ΕΣ Ολομ. 2070/2010
Περίληψη
Απαράδεκτη αναίρεση -. Για να μην απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αναίρεσης, απαιτείται, εκτός των άλλων, το έννομο συμφέρον να συντρέχει τόσο κατά την άσκηση της αναίρεσης, όσο και κατά τη συζήτηση της και έως την έκδοση της απόφασης.
——————————————————————————–
Κείμενο Απόφασης
ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2009, με την ακόλουθη σύνθεση : Ιωάννης Καραβοκύρης, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας και Φλωρεντία Καλδή Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Διονύσιος Λασκαράτος, Μιχαήλ Ζυμής, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεώργιος Βοΐλης, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά (εισηγήτρια), Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας και Δέσποινα Καββαδία Κωνσταντάρα, Σύμβουλοι (ο Πρόεδρος Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κανδρής Γεώργιος Κωνσταντάς και οι Σύμβουλοι Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, ʼννα Λιγωμένου, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού και Αγγελική Μυλωνά, απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Γεώργιος Σχοινιωτάκης.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 1 Νοεμβρίου 2007 (αριθμ. κατάθ. 566/2007), για αναίρεση της 271/2007 οριστικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αίτηση του …, κατοίκου Καισαριανής Αττικής (…), ο οποίος δεν παραστάθηκε.
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου.
Με την 420782/97/13.7.1998 πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) αναπροσαρμόστηκε από 1.8.1997 η σύνταξη του αναιρεσείοντος, επίτιμου Αρεοπαγίτη, κατ εφαρμογή του ν. 2592/1998 και σύμφωνα με τα μισθολογικά δεδομένα του ν. 2521/1997, χωρίς όμως συνυπολογισμό στις συντάξιμες αποδοχές του και της «πάγιας αποζημίωσης» που προβλέπεται από το άρθρο 2 παρ. 6 του εν λόγω ν. 2521/1997 και καταβαλλόταν στους εν ενεργεία ομοιοβάθμους του.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 271/2007 απόφαση του ΙΙ Τμήματος έγινε δεκτή έφεση του ανωτέρω κατά της προαναφερόμενης πράξης, μεταρρυθμίστηκε η πράξη αυτή και κανονίστηκε η μηνιαία σύνταξή του με συνυπολογισμό στις συντάξιμες αποδοχές του και της «πάγιας αποζημίωσης», αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου 1997, δηλαδή από την ημερομηνία που χορηγήθηκε η αποζημίωση αυτή και στους εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002, την προηγούμενη της ημερομηνίας κατά την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3075/2002, η αποζημίωση αυτή άρχισε να υπολογίζεται στις συντάξιμες αποδοχές του. Με την ίδια απόφαση απορρίφθηκε, ως μη νόμιμη, η επικουρικά σωρευμένη στο ίδιο δικόγραφο αγωγή του και ειδικότερα α) κατά το επικουρικό αίτημά της για αποζημίωση αυτού κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και β) κατά το επίσης επικουρικό αίτημά της περί αδικαιολογήτου πλουτισμού του Δημοσίου, σύμφωνα με τα άρθρα 904 επ. ΑΚ.
Με την αίτηση που κρίνεται ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του ΙΙ Τμήματος, κατά το μέρος με το οποίο απορρίφθηκε η ως άνω αγωγή.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και
Τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την παραδοχή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τους Αντιπροέδρους Χρήστο Ντάκουρη, Φλωρεντία Καλδή και το Σύμβουλο Νικόλαο Μηλιώνη που απουσίασαν λόγω κωλύματος.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
1. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 271/2007 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου αυτού, όπως συμπληρώνεται με το από 31.3.2009 υπόμνημα, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, αφού καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (2801869 και 4045295 Σειράς Α΄ ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου), αυτή είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, χωρίς να ασκεί επιρροή στην πρόοδο της δίκης η απουσία του αναιρεσείοντος, αφού, όπως προκύπτει από την από 6.2.2009 έκθεση επίδοσης του υπαλλήλου του υπαλλήλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου …, αυτός κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα να παραστεί στην παρούσα συζήτηση (άρθρα 27, 65 και 117 π.δ. 1225/1981).
2. Με την κρινόμενη αίτηση ο αναιρεσείων επιδιώκει την ακύρωση της πληττόμενης απόφασης κατά το μέρος με το οποίο απορρίφθηκε η επικουρικά σωρευόμενη αγωγή του, προβάλλοντας παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, με την ειδικότερη αιτίαση της εσφαλμένης απόρριψης της αγωγής αυτής, δεδομένου ότι είχε ασκηθεί μόνο επικουρικά σε σχέση με την από 15.12.2003 έφεσή του και ως εκ τούτου το Δικαστήριο, εφόσον δέχθηκε την έφεση αυτή στο σύνολό της, όφειλε να απόσχει από την έρευνα των αιτημάτων της αγωγής.
3. Κατά το άρθρο 58 του π.δ. 774/1980 «Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ-Α΄, 189), «1. 2. Η αίτησις αναιρέσεως ασκείται παρά παντός έχοντος έννομον συμφέρον ή παρά του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας παρά τω Συνεδρίω ή παρά του αρμοδίου Υπουργού ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου. ». Όμοια στο άρθρο 110 του π.δ. 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ-Α΄, 304) ορίζεται ότι «Η αίτησις αναιρέσεως ασκείται υπό παντός έχοντος έννομον συμφέρον ή υπό του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας παρά τω Ελεγκτικώ Συνεδρίω ».
4. Κατά τις διατάξεις αυτές, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την άσκηση αίτησης αναίρεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της και ως εκ τούτου ερευνάται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Έννομο συμφέρον υπάρχει όταν από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, και ως άμεση συνέπεια αυτού, επέρχεται βλάβη στον αναιρεσείοντα, απαιτείται δε να συντρέχει τόσο κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, όσο και κατά τη συζήτηση της και έως την έκδοση της απόφασης. Το έννομο συμφέρον εκλείπει όταν μετά την άσκηση της αναίρεσης ή μετά τη συζήτησή της ικανοποιήθηκε πλήρως το επίδικο δικαίωμα, ή έληξε αμετάκλητα η αμφισβήτησή του, οπότε και η ασκηθείσα αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΕΣ Ολ. 1806/2007,1606/2006).
5. Στην κρινόμενη υπόθεση το ΙΙ Τμήμα, δικάζοντας την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος δικαστικού λειτουργού, δέχθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, ότι ο συντάξιμος μισθός αυτού, για την αναπροσαρμογή της σύνταξής του κατ εφαρμογή των ν. 2592/1998 και 2521/1997, αποτελείται όχι μόνο από το βασικό μισθό και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας αλλά και από την «πάγια αποζημίωση» του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2521/1997, που αποτελεί επίσης συντάξιμη παροχή, αφού αυτή παρέχεται λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς των υπηρεσιών των δικαστικών λειτουργών και αποτελεί μέρος των αποδοχών που τους καταβάλλονται στα πλαίσια της επιτασσόμενης, από τα άρθρα 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής τους, ως εγγύησης της λειτουργικής και προσωπικής τους ανεξαρτησίας. Ενόψει αυτών μεταρρύθμισε την 420782/97/13.7.1998 πράξη της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία αναπροσάρμοσε τη σύνταξή του, χωρίς συνυπολογισμό και της προαναφερόμενης πάγιας αποζημίωσης. Περαιτέρω δέχθηκε ότι η κατά τα ανωτέρω αναπροσαρμοζόμενη σύνταξη του αναιρεσείοντος, με συνυπολογισμό και της «πάγιας αποζημίωσης», πρέπει να ορισθεί πληρωτέα σ αυτόν αναδρομικά από 1.1.1997, δηλαδή από την ημερομηνία που χορηγήθηκε η αποζημίωση αυτή και στους εν ενεργεία ομοιοβάθμους του δικαστικούς λειτουργούς, και μέχρι 31.12.2002, μέχρι δηλαδή την προηγούμενη της ημερομηνίας κατά την οποία η αποζημίωση αυτή άρχισε να υπολογίζεται στις συντάξιμες αποδοχές του, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3075/2002. Στην ανωτέρω παραδοχή κατέληξε με την αιτιολογία ότι η πληρωμή της σύνταξης από το χρονικό αυτό σημείο, σε συνδυασμό με την ημερομηνία έκδοσης της μεταρρυθμιζόμενης 420782/97/13.7.1998 πράξης του Γ.Λ.Κ., δεν κωλύεται από την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, αφού αντίθετη εκδοχή θα ήταν ασύμβατη, εκτός των άλλων, και με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, γιατί θα του αποστερούσε περιουσιακής φύσης επαρκώς θεμελιωμένο δικαίωμα. Μετά από αυτά έκανε δεκτή την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος στο σύνολό της. Στη συνέχεια, λόγω της πλήρους παραδοχής της έφεσης αυτής, απέρριψε, ως μη νόμιμη, την επικουρικά σωρευμένη στο ίδιο δικόγραφο, για την περίπτωση απόρριψής της έφεσής του, αγωγή του αναιρεσείοντος και ειδικότερα α) κατά το επικουρικό αίτημά της για αποζημίωση αυτού, κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, για τις συντάξεις που απώλεσε κατά το από 1.1.1997 έως 31.12.2002 χρονικό διάστημα, λόγω της παράνομης παράλειψης των συνταξιοδοτικών οργάνων να συνυπολογίσουν στο συντάξιμο μισθό του και την «πάγια αποζημίωση» και β) κατά το επίσης επικουρικό αίτημά της περί αδικαιολογήτου πλουτισμού του Δημοσίου, σύμφωνα με τα άρθρα 904 επ. ΑΚ, κατά το ίδιο διάστημα.
6. Κατά της ήδη αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης του ΙΙ Τμήματος, και ειδικότερα κατά το μέρος αυτής με το οποίο η αυξημένη, λόγω συνυπολογισμού και της «πάγιας αποζημίωσης», σύνταξη του αναιρεσείοντος ορίστηκε καταβλητέα από 1.1.1997, ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο πρόβαλε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 1041/1979 και ήδη π.δ. 166/2000), σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, και 26 του Συντάγματος, 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ίδιας Σύμβασης. Μετά την άσκηση της αναίρεσης αυτής και του ενδεχόμενου κινδύνου ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης και αμετάκλητης απώλειας του δικαιώματός του για αναπροσαρμογή της σύνταξής του με συνυπολογισμό και της «πάγιας αποζημίωσης» από 1.1.1997, ο ήδη αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, προκειμένου να επαναφέρει τα αγωγικά του αιτήματα προς συζήτηση ενώπιον του Τμήματος, σε περίπτωση παραδοχής της αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου. Ήδη όμως, με την 502/2010 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, απορρίφθηκε η ως άνω αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου και ως εκ τούτου η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι ο αναιρεσείων δικαιούται σύνταξης με συνυπολογισμό και της πάγιας αποζημίωσης από 1.1.1997 κατέστη αμετάκλητη. Μετά από αυτά και δεδομένου ότι ο αναιρεσείων δεν υφίσταται πλέον καμία βλάβη από το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με την οποία ικανοποιήθηκε πλήρως το επίδικο δικαίωμά του, η κρινόμενη αίτηση κατέστη, έστω και μετά τη συζήτηση της, άνευ αντικειμένου. Επομένως, εξέλιπε το έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος για την άσκησή της, το οποίο, όπως προσημειώθηκε, απαιτείται να υφίσταται μέχρι και την έκδοση της οικείας απόφασης και ως εκ τούτου η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
7. Μετά από αυτά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου που ο αναιρεσείων κατέθεσε για την άσκησή της υπέρ του Δημοσίου (άρθρα 56 π.δ. 774/1980 και 61 παρ. 3 και 117 του π.δ. 1225/1981).
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει ερήμην του αναιρεσείοντος.
Απορρίπτει την από 1 Νοεμβρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του Σπυρίδωνος Σπύρου του Βασιλείου κατά της 271/2007 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου αυτού. Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου αναίρεσης υπέρ του Δημοσίου.