ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Εξάλλου, όταν με την αίτηση αναιρέσεως αμφισβητείται η νομιμότητα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τόσο ως προς την κύρια απαίτηση όσο και ως προς τους τόκους, το παραδεκτό ή μη της αιτήσεως εξαρτάται από το ύψος της κυρίας απαιτήσεως και μόνον, εφόσον δε το ποσό αυτό είναι κατώτερο του οριζομένου στις παραπάνω διατάξεις, από τη συνδρομή ως προς την κρίση που αφορά την απαίτηση αυτή των προϋποθέσεων υπαγωγής στις εξαιρέσεις που προβλέπονται με τις διατάξεις αυτές, αδιαφόρως αν προβάλλονται και αυτοτελείς ισχυρισμοί κατά του κεφαλαίου της αποφάσεως που αναφέρεται στους τόκους, οι οποίοι αποτελούν παρεπόμενη απλώς αξίωση.
Αριθμός 3746/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Μαρτίου 2013, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Ν. Ρόζος, Μ. Βηλαράς, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Μ. – Ε. Κωνσταντινίδου, Π. Ευστρατίου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Σπ. Μαρκάτης, Α. Ντέμσιας, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου, Ε. Κουσιουρής, Ο. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλης, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Μ. Πικραμένος, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, Σύμβουλοι, Σ. Βιτάλη, Ρ. Γιαννουλάτου, Δ. Βασιλειάδης, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Θ. Αραβάνης και Μ. Πικραμένος καθώς και η Πάρεδρος Ρ. Γιαννουλάτου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 13 Δεκεμβρίου 2010 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τη Βασιλική Πανταζή, Νομική Σύμβουλο του Κράτους,
κατά του Βασιλείου Μανωλόπουλου, κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής (Αδαμαντίου Κοραή 61), ο οποίος δεν παρέστη.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 21 Φεβρουαρίου 2011 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 2129/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Π. Ευστρατίου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241) της Συμβούλου Μαρίας – Ελένης Κωνσταντινίδου, τακτικού μέλους της συνθέσεως που εκδίκασε την κρινόμενη υπόθεση, λαμβάνει μέρος αντ’ αυτής στην διάσκεψη ως τακτικό μέλος ο Σύμβουλος Θεόδωρος Αραβάνης, αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της συνθέσεως.
2. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου λόγω της σπουδαιότητάς της, κατόπιν της από 21.2.2011 πράξεως του Προέδρου του, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 παρ. 2 εδ. α΄ του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8).
3. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία ασκείται νομίμως χωρίς την καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθ. 2129/2010 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία συνεκδικάσθηκαν αντίθετες εφέσεις που άσκησαν το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο και ο αναιρεσίβλητος, απορρίφθηκε δε η έφεση του Δημοσίου και, κατά μερική παραδοχή της εφέσεως του αναιρεσιβλήτου, μεταρρυθμίστηκε η υπ’ αριθ. 11603/2009 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και αναγνωρίσθηκε ότι το Δημόσιο οφείλει να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο συνολικώς το ποσό των 7.250 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.
4. Επειδή, με το άρθρο 35 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112/10.7.2009) ορίσθηκαν τα εξής: «1. Τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής: “Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. Ειδικώς στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις το όριο αυτό ορίζεται σε διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. […]. Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από τα ανωτέρω ποσά, όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι : (α) η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης, (β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων”. 2. Η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου αντικαθίσταται ως εξής: “4. […] Προκειμένου περί διαφορών, που δεν έχουν χρηματικό αντικείμενο, η άσκηση αίτησης αναιρέσεως επιτρέπεται εφόσον με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων.” 3. …».
5. Επειδή, με τις παρατεθείσες ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πριν την αντικατάσταση των παραγράφων 3 και 4 του ως άνω άρθρου 53 του π. δ. 18/1989 με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), του οποίου η ισχύς άρχισε την 1.1.2011, σύμφωνα με το άρθρο 70 του νόμου αυτού και, ως εκ τούτου, δεν καταλαμβάνει την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε στις 24.12.2010, θεσπίζεται ως πάγια ρύθμιση το απαράδεκτο της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε όλες γενικώς τις υποθέσεις, αν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιόν του είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ [και, ειδικώς, στις διοικητικές συμβάσεις, κατώτερο από 200.000 ευρώ]. Θεσπίζεται, περαιτέρω, ως εξαίρεση το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως εάν ο αναιρεσείων προβάλλει με το εισαγωγικό δικόγραφο και με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, ότι, αν και το ποσό της διαφοράς είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ [ή 200.000 ευρώ], με την αίτηση τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. Κατά την έννοια δε της διατάξεως της περιπτώσεως β΄ του τετάρτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 35 του ν. 3772/2009 – η οποία είναι στενώς ερμηνευτέα ενόψει του επιδιωκομένου σκοπού, της αποσυμφορήσεως δηλαδή του Συμβουλίου της Επικρατείας από μεγάλο αριθμό αιτήσεων αναιρέσεως που δεν έχουν σημαντικό χρηματικό αντικείμενο και της επιταχύνσεως του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης (βλ. την συνοδεύουσα τον ν. 3772/2009 αιτιολογική έκθεση) – για να κριθεί αν παραδεκτώς ασκείται αίτηση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων πρέπει απαραιτήτως με το εισαγωγικό δικόγραφο είτε α) να εκθέσει με αυτοτελείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς ποιο είναι το τιθέμενο σπουδαίο νομικό ζήτημα, να εξηγεί δε με σαφήνεια και να τεκμηριώνει την άποψή του αυτή, χωρίς να αρκούν προς τούτο μόνη η αναφορά των κρίσιμων διατάξεων και ο ισχυρισμός αορίστως ότι τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα, είτε β) να επικαλείται συγκεκριμένα την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου ή τις τελεσίδικες ή ανέκκλητες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων προς τις οποίες υπάρχει, κατά την άποψή του, αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το ίδιο νομικό ζήτημα, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για την διάγνωση των σχετικών υποθέσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάρχει αντίθεση όταν αυτή προκύπτει από τις αναγκαίες για την θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους. Εξάλλου, ο αναιρεσείων πρέπει κατά την κατάθεση της αιτήσεως να προσκομίζει αντίγραφα των δικαστικών αποφάσεων, τις οποίες επικαλείται, εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου, οπότε, κατ’ εξαίρεση, αρκεί να προσδιορίζονται ειδικώς στο εισαγωγικό δικόγραφο κατά τρόπο που επιτρέπει την εξατομίκευσή τους. Περαιτέρω, αν τεκμηριωθεί η σπουδαιότητα του τιθεμένου νομικού ζητήματος ή η αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων για το ίδιο νομικό ζήτημα, η αίτηση είναι παραδεκτή και εξετάζεται μόνο κατά το μέρος της και ως προς τους λόγους που αφορούν το συγκεκριμένο σπουδαίο νομικό ζήτημα που ανακύπτει στην ένδικη υπόθεση ή το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα για το οποίο υπάρχει αντίθεση των σχετικών δικαστικών αποφάσεων, εφόσον βέβαια αυτό κρίνεται αναγκαίο για την επίλυση της όλης υποθέσεως. Αντιθέτως, από το περιεχόμενο του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης και μόνο δεν μπορεί να συναχθεί ότι με την αίτηση τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα και το Συμβούλιο της Επικρατείας την απορρίπτει ως απαράδεκτη (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 3323-4, 3475-6/2011). Εξάλλου, όταν με την αίτηση αναιρέσεως αμφισβητείται η νομιμότητα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τόσο ως προς την κύρια απαίτηση όσο και ως προς τους τόκους, το παραδεκτό ή μη της αιτήσεως εξαρτάται από το ύψος της κυρίας απαιτήσεως και μόνον, εφόσον δε το ποσό αυτό είναι κατώτερο του οριζομένου στις παραπάνω διατάξεις, από τη συνδρομή ως προς την κρίση που αφορά την απαίτηση αυτή των προϋποθέσεων υπαγωγής στις εξαιρέσεις που προβλέπονται με τις διατάξεις αυτές, αδιαφόρως αν προβάλλονται και αυτοτελείς ισχυρισμοί κατά του κεφαλαίου της αποφάσεως που αναφέρεται στους τόκους, οι οποίοι αποτελούν παρεπόμενη απλώς αξίωση. Οι Σύμβουλοι, όμως, Ν. Ρόζος, Αικ. Σακελλαροπούλου, Ι. Γράβαρης, Σπ. Μαρκάτης, Α. Ντέμσιας, Ο. Ζύγουρα και Θ. Αραβάνης διετύπωσαν την εξής γνώμη : Η συνδρομή των προϋποθέσεων ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως ως προς το κεφάλαιο αποφάσεως, το οποίο αφορά την παρεπόμενη αξίωση τόκων, κρίνεται αυτοτελώς. Δεδομένου δε ότι δεν είναι δυνατός ο εκ των προτέρων προσδιορισμός του ύψους των οφειλομένων τόκων, αφού το ύψος τους εξαρτάται από τον χρόνο εξοφλήσεως της κύριας απαιτήσεως, εφαρμοστέα ως προς το κεφάλαιο αυτό είναι η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 53 του π. δ/τος 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 35 του ν. 3772/2009, περί των διαφορών που δεν έχουν χρηματικό αντικείμενο. Συνεπώς, παραδεκτώς ασκείται αίτηση αναιρέσεως κατά του κεφαλαίου αποφάσεως, το οποίο αφορά την επιδίκαση τόκων, ανεξαρτήτως αν η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή κατά το μέρος που αφορά την κύρια απαίτηση, εφόσον ανακύπτει ειδικώς ως προς το εν λόγω κεφάλαιο σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της κρίσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αφορά το κεφάλαιο αυτό, προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων, προβάλλεται δε με τρόπο συγκεκριμένο, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, σχετικός ισχυρισμός με το εισαγωγικό της αναιρέσεως δικόγραφο.
6. Επειδή, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Ο αναιρεσίβλητος, δικαστικός υπάλληλος της γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας με βαθμό Α΄ της κατηγορίας ΠΕ, ορίστηκε, με την υπ’ αριθ. 130738/23.11.2006 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, τοποθετούμενος στη θέση αυτή για τρία χρόνια, και ανέλαβε από 27.11.2006 τα καθήκοντα της ως άνω θέσεως. Λόγω της ιδιότητάς του αυτής άσκησε καθήκοντα γραμματέα του Ειδικού Δικαστηρίου των άρθρων 99 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος. Με την από 16.10.2008 αγωγή του, το αίτημα της οποίας μετετράπη μεταγενεστέρως από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ο αναιρεσίβλητος ζήτησε να αναγνωριστεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να του καταβάλει αποζημίωση ποσού 4.750 ευρώ, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, καθώς και χρηματική ικανοποίηση ποσού 25.000 ευρώ, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε σε βάρος του εξαιτίας της παράνομης, κατ’ αυτόν, παραλείψεως των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου να εκδώσουν εγκαίρως την υπουργική απόφαση που προβλέπεται από το άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 3038/2002, με συνέπεια αυτός να στερηθεί την αμοιβή που θα ελάμβανε ως γραμματέας του Ειδικού Δικαστηρίου των άρθρων 99 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος. Με την υπ’ αριθ. 11603/2009 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και αναγνωρίσθηκε ότι το αναιρεσείον Δημόσιο οφείλει να καταβάλει νομιμοτόκως στον αναιρεσίβλητο, αφενός, ως αποζημίωση για την παράνομη παράλειψη του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει αμοιβή για τη συμμετοχή του ως γραμματέα σε 12 συνεδριάσεις του εν λόγω Ειδικού Δικαστηρίου, το ποσό των 1.500 ευρώ, δηλαδή 125 ευρώ για κάθε συνεδρίαση, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 2/16924/0022/22.4.2008 κοινή υπουργική απόφαση, αφετέρου δε, ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό των 2.500 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησαν αντίθετες εφέσεις το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο και ο αναιρεσίβλητος, με τις οποίες ζήτησαν το μεν πρώτο την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ως εσφαλμένης, κατά το μέρος που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, ο δε δεύτερος τη μεταρρύθμιση της αποφάσεως αυτής και την αποδοχή της αγωγής στο σύνολό της. Οι ως άνω εφέσεις συνεκδικάσθηκαν ως συναφείς και, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η μεν έφεση του αναιρεσείοντος Δημοσίου απορρίφθηκε, η δε έφεση του αναιρεσιβλήτου έγινε εν μέρει δεκτή και, κατά μεταρρύθμιση της πρωτόδικης αποφάσεως, αναγνωρίσθηκε ότι το αναιρεσείον Δημόσιο οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 4.750 ευρώ ως αποζημίωση και το ποσό των 2.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Ειδικότερα, με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος, για τη συμμετοχή του στις συνεδριάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου των άρθρων 99 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά το χρονικό διάστημα από 7.11.2006 έως 7.5.2008, εδικαιούτο να λάβει ως αποζημίωση ποσό ίσο με την προβλεπόμενη από την υπ’ αριθ. 2/71904/0022/5.3.2003 κοινή υπουργική απόφαση αποζημίωση του γραμματέα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ανερχόμενη σε 250 ευρώ μηνιαίως.
7. Επειδή, από τα ανωτέρω εκτιθέμενα προκύπτει ότι το ποσό της διαφοράς, το οποίο άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι κατώτερο των 40.000 ευρώ. Το αναιρεσείον Δημόσιο προβάλλει με το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως ότι, αν και το ποσό της επίδικης διαφοράς είναι κατώτερο των 40.000 ευρώ, εν τούτοις η αίτηση αυτή ασκείται παραδεκτώς, κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 35 παρ. 1 του ν. 3772/2009, η οποία διέπει την εν λόγω αίτηση ως εκ του χρόνου καταθέσεώς της (24.12.2010). Ειδικότερα, με την κρινόμενη αίτηση το Δημόσιο προβάλλει κατ’ αρχάς ότι το τιθέμενο στην προκειμένη υπόθεση ζήτημα του ύψους της αποζημιώσεως του γραμματέα του Ειδικού Δικαστηρίου των άρθρων 88 παρ. 2 και 99 του Συντάγματος συνιστά «σπουδαίο νομικό ζήτημα». Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν προβάλλεται παραδεκτώς, διότι δεν είναι συγκεκριμένος, κατά την έννοια του ν. 3772/2009, εφόσον το αναιρεσείον Δημόσιο αρκείται στην απλή αναφορά ότι το ανωτέρω ζήτημα συνιστά «σπουδαίο νομικό ζήτημα», χωρίς να παραθέτει, συγχρόνως, όπως θα έπρεπε, τους λόγους και τα στοιχεία που στηρίζουν την άποψή του αυτή. Η έλλειψη δε αυτή του εισαγωγικού δικογράφου δεν μπορεί να αναπληρωθεί με αυτεπάγγελτη εξέταση από το Δικαστήριο της σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος ούτε να καλυφθεί εκ των υστέρων με άλλο δικόγραφο του αναιρεσείοντος (βλ. σκέψη 4 της Σ.τ.Ε. Ολομ. 3323/2011). Συνεπώς, ο ισχυρισμός του Δημοσίου, που προβάλλεται με το υποβληθέν στις 27.3.2013, δηλαδή μετά την συζήτηση της υποθέσεως και εντός της ταχθείσης σχετικώς προθεσμίας, υπόμνημα, ότι ο τρόπος προσδιορισμού και το ύψος της αμοιβής των μελών του ανωτέρω Ειδικού Δικαστηρίου απασχόλησε και την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, που εξέδωσε μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως την υπ’ αριθ. 1849/2009 απόφαση, δημοσιευθείσα, πάντως, πριν από την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως – και αν θεωρηθεί ότι έχει την έννοια ότι, ενόψει τούτου, το τιθέμενο στην προκειμένη υπόθεση νομικό ζήτημα, που αφορά την αμοιβή του γραμματέα του προαναφερθέντος Ειδικού Δικαστηρίου, είναι σπουδαίο – είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι προβάλλεται το πρώτον με το εν λόγω υπόμνημα και δεν περιέχεται στο εισαγωγικό δικόγραφο. Περαιτέρω, το Δημόσιο προβάλλει ότι η κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, που συνυπολόγισε για το εκκλητό της πρωτόδικης αποφάσεως το ποσό της αποζημιώσεως και το ποσό της χρηματικής ικανοποιήσεως, τα οποία είχαν επιδικασθεί με την εν λόγω απόφαση (1.500 ευρώ ως αποζημίωση και 2.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση) και τα οποία ήταν, αντιστοίχως, αυτοτελώς λαμβανόμενα υπόψη, κατώτερα των ποσών των 3.000 ευρώ και 5.000 ευρώ, που αποτελούν, κατά το άρθρο 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το όριο του εκκλητού, είναι αντίθετη προς την απόφαση 1147/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και τις αποφάσεις 716/2009 και 1898/2010 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με τις οποίες, κατά το Δημόσιο, τα δύο αυτά κονδύλια λαμβάνονται υπόψη χωριστά για το εκκλητό. Ο ανωτέρω ισχυρισμός του Δημοσίου ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως στηρίζεται στην εκδοχή ότι με τις μνημονευόμενες αποφάσεις έγινε δεκτό ότι σε περίπτωση μερικής ικανοποιήσεως του ενάγοντος και επιδικάσεως σε αυτόν μέρους του αιτηθέντος με την αγωγή ποσού, για το εκκλητό της πρωτόδικης αποφάσεως, όσον αφορά τον εν λόγω εν μέρει νικήσαντα ενάγοντα, λαμβάνεται υπόψη το ποσό που επεδίκασε σε αυτόν η πρωτόδικη απόφαση και όχι η διαφορά μεταξύ του ποσού, το οποίο ζητούσε αυτός με την αγωγή του, και εκείνου, που επιδικάσθηκε, και για την οποία και μόνον προφανώς νομιμοποιείται να ασκήσει έφεση. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, κατά το μέρος που στηρίζεται σε επίκληση της προαναφερόμενης αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας στηρίζεται σε εσφαλμένη εκδοχή και είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέος, διότι από την απόφαση αυτή δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε την άποψη, σύμφωνα με την οποία στις ανωτέρω περιπτώσεις, κατά την έννοια του άρθρου 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97, όπως το άρθρο τούτο διαμορφώθηκε μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν σε αυτό με το άρθρο 10 του ν. 3659/2008, Α΄ 77), το εκκλητό κρίνεται με βάση μόνο το ποσό το οποίο επεδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στον ενάγοντα. Εξάλλου, ο ανωτέρω ισχυρισμός, κατά το μέρος που στηρίζεται σε επίκληση των προαναφερόμενων αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη σκέψη 5, διότι δεν προσκομίζονται αντίγραφα των αποφάσεων αυτών.
8. Επειδή, τέλος, το Δημόσιο προβάλλει ότι η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς ως προς το κεφάλαιο που αφορά την καταβολή τόκων επί της επιδικασθείσης κυρίας απαιτήσεως, διότι α) αφενός δεν είναι εφαρμοστέο ως προς τους τόκους το όριο των 40.000 ευρώ, εφόσον δεν μπορούν να προσδιορισθούν κατά ποσό οι οφειλόμενοι τόκοι, ενόψει του ότι δεν είναι εκ των προτέρων γνωστός ο χρόνος εξοφλήσεως της κυρίας απαιτήσεως και, επομένως, δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί και η χρονική περίοδος για την οποία θα οφείλονται τόκοι, και β) αφετέρου η κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου ότι το Δημόσιο οφείλει να καταβάλει τόκους υπερημερίας και επί αναγνωριστικής αγωγής με επιτόκιο το εκάστοτε ισχύον για τις οφειλές των ιδιωτών, και όχι με το οριζόμενο από το άρθρο 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου επιτόκιο 6%, αντιβαίνει στις αποφάσεις, αντιστοίχως, 10/2008 και 3/2006 της Ολομελείας του Αρείου Πάγου. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη σκέψη 5, εφόσον το κύριο αντικείμενο της διαφοράς, που αφορά την κύρια απαίτηση, είναι κατώτερο του ορίου των 40.000 ευρώ και ως προς την κύρια απαίτηση το Δημόσιο δεν προέβαλε, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, παραδεκτώς ισχυρισμούς ότι τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων, είναι νομικώς αδιάφορο για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως το ζήτημα αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές ως προς το κεφάλαιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που αφορά τους τόκους. Αν και κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, προκειμένου να κριθεί το παραδεκτό της προσβολής με την κρινόμενη αίτηση του κεφαλαίου της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την επιδίκαση τόκων, πρέπει να εξετασθεί ο προβαλλόμενος με το εισαγωγικό δικόγραφο ισχυρισμός του Δημοσίου ότι η σχετική κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου είναι αντίθετη προς τις μνημονευόμενες στο δικόγραφο αποφάσεις του Αρείου Πάγου.
9. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2013
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Κ. Μενουδάκος Μ. Παπασαράντη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 1ης Νοεμβρίου 2013.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Σωτ. Αλ. Ρίζος Μ. Παπασαράντη