ΕΣ Ολομ.728/2007,ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ,ΤΥΠΟΣ, ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ αρθ.66παρ.10 ΣΚ, προθεσμία εφέσεως και αναθεωρήσεως αρθ.29 πδ 774, ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΣ, ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ.

ΕΣ Ολομ

Ελεγκτικό Συνέδριο 728/2007 Ολομέλεια

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2006, με την ακόλουθη σύνθεση : Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Ι.ης Καραβοκύρης, Χ. Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Ι.ης Μπαλαφούτης, Κ. Κανδρής, Α. Τ.ς, Αντιπρόεδροι, Η.ς Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Φλωρεντία Καλδή (εισηγήτρια), Γεώργιος Κωνσταντάς, Διονύσιος Λασκαράτος, Μ. Ζυμής, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη και Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωργία Μαραγκού, Β. Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου και Ελένη Λυκεσά, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης και Ελένη Φώτη και οι Σύμβουλοι Ευφροσύνη Κραμποβίτη και Κ. Κωστόπουλος απουσίασαν δικαιολογημένα),
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας : Ανδρέας Καπερώνης, Επίτροπος, νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας Γ. Σχοινιωτάκη, που απουσίασε δικαιολογημένα,
Γραμματέας : Δήμητρα Παρασκευοπούλου, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
Για να δικάσει την από 2 Δεκεμβρίου 2004 (αριθ. κατάθ. 466/2004) για αναίρεση της 1250/2003 οριστικής αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του Η. Β. του Π., κατοίκου Α. (οδός Υ. 18- Κ. Τ.Κ. 10676), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ευστράτιου Κλούρα ( Α.Μ./ Δ.Σ.Α 6883).
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Π. Λαμπρόπουλου. 
Με τη 164/1998 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 4 του α.ν. 599/1968 του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους απορρίφθηκε αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος, ιατρού, καθηγητή του Τ.Ε.Ι. Αθήνας, για αναγνώριση ως συντάξιμης της προϋπηρεσίας του ως έμμισθου ειδικευόμενου βοηθού στην Πανεπιστημιακή κλινική του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αττικής «Κ.Α.Τ» από 17.5.1971 έως 1.7.1973 . Ακολούθως, με την 2/13.1.2000 πράξη της ίδιας ως άνω Επιτροπής απορρίφθηκε η από 17.6.1999 αίτησή του για αναθεώρηση της πράξης αυτής.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 1250/2003 απόφαση του ΙΙ Τμήματος απορρίφθηκε η από 18.5.2001 έφεση του ίδιου, κατά μεν το μέρος που στρεφόταν κατά της 164/1998 πράξεως της ως άνω Επιτροπής, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, κατά δε το μέρος που στρεφόταν κατά της 2/13.1.2000 πράξης, ως αβάσιμη στην ουσία της.
Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της αίτησης. 
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, εκτός από τη Σύμβουλο Ασημίνα Σαντοριναίου που απουσίασε λόγω κωλύματος και τη Σύμβουλο Ελένη Λυκεσά που αποχώρησε από τη συνεδρίαση, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν.1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Η υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητείται η αναίρεση της 1250/2003 οριστικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα. Επομένως, αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία και καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο (με τα ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου 1602878, 825487 και 1725739) είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των ως κατωτέρω λόγων της, κατά αντιμωλία των διαδίκων . 
ΙΙ. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει απ’ αυτήν, απορρίφθηκε η έφεση του αναιρεσείοντος, Ιατρού, Καθηγητή του Τ.Ε.Ι Αθήνας, το μεν ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της 164/1998 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 4 του α.ν. 599/1968 του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, απορριπτικής αιτήσεώς του για αναγνώριση ως συντάξιμης της προϋπηρεσίας του ως έμμισθου ειδικευόμενου βοηθού στη Πανεπιστημιακή Κλινική του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αττικής «ΚΑΤ» από 17.5.1971 έως 1.7.1973, το δε ως αβάσιμη κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της 2/13.1.2000 πράξεως της ίδιας Επιτροπής, απορριπτικής, επίσης, αιτήσεώς του για αναθεώρηση της πρώτης (164/1998) πράξεως. Ήδη, ο αναιρεσείων, παραδεκτώς (άρθρ. 109 – 117 π.δ. 1225/1981) με την ένδικη αίτησή του και κατ’ ορθή εκτίμηση αυτής διώκει την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης : 1) για εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διεπουσών την επίδικη υπόθεση ουσιαστικών διατάξεων και 2) για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη αιτίαση α) της μη νόμιμης σύνθεσης της Επιτροπής που εξέδωσε την εκκληθείσα πράξη (2/2000), καθόσον τρία από τα πέντε μέλη της που έκριναν την αίτησή του για αναθεώρηση της 164/1998 πράξης της Επιτροπής αυτής μετείχαν στην σύνθεση της ίδιας Επιτροπής από την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω πράξη (παράβαση αρχής αμεροληψίας- άρθρο 7 ν.2690/1999) και β) της ανεπαρκούς αιτιολογίας αυτής, κατά τα ως κατωτέρω ειδικότερα εκτιθέμενα, ώστε να αναγνωριστεί ως συντάξιμη και η ανωτέρω προϋπηρεσία του και στη συνέχεια να αυξηθεί η καταβαλλόμενη σ’ αυτόν σύνταξη. 
ΙΙΙ. Ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979 και ήδη π.δ. 166/2000) ορίζει στο άρθρο 14 παρ. 3 (άρθρο 3 παρ. 2 α.ν. 599/1968) ότι : «Ο καθορισμός της συντάξιμης υπηρεσίας πολιτικών υπαλλήλων και στρατιωτικών, που προβλέπεται από τους νόμους που ισχύουν, γίνεται με τη διαδικασία του άρθρου 66 παρ. 1 και 2 αυτού του Κώδικα, όταν αυτοί είναι στην υπηρεσία. Με την ίδια διαδικασία καθορίζεται και αν προϋπηρεσία υπαλλήλου ή στρατιωτικού που είναι στην ενέργεια, υπολογίζεται σαν συντάξιμη στις περιπτώσεις που γεννώνται αμφιβολίες για το θέμα αυτό σχετικά με τον υπολογισμό του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας» και στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου (άρθρο 14 παρ. 3 α.ν. 1854/1951, όπως ισχύει μετά το άρθρο 4 παρ. 1 – 13 α.ν. 599/1968, σε συνδυασμό. με τα άρθρα 63 και 230 π.δ. 636/1977 και τα άρθρα 8 παρ. 3 ν. 2592/1998 και 2 παρ. 16 ν. 2703/1999) ότι : «Σε περίπτωση που υπάρχει αδυναμία για την έγγραφη απόδειξη από επίσημα στοιχεία οποιασδήποτε συντάξιμης, σύμφωνα με το νόμο, υπηρεσίας, το τμήμα που δεν μπορεί να αποδειχθεί από επίσημα στοιχεία προσδιορίζεται με πράξη Επιτροπής η οποία αποτελείται από το Γενικό Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ως Πρόεδρο, που αναπληρώνεται από … και από δύο Προϊσταμένους Διευθύνσεων Συντάξεων ως μέλη, που αναπληρώνονται από …. Η πράξη που εκδίδεται από την παραπάνω Επιτροπή είναι υποχρεωτική, υπόκειται όμως σε αναθεώρηση στην ίδια Επιτροπή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοσή της από τον Υπουργό Οικονομικών ή από την κοινοποίησή της από τον ενδιαφερόμενο …. Κατά των παραπάνω πράξεων επιτρέπεται η άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης ενώπιον του οικείου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου είτε από τον Υπουργό Οικονομικών είτε από τον ενδιαφερόμενο μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την έκδοση της πράξης για τον πρώτο και από την κοινοποίησή της για το δεύτερο. Για την άσκηση, συζήτηση και εκδίκαση της παραπάνω έφεσης, καθώς και για τα ένδικα μέσα για την απόφαση που εκδίδεται σχετικά με την έφεση, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις που ισχύουν για τον Οργανισμό του Ελεγκτικού Συνεδρίου…. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την αναγνώριση των προϋπηρεσιών των περιπτώσεων λα΄ και μη΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Κώδικα αυτού».

Περαιτέρω, από το άρθρο 50 παρ. 1 και 3 του π.δ. 1225/1981 «περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄, 304) προκύπτει ότι η έφεση ασκείται εντός των προθεσμιών που ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 30, 53 και 54 του π.δ. 774/1980 ή οι ειδικές διατάξεις που θεσπίζουν εκάστοτε το ένδικο μέσο της εφέσεως και ότι η εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην υπό κρίση υπόθεση, το δικάσαν (ΙΙ) Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δέχθηκε, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, α) ότι το δικόγραφο της ασκηθείσας από τον ήδη αναιρεσείοντα ενώπιον του άνω Τμήματος από 18-5-2001 έφεσης κατά των 164/1998 και 2/2000 πράξεων της Επιτροπής του άρθρου 4 του α.ν. 599/1968 του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κατατέθηκε στη Γραμματεία του Τμήματος στις 24.5.2001 και β) ότι το έγγραφο κοινοποίησης της πρώτης εκ των ως άνω πράξεων ( 164/6.10.1998) στον τότε εκκαλούντα φέρει ημερομηνία 30.11.1998 και σύμφωνα με το τεκμήριο γνώσης που καθιερώνει το άρθρο 66 παρ. 10 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (Σ.Κ.) θεωρείται ότι η πράξη αυτή κοινοποιήθηκε στον αναιρεσείοντα την εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο της κοινοποίησης δηλ. στις 30.1.1999, γεγονός από το οποίο τεκμαίρεται ότι τουλάχιστον από την ημερομηνία αυτή είχε λάβει πλήρη γνώση τόσο της πράξης, όσο και του περιεχομένου της, δηλ. σε χρόνο πολύ προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης έφεσης, και στη συνέχεια έκρινε ότι η έφεση αυτή ήταν απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, δηλ. κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της 164/1998 πράξης της Επιτροπής του άρθρου 4 του α.ν. 599/1968, με την οποία είχε απορριφθεί το αίτημά του για αναγνώριση ως συντάξιμου του χρόνου της άνω προϋπηρεσίας του από 17.5.1971 έως 1.7.1973. Με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά και ενόψει του γεγονότος ότι ούτε από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του π.δ. 1041/1979, ούτε από άλλη διάταξη νόμου (με εξαίρεση εκείνη της παρ. 8 του άρθρου 29 του π.δ. 774/1980, που ορίζει ότι, όταν ασκηθεί αναθεώρηση κατά πράξεων του Συνεδρίου παρατείνεται η προθεσμία για την άσκηση εφέσεως κατά των αυτών πράξεων επί εξήντα ακόμη ημέρες) προκύπτει ότι η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά πράξεως της άνω Επιτροπής διακόπτεται από την τυχόν ασκηθείσα εντός της προθεσμίας αυτής αίτηση αναθεώρησης κατά της ιδίας πράξεως και αρχίζει νέα ετήσια προθεσμία από την έκδοση της κατ’ αναθεώρηση πράξεως, ορθά το Τμήμα, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε, ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, την ένδικη έφεση, κατά το μέρος που αυτή στρεφόταν κατά της 164/1998 πράξεως της άνω Επιτροπής και δεν παραβίασε ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, τ’ αντιθέτως δε υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τ’ ανωτέρω ισχύουν ακόμη και σε περίπτωση εφαρμογής της παρ. 8 του άρθρου 29 του π.δ. 774/1980 (την οποία, σημειωτέον, ούτε και ο αναιρεσείων επικαλείται), αφού κατά την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη Γραμματεία του Τμήματος (24.5.2001) είχε ήδη παρέλθει όχι μόνο η αρχική προθεσμία του ενός έτους για την άσκησή της (30.1.1999), αλλά και η κατά τ’ ανωτέρω παραταθείσα (30.3.1999). 
IV. Σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 περίπτωση μη΄ (η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 978/1979 και αντικαταστάθηκε, διαδοχικά, από την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 1379/1983, την παράγραφο 2 του άρθρου 8 του ν. 1813/1988 και την παράγραφο 10 του άρθρου 2 του ν. 2703/1999) του ανωτέρω Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, λογίζεται ως συντάξιμη και προσμετρείται στη λοιπή συντάξιμη υπηρεσία η προγενέστερη υπηρεσία των μελών του Διδακτικού – Ερευνητικού Προσωπικού των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.) σε ομοταγή Α..Ε.Ι. ή Ερευνητικά Κέντρα διεθνούς κύρους της αλλοδαπής με την ιδιότητα του τακτικού ή έκτακτου ή επίκουρου καθηγητή ή καθηγητή με τίτλο ισότιμο με τους τίτλους αυτούς ή υφηγητή ή λέκτορα ή επιμελητή ή βοηθού ή ερευνητή ή επιστημονικού συνεργάτη και η ερευνητική του προϋπηρεσία σε Α.Ε.Ι. ή σε Κέντρα Ερευνών διεθνούς κύρους της Χώρας μας. Η προϋπηρεσία αυτή αναγνωρίζεται εφόσον : α) είναι διάρκειας τουλάχιστον ενός πλήρους έτους, β) έχει παρασχεθεί με αμοιβή μετά από διοριστήριο έγγραφο ή σύμβαση εργασίας, γ) έχει παρασχεθεί μετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου σπουδών και δ) δεν καταβλήθηκε γι’ αυτήν εφάπαξ παροχή και δεν χρησιμοποιήθηκε, ούτε θα χρησιμοποιηθεί, στη χώρα που παρασχέθηκε για συνταξιοδοτικούς σκοπούς.

Για την αναγνώριση της διάρκειας της προϋπηρεσίας της περίπτωσης αυτής αποφαίνεται η Επιτροπή του άρθρου 4 του α.ν. 599/1968 (βλέπ. ανωτέρω σκέψη ΙΙΙ), στην οποία μετέχουν, ειδικά για την περίπτωση αυτή και δύο προϊστάμενοι διεύθυνσης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 3 του π.δ. 774/1980 «Περί του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ Α΄, 189) [ βλ. και άρθρο 8 παρ. 12 του α.ν. 2414/1940 όμοιο με άρθρο 29 του Οργανισμού του Ε.Σ.], η αίτηση αναθεώρησης επιτρέπεται : α) λόγω πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα, β) αν προσαχθούν νέα κρίσιμα έγγραφα, γ) αν η πράξη στηρίχθηκε σε καταθέσεις μαρτύρων που καταδικάστηκαν για ψευδορκία ή απαλλάχθηκαν μεν, η ψευδομαρτυρία όμως αναγνωρίστηκε δικαστικά και δ) αν η πράξη στηρίχθηκε σε πλαστά έγγραφα, εφόσον η πλαστογραφία αναγνωρίστηκε οπωσδήποτε δικαστικά έστω και στο σκεπτικό της δικαστικής απόφασης ή του οικείου βουλεύματος.

Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό και με εκείνες της παρ. 4 του άρθρου 14 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα που προπαρατέθηκαν (σκέψη ΙΙΙ) προκύπτει ότι οι πράξεις της Επιτροπής του άρθρου 4 του α.ν. 599/1968, με τις οποίες γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται αίτημα για την αναγνώριση ως συντάξιμης οποιασδήποτε προϋπηρεσίας (επομένως και της ερευνητικής προϋπηρεσίας που παρασχέθηκε από καθηγητή Τ.Ε.Ι. σε ομοταγή Α.Ε..Ι. ή Ερευνητικά Κέντρα διεθνούς κύρους της Χώρας μας με τις προεκτεθείσες ιδιότητες), εφόσον η προϋπηρεσία αυτή είναι τουλάχιστον ενός έτους, υπόκεινται σε αναθεώρηση ενώπιον της ίδιας Επιτροπής. Για το παραδεκτό της αίτησης αναθεώρησης απαιτείται αυτή να έχει ως έρεισμα κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους στην παράγραφο 3 του άρθρου 29 του π.δ. 774/1980 λόγους ( όμοιο άρθρο 8 παρ. 12 του α.ν. 2414/1940), μεταξύ των οποίων είναι η πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα και η προσαγωγή νέων κρίσιμων εγγράφων. Ειδικότερα, πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα που μπορεί να δικαιολογήσει την αναθεώρηση πράξης της άνω Επιτροπής υφίσταται στις περιπτώσεις παραλείψεων ή παραδρομών της Επιτροπής δια της παραδοχής ανύπαρκτων αποδεικτικών στοιχείων ή δια της αγνοήσεως υπαρκτών, με συνέπεια τη συναγωγή εσφαλμένου συμπεράσματος. Σε καμία όμως περίπτωση δεν εμπίπτει στην έννοια της πλάνης αυτής ούτε η εσφαλμένη εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, αφού τότε πρόκειται για νέα εκτίμηση αυτών, ούτε η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή του νόμου, η οποία μόνο με έφεση μπορεί να θεραπευθεί. Ως νέα δε κρίσιμα έγγραφα για την αναθεώρηση είναι έγγραφα έγκυρα με αποδεικτική ισχύ στην υπόθεση που κρίθηκε, τα οποία δεν είχαν προσκομισθεί αρχικά, αλλά, είτε υπήρχαν πριν από την έκδοση της πράξης και ήταν άγνωστα ή ανέφικτη η προσκόμισή τους, είτε ανακαλύφθηκαν μετά την έκδοση της πράξης και βεβαιώνουν προϋπάρχοντα αυτής πραγματικά γεγονότα, με την προϋπόθεση ότι αυτά μπορούν να ασκήσουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της υπόθεσης, με την έννοια ότι αν η Επιτροπή τα είχε υπόψη της και τα εκτιμούσε προσηκόντως θα κατέληγε σε διαφορετική κρίση από εκείνη στην οποία κατέληξε με την προσβαλλόμενη πράξη της (Ολομ. Ε.Σ. 1948/2004, 149/1994, 436/1987, 792/1982).
V. Στην υπό κρίση υπόθεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του το ΙΙ Τμήμα δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα :Ο αναιρεσείων, ιατρός, Καθηγητής ΤΕΙ Αθήνας, με αίτησή του ( 19-4-1988) στην τότε αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 1 ν.δ. 302/1974 ζήτησε να του αναγνωρισθούν ως συντάξιμες προϋπηρεσίες του στην αλλοδαπή ( σε διάφορα νοσοκομεία του Λονδίνου) με την ιδιότητα του Βοηθού και Επιμελητή, οι οποίες και αναγνωρίσθηκαν (βλ. απόφαση της προαναφερόμενης Επιτροπής Β2/1565/88/2-3-1990). Ακολούθως, με συμπληρωματική αίτηση στην ίδια ως άνω Επιτροπή ο αναιρεσείων ζήτησε να του αναγνωρισθούν ως συντάξιμες και οι προϋπηρεσίες του στην ημεδαπή και ειδικότερα εκείνη που διανύθηκε στο Νοσοκομείο Ατυχημάτων « ο Α. Π.» ( μετέπειτα ΚΑΤ) με την ιδιότητα του έμμισθου ειδικευόμενου Βοηθού από 17-5-1971 έως 1-7-1973 και του Επιμελητή από 1-2-1981 έως 17-8-1983, εκ των οποίων αναγνωρίσθηκε μόνο η τελευταία η παρασχεθείσα με την ιδιότητα του Επιμελητή, και επί πλέον αναγνωρίσθηκε ότι το ως άνω Νοσοκομείο είναι Κέντρο Έρευνας Διεθνούς Κύρους( βλ. απόφαση της ίδιας Επιτροπής Β2 1295/18-6-1994). Στη συνέχεια, μετά από νέα αίτηση του αναιρεσείοντος στην Επιτροπή ήδη του άρθρου 4 του α.ν. 599/1968 απορρίφθηκε με την 164/1998 πράξη της το αίτημά του για αναγνώριση της ως άνω προϋπηρεσίας του στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Νοσοκομείου «ΚΑΤ», ως έμμισθου ειδικευόμενου Βοηθού για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα (από 17-5-1971 έως 1-7-1973), με την αιτιολογία ότι «παρασχέθηκε πριν από την απόκτηση του διδακτορικού του διπλώματος (25-6-1987) ». Περαιτέρω, με την από 17-6-1999 αίτηση αναθεώρησης ο αναιρεσείων ζήτησε από την άνω Επιτροπή τη αναγνώριση της ίδιας προϋπηρεσίας του στο « ΚΑΤ», επισυνάπτοντας την από 16-2-1999 βεβαίωση του Νοσοκομείου αυτού στην οποία αναγραφόταν ότι «στις 17-5-1971 προσλήφθηκε ως ειδικευόμενος βοηθός στην Πανεπιστημιακή Κλινική προς απόκτηση ειδικότητας της Ορθοπεδικής με διετή θητεία….και αποδοχές του 8ου βαθμού της δημοσιοϋπαλληλικής κλίμακας…..την 18-5-1973 διαγράφηκε από την δύναμη προσωπικού λόγω παραίτησης». Με την εκκληθείσα πράξη απορρίφθηκε η ως άνω αίτηση αναθεώρησης με την αιτιολογία ότι οι αιτιάσεις που προέβαλε ο αναιρεσείων δεν στοιχειοθετούν νόμιμο λόγο αναθεώρησης της 164/6-10-1998 πράξης, ενώ περαιτέρω η αίτηση αυτή δεν συνοδεύεται από νέα κρίσιμα στοιχεία, δηλ. από στοιχεία τα οποία, αν είχαν τεθεί υπόψη της Επιτροπής, αυτή ( Επιτροπή) θα κατέληγε σε διαφορετική κρίση. Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα έκρινε ότι ορθά η ανωτέρω Επιτροπή απέρριψε την αίτηση του αναιρεσείοντος για αναθεώρηση της 164/1998 πράξης της, εφόσον το έγγραφο που προσκόμισε ο αναιρεσείων με την αίτηση αυτή δεν αποτελεί νέο κρίσιμο έγγραφο. Και τούτο γιατί, ναι μεν αυτό δεν είχε προσκομισθεί αρχικώς ενώπιον της Επιτροπής κατά την εξέταση του σχετικού αιτήματος του αναιρεσείοντος, πλην όμως δεν προκύπτει ότι δεν ήταν δυνατή η προσκόμισή του κατά το στάδιο αυτό, ενώ άλλωστε το συγκεκριμένο έγγραφο δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της υπόθεσης, αφού από το περιεχόμενό του δεν προκύπτει ότι η ως άνω προϋπηρεσία του ήταν ερευνητική (άρθρο 12 παρ. 1 περ. μη΄ Σ.Κ.) στο Νοσοκομείο «ΚΑΤ» που είναι Κέντρο Έρευνας Διεθνούς Κύρους. Μετά τις παραδοχές αυτές, το Τμήμα, απέρριψε στη συνέχεια την ανωτέρω έφεση, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της 2/2000 πράξης της άνω Επιτροπής, ως αβάσιμη. Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, το Τμήμα, απορρίπτοντας κατά το μέρος αυτό την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος ως αβάσιμη ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε (άρθρο 29 π.δ. 774/1980 και 8 παρ.12 α.ν. 2414/1940) και δεν παραβίασε ουδένα ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, διέλαβε δε στην προσβαλλόμενη απόφασή του σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες. Συνεπώς, οι λόγοι αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του νόμου και για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι το δικάσαν Τμήμα εσφαλμένα έκρινε ως εφαρμοστέο στην περίπτωσή του το άρθρο 12 παρ.1 περιπ. μη΄ του Σ.Κ (π.δ. 166/2000) όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 2 παρ. 10 εδαφ. α΄του ν 2703/1999, πρέπει να απορριφθεί διότι ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Δικαστήριο της ουσίας δεν έκρινε σχετικά με το ζήτημα αυτό, αλλά απέρριψε το αίτημά του, καθόσον δεν πληρούνταν οι υπό του νόμου που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της εκκληθείσας πράξης (άρθρο 11 περ. μη ΄ του π.δ.1041/979) τιθέμενες προϋποθέσεις, δηλ. η ως άνω προϋπηρεσία του ως έμμισθου ειδικευόμενου βοηθού στη Πανεπιστημιακή κλινική του Νοσοκομείου «ΚΑΤ» δεν ήταν «ερευνητική». Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι δεν είναι νόμιμη η σύνθεση της ως άνω Επιτροπής του άρθρου 4 του α.ν.599/1968 που εξέδωσε την εκκληθείσα πράξη (2/2000), καθόσον τρία από τα πέντε μέλη της μετείχαν και στην σύνθεση της ίδιας Επιτροπής από την οποία εκδόθηκε η πράξη της οποίας ζητείται η αναθεώρηση (164/1998), δηλ. πλήττεται η αρχή της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων( άρθρο 7 ν.2690/1999), είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον από τις εφαρμοστέες στην ένδικη υπόθεση διατάξεις του άρθρου 4 του α.ν. 599/1968 δεν προκύπτει τέτοιο κώλυμα συμμετοχής των μελών της εν λόγω Επιτροπής, δεδομένου ότι η ανωτέρω Επιτροπή όταν κρίνει επί αιτήσεως αναθεώρησης δεν αποφαίνεται σε δεύτερο βαθμό για το ίδιο ζήτημα με βάση τα ίδια πραγματικά γεγονότα, αλλά εκφέρει νέα κρίση με βάση νέα πραγματικά δεδομένα. Τέλος, αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι το δικάσαν Τμήμα δεν απάντησε σε ουσιώδη ισχυρισμό του, ότι δηλ. η ως άνω Επιτροπή με την εκκληθείσα πράξη της, παρέβη την υποχρέωση της Διοίκησης να τον ενημερώσει σχετικά με την δυνατότητα και τις προϋποθέσεις άσκησης ενδίκων βοηθημάτων κατά των πράξεων και αποφάσεων της, καθόσον η ανωτέρω υποχρέωση δεν προβλέπεται από καμία διάταξη νόμου και σε κάθε περίπτωση στο ίδιο το άρθρο 4 του α.ν. 599/1968 προβλέπεται ρητά η δυνατότητα άσκησης των ένδικων μέσων (αίτησης αναθεώρησης και έφεσης). 
VΙΙ. Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, η ένδικη αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του παραβόλου αναιρέσεως που κατατέθηκε για την άσκησή της (άρθρ. 61 παρ. 3 και 117 του π.δ. 1225/1981).
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων
Απορρίπτει την από 2-12-2004 αίτηση του Η. Β. του Π., για αναίρεση της 1250/2003 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και