Ευ.Χατζηγιαννάκης – Ο.Ρεκουνιώτη – Π. Λαμπρόπουλος (Ν.Σ.Κ)
Ι. Με την 2571/5.7.2004 απόφαση των Οικονομικών Επιθεωρητών της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Δυτικής Αττικής του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών καταλογίστηκε ο εκκαλών με την ιδιότητα του Δημάρχου ….. , αλληλεγγύως και σε ολόκληρο με τους … , Προϊστάμενο της Οικονομικής Υπηρεσίας, και ……… , Ελεγκτή Εξόδων Ο.Τ.Α., με το συνολικό ποσό των 13.902.824,80 ευρώ, για ισόποσο έλλειμμα που φέρονται ότι δημιούργησαν στη διαχείριση του Δήμου …, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.5.2003. Κατά της ως άνω καταλογιστικής αποφάσεως ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του VII Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου την από 31.1.2005 έφεση, στην οποία εκδόθηκε η 1749/2007 απόφαση του. Με την απόφαση αυτήν κρίθηκε ότι οι διατάξεις των άρθρων 56 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 1 και 3 του π.δ/τος 1225/1981 αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, κατά το μέρος που δεν θεσπίζουν ανώτατο όριο (οροφή) στο ποσό του καταβλητέου παραβόλου, ούτε προβλέπουν τη δυνατότητα αποδόσεως του κατ` εφαρμογή των διατάξεων αυτών καταβληθέντος ποσού παραβόλου όχι μόνον επί παραδοχής της εφέσεως, αλλά και κατόπιν δικαστικής κρίσεως περί του δικαιολογημένου της ασκήσεως αυτής, και παραπέμφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη των διατάξεων αυτών στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Ενόψει των ανωτέρω, μετά την 1749/2007 απόφαση του VII Τμήματος, το οποίο, επιλαμβανόμενο σε υπόθεση της αρμοδιότητας του, έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις των άρθρων 56 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 1 και 3 του π.δ/τος 1225/981, πρέπει η Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, αφού τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία, να αποφανθεί επί του παραπεμφθέντος ζητήματος της συνταγματικότητας ή μη των ανωτέρω διατάξεων (ΟλΕλΣυν 1492/2002, 2287/2005, 2437/2007), κατ` αντιμωλία των διαδίκων.
II. Στη διάταξη του άρθρου 56 του π.δ/τος 774/1980 “Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου” ορίζεται ότι: “1. Αι εφέσεις, πλην των παρά του Γενικού Επιτρόπου και των Υπουργών ασκουμένων, είναι απαράδεκτοι αν δεν προσαρτάται εις ταύτας αποδεικτικόν καταβολής του κατά τους οικείους νόμους οριζομένου παραβόλου, και εφόσον τοιούτον δεν ορίζεται δι` αυτών, παραβόλου ίσου προς το έν τέταρτον τοις εκατόν επί του διά της εφέσεως αμφισβητουμένου ποσού. Το παράβολον τούτο δεν δύναται, εν πάση περιπτώσει, να είναι κατώτερον του ενός τρίτου του κατά την παραγραφσν 6 του άρθρου 51 απαιτουμένου διά την άσκησιν του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, εις το ποσόν δε τούτο ορίζεται γενικώς επί πάσης εφέσεως κατά πράξεως περί συντάξεως. 2. Γενομένης δεκτής, εν όλω ή εν μέρει της εφέσεως, διατάσσεται διά της αποφάσεως του Συνεδρίου η επιστροφή του παραβόλου, απορριπτόμενης δε ταύτης διατάσσεται η κατάπτωσις αυτού υπέρ του Δημοσίου”. Ταυτόσημου περιεχομένου διάταξη προς την προπαρατεθείσα είναι και αυτή του άρθρου 61 παρ. 1 και 3 του π.δ/τος 1225/1981,”Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων” (ΦΕΚ Α` 304). Περαιτέρω, κατ` εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου 31 του ν. 1473/1984 “Μεταρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α` 127), σύμφωνα με τις οποίες με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού μπορεί να αναπροσαρμόζονται, αναπροσδιορίζονται ή καταργούνται παράβολα, τέλη, δικαιώματα και εισφορές, ανταποδοτικού χαρακτήρα, τα οποία έχουν επιβληθεί υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, εκδόθηκε η ΦΓ.8/11978/30.5.1994 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, (ΦΕΚ Β` 430), στην οποία ορίζεται ότι:
“Αναπροσδιορίζουμε το παράβολο άσκησης εφέσεως ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (αρθρ. 56 παρ. 1 π.δ. 774/1980, αρθρ. 61 παρ. 1 π.δ. 1225/1981): α`) κατά συνταξιοδοτικών πράξεων σε δρχ. 2.500, β`) κατά οποιασδήποτε άλλης πράξης στο ένα τέταρτο τοις εκατό (1/4%) του αμφισβητούμενου με την έφεση ποσού, το παράβολο όμως τούτο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 2.500 δραχμών”.
III. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, “καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του όπως ο νόμος ορίζει”, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης της 4.11.1950 “Για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και II. των θεμελιωδών Ελευθεριών” (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 56/1974 (ΦΕΚ Α`, 256) και έχει υπερνομοθετική ισχύ (αρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος), “Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως…”. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, επιτρέπεται μεν στον κοινό νομοθέτη η θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή προστασίας από τα δικαστήρια, οι προϋποθέσεις όμως αυτές πρέπει, αφενός μεν να συνάπτονται και να είναι ανάλογες με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, αφετέρου δε να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέρα από τα οποία θα συνεπάγονταν την κατάλυση του κατά την προμνησθείσα συνταγματική διάταξη ατομικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας (ΑΕΔ 33/1995, ΟλΣτΕ 647/2004, ΣτΕ 7μελ. 2067/2005, ΣτΕ 704/2005, βλ. και αποφ. Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων Ανθρώπου της 28.10.1998 Ait- Mououb κατά Γαλλίας, της 15.2.2000 Garcia Manipardo κατά Ισπανίας, της 19.5.2001 Kreuz κατά Πολωνίας).
IV. Η θεσπιζόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 56 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 1 και 3 του π.δ/τος 1225/1981 υποχρέωση καταβολής παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της εφέσεως του ιδιώτη διαδίκου, δεν αντίκειται κατ` αρχήν στο καθιερούμενο από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, καθόσον αποβλέπει στην αποτροπή ασκήσεως απερίσκεπτων και αστήρικτων εφέσεων, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας του δικαστηρίου και της ανάγκης αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, γι` αυτό και το παράβολο περιέρχεται στο Δημόσιο ή επιστρέφεται σ` αυτόν που το κατέβαλε, ανάλογα με την έκβαση της δίκης, η σχετική δε ρύθμιση είναι πρόσφορη για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού. Η επίτευξη όμως του σκοπού αυτού (εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης διά της αποτροπής ασκήσεως προπετών ενδίκων μέσων), προϋποθέτει τον καθορισμό του παραβόλου σε τέτοιο ύψος, ώστε η σχετική οικονομική επιβάρυνση να είναι ανάλογη με το οικονομικό αντικείμενο της υπόθεσης, προκειμένου να λειτουργήσει πράγματι αποτρεπτικά ως προς την άσκηση της εφέσεως, η οποία δεν θα έχει πιθανότητα ευδοκίμησης. Συνεπώς, δεδομένου ότι στο νόμο δεν καθορίζεται ένα ανώτατο όριο (οροφή) παραβόλου σε υπόθεση με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο, η σχετική δε οικονομική επιβάρυνση κυρίως επί δικών καταλογισμού μπορεί να ανέλθει σε ιδιαιτέρως υψηλό ποσό, αναλόγως του μεγέθους του αντικειμένου της διαφοράς, θα έπρεπε, στην περίπτωση αυτή, να καθορίζεται από το νομοθέτη, με βάση τις κρατούσες οικονομικές συνθήκες, ένα ανώτατο όριο (οροφή) για το ποσό του καταβλητέου παραβόλου, ώστε το ύψος αυτού να μην υπερακοντίζει το σκοπό της επιβολής του και να μην καθιστά υπερμέτρως δυσχερή την άσκηση του ενδίκου μέσου, αν μάλιστα η επιστροφή του παραβόλου στον καταβαλόντα προβλέπεται από το νόμο μόνο σε περίπτωση παραδοχής της εφέσεως του και όχι σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία, σύμφωνα με σχετική δικαστική κρίση, η ενλόγω έφεση δεν υπήρξε προδήλως απερίσκεπτη ή αστήρικτη.
Ενόψει αυτών, η κατά τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 56 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 1 και 3 του π.δ/τος 1225/1981 θεσπιζόμενη υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου για την άσκηση εφέσεως επί μη συνταξιοδοτικών υποθέσεων (δηλαδή υποθέσεων καταλογισμού) είναι αντίθετη με τα άρθρα 20 παρ. 1 Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν θεσπίζουν ανώτατο όριο (οροφή) στο ποσό του καταβλητέου παραβόλου, ούτε προβλέπουν τη δυνατότητα αποδόσεως του κατ` εφαρμογή των διατάξεων αυτών καταβληθέντος ποσού παραβόλου όχι μόνον επί παραδοχής της εφέσεως, αλλά και κατόπιν δικαστικής κρίσεως περί του δικαιολογημένου της ασκήσεως αυτής. Επομένως οι ως άνω διατάξεις, ως αντικείμενες στις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, είναι ανίσχυρες και άρα μη εφαρμοστέες (πρβλ. ΟλΣτΕ 647/2004, ΣτΕ 644/2005, ΣτΕ 7μελ. 2067/2005). Υπό τα εκτιθέμενα όμως δεν πλήττονται, αλλά ισχύουν οι ανωτέρω διατάξεις που ορίζουν το ελάχιστο όριο του καταβλητέου παραβόλου (2.500 δρχ.).
V. Hδη ο νομοθέτης, ενόψει του ανωτέρω προβλήματος, με τη μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 57 του νέου νόμου 3659/2008 “Βελτίωση και επιτάχυνση των διαδικασιών της δίκης στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 77 τ. Α` 7.5.2008), που αντικατέστησε την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 56 του π.δ. 774/1980, θεσπίζει, μεταξύ των άλλων, και νέα ρύθμιση ως προς το θέμα του αναλογικού παραβόλου, διασφαλίζοντας πλέον για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Ειδικότερα, σε περιπτώσεις καταλογισμού ή χρηματικού αντικειμένου διαφορές, ναι μεν παραμένει σε ισχύ η υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου (ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) του αμφισβητούμενου ποσού, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο των τριάντα (30) ευρώ), πλην όμως ορίζεται περαιτέρω ότι, αν το ποσοστό του καταβλητέου παραβόλου υπερβαίνει το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, καταβάλλεται μόνον το ποσό αυτό και το τυχόν επιπλέον οφειλόμενο παράβολο καταλογίζεται με την απόφαση σε περίπτωση απόρριψης ή εν μέρει παραδοχής του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου (άρθρο 57 παρ. 3 εδ. δ`).
Επίσης, σύμφωνα με την παρ. 5 του ιδίου ως άνω άρθρου, το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να διατάξει την απόδοση του παραβόλου ακόμη και όταν απορρίπτεται το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Η ρύθμιση δε αυτή, αναμφίβολα, καταλαμβάνει τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες, σύμφωνα με σχετική δικαστική κρίση, η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν υπήρξε προδήλως απερίσκεπτη ή αστήρικτη.
VI. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου, επιλύοντας το παραπεμφθέν σ` αυτήν ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη των διατάξεων των άρθρων 56 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 1 και 3 του π.δ/τος 1225/1981, αποφαίνεται ότι οι διατάξεις αυτές αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, εξακολουθούντος όμως να ισχύει του ελάχιστου ορίου καταβλητέου παραβόλου από 2.500 δρχ. ή ισόποσο σε ευρώ. Πρέπει, ακολούθως, να αναπέμψει την υπόθεση στο VII Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προκειμένου να ερευνηθεί περαιτέρω η υπόθεση κατά το πραγματικό της μέρος, όπως ορίζεται στο διατακτικό.