ΕΣ Ολομ.499/2010,ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ, α.68 ΚΝΕΣ και 46 πδ 774/80, Πόθεν έσχες εφοριακών και προϋποθέσεις για καταλογίσμο τους.

ΕΣ Ολομ

ΕΣ Ολομ.499/2010
Περίληψη

Υπάλληλοι Υπουργείου Οικονομικών – Εφοριακοί -. Δεν υποχρεούται σε υποβολή ετήσιας δήλωσης περιουσιακής του κατάσταση υπάλληλος ΔΟΥ που ασκεί καθήκοντα ταμία – διαχειριστή και συνεπώς δεν δικαιολογείται ο καταλογισμός του κατ΄ άρθρο 29 ν. 2429/96.
Με την 810/2008 απόφαση του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απορρίφθηκε η από 10.4.2006 αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, η οποία είχε ασκηθεί κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 6 του ν.3213/2003 και με την οποία είχε ζητηθεί ο καταλογισμός του αναιρεσίβλητου …, με το ποσό των 56.593,58 ευρώ, διότι μετά από έλεγχο των περιουσιακών του στοιχείων κατά τα έτη 1993 έως 2003, διαπιστώθηκε ότι κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στη Δ.Ο.Υ. Κρεστένων απέκτησε ισόποσο περιουσιακό όφελος, του οποίου δεν δικαιολογείται η νόμιμη προέλευση.

Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του V Τμήματος.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :

Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την παραδοχή της αίτησης.

Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσίβλητου, η οποία ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την παραδοχή της αίτησης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση εκτός από τον Αντιπρόεδρο Χρήστο Ντάκουρη και τους Συμβούλους Νικόλαο Μηλιώνη, Γεώργιο Βοΐλη και Αγγελική Μυλωνά που απουσίασαν λόγω κωλύματος.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

Αποφάσισε τα εξής:

Ι. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο κατά της 810/2008 οριστικής απόφασης του V Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, για τη συζήτηση δε αυτής έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία και επομένως, δεδομένου και του ότι ο αναιρεσείων Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο απαλλάσσεται από την καταβολή παραβόλου (άρθρο 61 παρ.1 του π.δ. 1225/81), πρέπει να γίνει δεκτή ως προς τους τύπους και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το βάσιμο του μοναδικού λόγου αυτής που αφορά την πλημμελή ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης της παρ.13 του άρθρου 3 του ν. 2343/1995.

ΙΙ. Ο ν. 2343/1995 «Αναδιοργάνωση Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 211) ορίζει, α) στο άρθρο 2, ότι: «1. (…). 2. Κύρια αποστολή της Οικονομικής Επιθεώρησης είναι: α) (…) δ) ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών, εκτός των Γενικών Διευθυντών (…) 19. Οι ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις περί υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, από τα πρόσωπα που ορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 1738/1987 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 200), εφαρμόζονται για τους Οικονομικούς Επιθεωρητές του Υπουργείου Οικονομικών, ως και για τους υπαλλήλους που τυχόν ασκούν καθήκοντα Οικονομικού Επιθεωρητή. 20. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, περί υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, εφαρμόζονται ανάλογα, (…) και για τους παρακάτω υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών: α) τους προϊσταμένους αυτοτελών οργανικών μονάδων και υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, εφόσον έχουν, σύμφωνα με το νόμο, αποφασιστικές αρμοδιότητες ή διαχειριστική εξουσία και β) τους κατέχοντες οργανική θέση αναπληρωτή προϊσταμένου των μονάδων και υπηρεσιών του προηγούμενου εδαφίου. 21. Οι προϊστάμενοι και οι αναπληρωτές προϊστάμενοι της προηγούμενης παραγράφου υποβάλλουν τις σχετικές δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης στην οικεία Διεύθυνση Διοικητικού ή προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών, στην οποία ανήκουν, ως προς την υπηρεσιακή τους κατάσταση. Οι παραπάνω διευθύνσεις διαβιβάζουν τις δηλώσεις αυτές για έλεγχο, στην αρμόδια υπηρεσία της Οικονομικής Επιθεώρησης μαζί με τη σχετική κατάσταση των υπόχρεων σε υποβολή δήλωσης», β) στο άρθρο 3, ότι: «1. (…) 13. Οι διατάξεις της παραγράφου 19 του άρθρου 2 του παρόντος, περί των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες), εφαρμόζονται ανάλογα και για τους ελεγκτές των Δ.Ο.Υ. και των Ελεγκτικών Κέντρων, ως και για τους υπαλλήλους που ασκούν καθήκοντα ελεγκτή. Ο ελεγκτής υποβάλλει τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) στην υπηρεσία του. Η δήλωση ελέγχεται από την Οικονομική Επιθεώρηση (…)» και γ) στο άρθρο 4, ότι: «1. (…) 13. Οι διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 3 του παρόντος, περί υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες), ισχύουν ανάλογα και για το προσωπικό του Σ.Δ.Ο.Ε.» (ήδη Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων). Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 29 του ν. 2429/1996 (ΦΕΚ Α΄ 155) περί υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, που ίσχυε κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο (ήδη άρθρο 6 του ν. 3213/2003, ΦΕΚ Α΄ 309), ορίζεται ότι: «1. Καταλογίζεται εις βάρος του ελεγχόμενου χρηματικό ποσό ισάξιο με το περιουσιακό όφελος, το οποίο απέκτησε ο ίδιος, ο σύζυγός του ή ανήλικο τέκνο του και του οποίου η προέλευση δεν δικαιολογείται (…) 3. Ο καταλογισμός, ο οποίος προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2, γίνεται υπέρ του Δημοσίου από το αρμόδιο τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις» (βλ. όμοια ρύθμιση και στη διάταξη του άρθρου 11 του προϊσχύσαντος ν.1738/1987 περί πόθεν έσχες). Τέλος, το άρθρο 28 του τότε ισχύοντος Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 2683/1999, ΦΕΚ Α΄ 19- ήδη άρθρο 28 του ν. 3528/2007, ΦΕΚ Α΄ 26) όριζε ότι: «1. Ο υπάλληλος υποχρεούται να δηλώσει εγγράφως, κατά το διορισμό του, την περιουσιακή κατάσταση του ίδιου, συζύγου και παιδιών του, εφόσον συνοικούν με αυτόν (…) 3. Αν η μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης του υπαλλήλου είναι δυσανάλογη προς τις αποδοχές και την εν γένει οικονομική του κατάσταση, η αρμόδια υπηρεσία υποχρεούται να ενεργήσει έρευνα για την προέλευση των πόρων του υπαλλήλου. Αν μετά την έρευνα αυτή προκύψουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο υπάλληλος απέκτησε τους πόρους αυτούς κατά τρόπο που συνιστά ποινικό αδίκημα ή πειθαρχικό παράπτωμα, ο αρμόδιος υπουργός προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για την ποινική ή πειθαρχική δίωξη αυτού». Η ως άνω υποχρέωση προβλεπόταν και από την παρ. 3 του άρθρου 75 του προϊσχύσαντος Υπαλληλικού Κώδικα (π.δ. 611/1977, Φ.Ε.Κ. Α΄ 198), που καταργήθηκε μεν με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 8 του ν. 1400/1983 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 156), πλην όμως η σχετική υποχρέωση δήλωσης της μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης του υπαλλήλου διατηρήθηκε με το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 18 του ως άνω νόμου (πρβλ ΣτΕ 985/2006, 3642/2003).

ΙΙΙ. Από το σύνολο των προπαρατεθεισών διατάξεων συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι από τους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, υποχρεούνται σε υποβολή ετήσιας δήλωσης περί της περιουσιακής τους κατάστασης οι Οικονομικοί Επιθεωρητές και όσοι ασκούν καθήκοντα Οικονομικού Επιθεωρητή, οι προϊστάμενοι αυτοτελών μονάδων, εφόσον έχουν αποφασιστικές αρμοδιότητες ή διαχειριστική εξουσία, καθώς και οι αναπληρωτές αυτών, οι ελεγκτές των Δ.Ο.Υ., των ελεγκτικών κέντρων και οι υπάλληλοι που ασκούν καθήκοντα ελεγκτή, καθώς και το προσωπικό του Σ.Δ.Ο.Ε.. Σε περίπτωση που κατά τον έλεγχο των ως άνω δηλώσεων διαπιστωθεί αδικαιολόγητη απόκτηση περιουσιακού οφέλους από μέρους του υπαλλήλου, καταλογίζεται εις βάρος του, με απόφαση του αρμόδιου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ποσό ίσο με την αξία αυτού. Εξάλλου, οι υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, που δεν εμπίπτουν στις προαναφερόμενες κατηγορίες, υπέχουν πειθαρχική ή ποινική ευθύνη για τυχόν αδικαιολόγητη απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προεκτεθείσες διατάξεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα ( V Τμ. Ελ.Συν. 2297/2005). ΙV. Στην προκείμενη υπόθεση με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Τμήματος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ότι με την 50216/14.5.1986 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Πολιτισμού ο ήδη αναιρεσίβλητος μετατάχθηκε από τη Ζ΄ Εφορία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στο Υπουργείο Οικονομικών, στις 19.6.1986 τοποθετήθηκε στη Δ.Ο.Υ. Κρεστένων και κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως 31.12.2003 εκτελούσε καθήκοντα ταμία-διαχειριστή. Ότι από τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης του καθ’ ου, που διενεργήθηκε από τους Οικονομικούς Επιθεωρητές της Οικονομικής Επιθεώρησης Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας Κωνσταντίνο Σταυρόπουλο και Μαρία Γεωργακοπούλου – όπως εκτίθεται στην από 28.2.2006, πορισματική έκθεσή τους που συνόδευε την αίτηση του Γενικού Επιτρόπου και αφορούσε το προαναφερόμενο δεκαετές χρονικό διάστημα – προέκυψε ότι αυτός παρουσίασε άδηλης προέλευσης καταθέσεις στους τραπεζικούς του λογαριασμούς, προέβη στην αγορά μετοχών και δαπάνησε για την ανέγερση της κατοικίας του και για τη διαβίωσή του ποσά μεγαλύτερα κατά 56.593,58 ευρώ, σε σχέση με τα συνολικά εμφανή του έσοδα. Ότι μετά τις ανωτέρω διαπιστώσεις των Οικονομικών Επιθεωρητών ασκήθηκε κατά του καθ’ ου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 28 του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων, πειθαρχική δίωξη ενώ με το από 24.4.2007 πρακτικό του Β΄ Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ο καθ’ ου απαλλάχθηκε των πειθαρχικών κυρώσεων, με την αιτιολογία ότι δεν προέκυψε δυσαναλογία μεταξύ των δηλωθέντων οικογενειακών εισοδημάτων του και της αξίας απόκτησης κινητών και ακινήτων του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του και ότι η απόκτησή τους δικαιολογείται από την εν γένει οικονομική και οικογενειακή κατάστασή του, καθώς και από το κόστος και τις συνθήκες διαβίωσής του. Ότι περαιτέρω, με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, με την από 10.4.2006 αίτηση του Γενικού Επιτρόπου ζητήθηκε να καταλογιστεί εις βάρος του ήδη αναιρεσίβλητου το προαναφερόμενο ποσό, κατ’ εφαρμογή της προπαρατεθείσας διάταξης του άρθρου 29 του ν. 2429/1996 (ήδη άρθρο 6 του ν. 3213/2003). Με βάση τις παραδοχές αυτές η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση αποφάνθηκε ότι η τότε ένδικη αίτηση καταλογισμού με το περιεχόμενο αυτό δεν ερείδεται στην ως άνω διάταξη, καθόσον ο έλεγχος των περιουσιακών στοιχείων του ήδη αναιρεσίβλητου δεν φέρεται να διενεργήθηκε στο πλαίσιο των περί πόθεν έσχες ειδικών νόμων, αλλά στο πλαίσιο πειθαρχικών διαδικασιών (διάπραξη της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός ή εκτός της υπηρεσίας του-άρθρα 106 παρ.1 και 2 και 109 παρ. 2δ ν. 2683/1999). Ειδικότερα, τόσο στην αίτηση, όσο και στη συνοδεύουσα αυτήν πορισματική έκθεση, δεν μνημονεύεται ότι ο καθ’ ου είχε υποχρέωση υποβολής δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης βάσει των ειδικών διατάξεων περί πόθεν έσχες, ούτε διευκρινίζεται αν οι διαπιστώσεις των Οικονομικών Επιθεωρητών ήταν προϊόν ελέγχου δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης δημοσίου υπαλλήλου, που είχε σχετική υποχρέωση υποβολής. Περαιτέρω, η θέση και τα συναφή καθήκοντα που ασκούσε ο ήδη αναιρεσίβλητος στη Δ.Ο.Υ. Κρεστένων κατά τα ελεγχθέντα έτη 1993-2003, ως ταμίας διαχειριστής, δεν δικαιολογούν την υπαγωγή του στις προαναφερόμενες (βλ. σκέψη ΙΙΙ) κατηγορίες υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, που υποχρεούνται σε υποβολή ετήσιας δήλωσης περιουσιακής κατάστασης. Συνακόλουθα, η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε ότι, υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, εφόσον ο ήδη αναιρεσίβλητος δεν φέρεται να υπείχε υποχρέωση υποβολής δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης δυνάμει των ειδικών περί πόθεν έσχες νόμων, ως μη υπαγόμενος στις κατηγορίες των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών που ρητά απαριθμούνται από αυτούς, δεν δικαιολογείται ο καταλογισμός του κατ’ εφαρμογή της προεκτεθείσας διάταξης του άρθρου 29 του ν.2429/1996, της οποίας, ως εκ τούτου, δεν πληρούται το πραγματικό. Κατόπιν αυτών, το Τμήμα απέρριψε την από 10.4.2006 αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. V. Με την υπό κρίση αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 13 του ν.2343/1995 και ειδικότερα, ότι κατά το σχηματισμό της μείζονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού, δεν καθόρισε ορθώς τις προϋποθέσεις που απαιτεί η διάταξη αυτή για να επέλθουν οι προβλεπόμενες συνέπειες, ήτοι η υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Δ.Ο.Υ. που ασκούν ελεγκτικά καθήκοντα και κατέληξε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι δεν πληρούται το πραγματικό της, επειδή ο αναιρεσίβλητος, ως ταμίας διαχειριστής, δεν ασκούσε ελεγκτικά καθήκοντα και, συνακόλουθα, δεν είχε υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης ούτε δικαιολογείται ο καταλογισμός του για το άδηλης προέλευσης περιουσιακό του όφελος. Η αναιρεσιβαλλόμενη όφειλε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Γενικού Επιτρόπου, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, να κάνει δεκτό ότι και οι υπάλληλοι Δ.Ο.Υ., που ασκούν τα καθήκοντα ταμία-διαχειριστή, έχουν ελεγκτική αρμοδιότητα και, για το λόγο αυτό, υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης και, περαιτέρω, υπόκεινται σε καταλογισμό από το Ελεγκτικό Συνέδριο στην περίπτωση που εμφανίζουν περιουσιακό όφελος που δεν δικαιολογείται νόμιμα. Όπως όμως έγινε δεκτό στην σκέψη ΙΙΙ της παρούσας, ο καθορισμός των υπόχρεων σε υποβολή ετήσιας δήλωσης περί της περιουσιακής τους κατάστασης γίνεται με αναφορά σε συγκεκριμένους υπαλλήλους, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται και ο αναιρεσίβλητος που ασκούσε καθήκοντα ταμία-διαχειριστή και όχι ελεγκτή. Το κριτήριο της άσκησης ελεγκτικής αρμοδιότητας που δέχεται η αίτηση αναίρεσης εκ μόνης της ιδιότητας του αναιρεσίβλητου ως ταμία-διαχειριστή προκειμένου να υπαχθούν άλλες κατηγορίες υπαλλήλων Δ.Ο.Υ., ή ελεκτικών κέντρων όπως η κατηγορία των υπαλλήλων με την ιδιότητα του ταμία-διαχειριστή στην υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, δεν προκύπτει σε κάθε περίπτωση από την ερμηνεία της κρίσιμης εν προκειμένω διάταξης, με συνέπεια ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί αφού και κατά τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη ο αναιρεσίβλητος δεν προέκυψε ότι ήταν υπάλληλος που ασκούσε καθήκοντα ελεγκτή. Κατόπιν τούτων, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη.

Για τους λόγους αυτούς

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την από 10.12.2008 αίτηση αναίρεσης του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο κατά της 810/2008 οριστικής απόφασης