ΕΣ Ολομ.717/2010,ΑΝΑΙΡΕΣΗ, ΟΤΑ, ΤΠΔ, ΠΑΡΑΔΕΚΤΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΛΟΓΟΥ ΜΗ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, Η παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης μπορεί να προταθεί το πρώτον κατ’ αναίρεση, εάν αυτό προκύπτει από το πραγματικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Σε περίπτω

ΕΣ Ολομ

Αριθμ. 717/2010, Ολομελείας
Περίληψη: Δικαιοδοσία Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκτείνεται σε όλες τις διαφορές που ανακύπτουν κατά τον έλεγχο των λογαριασμών των υπολόγων ΝΠΔΔ και συνεπώς και σ’ αυτές που αφορούν στον κα¬ταλογισμό ιδιωτών που έλαβαν αχρεώστητα τα οικεία ποσά. Η Ταμειακή υπηρεσία των ΟΤΑ που δεν διαθέτουν δική τους ταμειακή υπηρεσία διενεργείται από τα γραφεία του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων που εδρεύουν στις Δ.Ο.Υ. Σε περίπτωση μη τήρησης της νόμιμης διαδικασίας για την έκδοση χρημα¬τικού εντάλματος ΟΤΑ σε πίστωση του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων προκύπτει έλλειμμα σε βάρος του Ταμείου αυτού και η καταλογιστική απόφαση πρέπει να εκδίδεται υπέρ αυτού. Μειοψηφία. Η παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως μπορεί να προταθεί το πρώτον κατ’ αναίρεση, εάν αυτό προκύπτει από το πραγματικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Μειοψηφία.

Πρόεδρος: Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης
Εισηγητής: Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Σύμβουλος
Γενική Επίτροπος της Επικρατείας:    Άννα Λιγωμένου, Σύμβουλος ασκούσα καθή-κοντα Αντεπιτρόπου

II. Στο άρθρο 98 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται: «1. Στην αρμο-διότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α. Ο έλεγχος των δαπανών του Κρά¬τους, καθώς και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προ¬σώπων, που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό. β. … γ. Ο έλεγχος των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται στον προβλεπόμενο από το εδάφιο α΄ έλεγχο. δ. … ε. … στ. Η εκδίκαση διαφορών σχετικά … με τον έλεγχο των λογαριασμών του εδαφίου γ΄. ζ. Η εκδίκαση υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δημόσιων υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου για κάθε ζημία που από δόλο ή αμέλεια προκλήθηκε στο Κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου». Εξάλλου, στο ν.δ. 496/1974 «Λογιστικό των Ν.Π.Δ.Δ.» (ΦΕΚ Α΄ 204) ορίζονται τα εξής: α) Στο άρθρο 32: «1. Υπόλογοι Ν.Π.Δ.Δ. είναι πάντες οι έστω άνευ νομίμου εξουσιοδοτήσεως δια-χειριζόμενοι χρήματα, αξίας, ένσημα ή υλικόν ανήκοντα εις Ν.Π. ως και πας άλλος εκ του νόμου θεωρούμενος ως υπόλογος Ν.Π. … 3. Ο … υπό των οι-κείων Υπουργών έλεγχος των υπολόγων, ενεργείται κατά τας περί οικο-νομικής επιθεωρήσεως διατάξεις του Υπουργείου των Οικονομικών …». β) Στο άρθρο 35: «1. Πάσα έλλειψις εν τη διαχειρίσει του Ν.Π.Δ.Δ. χρημάτων, αξιών, ενσήμων ή υλικού, διαπιστουμένη κατά την νόμιμον διαδικασίαν, αναπληρούται υπό του υπολόγου εντός 24 ωρών άλλως ούτος τίθεται εκτός διαχειρίσεως ή και υπηρεσίας και καταλογίζεται με το ποσόν του ελλείμματος, το οποίον βεβαιούται αμελλητί ως έσοδον του Ν.Π. … Ως έλλειμμα χαρακτηρίζεται και πάσα πληρωμή μη αναγόμενη εις την αρμοδιότητα του υπολόγου… 5. Επί ανοικείων πληρωμών, ενεργουμένων υπό των υπολόγων αύται καταλογίζονται εις ολόκλη¬ρον και εις βάρος των λαβόντων. …». Ομοίως στο ν. 2362/1995 «Δημόσιο Λογιστικό – Έλεγχος δαπανών κ.λπ. διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 247) ορίζεται, α) στο άρθρο 33 ότι: «1. Μη νόμιμες δαπάνες που πληρώθηκαν με οποιονδήποτε τίτλο πληρωμής καταλογίζονται: … β) στο λαβόντα… σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα αυτού. …», β) στο άρθρο 54 ότι: «1. Δημόσιος υπόλογος είναι όποιος διαχειρίζεται, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, χρήματα, αξίες ή υλικό που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και οποιοσδήποτε άλλος θεωρείται από το νόμο δημόσιος υπόλογος. 2. Οι δημόσιοι υπόλογοι διακρίνονται σε: α) … ε) Υπολόγους Ν.Π.Δ.Δ. και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. …» και γ) στο άρθρο 56 ό-τι: «1. Έλλειμμα δημοσίου υπολόγου είναι οποιαδήποτε έλλειψη χρημάτων, αξιών και υλικού που διαπιστώνεται με τη νόμιμη διαδικασία στη διαχείρισή του, καθώς και οποιαδήποτε άλλη κατάσταση διαχειρίσεως που θεωρείται έλ-λειμμα από το νόμο. Ως έλλειμμα θεωρείται και κάθε πληρωμή που: α) Δεν ανάγεται στην αρμοδιότητα του υπολόγου. β) Έγινε χωρίς τα προβλεπόμενα από τις ισχύουσες διατάξεις δικαιολογητικά. γ) Αφορά δαπάνες για τις οποίες δεν έχουν τηρηθεί οι νόμιμες διαδικασίες εκ μέρους του υπολόγου. … 3. Το έλλειμμα που παρουσιάζουν οι δημόσιοι υπόλογοι, … καταλογίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση από τους διαπιστώσαντες αυτό οικείους δια-τάκτες και επιθεωρητές. …4. … Στους λαβόντες καταλογίζεται και σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής …». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει πρωτογενώς δικαιοδοσία εκδίκασης διαφορών που απορρέουν αφενός από τον έλεγχο των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων, που ασκείται κατά συνταγματική επιταγή όπως ορίζει ο νόμος (παρ. 2 του ίδιου άρ¬θρου 98 του Συντάγματος), και αφετέρου των υποθέσεων δημόσιων υπαλλήλων και υπαλλήλων ν.π.δ.δ. οι οποίοι, ανεξάρτητα από την ιδιότητα του υπολόγου, προξένησαν ζημία από δόλο ή αμέλεια στο Κράτος και τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα και η ευθύνη τους διαπιστώνεται κατά τη διαδικασία του άρθρου 46 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980). Προκύπτει λοιπόν ότι στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει η εκδίκαση του συνόλου των διαφορών που ανακύπτουν κατά τον έλεγχο των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων, καθώς και των υπολόγων Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Δ.Δ. Ειδικότερα, οι εντεταλμένοι την πληρωμή εξόδων των Ν.Π.Δ.Δ. καθώς και όσοι με οποιοδήποτε τρόπο, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικά που ανήκουν σε Ν.Π.Δ.Δ. είναι υπόλο-γοι Ν.Π.Δ.Δ. και καταλογίζονται σε περίπτωση ελλείμματος και από τους αρμόδιους κατά περίπτωση επιθεωρητές με το σχετικό ποσό. Ως έλλειμμα νοείται κάθε έλλειψη χρημάτων, αξιών, ενσήμων ή υλικού που εμφανίζεται στις διαχειρίσεις των Ν.Π.Δ.Δ. δημιουργική δε αιτία ελλείμματος, μεταξύ άλλων, μπο¬ρεί να είναι και κάθε πληρωμή που δεν ανάγεται στην αρμοδιότητα του υπολόγου ή δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, που να έχει εκδοθεί βάσει της από το νό¬μο προβλεπόμενης διαδικασίας και που να συνοδεύεται από τα νόμιμα δικαιολογητικά. Σε τέτοια περίπτωση ανοίκειας και αχρεώστητης πληρωμής το σχετικό ποσό καταλογίζεται και σε βάρος του λαβόντα, ανεξάρτητα από συνδρομή υπαιτιότητας στο πρόσωπό του. Επομένως, στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου της χώρας –λόγω της φύσεώς του (ήδη από την ίδρυσή του το 1833) ως Δικαστηρίου των λογαριασμών– υπάγονται οι διαφορές από τον καταλογισμό όχι μόνο των ιδίων των υπολόγων για τα ελλείμματα που ανακύπτουν στη διαχείρισή τους, αλλά και οποιουδήποτε άλλου εμπλεκόμενου, του οποίου ο καταλογισμός πραγματοποιείται για αποκατάσταση του διαπιστωθέντος ελλείμματος. Συνεπώς, στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει και η εκδίκαση των διαφορών που προκύπτουν από τον καταλογι¬σμό ιδιωτών, στους οποίους καταβλήθηκαν αχρεώστητα χρηματικά ποσά από το δημόσιο ταμείο σε ευρεία έννοια (Δημοσίου, Ο.Τ.Α., Ν.Π.Δ.Δ.), στο μέτρο που ο καταλογισμός αυτός εμφανίζεται ως αυτόθροη συνέπεια του καταλογισμού του υπεύθυνου οργάνου. Διαφορετικής φύσεως είναι η κατά το άρθρο 98 παρ. 1 εδ. ζ΄ του Συντάγματος ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκη-σης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου για κάθε ζημία που προκαλείται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ήτοι για κάθε ζημι-ογόνο γεγονός (πράξη ή παράλειψη) έστω και αν διαπράχθηκε κατ’ εκμετάλ-λευση ή επ’ ευκαιρία ή κατά κατάχρηση ή καθ’ υπέρβαση των υπηρεσιακών καθηκόντων, αρκεί το αδικοπραγήσαν πρόσωπο να έχει την ιδιότητα του υ-παλ¬λήλου δημοσίου νομικού προσώπου και η πράξη ή παράλειψη να τελεί σε εσωτερικό σύνδεσμο με την ιδιότητα αυτή (αποφάσεις, Ολομ. Ε.Σ. 1444/1992, V Τμ. 245, 424/2005). Η αστική ευθύνη των ως άνω υπαλλήλων έναντι του δημοσίου νομικού προσώπου κινείται εννοιολογικά στο χώρο της γενικής θεωρίας για την αστική ευθύνη και τους παραγωγικούς της λόγους και ανακύπτει πρωτογενώς από ζημιογόνο αποτέλεσμα ορισμένης παράνομης συμπεριφοράς τους, κατά κανόνα αντίθετης προς το υπηρεσιακό τους καθήκον και έχει για το λόγο αυτό αποκαταστατικό χαρακτήρα. Στις υποθέσεις αστικής ευθύνης που κατά το Σύνταγμα υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου άμεσα εμπλεκόμενοι είναι υπάλληλοι σε ευρεία έννοια δημοσίου νομικού προσώπου και –συντρεχόντων και των λοιπών νομίμων όρων– υποχρεούνται σε αποκατάσταση είτε της άμεσης θετικής ζημίας είτε της έμμεσης θετικής ζημίας του δημοσίου νομικού προσώπου, δηλαδή της αποζημίωσης που αυτό κατέβαλε στους τρίτους προς αποκατάσταση της ζημίας που οι ανωτέρω τους προκάλεσαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
III. Στο άρθρο 221 του ν. 1188/1981 Περί Κυρώσεως του Κώδικος «περί καταστάσεως προσωπικού οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως» (ΦΕΚ Α΄ 204) ορίζεται ότι: «Δια τας ανάγκας των δημοσίων ταμείων των ενεργούντων την ταμειακήν υπηρεσίαν δήμων και κοινοτήτων συνιστάται, δι’ αποφάσεως του νομάρχου μία θέσις … ελεγκτού εσόδων και εξόδων», στο άρθρο 223 ότι: «Οι ελεγκταί εσόδων και εξόδων ασχολούνται αποκλειστικώς με την διεξαγωγήν της ταμειακής υπηρεσίας των δήμων και κοινοτήτων υπό καθοδήγησιν, εποπτείαν και έλεγχον των διευθυντών των ταμείων και των λοιπών εν τω ταμείω προϊσταμένων αυτών, κατά τα δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών οριζόμενα» και στο άρθρο 326 του ίδιου νόμου ότι: «Μέχρι της εκδόσεως των υπό του παρόντος κώδικος προβλεπομένων διαταγμάτων ή αποφάσεων εφαρμόζονται αι προϊσχύσασαι αντίστοιχοι διατάξεις, εφ’ όσον δεν αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος». Περαιτέρω, στο άρθρο 34 του ν. 1882/1990 «Φοροδιαφυγή – Φορολογία κ.λπ. διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 43) ορίζονται τα εξής: «1. … 4. … Στις έδρες των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.), και των τοπικών γραφείων Δ.Ο.Υ., εφ’ ό-σον στις υπηρεσίες αυτές λειτουργούν, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, γραφεία Παρακαταθηκών, συστήνονται τμήματα ή γραφεία Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων της οικείας νομαρχίας. … 5. Από 1η Ιανουαρίου 1991 υπόλογοι για τις πληρωμές των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ο.τ.α.) κατά τις κείμενες διατάξεις, καθίστανται υπάλληλοι των κλάδων ελεγκτών εσόδων – εξόδων ο.τ.α., που ορίζονται με αποφάσεις του οικείου νομάρχη …». Στο π.δ. 16/1989 «Κανονισμός λειτουργίας ΔΟΥ και Τοπικών Γραφείων – Καθήκοντα υπαλλήλων» (ΦΕΚ Α΄ 6) ορίζεται, στο άρθρο 149 ότι: «Στο Γραφείο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων που υπάγεται απευθείας στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., ανήκουν οι πιο κάτω αρμοδιότητες: 1. Η τήρηση των λογαριασμών των Ο.Τ.Α. που δεν έχουν δικιά τους Ταμειακή Υπηρεσία. 2. Η διενέργεια της Ταμειακής Υπηρεσίας των Ο.Τ.Α. που δεν έχουν δικιά τους Ταμειακή Υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά …», στο άρθρο 150 ότι: «Η Ταμειακή Υπηρεσία των Ο.Τ.Α. που δεν έχουν δικιά τους ταμειακή Υπηρεσία γίνεται από το γραφείο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων που έχουν την έδρα τους στις Δ.Ο.Υ. …», στο άρθρο 158: «Οι πληρωμές των δαπανών των Ο.Τ.Α. που η Ταμειακή Υπηρεσία τους γίνεται από τα γραφεία του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων που εδρεύουν στην Δ.Ο.Υ., γίνονται με τίτλους πληρωμής των οργανισμών αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και τις οδηγίες αυτού απευθείας από τα πιο πάνω γραφεία», στο άρθρο 159: «… οι υπάλληλοι των Δ.Ο.Υ. που διαχειρίζονται τα έσοδα και έξοδα των Ο.Τ.Α., έχουν τις ίδιες ευθύνες και υποχρεώσεις που έχουν από την άσκηση της δημόσιας διαχείρισης». Εξάλλου, στην 218761/13.6.1953 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Περί τρόπου ασκήσεως υπό του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων της ταμειακής Υπηρεσίας των Δήμων και Κοινοτήτων, …» (ΦΕΚ Β΄ 134) ορίζεται επίσης: «Δ΄ Πληρωμαί Εξόδων: 1. Αι πληρωμαί πάντων των εξόδων των Δήμων και Κοινοτήτων, ων η Ταμειακή Υπηρεσία ασκείται υπό του Ταμείου Παρ/κών και Δανείων, ενεργούνται υπό του Ταμείου τούτου κατά τας εκάστοτε ισχύουσας διατάξεις, δυνάμει χρηματικών ενταλμάτων, εκδιδομένων υπό των Δήμων ή Κοινοτήτων, … κατά τας πε¬ρί Δήμων και Κοινοτήτων σχετικάς διατάξεις, εις βάρος του παρά τω Ταμείω Παρ/κών και Δανείων, τηρουμένου λογαριασμού του Δήμου ή της Κοινότητος. 2. Τα προς το Γραφείον Παρ/κών, διαβιβαζόμε¬να χρηματικά εντάλματα Δήμων και Κοινοτήτων, ελέγχονται παρά του αρμοδίου Ελεγκτού Εξόδων ως Προϊσταμένου του Γραφείου Ταμειακής Υπηρεσίας Δήμων και Κοινοτήτων, … δια την ύπαρξιν χρη¬μα¬τικού υπολοίπου του οικείου Δήμου ή Κοινότητος και το νόμιμον και έγκυρον εν γένει της πληρωμής και εξοφλούνται παρά του… Διαχειριστού του Γραφείου Παρ/κών … Ο Διαχειριστής … ενεργεί την πλη¬ρωμήν εις τον δικαιούχον του ποσού του χρηματικού εντάλματος, χρεώσει του παρ’ αυτώ λ/σμού του Γραφείου Παρ/κών. 3. … η πληρωμή των χρηματικών ενταλμάτων ενεργείται υπό του Διαχειριστού του Γραφείου Παρακαταθηκών, εκ της χρηματικής διαχειρίσεως αυτού. 4. Δια τα εξοφλούμενα χρηματικά εντάλματα πληρωμής καθ’ εκάστην ημέραν, μετά το πέρας της συναλλαγής, εκδίδεται ένταλμα πλη¬ρωμής του Γραφείου Παρ/κών, με απαραίτητον δικαιολογητικόν, συγκεντρωτικήν κατάστασιν υπογραφομένην παρά του Διευθυντού του Ταμείου και του Ελεγκτού Προϊσταμένου του Γραφείου Ταμειακής Υπηρεσίας Δήμων και Κοινοτήτων, εμφαίνουσαν τον αριθμόν και χρονολογίαν του εντάλματος, το ποσόν, τον Δήμον ή Κοινότητα, το κεφάλαιον και άρθρον και παν αναγκαίον στοιχείον δια την ακρι¬βή τήρησιν και παρακολούθησιν των λογαριασμών». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ταμειακή υπηρε¬σία των Ο.Τ.Α. που δεν διαθέτουν δική τους ταμειακή υπηρεσία διενεργείται από τα γραφεία του Τα¬μείου Παρακαταθηκών και Δανείων που εδρεύουν στις Δ.Ο.Υ. και σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για το εν λόγω Ταμείο. Οι δαπάνες των Ο.Τ.Α. πληρώνονται μεν με τίτλους που εκδίδονται από αυτούς με χρέωση όμως του λογαριασμού του Δήμου που τηρείται στο Ταμείο Παρακαταθηκών, για την πίστωση του οποίου και εκδίδεται στο τέλος της ημερήσιας συναλλαγής ένταλμα πληρωμής του ίδιου Ταμείου και απαραίτητο δικαιολογητικό συγκεντρωτική κατάσταση των εξοφλημένων ενταλμάτων των Ο.Τ.Α. Περαιτέρω, τα χρηματικά εντάλματα των Ο.Τ.Α. εξοφλούνται από το Διαχειριστή του ανωτέρω Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, που έχει τις υποχρεώσεις και την ευθύνη των προσώπων εκείνων τα οποία ασκούν δημόσια διαχείριση, αφού προηγουμένως ελεγχθούν από τον αρμόδιο ελεγκτή, οι αρμοδιότητες του οποίου σαφώς διαγράφονται από τις προμνησθείσες διατάξεις, τόσο για την ύπαρξη πίστωσης όσο και γενικά για τη νομιμότητα και εγκυρότητα της πληρωμής. Σε περίπτωση μη τήρησης αυτής της διαδικασίας και μη νόμιμης έκδοσης του εντάλματος σε πίστωση του Ταμείου Παρακαταθηκών και δανείων προκύπτει έλλειμμα σε βάρος του Ταμείου τούτου. (Βλέπε επίσης όμοια κρίση στην πλειοψηφία της 2310/2009 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, όπου όμως κατά τη μειοψηφία από τρία μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι οι Αντιπρόεδροι Ιωάννης Καραβοκύρης και Κωνσταντίνος Κανδρής και ο Σύμβουλος Διονύσιος Λασκαράτος είχαν την εξής γνώμη. Ότι από τις ανωτέρω διατάξεις και ειδικότερα εκείνες, που προβλέπουν τη νόμιμη διαδικασία πληρωμής δαπάνης από το διαχειριστή του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων για λογαριασμό του Δήμου που ταμειακά εξυπηρετεί με την έκδοση του σχετικού πιστωτικού εντάλματος του Ταμείου Παρακαταθηκών σε βάρος του Δήμου για τη μεταφορά του καταβληθέντος ποσού από το λογαριασμό του τελευταίου (Δήμου) στη διαχείρισή του, συνάγεται ότι η ίδια εσωτερική διαδικασία μεταφοράς του πληρωθέντος ποσού τηρείται και στην περίπτωση παράνομης ή παράτυπης καταβολής από το διαχειριστή δαπάνης, η οποία αποδεδειγμένα έγινε για λογαριασμό του Δήμου και προκύπτει τούτο μετά από τη διενέργεια της οριζόμενης από το νόμο διοικητικής έρευνας και την έκδοση σχετικού πορίσματος, ενέργειες που αποσκοπούν στην τακτοποίηση του λογαριασμού και συνεπώς στην περίπτωση αυτή δικαιούχο πρόσωπο του εμφανιζόμενου ελλείμματος είναι ο τελευταίος (Δήμος) και κατ’ ακολουθία η καταλογιστική απόφαση πρέπει να εκδίδεται υπέρ αυτού.)
IV. Τέλος, στο ίδιο ως άνω π.δ. 16/1989 ορίζονται, στο άρθρο 129 ότι: «1. … 2. Για να γίνει η πληρωμή του τίτλου από … τον διαχειριστή της Δ.Ο.Υ. … πρέπει ο αρμόδιος προϊστάμενος να θέσει πάνω στον τίτλο … τη φράση “ΠΛΗΡΩΤΕΟ ΠΟΣΟ” την ημερομηνία και την υπογραφή του, που αυτά αποτελούν τη θεώρηση του τίτλου. 4. … ο διαχειριστής της Δ.Ο.Υ. μόλις πάρει τον τίτλο θεωρημένο, όπως πιο πάνω περιγράφεται, βάζει … τη λέξη “ΠΛΗΡΩΘΗ¬ΚΕ”, την ημερομηνία και την υπογραφή του και καταβάλλει στο δικαιούχο το πληρωτέο ποσό». Με τη διάταξη αυτή καθορίζονται τα καθήκοντα του διαχειριστή και ο τρόπος ελέγχου από αυτόν της εγκυρότητας του σχετικού τίτλου πληρωμής προκειμένου αυτός να προχωρήσει στη συνέχεια στην εξόφλησή του. Καθορίζονται επίσης και οι ενέργειες και οι τύποι που αποδεικνύουν την εξόφληση του τίτλου. Ενόψει αυτών εξόφληση τίτλου πληρωμής χωρίς την αποδεδειγμένη τήρηση της ανωτέρω διαδικασίας είναι μη νόμιμη και το ποσό που έτσι καταβάλλεται συνιστά, για τον υπόλογο, έλλειμμα της διαχείρισης, για δε τον λαβόντα ανοίκεια πληρωμή και καταβάλλεται αχρεώστητα.
V. Στην προκείμενη υπόθεση με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικάσαντος Τμήματος, τα ακόλουθα. Ότι ο ήδη αναιρεσείων όπως ο ίδιος με την κρινόμενη έφεσή του, αλλά και με τις: α) από 21.1.1999 χειρόγραφη απόδειξη και β) από 6.9.2001 υπεύθυνη δήλωσή του συνομολογεί, εισέπραξε από τον ταμία διαχειριστή του Γραφείου Παρακαταθηκών και Δανείων της Δ.Ο.Υ. Α., ο οποίος διενεργούσε και την ταμειακή διαχείριση του Δήμου Α. που δεν διέθετε δική του ταμειακή υπηρεσία, ποσό 411.000.000 δραχμών ή 1.206.162,88 ευρώ, ενόψει δημοσίων έργων που αυτός είχε κατασκευάσει για λογαριασμό του εν λόγω Δήμου Α.Α. Το ανωτέρω ποσό καταβλήθηκε στον ήδη αναιρεσείοντα είτε χωρίς καν την ύπαρξη τίτλων πληρωμής είτε χωρίς νόμιμους τίτλους πληρωμής που οφειλόταν στην έλλειψη της σχετικής θεώρησης και εντολής πληρωμής τους από τον αρμόδιο ελεγκτή Ο.Τ.Α. της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. και χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας εξόφλησης. Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επίσης αναφέρει ότι ο Δήμος Αχαρνών εξέδωσε έξι χρηματικά εντάλματα που αναλυτικά εκθέτει κατά ποσό και αιτιολογία συνολικού ποσού 314.730.799 δραχμών με δικαιούχο τον ήδη αναιρεσείοντα για τα οποία δεν δόθηκε εντολή πλη-ρωμής από τον αρμόδιο υπάλληλο ελεγκτή των πληρωμών της Δ.Ο.Υ. Α. Ε.Λ., λόγω έλλειψης πιστώσεων, αλλά αυτά επιστράφηκαν στο Δήμο και ακυρώθηκαν, αφού για την πληρωμή τους εκδόθηκαν στη συνέχεια καινούργια τιμολόγια από τον ήδη αναιρεσείοντα και ειδικότερα τα 21/20.1.1999, 22/20.1.1999, 24/20.1.1999, 19/20.1.1999, 20/20.1.1999 και 23/20.1.1999 αντίστοιχα, τα οποία παραμένουν απλήρωτα. Ότι στα φωτοτυπημένα σώματα των ενταλμάτων που προσκομίσθηκαν από τον ήδη αναιρεσείοντα υπάρχει μεν η σφραγίδα «ΠΛΗΡΩΘΗΤΩΣΑΝ» χωρίς όμως κάτω από αυτήν να τίθενται και η ημερομηνία και η υπογραφή του ελεγκτή που έδωσε τη σχετική εντολή, αλλά και γενικότερα πάνω στα σώματα των ενταλμάτων δεν υπάρχει κανένα από τα στοιχεία που να αποδεικνύει τη νόμιμη εξόφληση των τίτλων, όπως η ημερομηνία εξόφλησης και οι υπογραφές του πληρώσαντος διαχειριστή και του λαβόντος και ότι αποδείχθηκε ότι τα ανωτέρω εντάλματα δεν θεωρήθηκαν ποτέ από τον αρμόδιο υπάλληλο και δεν δόθηκε ποτέ εντολή για την πληρωμή τους ούτε εξοφλήθηκαν νόμιμα και περαιτέρω στα ίδια σώματα υπάρχει η υπογραφή του υπαλλήλου του Δήμου Δ.Β., από τον οποίο παραλήφθηκαν στις 26.1.1999 τα εντάλματα προκειμένου να επιστραφούν στο Δήμο Α. Με βάση τις παραδοχές αυτές η αναιρεσιβαλλομένη κατέληξε ότι αποδεικνύεται ότι δεν ενήργησε ο ως άνω διαχειριστής νόμιμα για την πληρωμή των προαναφερόμενων χρηματικών ενταλμάτων αφού δεν του είχε δοθεί σχετική εντολή από τον αρμόδιο ελεγκτή υπάλληλο, ούτε άλλωστε για την εξόφλησή τους τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία και ότι κατά συνέπεια η καταβολή των ως άνω ποσών στον ήδη αναιρεσείοντα συνιστά ανοίκεια και αχρεώστητη πληρωμή και ισόποσο έλλειμμα της διαχείρισης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. Ότι περαιτέρω δεν προσκομίσθηκε κανένα στοιχείο για τον τρόπο και την αιτία καταβολής του λοιπού χρηματικού ποσού μέχρι τη συμπλήρωση των 411.000.000 δραχμών στον ήδη αναιρεσείοντα, το οποίο ο ίδιος ομολογεί ότι επίσης εισέπραξε, με συνέπεια και για το ποσό αυτό να στοιχειοθετείται αχρεώστητη πληρωμή και έλλειμμα της ίδιας διαχείρισης. Ότι κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, νόμιμα αυτός καταλογίστηκε με την προ-σβαλλόμενη απόφαση για το ανωτέρω έλλειμμα που του καταβλήθηκε αχρεώστητα, ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του, και οι αντίθετοι ισχυρισμοί του είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Πρέπει να σημειωθεί ότι η δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκτείνεται σε όλες τις διαφορές που ανακύπτουν κατά τον έλεγχο των λογαριασμών των υπολόγων Ν.Π.Δ.Δ., και κατ’ ακολουθία και σε αυτές που αφορούν στον καταλογισμό ιδιωτών που έλαβαν αχρεώστητα τα οικεία ποσά. Συνεπώς, το Τμήμα, που προέβη στην εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης, η οποία απέρρεε από τον έλεγχο λογαριασμού υπολόγου, είχε αρμοδιότητα να ερευνήσει αυτήν, σύμφωνα με την προμνησθείσα συνταγματική διάταξη, που θεσπίζει πρωτογενώς τη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε αυτού του είδους τις υποθέσεις και επομένως ο προβαλλόμενος (πρώτος) λόγος αναίρεσης, όπως συμπληρώνεται με το υπόμνημα, ο οποίος άλλωστε εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, ότι το δικάσαν Τμήμα δεν είχε αρμοδιότητα να δικάσει την υπόθεση κατ’ άρθρο 98 παρ. 1 στοιχ. ζ΄, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως (διατάξεως). Η κατά το Σύνταγμα οργάνωση της δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί ελέγχου λογαριασμών των δημοσίων εν ευρεία εννοία υπολόγων εναρμονίζεται με τις διατάξεις του Συντάγματος περί ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1), προστασίας της ιδιοκτησίας (άρθρο 17) και δικαιώματος ακρόασης (άρθρο 20 παρ. 2) και ως εκ τούτου οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέοι. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι η διάταξη του άρθρου 35 παρ. 5 του ν.δ. 496/1974, σύμφωνα με την οποία το ποσό του ελλείμματος καταλογίζεται σε βάρος του αχρεωστήτως λαβόντος ανεξάρτητα από τη συνδρομή υπαιτιότητας στο πρόσωπό του αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 17 του Συντάγματος, δεδομένου ότι εισάγει άνιση μεταχείριση του ανυπαιτίως αχρεωστήτως λαβόντος σε σχέση με τον υπαιτίως αχρεωστήτως λαβόντα, είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, ενόψει του ότι ο ανυπαιτίως και ο υπαιτίως αχρεωστήτως λαβών δεν ασκούν διαχειριστική εξουσία, δηλαδή δεν συντελούν στη δημιουργία του ελλείμματος, αυτοί τελούν υπό τις αυτές συνθήκες, όσον αφορά στις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες πρέπει να αναζητηθεί το αχρεωστήτως καταβληθέν σε αυτούς ποσό και κατά συνέπεια η όμοια μεταχείρισή τους δεν παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, ούτε το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Επίσης, η πληττόμενη απόφαση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις (άρθρα 149, 150, 158 και 159 του π.δ. 16/1989 και 818661/1953 απόφαση Υπουργού Οικονομικών) και επομένως ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού οι εφαρμοστέες στην επίδικη διαφορά διατάξεις, έχουν, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, την έννοια την οποία ορθά προσέδωσε και η α-ναιρεσιβαλλομένη. Ομοίως, και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά τον οποίο το καταλογισθέν σε βάρος του αναιρεσείοντος χρηματικό ποσό του κατεβλήθη από τον ταμία διαχειριστή του Γραφείου Παρακαταθηκών και Δανείων της Δ.Ο.Υ. Αχαρνών για λογαριασμό του Δήμου Αχαρνών και ειδικότερα για την εξόφληση εργολαβικού ανταλλάγματος προς αυτόν από την κατασκευή δημοτικών έργων στον εν λόγω Δήμο, με νόμιμα παραστατικά στοιχεία και εντάλματα, ανεξαρτήτως του ότι όπως προελέχθη είναι αβάσιμος λόγω του ότι δεν τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία, είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις εκτεθείσες διατάξεις, το έλλειμμα που εμφανίστηκε στη διαχείριση συνιστά έλλειμμα του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, όπως ορθά δέχθηκε και η αναιρεσιβαλλομένη. (Βλέπε επίσης όμοια κρίση της αριθ. 2310/2009 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου όπου όμως, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας από τρία μέλη, ο λόγος της αναίρεσης, που παραδεκτά προβάλλεται παρότι δεν είχε προταθεί πρωτοδίκως, αφού αφορά σφάλμα που προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης (Ολ. Ελ. Συν. 1212/1995), έπρεπε να γίνει δεκτός, γιατί δικαιούχος του ποσού του καταλογισμού είναι ο Δήμος Αχαρνών για λογαριασμό του οποίου καταβλήθηκε και το οποίο έπρεπε να μεταφερθεί με εσωτερική διαδικασία στη διαχείριση του Ταμείου.)
VI. Στη διάταξη του άρθρου 115 του π.δ. 1225/1981 «περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» ορίζεται ότι: «Η αίτησις αναιρέσεως ασκείται α) δια κακήν σύνθεσιν του δικάσαντος Τμήματος, β) δια παράβασιν ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και γ) δι’ εσφαλμένην ερμηνείαν ή πλημμελή εφαρμογήν του διέποντος την επίδικον υπόθεσιν νόμου». Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 562 του ΚΠολΔ, που σύμφωνα με το άρθρο 123 του ίδιου π.δ. έχει ανάλογη εφαρμογή, ως εκ του χρόνου ασκήσεως του κρινόμενου ένδικου μέσου, και κατά την ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου διαδικασία, «είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται… β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση …». Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 117, 113 (περιεχόμενο δικογράφου αναιρέσεως), 55 (πρόσθετοι λόγοι) και 29 παρ. 2 (κατάθεση υπομνημάτων) του ως άνω π.δ. σε συνδυασμό με τις παραπάνω διατάξεις, συνάγεται ότι λόγος αναίρεσης που προβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αν ο ισχυρισμός στον οποίο στηρίζεται δεν προτάθηκε ως παρά-πονο ενώπιον του Τμήματος, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη με την αναίρεση απόφαση, ούτε με την έφεση ούτε με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, και ότι κατά μείζονα λόγο είναι απαράδεκτοι ισχυρισμοί που προτείνονται με το υπόμνημα με το οποίο επιτρέπεται μόνο ανάπτυξη και συμπλήρωση των ήδη προταθέντων ισχυρισμών. Στην προκείμενη υπόθεση ο προβαλλόμενος με την αίτηση αναίρεσης λόγος, ότι το καταλογισθέν σε βάρος του αναιρεσείοντος χρηματικό ποσό αντιπροσωπεύει την οφειλόμενη βάσει των σχετικών πιστοποιήσεων συμβατική αμοιβή του για τα υπ’ αυτού εκτελεσθέντα τε¬χνικά έργα που του είχαν νομίμως ανατεθεί έχει ως αποτέλεσμα –ακόμη και υπό την εκδοχή της τυπικά αχρεώστητης παροχής– να καταστεί ο Δήμος Α. αδικαιολογήτως πλουσιότερος κατά το ποσό του ένδικου καταλογισμού, το οποίο θα έπρεπε να είχε καταβάλει σε άλλον εργολήπτη για την εκτέλεση των ως άνω έργων, εκτός του ότι είναι απαράδεκτος επειδή στρέφεται κατά του Δήμου Α. ενώ η 5050/ 13.2.2002 καταλογιστική σε βάρος του απόφαση εκδόθηκε υπέρ του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, είναι απαράδεκτος και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι προβάλλεται το πρώτο με την ένδικη αίτηση, χωρίς, για τους λόγους αυτούς, να παραβιάζεται το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και να προσβάλλει το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη και αποτελεσματική δικαστική προστασία, όπως αβασίμως προβάλλει ο αναιρεσείων με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, καθότι η μη εξέταση της ένστασης του αδικαιολόγητου πλουτισμού από το παρόν Δικαστήριο, λόγω δικής του παράλειψης, για την αιτία που προαναφέρθηκε δεν στερεί αυτόν από την προβολή του ενώπιον των άλλων δικαιοδοσιών. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός ότι το Τμήμα δεν εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004 (νομιμοποίηση δαπανών Δήμων), το μεν απαραδέκτως προβάλλεται γιατί αυτές δεν έχουν στην προκείμενη υπόθεση εφαρμογή καθόσον κατά την γενόμενη δεκτή άποψη το επίδικο έλλειμμα καταλογίστηκε υπέρ του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, το δε είναι αβάσιμος γιατί πρόκειται για δαπάνες που είτε δεν έχουν εγκριθεί και βεβαιωθεί από τα αρμόδια όργανα είτε έχουν ακυρωθεί κατά τα γενόμενα δεκτά από την προσβαλλόμενη απόφαση. Τέλος, κατά την πλειοψηφούσα στο Δικαστήριο γνώμη, την οποία υποστηρίζουν δέκα οκτώ (18) μέλη του Δικαστηρίου, από τα οποία ο Σύμβουλος Κωνσταντίνος Κωστόπουλο με άλλη αιτιολογία, τα δέκα επτά (17) μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι ο Πρόεδρος Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, οι Αντιπρόεδροι Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Ελένη Φώτη και Κωνσταντίνος Κανδρής, οι Σύμβουλοι Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωρ¬γία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππα και Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, δέχονται ότι οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακροάσεως (άρθρο 20 παρ. 2 του Σ), που προβάλλεται για πρώτη φορά με το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, είναι, απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθότι η παραβίαση του ως άνω δικαιώματος ακρόασης μπορεί να προταθεί το πρώτον κατ’ αναίρεση, εάν αυτό προκύπτει από το πραγματικό της προσβαλλόμενης απόφασης, πλην όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση η παραβίαση του εν λόγω δικαιώματος δεν προκύπτει από το περιεχόμενο (πραγματικό) της προσβαλλομένης απόφασης. Περαιτέρω, το γεγονός ότι η υποχρέωση της προηγούμενης ακρόασης επιβάλλεται στη Διοίκηση από συνταγματική διάταξη και αποτελεί αντιστοίχως ατομικό δικαίωμα των ενδιαφερομένων, δεν συνεπάγεται και την υποχρέωση των Δικαστηρίων να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως την τήρηση του συνταγματικού αυτού κανόνα. Η κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος υποχρέωση των Δικαστηρίων «να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα» αφορά αποκλειστικά την ουσιαστική συνταγματικότητα της εφαρμοστέας διάταξης νόμου και περιορίζεται η υποχρέωση αυτή στην εξέταση της συμφωνίας του εφαρμοστέου, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, νόμου προς το Σύ-νταγμα, δηλαδή στον έλεγχο του κύρους του κανόνα δικαίου, και δεν εκτείνεται στο διαφορετικό ζήτημα του ελέγχου της τήρησης των εφαρμοστέων συνταγματικών κανόνων κατά την έκδοση δι-οικητικών πράξεων. Ο Σύμβουλος Κωνσταντίνος Κωστόπουλος όμως είχε την ακόλουθη γνώμη: Η παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης (άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος) όχι μόνο μπορεί να προταθεί το πρώτον κατ’ αναίρεση, αλλά η ανάγκη εξασφάλισης της αποτελεσματικής επιβολής και εφαρμογής των συνταγματικών κανόνων επιτάσσει όπως ο δικαστής ελέγχει, κατ’ αρχήν, αυτεπαγγέλτως και το αν στη διαδικασία έκδοσης των προσβαλλόμενων ενώπιόν του διοικητικών πράξεων έχουν τηρηθεί και οι διαδικασίες που θεσπίζονται με συνταγματικές διατάξεις. Αυτό ισχύει κατ’ εξοχήν με τον τύπο της ακρόασης του διοικουμένου πριν την έκδοση δυσμενούς γι’ αυτόν διοικητικής πράξης, καθότι οι τύποι και οι διαδικασίες που καθιερώνονται από το Σύνταγμα, θεσπίζονται ως θεσμικές εγγυήσεις για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και εν γένει των ελευθεριών των πολιτών. Κατά τη γνώμη όμως πέντε (5) μελών της Ολομέλειας, ήτοι των Αντιπροέδρων Φλωρεντίας Καλδή και Γεωργίου Κωνσταντά, των Συμβούλων Θεοχάρη Δημακόπουλου, Διονυσίου Λασκαράτου και Μαρίας Βλαχάκη, οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακροάσεως (άρθρο 20 παρ. 2 του Σ), που προβάλλεται για πρώτη φορά με το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, είναι, απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, καθότι η παραβίαση του ως άνω δικαιώματος ακρόασης δεν μπορεί να προταθεί το πρώτον κατ’ αναίρεση. Πλην όμως η γνώμη αυτή δεν κράτησε.
VI. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατά πλειοψηφία απορρίπτει το λόγο αναίρεσης για παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης και ομόφωνα όλους τους λοιπούς λόγους αναίρεσης και συνεπώς η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως ουσία αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του παραβόλου αναίρεσης που κατατέθηκε για τη δίκη αυτή (άρθρα 56 παρ. 2 π.δ. 774/1980, 61 παρ. 3 και 117 π.δ. 1225/1981), απορριπτομένου του αιτήματος του αναιρε¬σείο¬ντος που ηττήθηκε για επιδίκαση δικαστικής δαπάνης ως μη νομίμου (άρθρο 123 του π.δ. 1225/ 1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3472/2006 σε συνδυασμό με το άρθρο 275 παρ. 1 του ΚΔιοικΔ).