ΕΣ Ολομ. 403/2010, ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΣ, ΕΦΕΣΗ , ΔΙΚΟΓΡΑΦΟ, ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 20 §1 Σ ΚΑΙ 6 ΕΣΔΑ, ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΟΥΣΙΩΔΟΥΣ ΤΥΠΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ, Στοιχεία του δικογράφου, η προσήλωση σε τυπικότητες έρχεται σε σύγκρουση με την ΕΣΔΑ

ΕΣ Ολομ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ 403/2010

Η απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης, λόγω ακυρότητας του δικογράφου, στο οποίο αναφέρονται μεν ο αριθμός και η χρονολογία της προσβαλλόμενης πράξης, πλην όμως δεν προσαρτάται αντίγραφο αυτής, χωρίς προηγουμένως να διαταχθεί (με παρεμπίπτουσα απόφαση) η συμπλήρωση του φακέλου με την προσκομιδή του ελλείποντος στοιχείου, συνεπάγεται την στέρηση από το διάδικο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο και παροχής έννομης προστασίας με την κατ’ ουσίαν εξέταση της υπόθεσής του. Δεκτή η αίτηση αναίρεσης καθόσον είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος αναίρεσης για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, με την ειδικότερη αιτίαση της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου
ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ 403/2010

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2009, με την ακόλουθη σύνθεση: Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Ευστάθιος Ροντογιάννης, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κανδρής, Φλωρεντία Καλδή και Γεώργιος Κωνσταντάς, Αντιπρόεδροι, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Διονύσιος Λασκαράτος, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου (εισηγήτρια), Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα και Αγγελική Μυλωνά, Σύμβουλοι (ο Αντιπρόεδρος Ιωάννης Καραβοκύρης και οι Σύμβουλοι Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Μιχαήλ Ζυμής, Νικόλαος Μηλιώνης και Κωνσταντίνος Κωστόπουλος απουσίασαν δικαιολογημένα).

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ: Γεώργιος Σχοινιωτάκης.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για να δικάσει την από 8 Νοεμβρίου 2006 (αριθμ. κατ. 652/16.11.2006) αίτηση, για αναίρεση της 1905/2006 οριστικής απόφασης του III Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του ……………….., κατοίκου …………., ο οποίος δεν παραστάθηκε,

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου.

Με την 27693/01/20.4.2001 πράξη του Διευθυντή της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) απορρίφθηκε αίτημα του ήδη αναιρεσείοντος, στρατιωτικού συνταξιούχου, για αναπροσαρμογή της σύνταξής του κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2838/2000.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη 1905/2006 απόφαση του III Τμήματος απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η από 15.4.2002 έφεση που άσκησε ο αναιρεσείων κατά της ανωτέρω απορριπτικής πράξης, για το λόγο ότι δεν προσκόμισε αντίγραφο της προσβληθείσας πράξης.

Με την κρινόμενη αίτηση και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :

Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση. Και

Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, που πρότεινε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τους Αντιπροέδρους Νικόλαο Αγγελάρα και Ελένη Φώτη και τη Σύμβουλο Βασιλική Ανδρεοπούλου που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και τη Σύμβουλο Αγγελική Μυλωνά που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

Αποφάσισε τα ακόλουθα:

Ι. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 1905/2006 οριστικής απόφασης του III Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 2516233 και 3555848 ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου, Σειράς Α΄), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το βάσιμο του λόγου της, χωρίς να επηρεάζεται η πρόοδος της δίκης από την απουσία του αναιρεσείοντος, αφού, όπως προκύπτει από την από 5.1.2009 έκθεση επίδοσης της υπαλλήλου του Δήμου Κω …………………., αυτός κλητεύτηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παρασταθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, απέστειλε δε με τηλεομοιοτυπία (fax) στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την από 16.1.2009 δήλωσή του, με την οποία ζήτησε να εκδικαστεί η υπόθεσή του χωρίς την παρουσία του (άρθρα 16,27,65 και 117 του π.δ.1225/1981).

ΙΙ. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η από 15.4.2002 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 27693/01/20.4.2001 πράξης του Διευθυντή της 44ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., με την οποία είχε απορριφθεί αίτημά του για αναπροσαρμογή της σύνταξής του σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2838/2000. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλομένη κρίθηκε ότι η μη προσάρτηση στο δικόγραφο της έφεσης αντιγράφου της προσβληθείσας πράξης, κατέστησε αυτό, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 53 παρ. 1 και 2 του π.δ. 1225/1981, ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης και ως εκ τούτου άκυρο και απορριπτέο ως απαράδεκτο. Ήδη, με την ένδικη αίτηση, όπως το δικόγραφο αυτής εκτιμάται από το Δικαστήριο, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η έφεσή του κατά της προεκτεθείσας απορριπτικής συνταξιοδοτικής πράξης.

ΙΙΙ. Στο άρθρο 53 παρ. 1 και 2 του π.δ.1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 304) ορίζεται ότι: 1. Το δικόγραφον της εφέσεως δέον να περιέχη…α) τον αριθμό και χρονολογίαν της εκκαλουμένης πράξεως ή αποφάσεως…….Εις το δικόγραφον της εφέσεως δέον να προσαρτάται και το αντίγραφον της προσβαλλομένης πράξεως ή αποφάσεως. 2. Το δικόγραφον το μη πληρούν απάσας τας απαιτήσεις της προηγουμένης παραγράφου τότε μόνον είναι άκυρον, όταν, κατά την κρίσιν του δικαστηρίου, οι ελλείψεις καθιστούν τούτο εντελώς αόριστον και ανεπίδεκτον δικαστικής εκτιμήσεως. Οι διατάξεις αυτές, με τις οποίες ορίζονται τα απαραίτητα για το κύρος του δικογράφου της έφεσης στοιχεία, έχουν σκοπό να παράσχουν τη δυνατότητα στο μεν δικαστήριο να μορφώσει γνώμη για το είδος της ζητούμενης έννομης προστασίας στο δε διάδικο να ετοιμάσει την υπεράσπισή το. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει», ενώ, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το ν.δ/γμα 53/1974 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 256) και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος), «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως…». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ο νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις (δικονομικούς κανόνες και διατυπώσεις) για την έγκυρη προσφυγή (πρόσβαση) στα δικαστήρια και την παροχή έννομης προστασίας, που αποβλέπουν στη διασφάλιση της καλής απονομής της δικαιοσύνης και εξυπηρετούν τη νομική ασφάλεια. Οι προϋποθέσεις, όμως, αυτές, αφενός πρέπει να συνάπτονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και αφετέρου πρέπει να τελούν σε εύλογη σχέση (αναλογία) με τους επιδιωκόμενους σκοπούς και να είναι τέτοιου βαθμού ώστε να μην πλήττεται στον πυρήνα του το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο και παροχής έννομης προστασίας. Γι’ αυτό, σε κάθε περίπτωση, αποβαίνει ερευνητέο από τα δικαστήρια που ερμηνεύουν και εφαρμόζουν το νόμο, αν το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο, ενόψει και των πραγματικών δεδομένων της συγκεκριμένης κάθε φορά υπόθεσης, είναι συμβατό προς τις ως άνω διατάξεις, με γνώμονα την αποφυγή εξαιρετικά τυπικών προσεγγίσεων στην ερμηνεία διατάξεων που θεσπίζουν αυστηρούς διαδικαστικούς κανόνες και προβλέπουν δυσανάλογες συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης αυτών, παρεμποδίζοντας έτσι την πρόσβαση σε δικαστήριο και την παροχή έννομης προστασίας. Τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση, που δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., γίνεται όταν το δικαστήριο, αφού διαπιστώσει τη μη προσάρτηση στο δικόγραφο της έφεσης αντιγράφου της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης, κρίνει ότι η έλλειψη αυτή καθιστά το ασκηθέν ένδικο μέσο ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης και ως εκ τούτου άκυρο και απορριπτέο ως απαράδεκτο. Τούτο μάλιστα παρά το γεγονός ότι το δικαστήριο έχει σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα να αναβάλει την έκδοση της οριστικής του απόφασης και να διατάξει τη συμπλήρωση των στοιχείων του φακέλου (άρθρο 70 παρ. 2 π.δ.1225/1981). Η απόρριψη, συνεπώς, της έφεσης ως απαράδεκτης, λόγω ακυρότητας του δικογράφου, στο οποίο αναφέρονται μεν ο αριθμός και η χρονολογία της προσβαλλόμενης πράξης, πλην όμως δεν προσαρτάται αντίγραφο αυτής, χωρίς προηγουμένως να διαταχθεί (με παρεμπίπτουσα απόφαση) η συμπλήρωση του φακέλου με την προσκομιδή του ελλείποντος στοιχείου, συνεπάγεται την, κατά τρόπο αντίθετο προς τις ως άνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, στέρηση από το διάδικο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο και παροχής έννομης προστασίας με την κατ’ ουσίαν εξέταση της υπόθεσής του (βλ. σχετ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. της 16ης Νοεμβρίου 2000 υπόθεση Κούτρα κατά Ελλάδας, της 11ης Ιανουαρίου 2001 υπόθεση Πλατάκου κατά Ελλάδας, της 27ης Μαΐου 2004 υπόθεση Μπουλουγούρα κατά Ελλάδας, της 24ης Μαΐου 2006 υπόθεση Λιακοπούλου κατά Ελλάδας, της 14ης Δεκεμβρίου 2006 υπόθεση Ζουμπουλίδη κατά Ελλάδας κ.ά., Ολ. Ελ. Συν. 2006/2008,513,305,1689/2009).

IV. Στην υπό κρίση υπόθεση, ο ήδη αναιρεσείων, στρατιωτικός συνταξιούχος, με την από 15.4.2002 έφεσή του, ζήτησε την ακύρωση της 27693/01/20.4.2001 πράξης του Διευθυντή της 44ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., με την οποία απορρίφθηκε αίτημά του για αναπροσαρμογή της σύνταξής του κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2838/2000, χωρίς να προσαρτήσει στο οικείο δικόγραφο αντίγραφο της πράξης αυτής. Το III Τμήμα που δίκασε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι η μη προσάρτηση του αντιγράφου της εκκληθείσας πράξης καθιστούσε το δικόγραφο άκυρο ως ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης και ακολούθως απέρριψε, για το λόγο αυτό, την έφεση ως απαράδεκτη. Ενόψει αυτών, με την ως άνω εκφερθείσα κρίση του το δικάσαν Τμήμα παραβίασε ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, διότι, υιοθετώντας, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 53 παρ. 1 και 2 του π.δ. 1225/1981, μια εξαιρετικά τυπική προσέγγιση των προϋποθέσεων που οδηγούν στην ακυρότητα του δικογράφου της έφεσης και αποδεχόμενο την εν λόγω δυσανάλογη προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς συνέπεια της μη προσάρτησης αντιγράφου της εκκληθείσας πράξης, στέρησε, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, από τον ήδη αναιρεσείοντα το δικαίωμά του για πρόσβαση σε δικαστήριο και παροχή έννομης προστασίας, παραβιάζοντας έτσι τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.. Ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος αναίρεσης για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, με την ειδικότερη αιτίαση της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου, είναι βάσιμος και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και ν’ αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου που κατατέθηκε για την αναίρεση στον αναιρεσείοντα (άρθρα 61 παρ. 3 και 117 του π.δ.1225/1981).

V. Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, η Ολομέλεια κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει ν’ αναπεμφθεί για νέα κρίση στο αρμόδιο ΙII Τμήμα, με διαφορετική σύνθεση, καθόσον αυτή χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό της μέρος ( άρθρα 58 παρ. 4 του π.δ. 774/1980 και 116 του π.δ. 1225/1981), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

Για τους λόγους αυτούς

Δικάζει ερήμην του αναιρεσείοντος.

Δέχεται την από 8.11.2006 αίτηση για αναίρεση της 1905/2006 οριστικής απόφασης του ΙII Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.