ΕΣ 1104/2007,Ολομ., Διεύρυνση της έννοιας Δημοσίου Λογαριασμού, ακόμη και ορισμένες εκταμιεύσεις μισθοδοσίας ενός υπαλλήλου-ΕΣΥ αχρεωστήτως λαβών ιατρός για αποδοχές εκπαιδευτικής άδειας ΠΟΥ δεν υπηρέτησε. ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΑΡΚΕΙ ΜΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΟΧΙ ΠΛΗΡΗΣ Δ

ΕΣ Ολομ

ΕλΣυν Ολ 1104/2007
(παρατ. Ν. Μηλιώνης)
Πρόεδρος: Γ.-Σ. Κούρτης, Πρόεδρος ΕλΣυν

Γεν. Επίτροπος Επικρατείας: Γ. Σχοινιωτάκης

Εισηγήτρια: Μ. Αθανασοπούλου

Δικηγόρος: Π. Λαμπρόπουλος, Πάρεδρος ΝΣΚ

Οι πράξεις που έχουν ως αντικείμενο την τακτοποίηση δημόσιου λογαριασμού, εάν έχει διαπιστωθεί ότι τα στοιχεία που αυτός περιέχει είναι εσφαλμένα ή ότι τα δεδομένα στα οποία στηρίζεται είναι μη νόμιμα, προϋποθέτουν αναγκαία την προηγούμενη διενέργεια ελέγχου των λογαριασμών δημόσιας διαχείρισης, διότι μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούν να διαπιστωθούν τα παραπάνω. Επομένως οι διαφορές που αναφύονται από τις παραπάνω πράξεις υπάγονται στην κατ’ άρθρο 98 παρ.1 του Συντ . δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι εκδιδόμενες καταλογιστικές κατ’ άρθρο 32 παρ.2 του Ν 1397/1983  αποφάσεις τακτοποίησης λογαριασμού, μετά τη διαπίστωση ότι δεν υφίσταται το δικαίωμα του λαβόντος εκπαιδευτική άδεια ιατρού επί των αποδοχών που εισέπραξε κατά την άδειά του αυτή, προϋποθέτουν εξ ορισμού τον έλεγχο των οικείων λογαριασμών του ιδρύματος για τη διαπίστωση της αχρεώστητης εκταμίευσης.

Διατάξεις: άρθρα 98 [παρ. 1] Συντ., 32 [παρ. 2] Ν 1397/1983 

[…] ΙΙ. Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως η αναιρεσείουσα επιδιώκει την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Τμήματος, το οποίο έκρινε ότι δεν έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς και, κατά πλειοψηφία, επίσης δεν παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, επί τω τέλει μη κηρύξεως ως απαραδέκτου της εφέσεώς της, προβάλλοντας ως λόγο αναιρέσεως της προσβαλλομένης την παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη αιτίαση της παρά το νόμο, ως εκ της εσφαλμένης ερμηνείας των διατάξεων των άρθρων 8, 20 παρ. 1, 93 παρ. 1, 94 παρ. 1, 95 παρ. 1, 98 παρ. 3 του Συντάγματος , των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ, και των άρθρων 34 παρ. 1 του
Ν 1968/1991  και 12 παρ. 2 εδ. α΄ του Ν 2717/1999 , μη παραπομπής της υποθέσεως στο αρμόδιο κατά δικαιοδοσία Διοικητικό Δικαστήριο.

ΙΙΙ. Στο άρθρο 98 παρ.1 του αναθεωρηθέντος Συντάγματος (από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ΦΕΚ Α΄ 84/17.4.2001) ορίζεται ότι : «Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α…β…γ. Ο έλεγχος των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται στον προβλεπόμενο από το εδάφιο α΄ έλεγχο…στ. Η εκδίκαση διαφορών σχετικά με την απονομή συντάξεων καθώς και με τον έλεγχο των λογαριασμών του εδαφίου γ΄. …».

Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει πρωτογενώς δικαιοδοσία εκδικάσεως διαφορών που απορρέουν από τον έλεγχο των λογαριασμών εν γένει, όπως προκύπτει εκ της κατ’ αντιδιαστολήν ερμηνείας των περιπτώσεων γ΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος , η οποία (δικαιοδοσία) καλύπτει διαφορές και πέραν εκείνων που ανακύπτουν εκ του υπό του ιδίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ελέγχου των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων. Συνεπώς, η, κατά την ως άνω περίπτωση στ΄, έννοια του ελέγχου των λογαριασμών είναι αυτοτελής και το Ελεγκτικό Συνέδριο, έχει δικαιοδοτική εξουσία επί ενδίκων μέσων που αναφέρονται σε διαφορές από τέτοιο έλεγχο, εφόσον όμως το ίδιο το Σύνταγμα ή διάταξη νόμου δεν έχουν υπαγάγει ορισμένες από τις διαφορές αυτές σε άλλα δικαστήρια. Εξάλλου, συναφείς έννοιες με αυτή του ελέγχου των λογαριασμών είναι και οι έννοιες της δημοσίας διαχειρίσεως, του δημοσίου υπολόγου, του δημοσίου ελλείμματος, και, ιδία, του καταλογισμού για απώλεια ή ανοίκεια εκταμίευση δημοσίου χρήματος, οι οποίες, λόγω της συνάφειας του περιεχομένου τους προς την εν λόγω έννοια, δύνανται να χρησιμοποιούνται εκάστοτε ως κριτήρια για την ανάδειξη της μόνης βαρύνουσας για τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου έννοιας του ελέγχου των λογαριασμών. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της διατάξεως της περιπτώσεως στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος  συνάγεται ότι ως λογαριασμός νοείται, όχι μόνον η λογοδοσία, ως σύνολο, του υπόχρεου δημοσίου υπολόγου, αλλά και οποιαδήποτε, ανεξαρτήτως ειδικότερου τύπου, απεικόνιση των εσόδων και εξόδων δημοσίας διαχειρίσεως, ακόμη και η καταγραφή των συγκεκριμένων εκταμιεύσεων για την μισθοδοσία ενός και μόνου δημοσίου υπαλλήλου.

Ως έλεγχος λογαριασμών νοείται, επίσης, και οποιαδήποτε αυτεπάγγελτος ή μη ενέργεια δημοσίας αρχής που έχει ως αντικείμενο ή συνέπεια την έστω και μερική επιβεβαίωση του ορθώς έχειν λογαριασμού δημοσίας διαχειρίσεως. Ως τέτοια επιβεβαίωση, κατά την έννοια της ως άνω συνταγματικής διατάξεως ερμηνευομένης ενόψει του ότι με αυτή θεσπίζεται δικαιοδοσία ανωτάτου δικαστηρίου, νοείται, όχι μόνον η επαλήθευση των λογιστικών πράξεων που περιέχει ο λογαριασμός, αλλά και κάθε έρευνα που διεξάγεται για να διαπιστωθεί η νομιμότητα των δεδομένων στα οποία στηρίζεται αυτός, όπως λ.χ. η έρευνα του αν έχει δικαίωμα να εισπράξει ο εκάστοτε λαβών το ποσό της εκταμιεύσεως.

Από τα παραπάνω παρέπεται ότι οι πράξεις που έχουν ως αντικείμενο την τακτοποίηση δημοσίου λογαριασμού, εάν έχει διαπιστωθεί ότι τα στοιχεία που αυτός περιέχει είναι εσφαλμένα ή ότι τα δεδομένα στα οποία στηρίζεται είναι μη νόμιμα, προϋποθέτουν αναγκαίως την προηγούμενη διενέργεια ελέγχου των λογαριασμών δημοσίας διαχειρίσεως, διότι μόνο με αυτό τον τρόπο δύνανται να διαπιστωθούν τα ανωτέρω και, επομένως, οι διαφορές που αναφύονται από τις εν λόγω πράξεις υπάγονται στην κατ’ άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ΄ του Συντάγματος  δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τέτοια δε πράξη τακτοποιήσεως λογαριασμού είναι η καταλογιστική, η οποία εκδιδόμενη εις βάρος του ανοικείως λαβόντος, τείνει στη κάλυψη ελλείμματος που διαπιστώθηκε κατά τον έλεγχο δημοσίου λογαριασμού.

IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 24, 25 και 32 του Ν 1397/1983  «Εθνικό σύστημα υγείας» (ΦΕΚ Α΄ 143) προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ο ιατρός του ΕΣΥ, ο οποίος λαμβάνει εκπαιδευτική άδεια δικαιούται αποδοχών κατά το πρώτο έτος της αδείας του, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός αμέσως μετά τη λήξη της, θα υπηρετήσει στον κλάδο ιατρών ΕΣΥ διπλάσιο χρόνο από αυτόν της εκπαιδευτικής του αδείας. Παρέπεται δε ότι νομίμως καταβάλλονται στον ανωτέρω οι αποδοχές του κατά το χρονικό διάστημα της αδείας του, εάν όμως, εν τέλει, ο ιατρός δεν υπηρετήσει τον απαιτούμενο χρόνο, η πληρωμή των αποδοχών του δεν στηρίζεται στο νόμο και γεννάται εις βάρος του δημοσία αξίωση για την επιστροφή τους, και μάλιστα οφείλει να επιστρέψει τις αποδοχές αυτές προσαυξημένες στο διπλάσιο, αφού τις έλαβε αχρεωστήτως. Τόσο, όμως, η διαπίστωση όσο και η ικανοποίηση της εν λόγω δημοσίας αξιώσεως προϋποθέτουν αναγκαίως τον μερικό έλεγχο των λογαριασμών της οικείας δημοσίας διαχειρίσεως, που συνίσταται α) σε έρευνα περί του αν πράγματι υφίσταται το δικαίωμα του ιατρού να εισπράξει το μισθό του κατά το κρίσιμο έτος, και σε αποφατική περίπτωση σε αναχαρακτηρισμό των σχετικών με τον ιατρό εκταμιεύσεων δημοσίου χρήματος ως αχρεωστήτως πλέον γενομένων και β) σε υπολογισμό, με βάση τις τηρούμενες λογιστικές απεικονίσεις, του τελικώς οφειλόμενου ποσού και σε οριστική τακτοποίηση του οικείου λογαριασμού με την ικανοποίηση της σχετικής δημοσίας αξιώσεως.

Κατά συνέπεια, οι διαφορές που προκαλούνται από την έκδοση νομίμου τίτλου για την ικανοποίηση της εν λόγω αξιώσεως, εφόσον αφορούν στην επιβεβαίωση των δεδομένων και στην τελική τακτοποίηση λογαριασμού δημοσίας διαχειρίσεως, φέρουν προεχόντως τον χαρακτήρα διαφορών που απορρέουν από τον έλεγχο των λογαριασμών και υπάγονται στην κατ’ άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ΄ του Συντάγματος  δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Κατά τη γνώμη, όμως, τεσσάρων μελών του Δικαστηρίου, των Συμβούλων Ανδρονίκης Θεοτοκάτου, Χρυσούλας Καραμαδούκη, Μαρίας Βλαχάκη και Σωτηρίας Ντούνη: Κατά την έννοια του άρθρου 98 παρ. 1 περ. α΄, γ΄ και στ΄ του Συντάγματος διαφορές υπαγόμενες ευθέως από το Σύνταγμα στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι αυτές που ανακύπτουν στα πλαίσια ελέγχου λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων ή των νομικών προσώπων, που έχουν ειδικώς υπαχθεί στον έλεγχο των δαπανών τους από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ενώ για άλλες διαφορές δυνάμενες, ενόψει της ενδεικτικής απαρίθμησης των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου αυτού στο άρθρο 98 παρ. 1 του Συντάγματος , να υπαχθούν στη δικαιοδοσία – αρμοδιότητά του απαιτείται ειδικός σε κάθε περίπτωση νόμος. Από αυτά παρέπεται ότι απόφαση Διοικητικού Συμβουλίου νοσηλευτικού ιδρύματος (ΝΠΔΔ), που εκδίδεται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 32 παρ. 2 του Ν 1397/1983  και με την οποία αναζητούνται (καταλογίζονται) οι αποδοχές που έλαβε αχρεώστητα γιατρός του ιδρύματος, λόγω μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης που ανέλαβε να παραμείνει στην υπηρεσία για χρόνο διπλάσιο από εκείνον της εκπαιδευτικής άδειας μετ’ αποδοχών, που του είχε χορηγηθεί, αποτελεί απλώς τίτλο βεβαίωσης χρέους κατά τον ΚΕΔΕ και δεν εκδίδεται στα πλαίσια ελέγχου των λογαριασμών του νοσηλευτικού αυτού ιδρύματος με την έννοια των προαναφερόμενων συνταγματικών διατάξεων. Επομένως, το Ελεγκτικό Συνέδριο στερείται δικαιοδοσίας προς εκδίκαση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, που ασκούνται κατά τέτοιων «καταλογιστικών» αποφάσεων, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι δεν υφίσταται ειδική διάταξη νόμου που να υπαγάγει τις διαφορές που γεννώνται από τις αποφάσεις αυτές στην αρμοδιότητα του εν λόγω Δικαστηρίου (βλ. ad hoc ΕλΣυν Ολ 1314/1998 ). Τα ίδια δεχθείσα και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ορθώς ερμήνευσε κι εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις που διέπουν την επίδικη έννομη σχέση και τυγχάνει, ως εκ τούτου, απορριπτέα η αναίρεση. Πλην όμως η γνώμη αυτή δεν κράτησε.

V. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του το IV Τμήμα επιλαμβανόμενο της εκδικάσεως της από 6.4.2000 εφέσεως της ήδη αναιρεσείουσας, με την οποία ζήτησε την ακύρωση των …/24.2.1993 και …/19.7.1999 αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου… – με τις οποίες η ίδια καταλογίστηκε, ως πρώην Επιμελήτρια Μικροβιολογίας, με βαθμό Α, του κλάδου Ιατρών του ΕΣΥ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 2 του Ν 1397/1983 , με το ποσό των 4.571.996 δραχμών (13.417,44 ευρώ), που αντιστοιχεί στο διπλάσιο των καθαρών αποδοχών που έλαβε κατά το χρόνο της εκπαιδευτικής της αδείας (Σεπτέμβριο 1991 – Φεβρουάριο 1992), με την αιτιολογία ότι μετά την λήξη αυτής δεν υπηρέτησε, όπως κατά νόμο είχε υποχρέωση διπλάσιο χρόνο ως γιατρός του ΕΣΥ – έκρινε ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν έχει δικαιοδοσία για να εκδικάσει την ένδικη διαφορά, που ανέκυψε στο πλαίσιο των ως άνω εκδοθεισών καταλογιστικών αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του Γενικού Νοσοκομείου …, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 32 παρ. 2 του Ν 1397/1983 .

Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα πρόταση, το Τμήμα, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένα έκρινε ότι δεν έχει δικαιοδοσία για να δικάσει την ένδικη έφεση της αναιρεσείουσας, καθώς εισάγεται με αυτή διαφορά που ανέκυψε στο πλαίσιο ελέγχου λογαριασμού δημοσίας διαχειρίσεως. Ειδικότερα, οι καταλογιστικές αποφάσεις, που εκδίδονται για την τακτοποίηση, λόγω ανοίκειας πληρωμής, λογαριασμού δημοσίας διαχειρίσεως, όπως και οι προσβαλλόμενες με την ως άνω ένδικη έφεση αποφάσεις, προϋποθέτουν εξ ορισμού έλεγχο των οικείων λογαριασμών (ήτοι του ανωτέρω Ιδρύματος), για διαπίστωση της αχρεώστητης εκταμιεύσεως· εκδιδόμενες δε κατά τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του Ν 1397/1983 , συνιστούν αποφάσεις τακτοποιήσεως λογαριασμού, μετά τη διαπίστωση ότι δεν υφίσταται το δικαίωμα του λαβόντος εκπαιδευτική άδεια ιατρού επί των αποδοχών που εισέπραξε κατά την άδειά του αυτή. Συνεπώς, το Τμήμα κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη, διατάσσοντας συναφώς την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου, ενώ έπρεπε να κάνει αυτή δεκτή και να την εξετάσει, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, γενομένης δεκτής, κατά πλειοψηφία, της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να εξαφανισθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση να αναπεμφθεί η υπόθεση στο αρμόδιο ΙV Τμήμα για να δικάσει την ένδικη έφεση της αναιρεσείουσας, να διαταχθεί η απόδοση σ’ αυτήν του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 59 του ΠΔ 774/1980  117 σε συνδ. με άρθρο 61 παρ. 3 του ΠΔ 1225/1981 , και να απαλλαγεί εν όλω το Ελληνικό Δημόσιο και το Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο…, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων και του δυσερμηνεύτου των διατάξεων, από τα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα εν προκειμένω (βλ. άρθρο 123 ΠΔ 1225/1981 , όπως ισχύει μετά το Ν 3472/2006 ) διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ).

Παρατηρήσεις

Η έννοια του δημόσιου λογαριασμού είναι καθοριστική για τη δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την ως άνω απόφαση της Ολομέλειας λαμβάνει μια νέα διάσταση. Μέχρι τώρα η νομολογία (ΕλΣυν Ολ 1314/1998 ) επέμενε σε ένα κριτήριο συνδεδεμένο με την έννοια του δημόσιου υπολόγου. Ως εκ τούτου, στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγονται μόνο διαφορές που προκύπτουν στο πλαίσιο διενεργούμενου ελέγχου επί λογαριασμών δημόσιων υπολόγων ή υπολόγων ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ, που διαχειρίζονταν δημόσια περιουσία (χρήματα, αξίες, υλικό). Για άλλες διαφορές, που είναι δυνατόν, ενόψει και της ενδεικτικής απαρίθμησης των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο άρθρο 98 παρ. 1 Συντ ., να υπαχθούν σε αυτό, απαιτείται ειδικός νόμος σε κάθε περίπτωση. Κατά τη νομολογιακή αυτή θέση, αν με βάση το άρθρο 32 παρ. 2 του Ν 1397/1983  εκδοθεί καταλογιστική πράξη από διοικητικό συμβούλιο νοσηλευτικού ιδρύματος εις βάρος ιατρού, που έλαβε εκπαιδευτική άδεια εξωτερικού με αποδοχές, αλλά δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του να υπηρετήσει διπλάσιο χρόνο στον κλάδο ιατρών ΕΣΥ, προκειμένου να εισπραχθούν οι αχρεωστήτως καταβληθείσες σε αυτόν αποδοχές, η καταλογιστική αυτή πράξη αποτελεί τίτλο βεβαίωσης, κατά την έννοια του ΚΕΔΕ. Συνεπώς, το Ελεγκτικό Συνέδριο, ενόψει και του γεγονότος ότι η καταλογιστική αυτή πράξη δεν εκδόθηκε στο πλαίσιο ελέγχου λογαριασμών του νοσηλευτικού ιδρύματος, δεν έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση των κατ΄ αυτής ένδικων βοηθημάτων.

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η απόφαση 1414/2000 του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την οποία η επιστροφή των αποδοχών που εισέπραξε σπουδάστρια της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης κατά τη διάρκεια της φοίτησής της, η οποία όμως στη συνέχεια αρνήθηκε να διοριστεί σε δημόσια υπηρεσία, αποτελεί δημόσιο έσοδο και οι πράξεις με τις οποίες καταλογίζεται εις βάρος της το οφειλόμενο ποσό δεν αποτελούν πράξεις ελέγχου λογαριασμών δημόσιων υπολόγων, κατά την έννοια του άρθρου 98 παρ. 1 Συντ .

Διεύρυνση της έννοιας του δημόσιου λογαριασμού επιχειρεί η απόφαση ΕλΣυν Ολ 1104/2007 , η οποία αντιμετώπισε την έννοια των δημόσιων λογαριασμών με ιδιαίτερη αυτονομία, αποδεσμεύοντας αυτήν από τις συναφείς έννοιες της δημόσιας διαχείρισης, του δημόσιου υπολόγου και του δημόσιου ελλείμματος και ιδίως του καταλογισμού για απώλεια ή ανοίκεια εκταμίευση δημόσιου χρήματος, τις οποίες θεώρησε ότι είναι δυνατόν να αποτελέσουν κριτήρια για την ανάδειξη της έννοιας των δημόσιων λογαριασμών. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι η έννοια του δημόσιου λογαριασμού δεν είναι απλώς συναφής αλλά συνάπτεται στενά με την έννοια του δημόσιου υπολόγου, όπως ορίζει εξάλλου και το άρθρο 98 παρ. 1 εδάφ. γ΄ Συντ ., όπου ρητά αναφέρεται σε «έλεγχο των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων». Με βάση την επιχειρηθείσα εννοιολογική αυτή αυτονόμηση, το Δικαστήριο επεξέτεινε τη δικαιοδοσία του, ακολουθώντας τον εξής παραγωγικό συλλογισμό: Ως λογαριασμός δεν νοείται μόνο το σύνολο της λογοδοσίας, αλλά και οποιαδήποτε απεικόνιση των εσόδων και εξόδων της δημόσιας διαχείρισης, ακόμη και η καταγραφή συγκεκριμένων εκταμιεύσεων για τη μισθοδοσία έστω και ενός δημόσιου υπαλλήλου. Στη συνέχεια, ως λογαριασμός νοείται η έστω και μερική επιβεβαίωση του ορθώς έχειν λογαριασμού δημόσιας διαχείρισης. Τέτοια επιβεβαίωση αποτελεί όχι μόνο η επαλήθευση των λογιστικών πράξεων που περιέχει ο λογαριασμός, κάτι που δεχόταν μέχρι τώρα η νομολογία, αλλά και κάθε έρευνα που διεξάγεται για να διαπιστωθεί η νομιμότητα των δεδομένων στα οποία στηρίζεται ο λογαριασμός, όπως π.χ. η έρευνα του αν έχει δικαίωμα να εισπράξει ο εκάστοτε λαβών το ποσό της εκταμίευσης. Συνεπώς, αν διαπιστωθεί ότι τα δεδομένα του δημόσιου λογαριασμού είναι εσφαλμένα, η καταλογιστική πράξη συνάπτεται με την τακτοποίηση του δημόσιου λογαριασμού και υπάγεται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Νικόλαος Αλ. Μηλιώνης,
Σύμβουλος ΕλΣυν, Δρ. Πολιτικών Επιστημών