ΕΣ Ολομ.318/2007,ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΣ, ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΥΠΟΛΟΓΟΣ, Είναι δημόσιος υπόλογος ο δντης νοσοκομειακού φαρμακείου ( μην λάβετε υπόψη την παλαία νομολογία για προηγούμενεη ακρόαση).

ΕΣ Ολομ

318/2007 ΕΣ (ΟΛΟΜ) 
(ΑΡΧΝΟΜ 2008/90) Δημόσιος υπόλογος. Ελλειμμα δημοσίου υπολόγου. Εννοιες. Ο διευθυντής νοσοκομειακού φαρμακείου είναι δημόσιος υπόλογος και επομένως ευθύνεται για κάθε έλλειμμα που διαπιστώνεται στο υλικό της διαχείρισής του από υπαιτιότητά του.

  
Ε.Σ. 318/2007 (Ολ.)

Πρόεδρος: Γιώργος – Σταύρος Κούρτης Εισηγητής: Σωτηρία Ντούνη, Σύμβουλος Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Ανδρέας Καπερώνης, Επίτροπος Επικρατείας

2. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η από 25.9.2001 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της ΑΥ2β 696/12.6.2001 απόφασης των Επιθεωρητών της Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, Π.Σ. και Α.Π., με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος της και υπέρ του Γενικού Νοσοκομείου Πατρών “Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ”, το ποσό των 21.478.360 δραχμών ή 63.032,60 ευρώ, λόγω ελλείμματος υλικού και, συγκεκριμένα, 2.395 τεμαχίων “αρτηριακών καθετήρων”, αντίστοιχης αξίας, που διαπιστώθηκε στη διαχείριση του Φαρμακείου του ως άνω Νοσοκομείου του οποίου αυτή ήταν υπόλογος αφού είχε την ευθύνη λειτουργίας του ως Διευθύντρια αυτού, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1999-2000. Με την ένδικη αίτηση της, η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, επικαλούμενη, δε, ως λόγο αναίρεσης παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη αιτίαση α) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως απαιτεί το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος, αφού δεν αναφέρει ούτε την πράξη ούτε την παράλειψη, στην οποία υπαιτίως υπέπεσε και η οποία ευρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με το διαπιστωθέν έλλειμμα αλλά απλώς επισημαίνει ότι βαρύνεται με αμέλεια για τον τρόπο παραγγελίας, την παραλαβή, την φύλαξη και την διάθεση του υλικού και περαιτέρω δεν βεβαιώνεται ότι η παράλειψη απογραφής του υλικού βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με την απώλεια αυτού και β) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την άσκηση του προβλεπόμενου από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος δικαιώματος ακροάσεως, αφού έκανε δεκτό ότι η αναιρεσείουσα άσκησε το δικαίωμα της αυτό πριν από την έκδοση της προαναφερόμενης καταλογιστικής απόφασης, λαμβάνοντας υπόψη i) τα πρακτικά των από 14.12.2000, 13.3.2001 και 15.3.2001 ενόρκων εξετάσεων της, ii) το έγγραφο που φέρεται ότι της απεστάλη στις 20.12.2000, iii) το 1509/12.1.2001 έγγραφο του Τμήματος Πληροφορικής του ανωτέρω Νοσοκομείου, ιν) το από 16.3.2001 υπόμνημα της και ν) τις διευκρινήσεις που της δόθηκαν κατά την κατάθεση του υπομνήματος της, παρόλο που η ίδια απόφαση διαλαμβάνει ότι έρεισμα της επίμαχης καταλογιστικής απόφασης αποτέλεσε το 681/25.3.2001 πόρισμα ένορκης διοικητικής εξέτασης που εκδόθηκε μετά την ως άνω κλήση αυτής σε απολογία και το οποίο ουδέποτε τέθηκε υπόψη της ώστε να εκπληρωθεί ο τύπος που τάσσεται από την προαναφερόμενη συνταγματική διάταξη.

3. Ο ν. 2362/1995 “Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις” (φ. Α` 247), ορίζει οτο άρθρο 54 ότι: “1. Δημόσιος υπόλογος είναι όποιος διαχειρίζεται, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, χρήματα, αξίες ή υλικό που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και οποιοσδήποτε άλλος θεωρείται από το νόμο δημόσιος υπόλογος. 2 … 3. Οι δημόσιοι υπόλογοι υπάγονται στον έλεγχο και εποπτεία: α. Του Υπουργού Οικονομικών… β. Του οικείου Διατάκτη. γ. Του Ελεγκτικού Συνεδρίου… Κατά τον έλεγχο και εποπτεία των υπολόγων των περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου αυτής, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως του Υπουργείου Οικονομικών” και στο άρθρο 56 ότι: “1. Έλλειμμα δημοσίου υπολόγου είναι οποιαδήποτε έλλειψη χρημάτων, αξιών και υλικού που διαπιστώνεται με τη νόμιμη διαδικασία στη διαχείριση του, καθώς και οποιαδήποτε άλλη κατάσταση διαχειρίσεως που θεωρείται έλλειμμα από το νόμο… 2. Οποιοδήποτε έλλειμμα αναπληρώνεται από τον υπόλογο μέσα σε σαράντα οκτώ (48) ώρες, διαφορετικά αυτός απομακρύνεται από τη διαχείριση αμέσως και καταλογίζεται με το ποσό του ελλείμματος που βεβαιώνεται, χωρίς αναβολή, ως δημόσιο έσοδο… 3. Το έλλειμμα που παρουσιάζουν οι δημόσιοι υπόλογοι,… καταλογίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση από τους διαπιστώσαντες αυτό οικείους διατάκτες και επιθεωρητές… 10. Οι υπόλογοι είναι υπεύθυνοι για την ασφάλεια των δημόσιων χρημάτων, ενσήμων, αξιών και υλικού γενικά που κρατούν στη διαχείριση τους, οφείλουν να τηρούν τους οικείους κανονισμούς ασφαλείας κατά την αποστολή και παραλαβή αυτών και ευθύνονται για κάθε ζημία που υφίσταται το Δημόσιο από τη μη τήρηση των ανωτέρω κανονισμών. 11…… Εξ άλλου, το ν.δ. 1264/1942 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως” (φ. Α` 100) που κυρώθηκε με την 312/1946 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (φ. Α 188) ορίζει στο άρθρο 1 ότι: “Αντικείμενα αρμοδιότητος της εν τω Υπουργείω των Οικονομικών Υπηρεσίας της Οικονομικής Επιθεωρήσεως είναι η επ` ονόματι του Υπουργού των Οικονομικών: α. … β. έρευνα της οικονομικής καταστάσεως των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου… γ. ενέργεια ελέγχου της διαχειρίσεως παντός δημοσίου υπολόγου διαχειριζομένου οπωσδήποτε έστω και άνευ προσηκούσης εξουσιοδοτήσεως χρήματα, τίτλους ή υλικόν ανήκοντα εις το Δημόσιον ή τα κατά το εδάφιον β` νομικά πρόσωπα…” και στην παράγραφο 1 του άρθρου 12 ότι οι Οικονομικοί Επιθεωρηταί Δημοσίων Υπολόγων “εφ` όσον κατά την ενέργειαν επιθεωρήσεως οιασδήποτε δημοσίας ή μη διαχειρίσεως εκ των εν αρθρ. 1… του παρόντος νόμου διαλαμβανομένων διαπιστώσωσι την ύπαρξιν ελλείμματος προερχομένου εξ ελλείψεως χρημάτων, υλικού ή αξιών εν γένει, προβαίνουσιν εις την έκδοσιν ητιολογημένης καταλογιστικής αποφάσεως κατά του υπολόγου και των τυχόν αλληλεγγύως μετ` αυτού συνευθυνομένων…”. Περαιτέρω, το άρθρο 125 του π.δ/τος 95/2000 “Οργανισμός του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας” (φ. 76 Α`) ορίζει στην παράγραφο 1 ότι: “Οι Διοικητικοί και Οικονομικοί Επιθεωρητές είναι αρμόδιοι και για: α)… β) Σε περίπτωση διαπίστωσης ελλείμματος, απώλειας, φθοράς ή ζημίας υλικών αξιών ή χρημάτων, με αιτιολογημένη απόφαση τους, να καταλογίζουν σε βάρος των υπευθύνων υπολόγων την αξία τους και υπό την προϋπόθεση ότι προκύπτει υπαιτιότητα αυτών, κατά τις σχετικές διατάξεις του νόμου περί Δημοσίου Λογιστικού, της Οικονομικής Επιθεώρησης και τις λοιπές κατά περίπτωση ειδικές διατάξεις. Κατά της απόφασης αυτής δύνανται ν` ασκηθούν τα προβλεπόμενα από τις κείμενες -σχετικές διατάξεις ένδικα μέσα. γ)…” (βλ. και άρθρο 35 παρ. 2 περ. β υποπερ. 10 αυτού).

4. Ακολούθως, το π.δ. 108/1993 “Συγκρότηση, Οργάνωση και Λειτουργία του Νοσοκομειακού Φαρμακείου” (φ. 50 Α) ορίζει α) στην παράγραφο 4 του άρθρου 3 ότι: “Το νοσοκομειακό φαρμακείο διευθύνεται από αδειούχο φαρμακοποιό, Υπόλογο – Υπεύθυνο για την άσκηση της νοσοκομειακής φαρμακευτικής, την καλή λειτουργία του νοσοκομειακού φαρμακείου, την τήρηση της ισχύουσας εν γένει φαρμακευτικής νομοθεσίας και την εφαρμογή των διατάξεων των οικονομικών και διαχειριστικών κανόνων των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ν.Π.Ι.Δ.”, β) στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 ότι: “Το νοσοκομειακό φαρμακείο έχει τις εξής αρμοδιότητες: α) την προμήθεια, αποθήκευση, συντήρηση και διάθεση στα διάφορα τμήματα του νοσοκομείου και στους λοιπούς δικαιούχους φαρμάκων και λοιπού υλικού, β) τη διαχείριση των υλικών …”, γ) στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 ότι: “Οι προμήθειες του Φαρμακευτικού και Λοιπού Υλικού γίνονται με γραπτές ή τηλεφωνικές παραγγελίες, σύμφωνα με τη συνταγο-γραφία και τις ανάγκες του νοσοκομείου και με τις ισχύουσες διατάξεις περί Κρατικών Προμηθειών, οι παραλαβές δε γίνονται από την Τριμελή Επιτροπή, η οποία συγκροτείται σύμφωνα με το εδάφιο γ` της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του παρόντος προεδρικού διατάγματος, η οποία συντάσσει το Πρωτόκολλο Παραλαβής και Δελτίο Εισαγωγής, όπως προβλέπεται από τους Οικονομικούς και Διαχειριστικούς Κανόνες των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων”, δ) στο άρθρο 10 ότι: “1. Για τη διαχείριση και τη διακίνηση του υλικού του Νοσοκομειακού Φαρμακείου τηρούνται ξεχωριστά διαχειριστικά βιβλία… 2. α) Όλα τα απαραίτητα έντυπα για τη διαχείριση και διακίνηση του υλικού τηρούνται, υπογράφονται και θεωρούνται, σύμφωνα με τους Διαχειριστικούς και άλλους Κανόνες που έχουν εφαρμογή στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ρυθμίζονται με τον οργανισμό και τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας κάθε νοσοκομείου, β) Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, κατόπιν εισηγήσεως του Διευθυντού Φαρμακοποιού, ορίζεται για ένα έτος, υπεύθυνος φαρμακοποιός για την παρακολούθηση και πιστή τήρηση των βιβλίων διαχειρίσεως, αντιστοίχως, καθώς και τον έλεγχο των παρατηρουμένων ελλείψεων για έγκαιρο ανεφοδιασμό, γ) Η Τριμελής Επιτροπή Παραλαβής συγκροτείται, από το φαρμακοποιό που ορίσθηκε υπεύθυνος παρακολουθήσεως των διαχειριστικών βιβλίων, ένα βοηθό φαρμακείου και ένα διοικητικό υπάλληλο με τους αναπληρωτές τους. 3. Στο τέλος κάθε έτους γίνεται απογραφή του υλικού. Με εισήγηση του Διευθυντού Φαρμακοποιού και απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, ορίζεται τριμελής επιτροπή η οποία προβαίνει στην καταμέτρηση όλου του υλικού του Φαρμακείου και συντάσσει Πρωτόκολλο στο οποίο καταχωρούνται τα είδη και οι ποσότητες των υπολοίπων φαρμάκων και λοιπού υλικού της 31ης Δεκεμβρίου. Ιδιαίτερο Πρωτόκολλο συντάσσεται για τα ληξιπρόθεσμα και τα αλλοιωμένα είδη που πρέπει να καταστραφούν και μνημονεύονται σε αυτό τα αίτια αχρηστεύσεώς τους. Μετά την καταμέτρηση αυτή, γίνεται, από την επιτροπή μαζί με το προσωπικό της οικείας διαχειρίσεως του φαρμακείου, σύγκριση μεταξύ των ποσοτήτων και ειδών του συνταχθέντος πρωτοκόλλου και των αριθμητικών υπολοίπων που παρουσιάζουν τα Βιβλία εκάστης διαχειρίσεως και σημειώνονται οι τυχόν υπάρχουσες διαφορές. Η Επιτροπή εισηγείται την εγγραφή των πλεονασμάτων και διαγραφή των ελλειμμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Οικονομικού Κανονισμού, τον καταλογισμό της αξίας των ελλειμμάτων, εάν δεν δικαιολογούνται σαν φυσιολογικά και την καταστροφή των αχρήστων. Τα πρωτόκολλα της απογραφής συντάσσονται εις τετραπλούν εκ των οποίων, το ένα υποβάλλεται στη Διεύθυνση του Νοσοκομείου για τις περαιτέρω ενέργειες, το δεύτερο παραδίδεται στο Διευθυντή Φαρμακοποιό, το τρίτο οτον Υπεύθυνο Φαρμακοποιό της Διαχειρίσεως του παρελθόντος έτους και το τέταρτο στον Υπεύθυνο Φαρμακοποιό της Διαχειρίσεως του επόμενου έτους. Το Πρωτόκολλο της Απογραφής υπογράφεται από την Επιτροπή Απογραφής, το Διευθυντή Φαρμακοποιό και τους Υπευθύνους Φαρμακοποιούς των αντιστοίχων Διαχειρίσεων που παραδίδουν και παραλαμβάνουν” και τέλος ε) στην παράγραφο 1 του άρθρου 13 ότι ο Διευθυντής Φαρμακοποιός “α) Έχει την αποκλειστική ευθύνη για την άσκηση της νοσοκομειακής φαρμακευτικής, β)… γ) Είναι υπεύθυνος για την καλή λειτουργία του Νοσοκομειακού Φαρμακείου, συντονίζει τις δραστηριότητες του και εισηγείται στο Διοικητικό Συμβούλιο του νοσοκομείου, τις ανάγκες στο προσωπικό, χώρους και εξοπλισμό, δ)… ε) Ελέγχει την ακρίβεια εργασίας του προσωπικού, στ) Εξασφαλίζει την κατάλληλη φύλαξη και διάθεση των φαρμάκων και λοιπού υλικού, ζ) Ελέγχει την ακρίβεια εκτελέσεως των συνταγών σύμφωνα με τη φαρμακευτική τεχνολογία και νομοθεσία, η) Ενεργεί για να παρέχονται οι απαιτούμενες πληροφορίες για τα φάρμακα… θ) Μεριμνά για τη σωστή τήρηση και ενημέρωση των διαχειριστικών στοιχείων του Νοσοκομειακού Φαρμακείου, ενώ η λογιστική εργασία είναι αποκλειστικής αρμοδιότητας των Οικονομικών υπηρεσιών του Νοσοκομείου, ι) Υπογράφει τα δικαιολογητικά εισαγωμένων και επιστρεφομένων υλικών, ια) Μεριμνά για την καθιέρωση και τη σωστή τήρηση εσωτερικών διαδικασιών λειτουργίας στα διάφορα Τμήματα και Μονάδες του Νοσοκομειακού Φαρμακείου, ιβ)… ιγ)… ιδ) Με εισήγηση του Διευθυντού Φαρμακοποιού και απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, ορίζεται ο αντικαταστάτης του, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά”. 5. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγονται, πλην άλλων, τα ακόλουθα: α) δημόσιος υπόλογος είναι και όποιος διαχειρίζεται, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, υλικό που ανήκει σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), στα οποία περιλαμβάνονται και τα νοσοκομεία (βλ. και άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 1397/1983, φ. Α` 143), καθώς και οποιοσδήποτε άλλος θεωρείται από το νόμο δημόσιος υπόλογος, β) έλλειμμα δημοσίου υπολόγου είναι, πλην άλλων, οποιαδήποτέ έλλειψη υλικού που διαπιστώνεται με τη νόμιμη διαδικασία στη διαχείριση του, γ) το έλλειμμα αναπληρώνεται από τον δημόσιο υπόλογο μέσα σε σαράντα οκτώ (4) ώρες, διαφορετικά αυτός απομακρύνεται από τη διαχείριση αυτού αμέσως και καταλογίζεται με το ποσό του ελλείμματος και από τους οικείους Επιθεωρητές, δ) ο δημόσιος υπόλογος είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια του υλικού γενικά που ανήκει στη διαχείριση του, οφείλει, δε, να τηρεί τους οικείους κανονισμούς ασφαλείας κατά την παραλαβή, φύλαξη και διάθεση αυτού και ευθύνεται για κάθε ζημία που υφίσταται το Δημόσιο από τη μη τήρηση των ανωτέρω κανονισμών, ε) ο υπόλογος -διαχειριστής υλικού ν.π.δ.δ. ευθύνεται για κάθε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια), σχετικά με τη λήψη ή μη των απαραίτητων μέτρων ασφαλείας του αντικειμένου της διαχείρισης του, εκτός αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει οιουδήποτε βαθμού υπαιτιότητα και στ) σε περίπτωση καταλογισμού του δημοσίου υπολόγου με το ποσό του ελλείμματος που διαπιστώθηκε στην διαχείριση του πρέπει να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των παραλείψεων αυτού να λάβει τα απαραίτητα μέτρα διασφάλισης του αντικειμένου της διαχείρισης αυτού και του επελθόντος από την αιτία αυτή ελλείμματος. Ειδικότερα, για την ύπαρξη της αιτιώδους αυτής συνάφειας είναι αναγκαία η κρίση εάν οι αποδιδόμενες στον υπόλογο παραλείψεις ήταν ικανές κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και την κοινή πείρα να επιφέρουν την δημιουργία ελλείμματος, ανεξάρτητα από τον τρόπο που μπορούσε να το προβλέψει γενικώς ο μέσος επιμελής άνθρωπος με βάση τα δεδομένα της πείρας και τα περιστατικά που ήταν προσιτά σ` αυτόν και χωρίς την μεσολάβηση έκτακτων ή ασυνηθών περιστατικών, γιατί άλλως διακόπτεται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπαίτιας συμπεριφοράς και του επελθόντος ελλείμματος της διαχείρισης (βλ. απ. Ολ. Ελ. Συν. 1501/1996). Κατ` ακολουθία αυτών, ο Διευθυντής Νοσοκομειακού Φαρμακείου είναι δημόσιος υπόλογος, αφού είναι υπεύθυνος για την καλή λειτουργία του φαρμακείου νοσοκομείου, για την διαχείριση του φαρμακευτικού και λοιπού υλικού αυτού καθώς και την κατάλληλη φύλαξη και διάθεση αυτού, όπως αναλυτικά παρατίθενται στις διατάξεις του π.δ. 108/1993 και συμπληρώνονται από τον τυχόν Οικονομικό και Διαχειριστικό Κανονισμό Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων, και επομένως, ευθύνεται κατά τα ανωτέρω για κάθε έλλειμμα που διαπιστώνεται στο υλικό της διαχείρισης του από υπαιτιότητα του.

6. Στην προκειμένη υπόθεση, το δίκασαν Τμήμα, εκτιμώντας τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, και ιδίως το 681/25.3.2001 Πόρισμα Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης (Ε.Δ.Ε.), που διενεργήθηκε από τους Επιθεωρητές της Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, Π.Σ. και Α.Π., δέχθηκε ανέλεγκτα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Ότι η αναιρεσείουσα, Σ.Π. του Στ., προσλήφθηκε το έτος 1975 στο Γενικό Νοσοκομείο Πατρών “Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ”, στον κλάδο Φαρμακοποιών – κατηγορίας Π Ε και κατά τη διετία 1999- 2000 διετέλεσε Διευθύντρια του Φαρμακείου του Ιδρύματος. Ειδικότερα, μέχρι τις 17.5.2000, ήταν υπεύθυνη για τις παραγγελίες όλων των υλικών, που διακινούνταν από το Φαρμακείο (φαρμακευτικού, υγειονομικού και λοιπού υλικού), οι παραγγελίες των οποίων είτε βασίζονταν σε σύμβαση είτε γίνονταν εξωσυμβατικά. Με την 81/17.5.2000 πράξη του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Νοσοκομείου περιορίστηκε η αρμοδιότητα αυτής στις παραγγελίες μόνο του φαρμακευτικού υλικού και των Αντιδραστηρίων. Πριν από κάθε παραγγελία η ίδια ως Διευθύντρια του Φαρμακείου συνέτασσε εισήγηση προμήθειας, στην οποία ανέγραφε το αιτούμενο είδος και την ποσότητα του (αριθμητικά), αν η προμήθεια γινόταν βάσει σύμβασης της οικείας εταιρείας με το Νοσοκομείο, και την υπέγραφε. Στη συνέχεια υπάλληλος του Τμήματος Πληροφορικής σημείωνε σε ειδικές στήλες τη μηνιαία κατανάλωση του είδους, την τελευταία παραγγελία, το υπόλοιπο της αποθήκης, καθώς και τη δαπάνη προμήθειας. Οι εισηγήσεις προμήθειας παραδίδονταν από το Τμήμα Πληροφορικής στη Γραμματεία του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του άνω Νοσοκομείου, ο οποίος είτε τις ενέκρινε, όπως ήταν, είτε έκανε περικοπές στην ποσότητα. Όσον αφορά τις προμήθειες του είδους “αρτηριακοί καθετήρες”, όλες (πλην της τελευταίας) έγιναν από την αναιρεσείουσα, η οποία προέβαινε σε παραγγελίες τριπλάσιας ποσότητας από αυτήν που χρειαζόταν για να καλύψει τις ανάγκες του Νοσοκομείου και χωρίς τη σχετική εισήγηση της υπευθύνου της Αποθήκης (ή των αρμοδίων Τμημάτων), στην οποία η ίδια είχε αναθέσει προφορικά τη σχετική αρμοδιότητα. Στην αποθήκη, σύμφωνα με τις διαθέσεις που γίνονταν, θα έπρεπε να υπήρχαν μεγάλα υπόλοιπα του παραπάνω είδους καθώς η μηνιαία κατανάλωση του ήταν χαμηλή. Ειδικότερα, α) στο 945/12.2.1999 τιμολόγιο της εταιρείας GENERAL MEDICAL επισυνάπτεται η 2839/27.1.1999 εισήγηση προμήθειας για 500 τεμάχια, όπου αναγράφεται υπόλοιπο αποθήκης 0, ενώ την ίδια στιγμή το λογιστικό υπόλοιπο της αποθήκης ήταν 200 τεμάχια, β) στο 989/2.4.1999 τιμολόγιο της ίδιας εταιρείας επισυνάπτεται η 10251/30.3.1999 εισήγηση προμήθειας για 500 τεμάχια, όπου αναγράφεται υπόλοιπο αποθήκης 0, ενώ το λογιστικό υπόλοιπο της αποθήκης ήταν 600 τεμάχια, γ) στα 1018/14.4.1999 και 1055/14.6.1999 τιμολόγια της παραπάνω εταιρείας είναι συνημμένη η 12918/26.4.1999 εισήγηση προμήθειας για 2.000 τεμάχια, όπου αναγράφεται υπόλοιπο αποθήκης 0, ενώ το λογιστικό υπόλοιπο ήταν 600 τεμάχια, δ) στο 1043/4.6.1999 τιμολόγιο της ανωτέρω εταιρείας είναι συνημμένη η 16759/26.5.1999 εισήγηση προμήθειας για 500 τεμάχια, όπου αναγράφεται υπόλοιπο αποθήκης 0, ενώ το λογιστικό υπόλοιπο ήταν 1.400 τεμάχια, ε) στο 1097/30.7.1999 τιμολόγιο για 600 τεμάχια επισυνάπτεται η 32134 εισήγηση με ημεροχρονολογία, όμως, 15.9.1998, στ) στα 1149/20.10.1999 και 1154/25.10.1999 τιμολόγια είναι συνημμένη η 30413/23.9.1999 εισήγηση προμήθειας για 1.000 τεμάχια, όπου αναγράφεται υπόλοιπο αποθήκης 200 τεμάχια, ενώ το λογιστικό υπόλοιπο της αποθήκης ανερχόταν σε 2.550 τεμάχια (2.600 τεμάχια στις 20.9.1999 που συντάχθηκε η εισήγηση) και ζ) στο 72/13.4.2000 τιμολόγιο είναι συνημμένη η 7173/22.2.2000 εισήγηση προμήθειας με εγκριθείσα ποσότητα 200 τεμάχια, όπου αναγράφεται υπόλοιπο της αποθήκης 1.000 τεμάχια, με λογιστικό υπόλοιπο 3.225 τεμαχίων. Η αναιρεσείουσα έχει υπογράψει σε όλα τα αντίστοιχα με τα τιμολόγια αυτά πρωτόκολλα παραλαβής, βεβαιώνοντας ότι παρελήφθησαν οι ποσότητες των αρτηριακών καθετήρων που αναγράφονταν στα παραπάνω τιμολόγια, και μάλιστα στο 1097/30.7.1999 τιμολόγιο το πρωτόκολλο παραλαβής έχει υπογράψει μόνο η ίδια, χωρίς να υπογράφει κάποιο από τα μέλη της Επιτροπής Παραλαβής. Με την αμελή συμπεριφορά της αναιρεσείουσας ως προς τον τρόπο παραγγελιών της προμήθειας του ως άνω είδους, την παραλαβή του είδους αυτού από την ίδια και μόνο, την φύλαξη αυτού και την περαιτέρω διάθεση του, δημιουργήθηκε έλλειμμα 2.395 τεμαχίων στο είδος “αρτηριακοί καθετήρες”, το διάστημα των ετών 1999-2000, κατά το οποίο ασκούσε τα καθήκοντα της Διευθύντριας του Φαρμακείου η ίδια. Ακολούθησε η διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας από το μέλος του Δ.Σ. Γ., κατόπιν της 7/12.6.2000 σχετικής απόφασης αυτού (Δ.Σ.), αναφορικά με τη μη σωστή λειτουργία του Φαρμακείου, από την οποία έρευνα προέκυψε το από 21.8.1999 πόρισμα, σύμφωνα με το οποίο, εκτός άλλων, διαπιστώνονταν προβλήματα στη διαχείριση του αναλώσιμου υγειονομικού υλικού από το Φαρμακείο του Νοσοκομείου καθώς και η ανάγκη διενέργειας Ε.Δ.Ε. Κατόπιν του 2203/ 18.10.2000 εγγράφου του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας διενεργήθηκε Ε.Δ.Ε. από τη Διεύθυνση Επιθεώρησης του Υπουργείου και ακολούθησε η έκδοση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής απόφασης. Ακολούθως, το Τμήμα ήχθη στην κρίση ότι το ως άνω προκύψαν έλλειμμα των 2.395 τεμαχίων στο είδος “αρτηριακοί καθετήρες” -η συνολική αξία των οποίων αποτιμάται, σύμφωνα με τις συμβατικές τιμές του είδους, σε 21.478.360 δραχμές ή 63.032,60 ευρώ- δημιουργήθηκε κατά τη διετία 1999-2000, που η αναιρεσείουσα ως Διευθύντρια του Φαρμακείου του Νοσοκομείου είχε την ευθύνη για την καλή λειτουργία του, παραλάμβανε όλα τα υλικά και υπέγραφε σε όλα τα Πρωτόκολλα Παραλαβής των υλικών, αλλά δεν μεριμνούσε, ως όφειλε, και για την φύλαξη, διάθεση και διασφάλιση του υπολοίπου του εν λόγω υλικού, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το ως άνω έλλειμμα. Κατά το ως άνω χρονικό διάστημα δεν είχε, ακόμη, ανατεθεί σε άλλον η ευθύνη για τις παραγγελίες του υγειονομικού υλικού, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το είδος “αρτηριακοί καθετήρες”, ευθύνη που, στη συνέχεια, ανατέθηκε στους φαρμακοποιούς, Α. και Τ., σύμφωνα με την προαναφερθείσα 81/17.5.2000 πράξη του Προέδρου του Δ.Σ. Με την πράξη αυτή δεν απαλλάχθηκε η αναιρεσείουσα της ευθύνης της ως υπολόγου διαχειρίστριας του υγειονομικού υλικού, αλλά οι προαναφερόμενοι φαρμακοποιοί ορίστηκαν ως υπεύθυνοι για τον προγραμματισμό των παραγγελιών του υλικού αυτού, την προώθηση των σχεπκών τιμολογίων κλπ. Αντιθέτως, το Δεκέμβριο του 2000 η ανωτέρω απαλλάχθηκε της εν λόγω ευθύνης της με την 43305/7.12.2000 πράξη του Προέδρου του Δ.Σ., με την οποία ορίσθηκε υπόλογος διαχειριστής στο Φαρμακείο ο Π.Α., για χρονικό διάστημα ενός έτους, αφού ήδη την προηγουμένη με την 181/6.12.2000 πράξη του Προέδρου του Δ.Σ. είχε ανασταλεί η άσκηση των καθηκόντων της αναιρεσείουσας ως Διευθύντριας του Φαρμακείου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 104 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999). Πέραν δε των ανωτέρω, η αναιρεσείουσα, η οποία με την παραπάνω ιδιότητα της ήταν η μόνη αρμόδια να ζητήσει τη συγκρότηση της τριμελούς επιτροπής για την απογραφή του υλικού, δεν ζήτησε την απογραφή του υπάρχοντος υλικού, για διασφάλιση της καλής φύλαξης αυτού και την περαιτέρω αποφυγή τυχόν ελλειμμάτων, παρότι η Διοικητική Διευθύντρια του Ιδρύματος, με το 4748/4.2.2000 έγγραφο της, της υπενθύμισε την εν λόγω υποχρέωση της. Με βάση τις παραδοχές αυτές ορθώς το Τμήμα έκανε δεκτό ότι το ως άνω προκύψαν έλλειμμα των 2.395 τεμαχίων στο είδος “αρτηριακοί καθετήρες” -συνολικής αξίας 21.478.360 δραχμές ή 63.032,60 ευρώ- δημιουργήθηκε κατά τη διετία 1999-2000, που η αναιρεσείουσα ως Διευθύντρια του Φαρμακείου του Νοσοκομείου είχε την ευθύνη για την καλή λειτουργία του, προέβαινε στις προμήθειες αυτών, παραλάμβανε όλα τα υλικά και υπέγραφε σε όλα τα πρωτόκολλα παραλαβής των υλικών, βεβαιώνοντας ότι παρελήφθησαν οι ποσότητες των αρτηριακών καθετήρων που αναγράφονταν στα αντίστοιχα τιμολόγια αλλά δεν μεριμνούσε, ως όφειλε, και για την φύλαξη, διάθεση και διασφάλιση του υπολοίπου του εν λόγω υλικού, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το ως άνω έλλειμμα. Συνακόλουθα, η προσβαλλόμενη απόφαση, στην οποία ειδικά και με σαφήνεια αναλύονται οι παραλείψεις της αναιρεσείουσας που συνιστούν την εν γένει αμελή συμπεριφορά αυτής, η οποία ενισχύεται, ακόμα περισσότερο, και από το γεγονός ότι παρέλειψε να διενεργήσει την προβλεπόμενη από τις οικείες διατάξεις ετήσια απογραφή του υλικού του φαρμακείου παρά την σχετική όχληση της Διοικητικής Διευθύντριας του Νοσοκομείου, και στην οποία (απόφαση), περαιτέρω, βεβαιώνεται ότι η αμελής συμπεριφορά της αναιρεσείουσας ήταν από μόνη της ικανή να επιφέρει το διαπιστωθέν έλλειμμα αρτηριακών καθετήρων και συνεπώς ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς αυτής και του δημιουργηθέντος στην διαχείριση της ελλείμματος, περιέχει, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος, πλήρεις, σαφείς και ειδικές αιτιολογίες σχετικά με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των αναφερόμενων παραλείψεων κατά την παραλαβή, φύλαξη και διάθεση του άνω υγειονομικού υλικού και του διαπιστωθέντος ελλείμματος αυτού, τα δε αντίθετα που υποστηρίζονται με τον πρώτο λόγο αναίρεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Άλλωστε, δεν απαιτείται η παράθεση του ακριβούς χρόνου και των συγκεκριμένων συνθηκών “εξαφάνισης των αρτηριακών καθετήρων”, όπως αλυσιτελώς υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, εφόσον το κρίσιμο ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις είναι το πραγματικό γεγονός της έλλειψης του ανωτέρω υλικού, η υπαίτια συμπεριφορά αυτής και η μεταξύ αυτών υφιστάμενη αιτιώδης συνάφεια, δεδομένου μάλιστα ότι η ίδια η αναιρεσείουσα ούτε κατά την διαδικασία της Ε.Δ.Ε. ούτε κατά την εκδίκαση της έφεσης της ενώπιον του Τμήματος επικαλέστηκε και απέδειξε την συνδρομή έκτακτων και ασυνηθών περιστατικών που οφείλονται σε πράξεις τρίτων προσώπων και είναι άσχετα με τις ιδικές της παραλείψεις και την αμελή συμπεριφορά της αλλά ικανά να επιφέρουν το δημιουργηθέν έλλειμμα και τα οποία έχουν ως συνέπεια την διακοπή της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας συμπεριφοράς της και του επελθόντος ελλείμματος.

7. Το άρθρο 20 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 2 ότι: “Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του”. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η πρόσκληση για την άσκηση του ατομικού δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου δεν απαιτείται να περιβληθεί ορισμένο πανηγυρικό τύπο, αλλά αρκεί το γεγονός ότι παρέχεται στον ενδιαφερόμενο με κάθε δυνατό τρόπο η ευχέρεια να εκθέσει τις απόψεις του ή αντιρρήσεις του. Τούτο συντρέχει όχι μόνον στην περίπτωση που ο υπόλογος εξετάζεται από τον αρμόδιο επιθεωρητή σχετικά με το διαπιστούμενο έλλειμμα της διαχειρίσεως του, αλλά πολύ περισσότερο όταν πριν από την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης καλείται να αναπληρώσει το συγκεκριμένο έλλειμμα, οπότε μπορεί να λάβει γνώση όλων των εγγράφων του φακέλου και να προβάλει εξαντλητικά τις απόψεις του τόσο για την ύπαρξη όσο και για το ύψος του ελλείμματος, καθώς και για οποιοδήποτε άλλο κρίσιμο έγγραφο, ενώ τυχόν μεταγενέστερη της πρόσκλησης αυτής καταγραφή όλων των ενεργειών της διαδικασίας της ένορκης διοικητικής εξέτασης και των οικείων συμπερασμάτων σε σχετικό πόρισμα δεν δημιουργεί καινοφανείς έννομες συνέπειες ούτε απαιτεί νέα πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων, αφού καθίσταται άσκοπη ενόψει της φύσης της καταλογιστικής απόφασης ως αυτόθροης συνέπειας της υποχρεωτικής εφαρμογής του νόμου. Εξ άλλου, η μη προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου δεν επάγεται χωρίς άλλο, και συγκεκριμένα χωρίς την επίκληση ειδικού προς τούτο εννόμου συμφέροντος, την ακυρότητα της επίδικης καταλογιστικής απόφασης, οσάκις ο υπόλογος έχει κατ` αυτής ουσιαστική δικαστική προστασία, την οποία συνιστά, κατά το άρθρο 49 του π.δ. 1225/1981, και η έφεση ενώπιον Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αφού στην περίπτωση αυτή η πράξη είτε θα ακυρωθεί είτε θα μεταρρυθμιστεί με βάση ακριβώς τα προβαλλόμενα παράπονα του (βλ. και απ. Ολ. Ελ. Συν. 1396/2000).

8. Στην προκειμένη υπόθεση, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε επίσης τις ακόλουθες και αναιρετικά ανέλεγκτες πραγματικές παραδοχές. Ότι το δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως της αναιρεσείουσας έχει τηρηθεί εν προκειμένω, αφού η ως άνω υπόλογος διαχειρίστρια είχε κληθεί να εκφράσει τις απόψεις της πριν την σε βάρος της επιβολή του καταλογισμού, αφού α) όπως προκύπτει από την από 14.12.2000 ένορκη κατάθεση της αναιρεσείουσας, είχε τεθεί υπόψη της το θέμα του ελλείμματος των αρτηριακών καθετήρων και είχε επιφυλαχθεί ότι, πριν απαντήσει, θα ενεργούσε έλεγχο για να διαπιστώσει αν πράγματι υπήρχε διαφορά 2.500 τεμαχίων, περίπου, μεταξύ των εισαγωγών και των διαθέσεων, β) στις 20.12.2000 της απεστάλη έγγραφο από τους Επιθεωρητές στο Νοσοκομείου προκειμένου να συνεργαστεί με την Προϊσταμένη του Τμήματος Πληροφορικής, Ε.Μ., και την Βοηθό Φαρμακείου, Α.Α., και να επανελέγξουν τις εισαγωγές και τις διαθέσεις του είδους και ότι όπως προκύπτει από το 1509/12.1.2001 έγγραφο του Τμήματος Πληροφορικής τα στοιχεία των διαθέσεων ήταν αυτά που αναγράφονται στις Μηχανογραφικές καταστάσεις, ενώ σύμφωνα με την από 13.3.2001 ένορκη κατάθεση της Ε.Μ. τα στοιχεία επανελέχθησαν παρουσία της εκκαλούσας και κατέληξαν στα ίδια συμπεράσματα, και γ) κατά την από 13.3.2001 ένορκη κατάθεση της εκκαλούσας οι Επιθεωρητές της παράθεσαν τα σχετικά με το έλλειμμα στοιχεία και την προσκάλεσαν να το αποκαταστήσει εντός 48 ωρών ή να τους προσκομίσει στοιχεία που να την απαλλάσσουν από την ευθύνη της. Σε εκτέλεση των ανωτέρω, και μετά την από 15.3.2001 ένορκη κατάθεση της, η εκκαλούσα προσκόμισε το από 16.3.2001 υπόμνημα της, την ίδια δε ημεροχρονολογία της διευκρινίσθηκε ότι το συνολικό έλλειμμα του είδους “αρτηριακοί καθετήρες” ανερχόταν σε 2.395 τεμάχια και όχι σε 2.195 που της είχε αναφερθεί. Με βάση επομένως τις παραδοχές αυτές ορθώς το Τμήμα δέχτηκε ότι η αναιρεσείουσα άσκησε το ατομικό δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, αφού η ίδια ήταν ενήμερη της διενέργειας της ένορκης διοικητικής εξέτασης από τους αρμόδιους Επιθεωρητές και συμμετείχε αυτοπροσώπως σε ορισμένα στάδια της διαδικασίας αυτής, όπως αυτή διατυπώνεται στο συνταχθέν από τους ανωτέρω Επιθεωρητές 681/25.3.2001 σχετικό πόρισμα, και προσκλήθηκε από αυτούς να αναπληρώσει το διαπιστωθέν έλλειμμα εντός 48 ωρών ή να προσκομίσει στοιχεία που αναιρούν την ευθύνη της για την δημιουργία αυτού, ενώ σε κάθε περίπτωση τυχόν πρόσθετα στοιχεία σχετικά με την άρση της ευθύνης της μπορούσε να επικαλεσθεί και να προσκομίσει ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την άσκηση σχετικής έφεσης. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση, στην οποία ειδικά και αναλυτικά παρατίθενται οι προαναφερόμενες μερικότερες ενέργειες που προέβη η α-ναιρεσείουσα και οι οποίες συνίστανται στην άσκηση του ως άνω δικαιώματος της, περιέχει σαφή, πλήρη και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία, αφού, όπως προεκτέθηκε, το κατά τα ανωτέρω συνταχθέν πόρισμα περιέχει απλή καταγραφή των γενόμενων ενεργειών ένορκης διοικητικής εξέτασης και των σχετικών συμπερασμάτων και δεν δημιουργεί καινοφανείς έννομες συνέπειες, τα δε αντίθετα που υποστηρίζονται με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης είναι απορριπτέα σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμα. Ειδικότερα, η επικαλούμενη έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την παράλειψη τήρησης του τύπου της προηγούμενης ακρόασης που τάσσεται από την διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος μετά την έκδοση του συνταχθέντος από τους ανωτέρω Επιθεωρητές 681/25.3.2001 πορίσματος ένορκης διοικητικής εξέτασης και πριν από την έκδοση της επίμαχης καταλογιστικής απόφασης προβάλλεται απαράδεκτα, αφού, όπως προεκτέθηκε, απαιτείται επίκληση ειδικού εννόμου συμφέροντος, και στην προκειμένη περίπτωση δεν γίνεται επίκληση αυτού και σε κάθε περίπτωση αβάσιμα, εφόσον στο πόρισμα απλώς περιελήφθησαν οι ενέργειες που είχαν γίνει κατά την ένορκη διοικητική εξέταση και διατυπώθηκαν γραπτώς τα συμπεράσματα που είχαν ήδη προκύψει κατά την διενέργεια αυτής και ανακοινωθεί στην αναιρεσείουσα, ενώ η ίδια, όπως όλως συγκεκριμένα και αναλυτικά προεκτέθηκε, κλήθηκε περισσότερες της μιας φορές να αναπτύξει τις απόψεις της και να παράσχει διευκρινήσεις για το διαπιστωθέν έλλειμμα, με συνέπεια η εκ νέου ακρόαση αυτής απέβαινε άσκοπη, ενόψει, μάλιστα, της έλλειψης καθιέρωσης συγκεκριμένου πανηγυρικού τύπου για την άσκηση του δικαιώματος αυτού και της συνδρομής αντικειμενικών όρων και προϋποθέσεων για την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης.

9. Κατόπιν των ανωτέρω και αφού δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της ως αβάσιμη, να συμψηφισθούν στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων λόγω δυσερμήνευτου των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 123 π.δ/τος 1225/1981, 179 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παραγρ. 2 του ν. 2915/2001) και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου αναιρέσεως που κατατέθηκε υπέρ του Δημοσίου (αρθρ. 61 παρ. 3 και 117 π.δ/τος 1225/1981).