ΕΣ Ολομ. 447/2007, ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΣ, ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ, ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ,ΔΙΑΚΟΠΕΣ, αναστολη των προθεσμιών των ενδίκων βοηθημάτων στο ΕΣ απο 1/7/ εώς 15/9. Αναστολή της τότε ισχυούσης 6μηνης προθεσμίας της εφέσεως.

ΕΣ Ολομ

 447/2007 ΕΣ (ΟΛΟΜ)  
 (ΑΡΧΝ 2007/405) Ελεγκτικό συνέδριο. Παραπομπή στην ολομέλεια ζητήματος που αφορά στην αντισυνταγματικότητα ή μη διάταξης τυπικού νόμου, εφόσον δεν υπάρχει σχετική κρίση του ΑΕΔ ή της ολομέλειας. Δικονομικές διατάξεις με τις οποίες αναγνωρίζεται ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ ενός διαδίκου είναι ανίσχυρες και επεκτείνεται η εφαρμογή της ευνοϊκής ρύθμισης σε όλους τους διαδίκους. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989, που ορίζει ότι η προθεσμία άσκησης έφεσης ενώπιον του ελεγκτικού συνεδρίου αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, όταν αυτή ασκείται από το δημόσιο, είναι αντισυνταγματική και εισάγει διάκριση εις βάρος του ιδιώτη διαδίκου, ως προς τον οποίο επεκτείνεται η αναστολή αυτή.

  Ε.Σ. 447/2007 (Ολ.)

Προεδρεύων: Ιωάννης Καραβοκύρης, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Γεωργία Μαραγκού, Σύμβουλος Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Άννα Λιγωμένου, Σύμβουλος

Ι. Με την 228/0051/20.3.2003 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καταλογίστηκε σε βάρος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ το ποσό των 12.031.976,82 ευρώ (ή 4.099.896.100 δραχμών), το οποίο φέρεται ότι της καταβλήθηκε αχρεωστήτως και συγκεκριμένα από εθνικούς πόρους ποσό 3.007.994 ευρώ (ή 1.024.974,025 δραχμών) και πόρους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης ποσό 9.023.982 ευρώ (ή 3.074.922.075 δραχμών) στο πλαίσιο υλοποίησης του Επιχειρησιακού Προγράμματος “Αστική Ανάπτυξη”, και αφορά στη δαπάνη για την προμήθεια, προσκόμιση και θέση σε λειτουργία ειδικής κοπτικής κεφαλής για το μηχάνημα διάνοιξης σηράγγων (ΤΒΜ2/κεφαλής Ανοιχτής Ασπίδας, OFS) που χρησιμοποιήθηκε για τη διάνοιξη της σήραγγας στο τμήμα του έργου “Μετρό της Αθήνας” μεταξύ των σταθμών Ν. Κόσμος-Δάφνη της Γραμμής 2. Κατά της ως άνω αποφάσεως η εταιρεία με την επωνυμία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ άσκησε ενώπιον του Ι Τμήματος έφεση, με την οποία ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξης. Επί της ως άνω εφέσεως εκδόθηκε η 2103/2005 απόφαση του Ι Τμήματος, με την οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη της διάταξης του άρθρου 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989 σε σχέση με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία προβλέπεται ότι όταν η έφεση ασκείται από το Δημόσιο η προβλεπόμενη για την άσκηση προθεσμία αναστέλλεται καθ` όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, κατ` εξαίρεση της γενικής ρύθμισης των άρθρων 31 του Π.Δ/τος 774/1980 και 45 παρ. 4 του Π.Δ/τος 1225/1981, σύμφωνα με την οποία οι προβλεπόμενες για την άσκηση της έφεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου προθεσμίες δεν αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, δηλ. από 1 Ιουλίου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου.

II. Στη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 5 του Αναθεωρημένου Συντάγματος ορίζεται ότι: “Όταν τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην οικεία ολομέλεια, εκτός αν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου αυτού. Η ολομέλεια συγκροτείται σε δικαστικό σχηματισμό και αποφαίνεται οριστικά, όπως νόμος ορίζει. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και κατά την επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας”. Με την παρατεθείσα ως άνω νέα συνταγματική διάταξη ανατίθεται στην Ολομέλεια του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου η αρμοδιότητα να αποφαίνεται οριστικά επί της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας ή μη διατάξεως τυπικού νόμου, όταν Τμήμα του Δικαστηρίου άγεται σε κρίση αντισυνταγματικότητας, υποχρεούται αυτό να παραπέμψει το ζήτημα στην οικεία Ολομέλεια, εφόσον αυτό δεν έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή της Ολομελείας. Στις ρυθμίσεις της συνταγματικής αυτής διατάξεως εμπίπτει και ο δικαστικός σχηματισμός Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ` ειδική συνταγματική επιταγή, λόγω της ιδιαιτερότητας της δικονομικής φύσεως αυτού, αλλά και της φύσεως των υποθέσεων που εκδικάζονται από αυτό, ο οποίος (σχηματισμός) συγκροτείται από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς με αποφασιστική ψήφο και προεδρεύεται από Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον κρίνει αντισυνταγματική διάταξη τυπικού νόμου σε υπόθεση της αρμοδιότητας του. Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της άνω συνταγματικής διατάξεως συνάγεται η άμεση εφαρμογή αυτής από της ισχύος της τελευταίας αναθεωρήσεως του Συντάγματος (17.4.2001). Και ναι μεν προβλέπεται η έκδοση εκτελεστικού νόμου που προφανώς θα ορίζει την οργάνωση της σχετικής δίκης, κατά την οποία η Ολομέλεια του Δικαστηρίου θα αποφασίζει οριστικά επί του προκύπτοντος ζητήματος (βλ. σχετική πρόταση επιτροπής αναθεωρήσεως του Συντάγματος στα πρακτικά της Βουλής της ΠΛΓ΄ συνεδριάσεως της 7.3.2001, σελ. 5728), δεδομένου όμως ότι δεν δύναται να διαταραχθεί η απρόσκοπτη λειτουργία της Δικαιοσύνης μέχρι την έκδοση και εφαρμογή του εκτελεστικού νόμου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης ανέχεται τη λήψη της σχετικής αποφάσεως από την Ολομέλεια και πριν από την έκδοση του εκτελεστικού νόμου, εφόσον μπορούν να εφαρμοστούν άλλες διατάξεις (προκειμένου περί του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τα άρθρα 56 έως 60 και 117 του π.δ. 1225/1981), που ορίζουν την τηρητέα διαδικασία (προπαρασκευή της συζητήσεως), προκειμένου η Ολομέλεια να αποφανθεί σε δικαστικό σχηματισμό. Ενόψει των νέων αυτών συνταγματικών διατάξεων και της 2103/ 2005 αποφάσεως του Ι Τμήματος, με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989 σε σχέση με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, πρέπει η Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, να αποφανθεί επί του παραπεμφθέντος σ` αυτήν ζητήματος της συνταγματικότητας ή μη των άνω διατάξεων (βλ. Απόφ. Ολομ. 1993/2005, όπου και μειοψηφία).

III. Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Αναθεωρημένου Συντάγματος η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείριση αυτών από τις δικονομικές διατάξεις, οι οποίες προσδιορίζουν τους όρους άσκησης του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας. Επομένως, δικονομικές διατάξεις με τις οποίες αναγνωρίζεται ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ ενός διαδίκου, όσον αφορά το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη εκείνης του άλλου διαδίκου, είναι ανίσχυρες διότι αποκλείουν από την εφαρμογή τους τον τελευταίο αυτόν διάδικο. Το Δικαστήριο οφείλει, προκειμένου να άρει τη διαπιστωθείσα αντισυνταγματικότητα να προβεί στην επέκταση της εφαρμογής της ειδικής και ευνοϊκής αυτής ρύθμισης σε όλους τους διαδίκους, χωρίς αυτό να αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση της δικαστικής λειτουργίας στο έργο της νομοθετικής (βλ Αποφ. Ολ. ΕλΣ 1993/2005, πρβλ. και 1392/1988).

IV. Στη διάταξη του άρθρου 11 του π.δ/τος της 26.6/10.7.1944 “Περί κωδικός των νόμων περί των δικών του Δημοσίου” (ΦΕΚ 139 Α΄), όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι:

“Εις πάσας τας δίκας του Δημοσίου ουδεμία απολύτως τρέχει κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών προθεσμία εις βάρος του Δημοσίου………………. πάσα δε τοιαύτη προθεσμία, αρξάμενη προ των διακοπών… αναστέλλεται κατά την διάρκεια των διακοπών…”. Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 31 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980) ορίζεται ότι: “Επί των κατά τας διατάξεις του παρόντος τασσομένων προθεσμιών, δεν εφαρμόζονται αι περί αναστολής των νομίμων προθεσμιών ισχύουσαι εκάστοτε διατάξεις”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ/τος 1225/1981 “Κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών αι προθεσμίαι δεν αναστέλλονται”. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989 “Τροποποίηση, αντικατάσταση και συμπλήρωση διατάξεων του ν. 1756/1988 “Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάσταση δικαστικών λειτουργών”, τροποποίηση διατάξεων του ν.δ. 3026/1954 “Περί Κωδικός Δικηγόρων” και άλλες διατάξεις” ορίζεται ότι: “Η διάταξη του άρθρου 11 του “Κωδικός των νόμων περί των δικών του Δημοσίου” (ΚΔ της 26.6/10.7.1944) εφαρμόζεται και στις υποθέσεις δικαιοδοσίας… του Ελεγκτικού Συνεδρίου… ως προς όλα τα ασκούμενα από το Δημόσιο ή τη διοικητική αρχή ενώπιόν τους ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα”.

Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 του “Κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών”, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α`), ορίζεται ότι: “Οι δικαστικές διακοπές αρχίζουν την 1 Ιουλίου και λήγουν στις 15 Σεπτεμβρίου”. Από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι σύμφωνα με τη γενική ρύθμιση των άρθρων 31 του Οργανισμού (π.δ. 774/1980) και 45 παρ. 4 του π.δ/τος 1225/1981, οι προβλεπόμενες για την άσκηση της έφεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου προθεσμίες δεν αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, δηλαδή από 1 Ιουλίου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου, ενώ, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989, η ίδια προθεσμία αναστέλλεται καθ` όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, όταν η έφεση ασκείται από το Δημόσιο. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις, κατά το μέρος που με αυτές διαφοροποιείται σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία ασκήσεως ενδίκου μέσου μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιωτών διαδίκων είναι, κατά τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, ανίσχυρες, καθόσον αντίκεινται στην αρχή της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από τις παρατεθείσες ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις. Η εν λόγω διάταξη είναι ανίσχυρη, κατά το μέρος που αποκλείει από την εφαρμογή της τους ιδιώτες διαδίκους, οι οποίοι επομένως, δικαιούνται για λόγους ίσης μεταχείρισης προς το Δημόσιο να τύχουν, όπως και αυτό, της ίδιας μεταχείρισης, δηλ. της αναστολής προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων μέσων, καθ` όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών δηλ. από 1 Ιουλίου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου (βλ. ΕΔΔΑ Υποθ. Πλατάκου κατά Ελλάδας, ΕΔΚΑ 2001, σελ. 179, Απόφ. Ολομ. ΑΠ 12/2002, Ολομ. ΣτΕ 2808/ 2002, 1476/2004). Ήδη δημοσιεύθηκε ο ν. 3514/ 2006 “Τροποποίηση του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών που κυρώθηκε με το ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α1) σχετικά με την αναδιοργάνωση της Επιθεώρησης Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ Α`, 266) με τη διάταξη του άρθρου 12 του οποίου (έναρξη ισχύος 20.12.2006 κατά το άρθρο 14 αυτού) αντικαθίσταται η διάταξη του προμνησθέντος άρθρου 11 του Κώδικα Δικών του Δημοσίου και ορίζεται πλεον, σύμφωνα με τις εκτεθείσες σκέψεις, ότι “Σε όλες τις δίκες του Δημοσίου, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ουδεμία απολύτως τρέχει προθεσμία είτε εις βάρος του Δημοσίου είτε εις βάρος των άλλων διαδίκων. Κάθε προθεσμία, η οποία έχει αρχίσει προ των διακοπών… αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των διακοπών”.

V. Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία στις 15.4.2003 και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 4.11.2003, δηλ. μετά τη λήξη της προβλεπόμενης από το άρθρο 30 παρ. 4 εδάφ. β` του Π.Δ/τος 774/1980 για την άσκησή της εξάμηνη προθεσμία. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, για την αποκατάσταση της ίσης μεταχείρισης της εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας προς το Δημόσιο, ισχύει και γι` αυτήν η αναστολή των προθεσμιών, καθ` όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, οπότε η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί εμπροθέσμως δηλ. τον 4ο μήνα από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης πράξης, αφού δεν συνυπολογίζεται στο ως άνω χρονικό διάστημα (από 15.4.2003 – 4.11.2003) η χρονική περίοδος των δικαστικών διακοπών.

VI. Μετά την επίλυση του ζητήματος, το οποίο παραπέμφθηκε, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Ι Τμήμα προς περαιτέρω εκδίκαση.