ΕΣ Ολομ. 741/2010, ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ, ΘΥΓΑΤΕΡΑ ΑΓΑΜΗ ΚΑΙ ΕΓΓΑΜΗ ΙΣΟΤΗΤΑ, Για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης από μεταβίβαση της διαζευγμένης θυγατέρας η πρόβλεψεη του 40ου έτους δεν είναι αντισυνταγματική διάκριση σε σχέση με τις ανύπαντρες θυγατέρες

ΕΣ Ολομ

ΕΣ Ολομ. 741/2010
Περίληψη

Συνταγματικότητα ρύθμισης – Συντάξεις δημοσίου – Διαζευγμένη θυγατέρα -. Για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης από μεταβίβαση της διαζευγμένης θυγατέρας αποβιώσαντος πολιτικού υπαλλήλου ή συνταξιούχου απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά στο πρόσωπό της εκτός των άλλων προβλεπομένων προϋποθέσεων και η συμπλήρωση του τεσσαρακοστού (40ού) έτους της ηλικίας της κατά την 31.12.1986. Δεν αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας σε σχέση με τις άγαμες θυγατέρες, ούτε στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος.

1. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 186/2006 οριστικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, αφού καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (2620059, 2032686, 2032686, 2032685, 2032688, 2032687 και 2412161 Σειράς Α΄ ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου), αυτή είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά της κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

2. Με την κρινόμενη αίτηση η αναιρεσείουσα επιδιώκει την ακύρωση της πληττόμενης απόφασης προβάλλοντας εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 5 παρ. 1 περ. γ΄ εδ. δδ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000) σε συνδυασμό α) με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, με την ειδικότερη αιτίαση της αντίθεσής του προς την αρχή της ισότητας, αφού για την κατοχύρωση δικαιώματος σύνταξης από τη διαζευγμένη θυγατέρα απαιτούνται, σε αντίθεση με την άγαμη και χωρίς να συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος, ηλικιακές προϋποθέσεις, αν και για τις δύο κατηγορίες θυγατέρων ως δικαιολογητικός λόγος συνταξιοδότησης παραμένει η έλλειψη έγγαμης σχέσης και β) με το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος με την ειδικότερη αιτίαση ότι η διαζευγμένη θυγατέρα ως άπορη δικαιούται της ίδιας προστασίας με την άγαμη θυγατέρα.

3. Ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000) ορίζει, στο άρθρο 5 παρ. 1 περ. γ΄ (άρθρο 1 ν.δ. 666/1970, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1654/1986), ότι: «1. Δικαίωμα σε σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο έχουν: α) … γ) Η διαζευγμένη θυγατέρα εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις: αα) ο γάμος να λύθηκε με κοινή υπαιτιότητα ή με υπαιτιότητα του συζύγου … ββ) Να μην έχει μηνιαίο εισόδημα από το Δημόσιο … μεγαλύτερο από το κατώτατο όριο σύνταξης του Δημοσίου, … Επίσης να μην έχει … φορολογητέο εισόδημα … μεγαλύτερο από το παραπάνω … όριο. γγ) Να μην παίρνει άλλη σύνταξη και να μην έχει ασφαλισθεί για σύνταξη σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας σύνταξης. δδ) Κατά την 31 Δεκεμβρίου 1986 να έχει συμπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας της».

4. Κατά τις ανωτέρω διατάξεις, για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης από μεταβίβαση, από το Δημόσιο Ταμείο, υπέρ της διαζευγμένης θυγατέρας αποβιώσαντος πολιτικού υπαλλήλου ή συνταξιούχου απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά στο πρόσωπό της όλες οι οριζόμενες από το νόμο προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η συμπλήρωση του τεσσαρακοστού (40ού) έτους της ηλικίας της κατά την 31.12.1986. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση σηματοδοτεί την προοδευτική κατάργηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος των διαζευγμένων θυγατέρων και ως εκ τούτου διαφοροποιεί ριζικά το καθεστώς συνταξιοδότησής τους σε σχέση με αυτό των αγάμων, οι οποίες εξακολουθούν, εφόσον έλκουν δικαίωμα από υπαλλήλους που προσλήφθηκαν μέχρι 31.12.1982, να δικαιούνται σύνταξη από μεταβίβαση ανεξαρτήτως ηλικίας (άρθρο 5 παρ. 1 περ. β΄ και 4 του π.δ. 166/2000) και επομένως να τυγχάνουν ευνοϊκότερης αντιμετώπισης από το νομοθέτη. Η διαφοροποίηση όμως αυτή δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία καθιερώνεται υποχρέωση του νομοθέτη για ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή από ουσιωδώς όμοιες συνθήκες, γιατί οι διαζευγμένες θυγατέρες αποτελούν διακεκριμένη κατηγορία μεταξύ των προσώπων που δικαιούνται σύνταξη από μεταβίβαση από το Δημόσιο Ταμείο, μετά το θάνατο υπαλλήλου ή συνταξιούχου, εντελώς διαφορετική σε σύγκριση με τις άγαμες. Ειδικότερα, οι διαζευγμένες θυγατέρες τελούν σε διαφορετική οικογενειακή κατάσταση, αφού, λόγω του γάμου τους, εξήλθαν και αποκόπηκαν οριστικά από την πατρική τους οικογένεια, στην οποία δεν επανεντάσσονται σε περίπτωση μεταγενέστερης διάζευξής τους, με συνέπεια να μην απολαμβάνουν αυτόματα ως μέλη της, αλλά μόνο υπό τις ειδικές προϋποθέσεις που θέτει κάθε φορά ο νομοθέτης τις ασφαλιστικές παροχές που εξαρτώνται από τη σχέση τους με το θανόντα γονέα τους. Αντίθετα, οι άγαμες θυγατέρες ουδέποτε απομακρύνθηκαν από τον πατρικό οίκο και αποτελούσαν διαρκώς μέλη της οικογένειας που ο αποβιώσας υπάλληλος ή συνταξιούχος συντηρούσε και προστάτευε μέχρι το θάνατό του και ως εκ τούτου, ως τέτοια, απολαμβάνουν στη συνέχεια και τη σχετική ασφαλιστική προστασία. Επομένως, αποτελούν διαφορετική κατηγορία σε σχέση με τις διαζευγμένες θυγατέρες, παρόλο που και οι δύο χαρακτηρίζονται από την έλλειψη έγγαμης σχέσης. Περαιτέρω, η θέση, εκ μέρους του νομοθέτη, του 40ου έτους της ηλικίας των διαζευγμένων θυγατέρων ως χρονικού σημείου μεταβολής του συνταξιοδοτικού καθεστώτος και αποκλεισμού από τη συνταξιοδότηση όσων από αυτές δεν το είχαν συμπληρώσει κατά το χρόνο της μεταβολής, δεν παρίσταται αυθαίρετη και αδικαιολόγητη, αφού, με βάση τα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο θέσπισής του, οι γυναίκες που δεν είχαν συμπληρώσει την ηλικία αυτή είχαν πραγματική δυνατότητα για επαγγελματική αποκατάσταση και εξασφάλιση ίδιου συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Τέλος, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. γ΄ εδ. δδ του π.δ. 166/2000 δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο το κράτος παίρνει ειδικά μέτρα για την περίθαλψη των απόρων, γιατί κατά την έννοια του άρθρου αυτού, που αποτελεί ειδική έκφανση του κοινωνικού κράτους δικαίου, ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται να θεσπίζει μέτρα κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας και να εξασφαλίζει ελάχιστα όρια διαβίωσης στις ευπαθείς ομάδες και όχι να παρέχει συνταξιοδοτικά δικαιώματα από μεταβίβαση, με τις ίδιες μάλιστα προϋποθέσεις όπως και σε άλλες κατηγορίες συνταξιούχων. Στα πλαίσια αυτά σε περίπτωση απορίας της διαζευγμένης θυγατέρας εφαρμόζονται και για αυτήν οι γενικές προστατευτικές διατάξεις για τους στερούμενους εισοδήματος πολίτες και επομένως χορηγούνται σ’ αυτήν οι σχετικές παροχές κοινωνικής πρόνοιας και δεν δικαιολογείται για το λόγο αυτό η επανένταξή της στην πατρική της οικογένεια και η αναγνώριση υπέρ της συνταξιοδοτικού δικαιώματος ίδιας έκτασης και με τις ίδιες προϋποθέσεις με αυτό που αναγνωρίζεται στα λοιπά μέλη της οικογένειας αυτής, όπως είναι η άγαμη θυγατέρα (ΕΣ Ολ. 890/2005, 540/2004, 448/2002, ΙΙ Τμ. 129/2001).

5. Στην υπό κρίση υπόθεση από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ότι η αναιρεσείουσα, διαζευγμένη θυγατέρα του αποβιώσαντος στις 20.7.2002 πολιτικού συνταξιούχου …, τέως υπαλλήλου των ΕΛ.ΤΑ., γεννήθηκε στις 18.10.1948. Ότι ο γάμος με τον … που τελέσθηκε στις 23.6.1968 λύθηκε με την 1408/1971 απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης, ενώ στη συνέχεια τέλεσε δεύτερο γάμο στις 18.11.1977 με τον … ο οποίος λύθηκε συναινετικά με την 17202/1994 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης. Ότι αίτησή της, για κανονισμό σύνταξης από μεταβίβαση από το Δημόσιο Ταμείο, απορρίφθηκε, με την 13598/7.10.2002 πράξη της 43ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την αιτιολογία ότι δεν είχε συμπληρώσει, κατά την 31η Δεκεμβρίου 1986, το 40ο έτος της ηλικίας της. Στη συνέχεια έφεση της ίδιας κατά της πράξης αυτής απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και με την ίδια αιτιολογία. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε αφενός ότι η διαφοροποίηση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης της διαζευγμένης θυγατέρας σε σχέση με το καθεστώς που διέπει την άγαμη θυγατέρα, δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και περαιτέρω ότι σε περίπτωση απορίας δεν είναι επιτρεπτή η επέκταση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων πέραν των ηλικιακών ορίων που καθορίζονται νομοθετικά. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, κατά τα οποία το άρθρο 5 παρ. 1 περ. γ΄ του π.δ.166/2000 δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος, το Τμήμα ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου αυτού και επομένως η κρίση του είναι νόμιμη και όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

6. Μετά από αυτά η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του παραβόλου αναιρέσεως που κατατέθηκε (άρθρο 56 του π.δ. 774/1980).

Για τους λόγους αυτούς

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά της 186/2006 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου αυτού.