ΕΣ 1080/2012,IV τμ, Φύση καταλογιστικής απόφασης, αχρεώστητες αποδοχές μέλους ΔΕΠ, αρμόδιο όργανο καταλογισμού ο Υπουργός Παιδείας και όχι ο Πρύτανης.

Ε.Σ

Αριθμ. 1080/2012, IV Τμήματος
Περίληψη: Φύση καταλογιστικής απόφασης για αχρεώστητες αποδοχές μέλους ΔΕΠ πλήρους απασχόλησης. Αρμοδιότητα καταλογίσαντος οργάνου. Το Δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως την αρμοδιότητα αυτή.

Πρόεδρος: Νικόλαος Αγγελάρας, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Ιωάννα Ευθυμιάδου, Πάρεδρος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Ανδρέας Καπερώνης, Επίτροπος της Επικρατείας

Ι. …
II. Α. Η καταλογιστική απόφαση συνιστά ατομική, δυσμενή για το διοι-κούμενο, εκτελεστή διοικητική πράξη, εκδιδόμενη από συλλογικό ή μονομελές όργανο της Διοίκησης, στο οποίο ο νόμος έχει ειδικώς απονείμει τέτοια εξουσία, είναι, δηλαδή, «επί τούτω εντεταλμένο» (βλ. άρθρο 15 παρ. 13 του π.δ/τος 774/1980). Τυχόν καταλογισμός σε βάρος υπολόγου ή αχρεωστήτως λαβόντος γενόμενος από όργανο νομικού προσώπου, το οποίο δεν έχει την εκ του νόμου εξουσία να καταλογίσει, δε φέρει έννομα αποτελέσματα. Στον έλεγχο δε της νομιμότητας και του κύρους της καταλογιστικής απόφασης, στον οποίο προβαίνει και αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο τούτο κάθε φορά που επιλαμβάνεται έφεσης κατά τέτοιας απόφασης (άρθρο 49 παρ. 1 και 2 του π.δ/τος 1225/1981), περιλαμβάνεται πρωτίστως η έρευνα της αρμοδιότητας του καταλογίσαντος οργάνου, εάν, δηλαδή, αυτό έχει κατά νόμο την εξουσία έκδοσης καταλογιστικών απο-φάσεων (Ε.Σ. 1374/2000 και 914/2001).
Β. Το άρθρο 1 του ν. 1238/1982 «Ρύθμιση οικονομικών και άλλων θεμάτων των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 35) ορίζει ότι: «1. Οι πάσης φύσεως αποδοχές του Διδακτικού, Διοικητικού και λοιπού Προσωπικού, που υπηρετεί με οποιαδήποτε μορφή και σχέση εργασίας στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Α.Ε.Ι.) και τα παραρτήματά τους, βαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό, στον οποίο γράφονται οι σχετικές πιστώσεις. Οι αποδοχές αυτές καταβάλλονται από 1ης Ιανουαρίου 1983 δια του δημοσίου ταμείου, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τους δημοσίους υπαλλήλους». Εξάλλου, ο ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Α΄ 247), ορίζει, στο άρθρο 28 ότι: «1. (…). 2. Οι δαπάνες του Δημοσίου πληρώνονται από τις αρμόδιες για την πληρωμή αυτών υπηρεσίες με χρηματικά εντάλματα, που εκδίδονται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου ή από άλλο κατά νόμο αρμόδιο όργανο. 3. Κατ’ εξαίρεση, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, επιτρέπεται να ορίζονται και άλλοι τίτλοι πληρωμής των σταθερών και διαρκούς ή περιοδικού χαρακτήρα δαπανών. Με τις ίδιες αποφάσεις ορίζονται τα αρμόδια όργανα για την εκκαθάριση των δαπανών του προηγούμενου εδαφίου, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η ευθύνη των εκκαθαριστών, των ταμειακών υπολόγων και των αδικαιολογήτως λαβόντων, ο τύπος των ανωτέρω τίτλων, ο τρόπος και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την εξόφληση αυτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. (…)». Στο άρθρο 33 ότι: «1. Μη νόμιμες δαπάνες που πληρώθηκαν με οποιονδήποτε τίτλο πληρωμής καταλογίζονται: α) (…) β) στο λαβόντα εφόσον έχει συντελέσει υπαίτια στη μη νόμιμη πληρωμή και σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής, ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα αυτού. 2. Αρμόδιο όργανο για τον καταλογισμό μη νόμιμων δαπανών που πληρώθηκαν με τίτλους πληρωμής που δεν εκδίδονται από τις Υπηρεσίες Δη-μοσιονομικού Ελέγχου, είναι ο Διατάκτης και οι κάθε ειδικότητας επιθεωρη-τές, που έχουν διαπιστώσει την παράνομη πληρωμή και σε κάθε περίπτωση το Ελεγκτικό Συνέδριο. Οι ανωτέρω καταλογιστικές αποφάσεις προσβάλλονται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (…)». Στο άρθρο 56 ότι: «1. Έλλειμμα δημοσίου υπολόγου είναι οποιαδήποτε έλλειψη χρημάτων, αξιών και υλικού που διαπιστώνεται με τη νόμιμη διαδικασία στη διαχείρισή του, καθώς και οποιαδήποτε άλλη κατάσταση διαχειρίσεως που θεωρείται έλλειμμα από το νόμο (…). 2. Οποιοδήποτε έλλειμμα ανα-πληρώνεται από τον υπόλογο μέσα σε σαράντα οκτώ (48) ώρες, διαφορετικά αυτός (…) καταλογίζεται με το ποσό του ελλείμματος που βεβαιώνεται, χωρίς αναβολή, ως δημόσιο έσοδο (…). 3. Το έλλειμμα που παρουσιάζουν οι δημόσιοι υπόλογοι, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, καταλογίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση από τους διαπιστώσαντες αυτό οικείους διατάκτες και επιθεωρητές. Σε κάθε περίπτωση καταλογίζεται επίσης από το Ελεγκτικό Συνέδριο (…). 4. Στις περιπτώσεις πληρωμής μη νόμιμων δαπανών καταλογίζεται: α) (…). β) στους λαβόντες, εφόσον υπέχουν ευθύνη για τη μη τήρηση των ανωτέρω δι-αδικασιών. Στους λαβόντες καταλογίζεται και σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής. 5. (…) 6. Επί μη νόμιμων πληρωμών, καταλογίζεται εις ολόκληρον και στους λαβόντες, τα ποσά δε που καταβάλλονται στο Δημόσιο από τον καταλογισθέντα υπόλογο βεβαιώνονται υπέρ αυτού, με αίτηση του, σε βάρος του λαβόντος και εισπράττονται κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. 7. (…). 12. Οι καταλογιζόμενοι κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού μπορούν να προσβάλουν την καταλογιστική πράξη ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν γι’ αυτό (…)». Και στο άρθρο 112 ότι: «1. Μέχρι να εκδοθούν τα προεδρικά διατάγματα ή οι κανονιστικές αποφάσεις, που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νό¬μου, τα σχετικά θέματα εξακολουθούν να ρυθμίζονται από τις ισχύουσες κατά την έναρξη της ισχύος αυτού όμοιες πράξεις. 2. (…)». Τέλος, με την 194902/ 22.11.1969 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «περί διαδικασίας πληρωμής σταθερών, διαρκούς ή περιοδικού χαρακτήρος, δαπανών» (Β΄ 777), η οποία, σύμφωνα, με την προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 112 του ν. 2362/1995, εξακολουθεί να ισχύει, εφόσον δεν έχει ακόμη εκδοθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 28 παρ. 3 του ιδίου νόμου υπουργική απόφαση, εξουσιοδοτούνται τα Δημόσια Ταμεία να πληρώνουν τις σ’ αυτήν αναφερόμενες σταθερές και διαρκούς ή περιοδικού χαρακτήρα δαπάνες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι μισθοί και κάθε άλλη σταθερή αποδοχή «υπαλλήλων του Δημοσίου, συνδεομένων μετ’ αυτού δια σχέσεως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου» (άρθρο 1 παρ. 1 περ. β΄). Ορίζεται δε ότι οι δαπάνες αυτές «εκκαθαρίζονται οριστικώς υπό των προϊσταμένων των οικείων υπηρεσιών και πληρώνονται κατ’ επιταγήν αυτών» (άρθρο 1 παρ. 2), χωρίς να υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελε-γκτικού Συνεδρίου (άρθρο 2 παρ. 1), και ότι «οι εκκαθαρισταί, εν περιπτώσει μη νομιμότητας ή μη αποχρώσης δικαιολογήσεως, ή μη ακρίβειας του ποσού της υπ’ αυτών επιτασσομένης πληρωμής, υπέχουσιν ευθύνην επί παραβάσει καθήκοντος, εις βάρος δε αυτών και των αχρεωστήτως λαβόντων, καταλογίζεται αλληλεγγύως, ως ο Νόμος ορίζει, το ανοικείως καταβληθέν ποσόν» (άρθρο 2 παρ. 2).
Γ. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό ερμηνευόμενες, προκύ-πτει, μεταξύ άλλων, ότι, από 1.1.1983 και εφεξής, οι κάθε είδους αποδοχές του διδακτικού και λοιπού προσωπικού των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, επομένως και του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό και ότι τυχόν αχρεώστητη καταβολή αποδοχών στο προσωπικό αυτό καταλογίζεται, σε βάρος του λήπτη των παροχών και του οικείου εκκαθαριστή, με πράξη που εκδίδεται είτε από το διατάκτη των δαπανών αυτών, δηλαδή τον Υπουργό Παιδείας δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων (βλ. άρθρο 20 του ν. 2362/1995) και τους κάθε ειδικότητας επιθεωρητές που διαπιστώνουν την παράνομη πληρωμή, είτε από το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά το διενεργούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Οργανισμού του (π.δ. 774/1980), κατασταλτικό έλεγχο των δαπανών. Συνεπώς, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θράκης, ως διατάκτης μόνον των δαπανών εκείνων που βαρύνουν τον προϋπολογισμό του εν λόγω Α.Ε.Ι. (βλ. άρθρα 1 παρ. 3 και 3 παρ. 1 του ν. 2083/ 1992 «Εκσυγχρονισμός της Ανώτατης Εκπαίδευσης» – Α΄ 159), δεν έχει από τις διατάξεις αυτές – ούτε από άλλη διάταξη της κείμενης νομοθεσίας – την αρμοδιότητα να καταλο-γίσει σε βάρος του προσωπικού του Πανεπιστημίου τις αποδοχές που ενδεχομένως καταβλήθηκαν αχρεώστητα σε αυτό (βλ. Ε.Σ. 1335 και 914/2001).
III. Στην προκειμένη περίπτωση με την ΕΠ 5151/14.4.2010 απόφαση του Αντιπρύτανη του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, καταλογίσθηκε ο εκκαλών με το ποσό των 118.172,44 €, που φέρεται να εισέπραξε αχρεώστητα ως αποδοχές μέλους ΔΕΠ πλήρους απασχόλησης για τα ακαδημαϊκά έτη 2002-2003, 2003-2004 και 2004-2005, δηλαδή σε χρόνο που οι σχετικές δαπάνες βάρυναν τον κρατικό προϋπολογισμό. Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, ο άνω Αντιπρύτανης δεν έχει αρμοδιότητα καταλογισμού σε βάρος του εκκαλούντος των αποδοχών αυτών και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη πράξη είναι νομικώς πλημμελής, της πλημμελείας αυτής λαμβανομένης υπόψη αυτεπαγγέλτως. Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος παραβόλου και να απαλλαγούν οι αντίδικοι κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων από τα δικαστικά έξοδα, σύμ-φωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα (βλ. το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά το ν.3472/2006) διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.