ΕΣ Ολομ.476/2010, ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ, ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ, ΑΠΟΔΕΙΞΗ, ΜΑΡΤΥΡΕΣ, Ν.1543/85, ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΣ, αποδεικτικά μέσα στο ΕΣ , αγωνιστές εθνικής Αντίστασης.

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

ΕΣ Ολομ. 476/2010
Περίληψη

Εθνική αντίσταση – Σύνταξη αγωνιστών εθνικής αντίστασης – Μάρτυρες -. Η απόδειξη των συνθηκών γενικώς του θανάτου του εθνικού αγωνιστή ή του εντεταγμένου στο «Δημοκρατικό Στρατό» και της σχέσης του με τα γεγονότα που θεμελιώνουν κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 1863/1989 δικαίωμα σύνταξης πρέπει να γίνεται αποκλειστικά με τη διαδικασία και τα αποδεικτικά μέσα που περιοριστικώς αναφέρονται στο άρθρο 8 του ν. 1543/1985, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες, Οι μάρτυρες πρέπει α) να είναι τουλάχιστον δύο, β) να έχουν υπηρετήσει μαζί με τον θανόντα στην οικεία ανταρτική ομάδα ή στο «Δημοκρατικό Στρατό» και γ) να έχουν άμεση αντίληψη των γεγονότων που αναφέρονται στις συνθήκες, στον τρόπο, στο χρόνο, στον τόπο του θανάτου του. Μαρτυρία που δόθηκε από μάρτυρα που δεν συγκεντρώνει όλες τις προαναφερόμενες ιδιότητες, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και χρησιμοποιηθεί ούτε για άμεση ούτε για έμμεση απόδειξη, ούτε δηλαδή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.

Κείμενο Απόφασης
 
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Δεκεμβρίου 2009, με την ακόλουθη σύνθεση : Ευστάθιος Ροντογιάννης, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς, Θεοχάρης Δημακόπουλος και Διονύσιος Λασκαράτος, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη (εισηγήτρια), Σωτηρία Ντούνη, ʼννα Λιγωμένου, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης και Αντώνιος Κατσαρόλης, Σύμβουλοι (ο Πρόεδρος Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, ο Αντιπρόεδρος Ιωάννης Καραβοκύρης και οι Σύμβουλοι Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Ελένη Λυκεσά, Σταμάτιος Πουλής, Δημήτριος Πέππας και Αγγελική Μυλωνά απουσίασαν δικαιολογημένα).

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Γεώργιος Σχοινιωτάκης. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για να δικάσει την από 15 Σεπτεμβρίου 2006 αίτηση της … χήρας …, κατοίκου Καρβελίου Μεσσηνίας, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Θεοδώρου Δρόση (ΑΜ/ΔΣΑ 3934), για αναίρεση της 1683/2005 οριστικής απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.

Με την 724/1994 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων απορρίφθηκε ένσταση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της 18327/1993 πράξης της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, απορριπτικής της από 4.2.1990 αίτησής της για κανονισμό σ’ αυτήν πολεμικής κατά μεταβίβασης σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1863/1989, με την αιτιολογία ότι από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου δεν αποδεικνύεται ότι ο θάνατος του συζύγου της προήλθε κατά τρόπο αναμφίβολο από τις εμφύλιες συγκρούσεις.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη 1683/2005 απόφαση του ΙΙΙ Τμήματος απορρίφθηκε ως αβάσιμη η έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της ανωτέρω απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων.

Με την κρινόμενη αίτηση και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.

Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Και

Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Διονύσιο Λασκαράτο και τη Σύμβουλο Ευφροσύνη Κραμποβίτη που απουσίασαν δικαιολογημένα.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

Αποφάσισε τα εξής :

Ι. Με την υπό κρίση αίτηση, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, εφόσον αφορά σε υπόθεση κανονισμού πολεμικής σύνταξης, ζητείται η αναίρεση της 1683/2005 οριστικής απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της 724/1994 απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, απορριπτικής ένστασής της κατά της 18327/1993 πράξης της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία είχε απορριφθεί η από 4.2.1990 αίτησή της για κανονισμό σ’ αυτήν πολεμικής κατά μεταβίβαση σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1863/1989. Η αίτηση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά το βάσιμο των προβαλλόμενων με αυτή λόγων.

ΙΙ. Με την 18327/1993 πράξη της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, απορρίφθηκε η από 4.2.1990 (αριθ. πρωτ. 2868/6.2.1990) αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας για κανονισμό σ’ αυτήν πολεμικής σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1863/1989, ως χήρας του …, που είχε ενταχθεί στο «Δημοκρατικό Στρατό» και εκτελέσθηκε, κατά τους ισχυρισμούς της, κατά τη διάρκεια των εμφυλίων συγκρούσεων από απόσπασμα της χωροφυλακής στη θέση «Δαφνόρεμα» της περιοχής Καρβελίου Μεσσηνίας στις 17.9.1949, με την αιτιολογία ότι «… από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου ο θάνατος του ανωτέρω δεν μπορεί να συσχετισθεί κατά τρόπο αναμφίβολο με τις εμφύλιες συγκρούσεις, αφού δεν προσκομίζονται επίσημα στοιχεία της εποχής εκείνης, από τα οποία να προκύπτει ο χρόνος, ο τόπος και οι συνθήκες θανάτου αυτού, ούτε οι εξετασθέντες μάρτυρες έχουν άμεση αντίληψη …». Ένσταση της ίδιας κατά της απορριπτικής αυτής πράξης απορρίφθηκε με την 724/1994 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων με την ίδια ως άνω αιτιολογία, ότι δηλαδή δεν αποδείχθηκε ότι ο θάνατος του συζύγου της οφείλεται στις εμφύλιες συγκρούσεις, εφόσον οι εξετασθέντες μάρτυρες δεν είχαν άμεση αντίληψη αυτού. Έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της απόφασης αυτής έγινε αρχικά δεκτή ως ουσία βάσιμη με την 1929/1998 απόφαση του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και κανονίσθηκε σ’ αυτή σύνταξη αναδρομικά από 1.10.1995. Πλην όμως, μετά από αίτηση αναίρεσης του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο αναιρέθηκε, με την 26/2001 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, η απόφαση αυτή για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη μορφή της παράθεσης ελλιπούς αιτιολογίας ως προς το κρίσιμο στην ένδικη υπόθεση ζήτημα της άμεσης αντίληψης των εξετασθέντων μαρτύρων, στις καταθέσεις των οποίων στηρίχθηκε η κρίση της, αναπέμφθηκε δε η υπόθεση στο δικάσαν Τμήμα για νέα κρίση. Η έφεση αυτή, επαναφερόμενη σε νέα συζήτηση στο ίδιο Τμήμα και αφού συμπληρώθηκαν τα στοιχεία του φακέλου σε εκτέλεση της 1162/2002 μη οριστικής απόφασής του, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της οριζόμενης στο άρθρο 8 του ν. 1543/1985 διαδικασίας, απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη (1683/2005) απόφασή του, με την αιτιολογία ότι «δεν αποδεικνύεται ότι ο σύζυγος της (τότε) εκκαλούσας (και ήδη αναιρεσείουσας) σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια των εμφυλίων συγκρούσεων και ειδικότερα ότι φονεύθηκε από απόσπασμα της χωροφυλακής στη θέση «Δαφνόρεμα» της περιοχής Καρβελίου Μεσσηνίας στις 17.9.1949», καθόσον οι μεν εξετασθέντες στα πλαίσια των Ε.Δ.Ε. μάρτυρες δεν είχαν άμεση αντίληψη των συνθηκών θανάτου του, αφού στις καταθέσεις τους αναφέρουν ότι πληροφορήθηκαν τα κρίσιμα γεγονότα από άλλα πρόσωπα, οι δε προσκομισθείσες ένορκες βεβαιώσεις δεν αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα, ώστε να ληφθούν υπόψη για την κρίση του επίδικου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αφού οι καταθέσεις των μαρτύρων αυτών ελήφθησαν εκτός της αποδεικτικής διαδικασίας που ορίζεται στο άρθρο 8 του ν. 1543/1985. Ήδη, με την ένδικη αίτηση, όπως αυτή αναπτύσσεται με το από 7.12.2009 παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημα, η αναιρεσείουσα, επιδιώκοντας τον κανονισμό σ’ αυτήν πολεμικής κατά μεταβίβαση σύνταξης, ζητεί την αναίρεση της απόφασης αυτής, αποδίδοντάς της, κατ’ ορθή εκτίμηση του οικείου δικογράφου, την αιτίαση της παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη μορφή της μη λήψης υπόψη κατά νόμο επιτρεπόμενων και προσαχθέντων αποδεικτικών μέσων. Ειδικότερα δε, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 5 του ν. 1863/1989 και 8 του ν. 1543/1985 έγινε δεκτό από το δικάσαν Τμήμα : (α) ότι οι μαρτυρικές καταθέσεις, που δόθηκαν, στα πλαίσια των Ε.Δ.Ε. που διενεργήθηκαν, από πρόσωπα που δεν είχαν άμεση αντίληψη του κρίσιμου στην ένδικη περίπτωση γεγονότος του θανάτου του συζύγου της τότε εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, στερούνται αποδεικτικής δύναμης και δεν λαμβάνονται υπόψη, ενώ αντίθετα έπρεπε, κατά τους ισχυρισμούς της, να ληφθούν υπόψη οι μαρτυρικές αυτές καταθέσεις, δοθέντος ότι η «άμεση αντίληψη» του κρίσιμου κατά περίπτωση συμβάντος από τους μάρτυρες δεν έχει την έννοια της παρουσίας τους κατά τον χρόνο και τον τόπο που έλαβε αυτό χώρα, αλλά την έννοια της άμεσης αντίληψής τους για την αντιστασιακή δράση του συγκεκριμένου κάθε φορά προσώπου και (β) ότι οι ένορκες βεβαιώσεις, που προσκομίσθηκαν προς απόδειξη των συνθηκών του θανάτου του συζύγου της και είχαν ληφθεί εκτός της οριζόμενης στις ως άνω διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 1543/1985 διαδικασίας, δεν αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται, ως εκ τούτου, υπόψη για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης ως προς το αποδεικτέο γεγονός, ενώ αντίθετα έπρεπε, κατά τους ισχυρισμούς της, να ληφθούν υπόψη, δοθέντος ότι κατά νόμο επιτρέπεται η προσκόμιση κάθε επισήμου ή μη στοιχείου, που μπορεί να επηρεάσει την κρίση του αρμόδιου συνταξιοδοτικού οργάνου.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 97 παρ. 1 του π.δ. 1225/1981 το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του, δικαιούται, προκειμένου να μορφώσει δικανική πεποίθηση, να κάνει χρήση, κατά την απόλυτη κρίση του, κάθε νόμιμου αποδεικτικού μέσου. Τούτο όμως, εφόσον από τις διέπουσες την συγκεκριμένη κάθε φορά υπόθεση ειδικές διατάξεις δεν καθορίζονται ορισμένα μόνο αποδεικτικά μέσα ή δεν περιορίζεται η χρήση αυτών. Όταν δηλαδή με ειδικές διατάξεις, που ρυθμίζουν τη συγκεκριμένη έννομη σχέση, καθορίζονται ορισμένα μόνο αποδεικτικά μέσα ή/και διαδικασία για την απόδειξη των πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ή περιορίζεται η χρήση ορισμένων αποδεικτικών μέσων με το να απαιτούνται περισσότερες προϋποθέσεις για την παραδοχή τους, το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης να κάνει χρήση αποκλειστικά και μόνο των καθοριζόμενων με τις ειδικές αυτές διατάξεις αποδεικτικών μέσων. Περαιτέρω, ο ν. 1863/1989 «ʼρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου 1944-1949» (ΦΕΚ Α΄ 204) ορίζει, στο άρθρο 1, ότι «1. Η περίοδος από την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής μέχρι 31.12.1949 αναγνωρίζεται ως περίοδος εμφυλίου πολέμου …», στο άρθρο 3 ότι «1. Δικαίωμα σύνταξης από το Δημόσιο Ταμείο κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 έως 14 του Ν. 1543/1985 (ΦΕΚ Α΄ 73) έχουν όσοι είχαν ενταχθεί σε ανταρτικές ομάδες ή οργανώσεις του άρθρου 9 του Ν. 1285/1982 ή στο «Δημοκρατικό Στρατό» και κατέστησαν διαρκώς ανίκανοι συνεπεία οποιουδήποτε παθήματος, τραύματος ή νόσου που οφείλεται αποκλειστικά στις εμφύλιες συγκρούσεις ή συμπλοκές ή σε βίαια περιστατικά ή σε αντίποινα ή σε κακουχίες κατά τη διάρκεια της φυλάκισης ή σε εκτόπιση ή σε εξορίες, για τη δράση τους ή τα κοινωνικά τους φρονήματα, εφ’ όσον αποδεδειγμένα το πάθημα έχει άμεση σχέση με τις συγκρούσεις αυτές και εφ’ όσον αυτό έλαβε χώρα καθόλο το χρονικό διάστημα από την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής μέχρι τη λήξη του εμφυλίου πολέμου ή και μετά τη λήξη του ή εφ’ όσον κατέστησαν ανίκανοι συνεπεία νόσου που οφείλεται σε κακουχίες ή σε εκτοπίσεις ή σε εξορίες. … 3. Η ένταξη στις ανταρτικές ομάδες ή οργανώσεις του άρθρου 9 του Ν. 1285/1982 αποδεικνύεται με πιστοποιητικό αγωνιστή της εθνικής αντίστασης του άρθρου 10 του Π.Δ. 379/1983 (ΦΕΚ Α΄ 136), η δε ένταξη στο «Δημοκρατικό Στρατό» με οποιοδήποτε επίσημο στοιχείο ή αν λείπουν στοιχεία, με ένορκη βεβαίωση δύο μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου», στο άρθρο 5, όπως η παρ. 2 αυτού αντικαταστάθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 4 του ν. 2320/1995, ότι «1. … 2. Δικαίωμα σύνταξης κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού έχουν και οι χήρες … όσων από τους αναφερομένους στα άρθρα 3 και 4 του νόμου αυτού σκοτώθηκαν ή εκτελέστηκαν ή πέθαναν ή εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια των κατά το άρθρο 3 εμφύλιων συγκρούσεων … εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων που ισχύουν για τις οικογένειες αναπήρων πολέμου οπλιτών…. 4. Ως προς την απόδειξη του τραυματισμού και του είδους του παθήματος, τη σχέση του με τα γεγονότα που κατά τα άρθρα 3 και 4 του νόμου αυτού παρέχουν δικαίωμα σύνταξης, το όργανο που προσδιορίζει το ποσοστό αναπηρίας, το συντάξιμο ποσοστό ανικανότητας, την απόδειξη του θανάτου, τη διαδικασία απονομής της σύνταξης και τα δικαιολογητικά έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 3, 5, 7, 8, 12, 13 και 14 του Ν. 1543/1985 …». Ο δε ν. 1543/1985 (ΦΕΚ Α΄ 73) ορίζει, στο άρθρο 8, ότι «1. Στην αίτηση για αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης πρέπει να αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια ο τόπος, ο τρόπος, ο χρόνος και οι συνθήκες γενικά του τραυματισμού ή της εκδήλωσης της νόσου. Η αίτηση υποβάλλεται στη νομαρχία της περιοχής που κατοικούσε ή έδρασε ο παθών κατά το χρόνο που συνέβησαν τα γεγονότα για τα οποία ζητά τη συνταξιοδότηση, μαζί με τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στο άρθρο 13 και με οποιοδήποτε άλλο στοιχείο επίσημο ή μη, που μπορεί να επηρεάσει την κρίση του αρμόδιου συνταξιοδοτικού οργάνου ή της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής. Ο νομάρχης αναθέτει σε δημόσιο υπάλληλο ή υπάλληλο Ν.Π.Δ.Δ. ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης για να εξακριβωθούν οι συνθήκες του τραυματισμού, ο χρόνος και ο τόπος της εκδήλωσης της νόσου και η σχέση του τραυματισμού ή της νόσου με τα γεγονότα που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης κατά το άρθρο 2. Ως μάρτυρες εξετάζονται δύο τουλάχιστον αναγνωρισμένοι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης που υπηρέτησαν μαζί με τον παθόντα στην Εθνική Αντίσταση και έχουν άμεση αντίληψη των γεγονότων. Για τους μεμονωμένους αγωνιστές εξετάζονται δύο τουλάχιστον πρόσωπα που γνωρίζουν τη δράση του αιτούντος. Ο υπάλληλος που ενεργεί τη διοικητική εξέταση συλλέγει επίσης πληροφορίες για την κοινή πεποίθηση που επικρατεί ως προς τα αίτια και τις συνθήκες του παθήματος μεταξύ των κατοίκων του τόπου όπου συνέβησαν τα γεγονότα ή όπου κατοικούσε τότε ο παθών και συντάσσει σχετικό πόρισμα λαμβάνοντας υπόψη και τη γνώμη του οικείου δημάρχου ή προέδρου κοινότητας….». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, όπως έχει γίνει παγίως δεκτό από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου (1852/1996, 787/1999, όπου και μειοψηφία, 860/1999, 595/2000, 599/2000, 25/2001, 610/2001 κ.ά.), η απόδειξη των συνθηκών γενικώς του θανάτου του εθνικού αγωνιστή ή του εντεταγμένου στο «Δημοκρατικό Στρατό» και της σχέσης του με τα γεγονότα που θεμελιώνουν κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 1863/1989 δικαίωμα σύνταξης πρέπει να γίνεται αποκλειστικά με τη διαδικασία και τα αποδεικτικά μέσα που περιοριστικώς αναφέρονται στο άρθρο 8 του ν. 1543/1985, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες. Περαιτέρω, από τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3 και 5 παρ. 4 του ν. 1863/1989 και 8 παρ. 1 του ν. 1543/1985 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 97 παρ. 1 του π.δ. 1225/1981 συνάγεται ότι οι μάρτυρες που εξετάζονται από τον υπάλληλο που ενεργεί την ένορκη διοικητική εξέταση πρέπει α) να είναι τουλάχιστον δύο, β) να έχουν υπηρετήσει μαζί με τον θανόντα στην οικεία ανταρτική ομάδα ή στο «Δημοκρατικό Στρατό» και γ) να έχουν άμεση αντίληψη των γεγονότων που αναφέρονται στις συνθήκες, στον τρόπο, στο χρόνο, στον τόπο του θανάτου του εθνικού ή εντεταγμένου στο «Δημοκρατικό Στρατό» αγωνιστή και στη σχέση του θανάτου του με τα γεγονότα που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης κατά τις διατάξεις του ν. 1863/1989. Μαρτυρία που δόθηκε από μάρτυρα που δεν συγκεντρώνει όλες τις προαναφερόμενες ιδιότητες, με τις οποίες ο νομοθέτης απέβλεψε στην εγγύτερη και ασφαλέστερη προσέγγιση της αληθείας και στην αποτροπή βλάβης του Δημοσίου από την τυχόν εξέταση ως μαρτύρων προσώπων που δεν έχουν άμεση σχέση με τα προς απόδειξη γεγονότα, στερείται της κατά νόμο αποδεικτικής δύναμης και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και χρησιμοποιηθεί ούτε για άμεση ούτε για έμμεση απόδειξη, ούτε δηλαδή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Ότι αυτή είναι η βούληση του νομοθέτη προκύπτει τόσο από τη γραμματική, όσο και από την τελολογική ερμηνεία της ως άνω διάταξης του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 1543/1985, η οποία μάλιστα είναι στενώς ερμηνευτέα. Αν ο νομοθέτης ήθελε να γίνονται δεκτοί προς εξέταση και μάρτυρες που δεν έχουν τις ως άνω ιδιότητες, η σχετική διατύπωση θα ήταν ενδεικτική με τη χρήση της λέξης «ιδία» ή άλλης παρεμφερούς. Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το γεγονός ότι η πρόταση της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τη διαφορετική διατύπωση της επίμαχης διάταξης (βλ. Πρακτικά της 9ης Ειδικής Συνεδρίασης της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 17.9.1984), η οποία επελήφθη και γνωμοδότησε εντός του πλαισίου της συνταγματικής αρμοδιότητάς της (άρθρα 73 παρ. 2 και 98 παρ. 1 εδ. γ΄ του Συντάγματος) επί του οικείου συνταξιοδοτικού νομοσχεδίου, δεν έγινε αποδεκτή, δεδομένου ότι η διάταξη ψηφίσθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων ως αρχικώς ήταν διατυπωμένη στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο χωρίς καμία τροποποίηση. Ούτε μπορεί να συναχθεί αντίθετη έννοια της επίμαχης διάταξης από το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 1543/1985, που ορίζει ότι «1. Ο τόπος, ο χρόνος και οι συνθήκες του τραυματισμού [ή του θανάτου] πρέπει να αποδεικνύονται από επίσημα στοιχεία. Αν δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, τα όργανα που αποφασίζουν για τις συντάξεις μορφώνουν πεποίθηση για τα γεγονότα αυτά, ύστερα από ελεύθερη εκτίμηση των στοιχείων του φακέλου που δημιουργείται σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου αυτού και του φακέλου που έχει δημιουργηθεί κατά τη διαδικασία αναγνώρισης της ιδιότητας του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης με το Π.Δ. 379/1983 (ΦΕΚ 136)…». Και τούτο, διότι η διάταξη αυτή, ανεξαρτήτως του ότι δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση (βλ. άρθρο 5 παρ. 4 του ν. 1863/1989), είναι γενική σε σχέση με την ερμηνευομένη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 1543/1985 και με το να ορίζει ότι συνεκτιμώνται και τα στοιχεία του φακέλου που έχει δημιουργηθεί κατά τη διαδικασία της αναγνώρισης της ιδιότητας του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης δεν αναιρεί την έννοια και το περιεχόμενο της τελευταίας αυτής, με την οποία περιορίζεται η χρήση του προς απόδειξη των συνθηκών του τραυματισμού ή του θανάτου του συγκεκριμένου αγωνιστή αποδεικτικού μέσου των μαρτύρων μόνο σε πρόσωπα που έχουν τις ρητώς αναφερόμενες σ’ αυτή ιδιότητες και η οποία ως ειδικότερη υπερισχύει της πρώτης. Ούτε, άλλωστε, από τα εδάφια β΄ και ε΄ της παρ. 1 του ερμηνευομένου άρθρου 8 του ν. 1543/1985 μπορεί να συναχθεί αντίθετη έννοια για τον ίδιο ως άνω λόγο. Ειδικότερα, με το να ορίζεται από την πρώτη από τις διατάξεις αυτές (εδάφιο β΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 1543/1985) ότι μαζί με την αίτηση υποβάλλεται στην αρμόδια Νομαρχία και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο επίσημο ή μη που μπορεί να επηρεάσει την κρίση του αρμοδίου συνταξιοδοτικού οργάνου, δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη και μαρτυρικές καταθέσεις ατόμων που δεν έχουν άμεση αντίληψη. Και τούτο, διότι, η ερμηνευομένη διάταξη δεν αποκλείει από το να ληφθούν υπόψη και συνεκτιμηθούν και άλλα επίσημα ή μη στοιχεία, νόμιμα δηλαδή αποδεικτικά μέσα, που μπορούν να επηρεάσουν την κρίση των συνταξιοδοτικών οργάνων, όπως δημόσια έγγραφα, τελεσίδικες ή αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, ληξιαρχικές πράξεις που έχουν συνταχθεί σε ανύποπτο χρόνο κ.λπ. ή ιδιωτικά έγγραφα που έχουν βέβαιη χρονολογία ή φωτογραφίες και εφημερίδες της κρίσιμης περιόδου που περιέχουν σχετικές απεικονίσεις ή δημοσιεύματα, αντιστοίχως, για τις συνθήκες του τραυματισμού ή του θανάτου συγκεκριμένου αγωνιστή και της σχέσης τους με τα γεγονότα που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις. Περαιτέρω, ούτε από τη δεύτερη από τις ως άνω διατάξεις (εδάφιο ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 1543/1985) μπορεί να συναχθεί αντίθετη άποψη, καθόσον οι πληροφορίες για την κοινή πεποίθηση και η γνώμη του οικείου δημάρχου ή προέδρου κοινότητας δεν είναι νόμιμα αποδεικτικά μέσα κατά το άρθρο 97 του π.δ. 1225/1981, αλλά επιταγές (οδηγίες) προς τον υπάλληλο που διενεργεί την Ε.Δ.Ε. για τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί, προκειμένου να διερευνήσει ασφαλέστερα την υπόθεση για την εξακρίβωση της αλήθειας των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών. Η ερμηνεία αυτή εναρμονίζεται πλήρως με το σκοπό του νόμου, που είναι η συνταξιοδότηση εκείνων μόνο που αποδεικνύουν, με τα αποκλειστικώς αναφερόμενα στο ν. 1543/1985 αποδεικτικά μέσα, ότι πράγματι έχουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης βάσει των διατάξεων των νόμων 1543/1985 και 1863/1989, και όχι και όσοι πιθανολογείται ότι έχουν τις προϋποθέσεις αυτές. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν θέλησε να προσθέσει στο άρθρο 8 παρ. 1 του νόμου 1543/1985 διάταξη που να ρυθμίζει την περίπτωση που δεν υπάρχουν αναγνωρισμένοι αγωνιστές που συνυπηρέτησαν με τον παθόντα και έχουν άμεση αντίληψη των γεγονότων, όπως έπραξε στην περίπτωση του άρθρου 45 παρ. 2 στοιχ. α΄ του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων (π.δ. 1285/1981), αν και η έλλειψη αυτή του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 1543/1985 επισημάνθηκε κατά την επεξεργασία του οικείου νομοσχεδίου από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. τα ως άνω Πρακτικά αυτής).

IV. Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν Τμήμα, για να καταλήξει στην κρίση ότι «δεν αποδεικνύεται ότι ο σύζυγος της (τότε) εκκαλούσας (και ήδη αναιρεσείουσας) σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια των εμφυλίων συγκρούσεων και ειδικότερα ότι φονεύθηκε από απόσπασμα της χωροφυλακής στη θέση «Δαφνόρεμα» Καρβελίου Μεσσηνίας στις 17.9.1949» και κατ’ επέκταση ότι αυτή «δεν θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης κατά τις διατάξεις του ν. 1863/1989», δεν έλαβε προς τούτο υπόψη του, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αφενός μεν τις μαρτυρικές καταθέσεις των …., που δόθηκαν στα πλαίσια των Ε.Δ.Ε. που διενεργήθηκαν σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 του ν. 1543/1985, με την αιτιολογία ότι, εφόσον κατέθεσαν αυτοί ότι πληροφορήθηκαν τα κρίσιμα γεγονότα από τρίτα πρόσωπα, δεν είχαν άμεση αντίληψη των συνθηκών του θανάτου του συζύγου της (τότε) εκκαλούσας (και ήδη αναιρεσείουσας), αφετέρου δε τις προσκομιζόμενες 309/6-12-1989, 75/23-2-1994, 146/11-4-1994, 147/11-4-1994, 148/11-4-1994 και 245/26-4-2004 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη των …, με την αιτιολογία ότι, εφόσον οι καταθέσεις αυτές ελήφθησαν εκτός της αποδεικτικής διαδικασίας που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 1543/1985, δεν αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα. Ενόψει αυτών και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, το δικάσαν Τμήμα, ορθά ερμήνευσε τις εφαρμοστέες στην ένδικη περίπτωση διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 4 του ν. 1863/1989 και 8 παρ. 1 του ν. 1543/1989 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 97 του π.δ. 1225/1981, και ως εκ τούτου νομίμως δεν έλαβε υπόψη ως μη κατά νόμο επιτρεπόμενα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, που αφορούν το μεν σε καταθέσεις μη αυτοπτών μαρτύρων, το δε σε ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν εκτός της οριζόμενης στο άρθρο 8 του ν. 1543/1985 διαδικασίας και μάλιστα από πρόσωπα που δεν συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες από την ίδια ως άνω διάταξη προϋποθέσεις μαρτυρίας. Συνεπώς, δεν υπέπεσε η προσβαλλόμενη απόφαση στην, κατ’ ορθή εκτίμηση του αναιρετηρίου, αποδιδόμενη πλημμέλεια της παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, ενώ κατά το μέρος που πλήττεται με αυτούς η εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

IV. Ακολούθως, εφόσον δεν προβάλλονται άλλες νομικές αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση ως αβάσιμη στην ουσία.

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την από 15 Σεπτεμβρίου 2006 αίτηση της … χήρας …για αναίρεση της 1683/2005 απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιανουαρίου 2010.