ΕΣ 1/13, Ολομ. ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ (ά. 6 έως 12 του ν. 1738/1987 ) ΒΟΥΛΕΥΤΗ, αίτηση του Γ Επιτρόπου απορρίφθηκε διότι 7.095.463,46€ ναι μεν βρέθηκαν στο λογαριασμό του αλλά αυτός δεν απέκτησε όφελος διότι ενήργησε ως αχυράνθρωπος υπέρ του εργοδότη του (μειοψ.).

ΕΣ Ολομ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 1/2013

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιουνίου 2011, με την ακόλουθη σύνθεση : Ιωάννης Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς και Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδροι, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ευάγγελος Νταής, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος (εισηγητής), Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης, Αντώνιος Κατσαρόλης, Χριστίνα Ρασσιά, Βιργινία Σκεύη, Κωνσταντίνος Εφεντάκης και Αγγελική Μαυρουδή, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης, Θεοχάρης Δημακόπουλος και Ανδρονίκη Θεοτοκάτου και οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Άννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη και Θεολογία Γναρδέλλη απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Διονύσιος Λασκαράτος.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 10 Ιουνίου 2010 (αριθμ. καταθ. 317/10.6.2010) για αναίρεση της 926/2010 οριστικής απόφασης του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας.
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που παραστάθηκε με τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου Κωνσταντίνο Κατσούλα και
κατά του …, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Τριανταφυλλάκη (Α.Μ./Δ.Σ.Α.:9774).
Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, με την από 14 Οκτωβρίου 2005 αίτησή του, ζήτησε να καταλογιστεί ο τότε καθ’ ου και ήδη αναιρεσίβλητος, τέως βουλευτής, με το ποσό των 7.095.463,46 ευρώ, διότι, σύμφωνα με το οικείο πόρισμα της Επιτροπής Ελέγχου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και συνασπισμών κομμάτων, των υποψήφιων βουλευτών και των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών, δεν αποδείχθηκε η νόμιμη προέλευση ισόποσου περιουσιακού οφέλους, που φέρεται ότι απέκτησε κατά τη διάρκεια του έτους 1999, δηλαδή εντός τριετίας από την απώλεια της βουλευτικής του ιδιότητας.
Με την 926/2010 οριστική απόφαση του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απορρίφθηκε η ως άνω αίτηση του Γενικού Επιτρόπου και ορίστηκε να διαβιβασθεί αντίγραφο της απόφασης αυτής στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Με την αίτηση αναίρεσης που κρίνεται ζητείται η αναίρεση της προαναφερθείσας απόφασης του V Τμήματος για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον αναιρεσείοντα Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο που ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που ζήτησε την παραδοχή αυτής.
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσίβλητου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με την παρουσία των δικαστών που έλαβαν μέρος στην συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τους Αντιπροέδρους Νικόλαο Αγγελάρα και Γεώργιο Κωνσταντά, καθώς και τους Συμβούλους Ευάγγελο Νταή, Γεωργία Μαραγκού και Γεωργία Τζομάκα που απουσίασαν λόγω κωλύματος.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :

Ι. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το βάσιμο των λόγων αυτής.
ΙΙ. Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται να αναιρεθεί η 926/2010 οριστική απόφαση του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκε η από 14 Οκτωβρίου 2005 αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο για καταλογισμό του καθού η αίτηση, τέως βουλευτή, με το ποσό των 7.095.463,46 ευρώ, διότι, σύμφωνα με το οικείο πόρισμα της Επιτροπής Ελέγχου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και συνασπισμών κομμάτων, των υποψήφιων βουλευτών και των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών, δεν αποδείχθηκε η νόμιμη προέλευση ισόποσου περιουσιακού οφέλους, που φέρεται ότι απέκτησε κατά τη διάρκεια του έτους 1999, δηλαδή εντός τριετίας από την απώλεια της βουλευτικής του ιδιότητας. Ως λόγοι αναίρεσης προβάλλονται: α) εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελής εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 19, 24, 26 και 29 του ν.2429/1996 που διέπουν την επίδικη υπόθεση και β) πλημμελής αιτιολογία, η οποία δεν μπορεί να στηρίξει την τελική κρίση της πληττόμενης απόφασης, με αποτέλεσμα αυτή να εμφανίζεται αυθαίρετη και απλώς ψευδοσυμπερασματική, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας.
III. Με τις διατάξεις των άρθρων 6 έως 12 του ν. 1738/1987 (Α΄ 200), οι οποίες στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν από τις αντιστοίχου περιεχομένου διατάξεις των άρθρων 24, 25 και 26 του ν. 2429/1996 (Α΄ 155), θεσπίστηκε υποχρέωση υποβολής ετήσιας δήλωσης περιουσιακής κατάστασης σε κατηγορίες κρατικών λειτουργών, δημοσίων υπαλλήλων και λοιπών υπόχρεων προς τούτο προσώπων, ιδρύθηκαν δε όργανα ελέγχου και επαλήθευσης των δηλώσεων αυτών. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με την εισηγητική έκθεση που συνόδευε τα σχετικά σχέδια νόμου καθώς και τις συζητήσεις που διεξήχθησαν κατά τη διαδικασία ψήφισής τους στη Βουλή, προκύπτει ότι ο νομοθέτης, επιδιώκοντας τον περιορισμό της διαφθοράς στο δημόσιο εν γένει βίο και την πάταξη των αθέμιτων, επί ζημία του δημοσίου, συναλλαγών από κρατικούς λειτουργούς και δημόσιους υπαλλήλους, θέσπισε και οργάνωσε μια διαδικασία ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των προσώπων αυτών, οι οποίοι, κατέχοντες κρίσιμες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, δύνανται, επωφελούμενοι της ιδιότητάς τους, να προσπορίσουν στον εαυτό τους ή σε τρίτους αθέμιτο περιουσιακό όφελος. Για το λόγο αυτό ο νομοθέτης αφενός μεν επέβαλε στις ως άνω κατηγορίες προσώπων την υποχρέωση για ετήσια υποβολή δηλώσεων περί των κατεχομένων από τα πρόσωπα αυτά κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, αφετέρου δε θέσπισε όργανα ελέγχου και επαλήθευσης των δηλώσεων αυτών. Σε περίπτωση που κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι δεν δύναται να δικαιολογηθεί η προέλευση περιουσιακών στοιχείων, που αποκτήθηκαν από τον ελεγχόμενο ή τα μέλη της οικογένειάς του (σύζυγο και ανήλικα τέκνα) κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, προβλέπονται εις βάρος του τελευταίου ποινικές και χρηματικές κυρώσεις. Οι χρηματικές κυρώσεις συνίστανται στον καταλογισμό του ελεγχομένου με χρηματικό ποσό ισάξιο του περιουσιακού οφέλους, του οποίου δεν δικαιολογείται η νόμιμη προέλευση. Κατά συνέπεια, το αδικαιολόγητο της προέλευσης των περιουσιακών στοιχείων που απέκτησε ο ελεγχόμενος κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, σε συνδυασμό με το ότι εκ της κατοχής κρίσιμης θέσης στον κρατικό μηχανισμό είχε τη δυνατότητα να επωφεληθεί της ιδιότητάς του, τεκμαίρεται από το νομοθέτη ότι το μη δυνάμενο να δικαιολογηθεί περιουσιακό όφελος προέρχεται από τη διάπραξη αθέμιτων σε βάρος και επί ζημία του Δημοσίου συναλλαγών (απόφαση 2825/2006, Ολομέλεια Ελ. Συν.). Την εκδίκαση των αναφυομένων διαφορών εκ της τεκμαιρομένης κατά τα ως άνω εις βάρος του Δημοσίου ζημίας, ο νομοθέτης αναθέτει στο Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο επιλαμβάνεται αυτών κατόπιν σχετικής αίτησης του υπηρετούντος σ’ αυτό Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας. Δικαιολογητικός λόγος της υπαγωγής αυτής αποτελεί το γεγονός ότι οι διοικητικές αυτές διαφορές είναι συναφείς με τις ήδη ανατεθείσες από το Σύνταγμα στο Ελεγκτικό Συνέδριο (πρβλ. και Α.Ε.Δ. 5/1999), καθότι άπτονται, προεχόντως, της διαφάνειας ως προς τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, για τον έλεγχο της οποίας το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι το κατεξοχήν εκ του Συντάγματος αρμόδιο δικαστικό όργανο, ενώ παράλληλα είναι συναφείς και προσιδιάζουν με αυτές της αστικής ευθύνης των δημοσίων υπαλλήλων, καθόσον από το νομοθέτη τεκμαίρεται, μαχητώς, ότι το καταλογιστέο ποσό αντιπροσωπεύει μέρος τουλάχιστον της προσγενομένης εις βάρος του Δημοσίου ζημίας ή, το αυτό, μέρος τουλάχιστον του αποκτηθέντος παράνομου περιουσιακού οφέλους από τον υποκείμενο σε έλεγχο, η δε επιβολή του καταλογισμού αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας αυτής, που ο ελεγχόμενος προκάλεσε με παράνομες πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις κατά το χρόνο που αφορά η υπό κρίση υπόθεση (ήδη από 31.12.2003 ισχύουν οι αντιστοίχου περιεχομένου διατάξεις του ν. 3213/2003, Α΄ 309), ο έλεγχος των δηλώσεων διενεργείται, από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ελέγχου του άρθρου 19 του ν. 2429/1996 (βλ. άρθρο 26 παρ. του ν. 2429/1996) για τους υπόχρεους που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 24 του ίδιου νόμου (πρωθυπουργός, αρχηγοί πολιτικών κομμάτων, υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί, υφυπουργοί, βουλευτές, ευρωβουλευτές και τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων), ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 24 του ίδιου νόμου, όπως αυτή ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 2836/2000, «η δήλωση υποβάλλεται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ορκωμοσία ή την ανάληψη καθηκόντων των κατά την παράγραφο 1 υπόχρεων και επαναλαμβάνεται τον Απρίλιο κάθε έτους εφόσον διατηρούν την ιδιότητα αυτή και επί τρία (3) έτη μετά την απώλειά της». Περαιτέρω, στο άρθρο 26 παρ. 6 του ιδίου νόμου (2429/1996), ορίζεται ότι μετά το πέρας του ελέγχου της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης συντάσσεται από την Επιτροπή του άρθρου 19 του ίδιου νόμου πόρισμα και ότι «αν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού κατά την παρ. 1 του άρθρου 29, το πόρισμα αποστέλλεται στο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αν ανακύπτει περίπτωση ποινικής ευθύνης το πόρισμα αποστέλλεται στο αρμόδιο για την άσκηση ποινικής δίωξης όργανο», ενώ στο άρθρο 29 ότι: «1. Καταλογίζεται σε βάρος του ελεγχομένου χρηματικό ποσό ισάξιο με το περιουσιακό όφελος, το οποίο απέκτησε ο ίδιος, ο σύζυγός του ή ανήλικο τέκνο του και του οποίου η προέλευση δεν δικαιολογείται. 2. Σε περίπτωση ποινικής καταδίκης κατά την παρ. 1 του άρθρου 27 καταλογίζεται σε βάρος του καταδικασθέντος χρηματικό ποσό ίσο με το περιουσιακό όφελος που αποκόμισε, εφόσον αυτό δεν υπόκειται σε δήμευση κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου. 3. Ο καταλογισμός ο οποίος προβλέπεται από τις παραγράφους 1 και 2 γίνεται υπέρ του Δημοσίου από το αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις».
IV. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Τμήμα που την εξέδωσε δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς ως προς τα πράγματα κρίση του τα ακόλουθα: «Με την 3917/3165/21.4.2004 απόφαση του Προέδρου της Βουλής συγκροτήθηκε Επιτροπή Ελέγχου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και συνασπισμών κομμάτων, των υποψήφιων βουλευτών και των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών, προκειμένου να ελέγξει τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των βουλευτών και ελλήνων ευρωβουλευτών από το έτος 1990 και εφεξής. Μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου, η ανωτέρω Επιτροπή συνέταξε την από 8.6.2005 έκθεσή της, σύμφωνα με την οποία, από τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, των ετών 1998 και 1999, του καθού η αίτηση, ο οποίος εξελέγη βουλευτής στις εκλογές του έτους 1996 και απώλεσε τη βουλευτική του ιδιότητα με απόφαση του Εκλογοδικείου το έτος 1997 (ως εκ τούτου δε υπείχε υποχρέωση υποβολής δήλωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 2429/1996), προέκυψε ότι ποσό ύψους 2.417.779.174 δραχμών ή 7.095.463,46 ευρώ, δεν δικαιολογείται από τα εισοδήματα και τους εμφανείς πόρους αυτού, καθόσον το έτος 1999 φέρεται ότι προέβη σε αγορά μετοχών μεικτής αξίας 2.467.779.174 δρχ., ενώ το δηλωθέν ύψος των καταθέσεών του κατά το ίδιο έτος ανήλθε στο ποσό των 50.000.000 δρχ.. Ειδικότερα, με βάση τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω πορισματική έκθεση, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που απέστειλε η οικεία Επιτροπή (σε εκτέλεση του 239/22.6.2005 εγγράφου της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο), στις 20.7.1999 ο καθού η αίτηση προέβη, μέσω της μερίδας του στη χρηματιστηριακή εταιρεία …, στην αγορά 292.580 μετοχών της εταιρείας …, καθαρής αξίας 2.453.575.880 δρχ.. Για την απόκτηση των ως άνω μετοχών φέρεται ότι αυτός κατέβαλε συνολικά σε λογαριασμό της ανωτέρω … στην Τράπεζα … το ποσό των 2.467.779.174 δραχμών (σε τρεις δόσεις) και συγκεκριμένα: α) 200.000.000 δρχ. στις 21.7.1999 ( σχετ. η … απόδειξη είσπραξης μέσω Τράπεζας της ….), β) 500.000.000 δρχ. στις 22.7.1999 (σχετ. η … απόδειξη είσπραξης μέσω Τράπεζας της …) και γ) 1.767.779.174 δρχ. στις 22.7.1999 (σχετ. η … απόδειξη είσπραξης μέσω Τράπεζας της …). Περαιτέρω, στις 22.7.1999, λόγω αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας …, χορηγήθηκαν δωρεάν μετοχές στους μετόχους της, ο δε καθού η αίτηση προέβη, κατά το χρονικό διάστημα από 22.7.1999 έως και 9.8.1999, στην πώληση 585.160 μετοχών της ανωτέρω εταιρείας. Από την πώληση αυτή φέρεται ότι εισέπραξε συνολικά το ποσό των 3.539.723.751 δρχ. και συγκεκριμένα ότι πιστώθηκαν από την … στον … κοινό λογαριασμό του καθού η αίτηση (με συνδικαιούχα πρόσωπα τις … και …) στην Τράπεζα … τα εξής ποσά: α) 581.923.272 δρχ. στις 27.7.1999 (σχετ. … απόδειξη πληρωμής της ….), β) 280.940.173 δρχ. στις 28.7.1999 (σχετ. … απόδειξη πληρωμής της …), γ) 77.468.634 δρχ. στις 29.7.1999 (σχετ. … απόδειξη πληρωμής της ….), δ) 9.063.345 δρχ. στις 30.7.1999 (σχετ. … απόδειξη πληρωμής της ….), ε) 337.556.046 δρχ. στις 2.8.1999 (σχετ. … απόδειξη πληρωμής της …), στ) 150.000.000 δρχ. στις 4.8.1999 (σχετ. από … απόδειξη πληρωμής της ….) και ζ) 2.050.327.443 δρχ. στις 13.8.1999 (σχετ. … απόδειξη πληρωμής της ….). Περαιτέρω, κατά τα αναφερόμενα στην αίτηση, ποσό ύψους 52.444.838 δρχ. φέρεται ότι κατατέθηκε σε λογαριασμό του καθού η αίτηση στην … Τράπεζα στις 9.8.1999, ενώ, με βάση την προσκομιζόμενη από τον ίδιο φωτοτυπία του … παραστατικού της Τράπεζας …, το ανωτέρω ποσό κατατέθηκε ομοίως στον ως άνω κοινό λογαριασμό αυτού στην εν λόγω Τράπεζα. Η σχετική πορισματική έκθεση διαβιβάστηκε με το 822/16.6.2005 έγγραφο του Γ΄ Αντιπροέδρου της Βουλής και Προέδρου της ανωτέρω Επιτροπής στο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, προκειμένου να διατυπώσει πρόταση καταλογισμού προς το αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας, με την ένδικη αίτησή του, ζήτησε τον καταλογισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί πόθεν έσχες νόμων, του καθού η αίτηση, τέως βουλευτή, με το ποσό των 2.417.779.174 δραχμών ή 7.095.463,46 ευρώ, που καταβλήθηκε για την αγορά των ως άνω μετοχών, με την αιτιολογία ότι αποτελεί περιουσιακό όφελος αυτού προερχόμενο από μη εμφανείς πηγές εισοδημάτων.
Ο καθού η αίτηση, με το από 17.10.2007 υπόμνημά του, ισχυρίστηκε ότι μη νομίμως προτείνεται ο καταλογισμός του με βάση τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3213/2003, πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς, δεδομένου ότι εφαρμοστέες εν προκειμένω είναι οι (ομοίου περιεχομένου, ως προς τον καταλογισμό του υποχρέου με το περιουσιακό όφελος που δεν δικαιολογείται από νόμιμες πηγές εισοδημάτων) διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 2429/1996, ο οποίος ίσχυε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (βλ. και παρ. 5 άρθρου 9 του ν. 3213/2003). Περαιτέρω, ο καθού η αίτηση προέβαλε ότι από το έτος 1997 (όταν δηλαδή απώλεσε τη βουλευτική του ιδιότητα) εργάστηκε στον …, ως χρηματοοικονομικός σύμβουλος και υπεύθυνος στρατηγικού σχεδιασμού και ότι το ποσό, συνολικού ύψους 2.467.779.174 δραχμών, που καταβλήθηκε στην … (δια μέσου της Τράπεζας …) για την αγορά, μέσω της χρηματιστηριακής του μερίδας, 292.580 μετοχών της εταιρείας …, ανήκε στον εργοδότη του …, για λογαριασμό και όφελος του οποίου ενήργησε τις εν λόγω χρηματιστηριακές συναλλαγές με βάση την υφιστάμενη μεταξύ τους εσωτερική σχέση, οι δε επιχειρηθείσες στο όνομά του πράξεις αφορούν αποκλειστικά τον εντολέα του, ο οποίος δεν επιθυμούσε να εμφανιστεί ως συναλλασσόμενος αγοραστής των εν λόγω μετοχών στη χρηματιστηριακή αγορά. Ειδικότερα, ο καθού η αίτηση ισχυρίστηκε ότι η κατάθεση του συνολικού ποσού των 2.467.779.174 δραχμών στο λογαριασμό της … στην Τράπεζα … διενεργήθηκε από τους …, … και … (υπαλλήλους εξωτερικών εργασιών του …) και ότι το συνολικό τίμημα πώλησης των μετοχών της εταιρείας …, το οποίο πιστώθηκε από την … στον κοινό λογαριασμό που διατηρούσε ο ίδιος (με συνδικαιούχα πρόσωπα τις … και …) στην Τράπεζα …, μεταφέρθηκε, με διαδοχικές εντολές της …, γραμματέως του …, σε προσωπικό λογαριασμό του τελευταίου. Προς απόδειξη δε των ως άνω ισχυρισμών του ο καθού η αίτηση προσκόμισε, μεταξύ άλλων, με το από 17.10.2007 υπόμνημά του: α) την από 15.10.2007 (ανεπικύρωτη) δήλωση του …, με την οποία ο δηλών βεβαίωνε ότι η αγορά των μετοχών της εταιρείας … πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό και με δαπάνη του ιδίου (δηλούντος επιχειρηματία), κατόπιν ρητής εντολής του προς τούτο, το δε χρηματικό ποσό που απαιτήθηκε κατατέθηκε από υπαλλήλους της εταιρείας του στο χρηματιστηριακό λογαριασμό του καθού η αίτηση, ενώ το τίμημα της πώλησης των εν λόγω μετοχών καταβλήθηκε σ’ αυτόν (δηλούντα) στο σύνολό του, β) απλές φωτοτυπίες των δελτίων κατάθεσης του ποσού των 2.467.779.174 δραχμών (που καταβλήθηκε τμηματικά σε τρεις δόσεις για την αγορά των επίμαχων μετοχών) στο λογαριασμό της … στην Τράπεζα … και γ) απλές φωτοτυπίες παραστατικών λογιστικής εγγραφής της Τράπεζας …, από τα οποία προέκυπτε ότι το συνολικό τίμημα της πώλησης των μετοχών μεταφέρθηκε, κατά το διάστημα από 29.7.1999 έως και 16.9.1999, από τον κοινό λογαριασμό (με αριθμό …) του καθού η αίτηση (με συνδικαιούχα πρόσωπα τις … και …) στην Τράπεζα …, σε προσωπικό λογαριασμό του … στην ίδια Τράπεζα. Ωσαύτως, σε εκτέλεση της 1558/2008 προδικαστικής απόφασης του Τμήματος, ο καθού η αίτηση προσκόμισε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στοιχεία: 1) αντίγραφο της από 1.9.1997 σύμβασης εργασίας, βάσει της οποίας ο ανωτέρω προσλήφθηκε από την εταιρεία …, ως υπεύθυνος στρατηγικού σχεδιασμού (βλ. σχετικά και προσκομισθείσες φωτοτυπίες καταστάσεων μισθοδοσίας μηνών Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 1999, στις οποίες περιλαμβάνεται και ο καθού η αίτηση), 2) επικυρωμένα αντίγραφα των δελτίων κατάθεσης του ποσού των 2.467.779.174 δραχμών (το οποίο καταβλήθηκε τμηματικά, σε τρεις δόσεις, για την αγορά των 292.580 μετοχών της εταιρείας …) στο λογαριασμό της … στην τράπεζα … και ειδικότερα: α) του … δελτίου κατάθεσης ποσού ύψους 1.767.779.174 δραχμών, επί του οποίου υπάρχει χειρόγραφη σημείωση περί του ότι η κατάθεση έγινε για λογαριασμό του καθού η αίτηση από το …, β) του … δελτίου κατάθεσης ποσού ύψους 500.000.000 δραχμών, επί του οποίου υπάρχει χειρόγραφη σημείωση περί του ότι η κατάθεση έγινε για λογαριασμό του καθού η αίτηση από το … και γ) του … δελτίου κατάθεσης ποσού ύψους 200.000.000 δραχμών, στο οποίο δεν φέρεται να έχει καταχωριστεί οποιαδήποτε σημείωση όσον αφορά τον καταθέτη, πλην όμως κατά τον καθού η αίτηση η σχετική κατάθεση πραγματοποιήθηκε από το …, υπάλληλο εξωτερικών εργασιών της εταιρείας … (βλ. σχετικά την από 1.9.1998 σύμβαση εργασίας). Όπως προκύπτει δε από τα προσκομισθέντα αντίγραφα των από 17.10.1997 και 5.7.1999 συμβάσεων εργασίας (καθώς και από τις σχετικές καταστάσεις μισθοδοσίας μηνών Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 1999), ο εμφανιζόμενος ως καταθέτης του ποσού των 1.767.779.174 δραχμών, …, εργαζόταν ως υπάλληλος αποθήκης στην εταιρεία …, ενώ ο εμφανιζόμενος ως καταθέτης του ποσού των 500.000.000 δραχμών, …, ως υπάλληλος εξωτερικών εργασιών της ανωτέρω εταιρείας. Επίσης, ο καθού η αίτηση προσκόμισε επικυρωμένο αντίγραφο κίνησης προσωπικού λογαριασμού του επιχειρηματία … στην Τράπεζα … (με αριθμό …), από το οποίο προκύπτει ότι: α) στις 21.7.1999 αναλήφθηκε από τον ως άνω λογαριασμό σε μετρητά ποσό ύψους 300.000.000 δραχμών (σημειώνεται ότι ποσό 200.000.000 δραχμών κατατέθηκε την ίδια ημέρα στο λογαριασμό της … στην τράπεζα … για την αγορά των επίμαχων μετοχών), β) στις 22.7.1999 μεταφέρθηκε από τον ίδιο λογαριασμό ποσό ύψους 500.000.000 δραχμών στο … (ο οποίος την ίδια ημέρα φέρεται ότι κατέθεσε το ποσό αυτό στο λογαριασμό της … στην τράπεζα … για την αγορά των ως άνω μετοχών) και γ) στις 22.7.1999 αναλήφθηκε από τον ίδιο ως άνω λογαριασμό σε μετρητά ποσό ύψους 1.767.779.174 δραχμών (το οποίο την ίδια ημέρα φέρεται ότι κατατέθηκε από το … στο λογαριασμό της … στην τράπεζα … για την αγορά των ως άνω μετοχών). Περαιτέρω, ο καθού η αίτηση προσκόμισε επικυρωμένο αντίγραφο κίνησης του 026 0000 529500 6180145 κοινού λογαριασμού του ιδίου (με συνδικαιούχα πρόσωπα τις … και …), στον οποίο πιστώθηκε από την … το συνολικό τίμημα της πώλησης των μετοχών της εταιρείας …, καθώς και επικυρωμένα αντίγραφα παραστατικών λογιστικής εγγραφής της ανωτέρω Τράπεζας, από τα οποία προκύπτει ότι το τίμημα της πώλησης του συνόλου των μετοχών της εταιρείας … μεταφέρθηκε διαδοχικά από τον εν λόγω κοινό λογαριασμό, με εντολές της … (υπαλλήλου γραφείου – γραμματέως στην εταιρεία …, με βάση την από 1.10.1985 σύμβαση εργασίας) στον προμνημονευόμενο προσωπικό λογαριασμό του επιχειρηματία … Ειδικότερα, μεταξύ άλλων ποσών, μεταφέρθηκαν: α) 581.206.109 δρχ. στις 29.7.1999, β) 269.281.693 δρχ. στις 30.7.1999, γ) 77.468.634 δρχ. στις 2.8.1999, δ) 9.063.345 δρχ. στις 2.8.1999, ε) 337.556.046 δρχ. στις 3.8.1999, στ) 150.000.000 δρχ. στις 5.8.1999, ζ) 52.444.838 δρχ. στις 10.8.1999 και η) 2.321.972.379 δρχ.. στις 17.8.1999 (βλ. σχετικά και προσκομισθέν αντίγραφο κίνησης του οικείου προσωπικού λογαριασμού του …). Ακολούθως δε ο ως άνω κοινός λογαριασμός του καθού η αίτηση (ο οποίος, σύμφωνα με την από 28.9.2006 βεβαίωση της τράπεζας … έκλεισε στις 6.4.2005), μετά την ολοκλήρωση των ανωτέρω συναλλαγών, εμφάνιζε, τον Οκτώβριο του 1999, υπόλοιπο ύψους 1.644,00 ευρώ». Με τα δεδομένα αυτά, το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ότι «δεν αποδεικνύεται ότι ο καθού η αίτηση απέκτησε, το έτος 1999, περιουσιακό όφελος (από μη εμφανείς πηγές εισοδημάτων) ύψους 2.417.779.174 δραχμών ή 7.095.463,46 ευρώ (το οποίο, όπως προεκτέθηκε, καταβλήθηκε για την αγορά μέσω του χρηματιστηρίου 292.580 μετοχών της εταιρείας …), καθόσον αυτός ενήργησε ως παρένθετο πρόσωπο στη χρηματιστηριακή πράξη της αγοράς των επίμαχων μετοχών. Ειδικότερα, από τα προσκομισθέντα, σε εκτέλεση της 1558/2008 προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, έγγραφα (ιδίως επικυρωμένα αντίγραφα κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών και σχετικά παραστατικά, όπως αυτά αναλύονται ανωτέρω, αλλά και σχετική δήλωση του υποκρυπτόμενου επιχειρηματία) προκύπτει ότι τα ποσά που αναλήφθηκαν από τον ατομικό λογαριασμό του … στην τράπεζα … (σε τρεις δόσεις στις 21 και 22.7.1999) ταυτίζονται απόλυτα με τα ποσά που κατατέθηκαν κατά τις ίδιες ημερομηνίες από υπαλλήλους αυτού υπέρ της … για την αγορά των επίμαχων μετοχών. Περαιτέρω, το σύνολο του τιμήματος των μετοχών της εταιρείας … που τελικώς πωλήθηκαν μεταφέρθηκε (σε διάστημα ολίγων μόλις ημερών από την πίστωσή του) από τον κοινό λογαριασμό του καθού η αίτηση στον ανωτέρω λογαριασμό του επιχειρηματία …. Από τα ανωτέρω έπεται ότι το χρηματικό ποσό που διατέθηκε για την αγορά των επίμαχων μετοχών ανήκε στον επιχειρηματία και εργοδότη του καθού η αίτηση …, για λογαριασμό και προς όφελος του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι οικείες χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο δε καθού η αίτηση ενήργησε ως παρένθετο πρόσωπο σε εκτέλεση σχετικής εντολής του εργοδότη του». Κατ΄ ακολουθίαν των εκτεθέντων, το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι, «εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο καθού η αίτηση απέκτησε το περιουσιακό όφελος που του αποδίδεται, δεν συντρέχει κατ΄ ουσίαν νόμιμη περίπτωση καταλογισμού του κατ’ εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων και πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, ως ουσία αβάσιμη».
V. Το δικάσαν Τμήμα, με βάση τα εκτεθέντα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την κρίση του, σύμφωνα με την άποψη που επικράτησε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση πλήρη, νόμιμη και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία που καθιστά εφικτό τον ακυρωτικό έλεγχο, ενώ παράλληλα ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις κρίσιμες διατάξεις, οι δε τα αντίθετα υποστηρίζοντες λόγοι της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα, σύμφωνα με την άποψη που πλειοψήφησε, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι η ύπαρξη περιουσιακού οφέλους είναι δεδομένη και ο αναιρεσίβλητος όφειλε να καταλογισθεί από τη στιγμή που τα χρήματα κατατέθηκαν σε λογαριασμό του και είχε την ευχέρεια να τα χρησιμοποιήσει είναι απορριπτέος, καθότι, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του ν. 2429/1996, απαιτείται ο ελεγχόμενος να απέκτησε όφελος («καταλογίζεται σε βάρος του ελεγχομένου χρηματικό ποσό ισάξιο με το περιουσιακό όφελος, το οποίο απέκτησε ο ίδιος …»), ήτοι το περιουσιακό όφελος να είναι κεκτημένο, γεγονός το οποίο δεν συνέβη στην συγκεκριμένη περίπτωση, όπως δέχθηκε και το δικάσαν Τμήμα, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά από αυτό και αφορούν αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων. Κατά την άποψη της μειοψηφίας, την οποία υποστήριξαν οι Σύμβουλοι …, στη συγκεκριμένη περίπτωση υφίσταται περιουσιακό όφελος και ως εκ τούτου ο λόγος αυτός αναίρεσης έπρεπε να γίνει δεκτός, πλην όμως η άποψη αυτή δεν εκράτησε. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος ότι, κατά παράβαση των άρθρων 19 και 29 του ν.2429/1996, αφενός μεν δεν τέθηκαν υπόψη της Ελεγκτικής Επιτροπής της Βουλής το σύνολο του ελεγκτέου αποδεικτικού υλικού του φακέλου της υπόθεσης, αφετέρου ο ίδιος παρέλειψε να τα προσκομίσει ενώπιον της ως άνω Επιτροπής, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθότι, ανεξαρτήτως του ότι δεν προβλέπεται αυτό ούτε από την ως άνω διάταξη, ούτε από το θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει την όλη διαδικασία, στη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως και γενικότερα στη διοικητική δικονομία, ισχύει το ανακριτικό σύστημα, ήτοι επιδιώκεται η αναζήτηση της αλήθειας με κάθε τρόπο και με όλες τις διαθέσιμες αποδείξεις και το Δικαστήριο έχει την ανέλεγκτη αναιρετικά ευχέρεια να διατάσσει τη συμπλήρωση του φακέλου χρησιμοποιώντας όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, στη δε υπό κρίση υπόθεση το δικάσαν Τμήμα εξέδωσε αρχικά προδικαστική απόφαση (1558/2008) και στη συνέχεια εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του. Τέλος οι ισχυρισμοί που αφορούν τα διάφορα αποδεικτικά μέσα που έλαβε το Δικαστήριο υπόψη του για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, απαραδέκτως προβάλλονται, καθώς βάλλουν κατά της αναιρετικά ανέλεγκτης εκτίμησης των αποδείξεων από το Τμήμα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.
Για τους λόγους αυτούς

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Απορρίπτει την από 10 Ιουνίου 2010 για αναίρεση της 926/2010 οριστικής απόφασης του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας.