ΕΣ 13/2021 ΟΛΟΜ, ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΛΟΓΩ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ, ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ Η ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΠΟΥ ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ , 30 ΗΜΕΡΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΟΓΡΑΦΗ) ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘ.49 ΠΔ 1225/1981, ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΛΑΒΩΝ.

ΕΣ Ολομ

13/ 2021 ΣΕ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ

          

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Φεβρουαρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ιωάννης Σαρμάς, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Άννα Λιγωμένου, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης, Μαρία Αθανασοπούλου, Ευαγγελία – Ελισάβετ Κουλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Δημήτριος Πέππας, Αγγελική Μυλωνά, Στυλιανός Λεντιδάκης, Βιργινία Σκεύη, Δέσποινα Τζούμα, Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου, Κωνσταντίνος Παραθύρας, Αργυρώ Μαυρομμάτη, Κωνσταντίνος Κρέπης και Γεωργία Παπαναγοπούλου, Σύμβουλοι. Επίσης μετείχαν οι Σύμβουλοι Βασιλική Προβίδη, Ασημίνα Σακελλαρίου, Ευαγγελία Σεραφή, Ειρήνη Κατσικέρη και Νεκταρία Δουλιανάκη, ως αναπληρωματικά μέλη. Γραμματέας η Ελένη Αυγουστόγλου.

Γενικός Επίτροπος Επικρατείας: Αντώνιος Νικητάκης, Επίτροπος Επικρατείας, κωλυομένης της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, Χρυσούλας Καραμαδούκη.

Γιανα δικάσει την από 21 Οκτωβρίου 2015 (ΑΒΔ 3141/2015) αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Νομικού Συμβούλου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη,

κατάτης Κυριακούλας Σαμίου του Ιωάννη, κατοίκου Χώρας Κυθήρων, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντωνίου Σεμιτέκολου (ΑΜ/ΔΣΑ 21397).

Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η αναίρεση της 4201/2015 οριστικής απόφασης του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης.

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσίβλητης, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη αυτής. Και

Τον Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος ανέπτυξε την από 7.2.2018 έγγραφη γνώμη του και πρότεινε την απόρριψη της αίτησης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, με παρόντα τα τακτικά μέλη που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από την Αντιπρόεδρο Άννα Λιγωμένου και τους Συμβούλους Γεώργιο Βοΐλη, Στυλιανό Λεντιδάκη και Γεωργία Παπαναγοπούλου που είχαν κώλυμα (άρθρα 11 παρ. 2 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του                    ν. 4129/2013 και 78 παρ. 2 του π.δ/τος 1225/1981). Για τη νόμιμη συγκρότηση της Ελάσσονος Ολομέλειας, στη διάσκεψη μετείχε επίσης η Σύμβουλος Βασιλική Προβίδη (αναπληρωματικό μέλος).

Άκουσε την εισήγηση της Συμβούλου Ευφροσύνης Παπαθεοδώρου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον νόμο

 

1. Για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρα 61 παρ. 1 και 117 του π.δ/τος 1225/1981, φ. 304 Α΄ και 73 παρ. 1 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013, φ. 52 Α΄, Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο).

2. Με την υπό κρίση αίτηση το Ελληνικό Δημόσιο ζητεί την αναίρεση της 4201/2015 οριστικής απόφασης του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία, κατά παραδοχή έφεσης της ήδη αναιρεσίβλητης, πρώην υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, ακυρώθηκε, λόγω νομικής πλημμέλειας, που εξετάσθηκε αυτεπαγγέλτως από το δικάσαν Τμήμα, η 65267/0050/29.6.2007 πράξη του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος της το ποσό των 16.652,69 ευρώ, που φέρεται ότι εισέπραξε αχρεώστητα ως αποδοχές κατά το χρονικό διάστημα από 6.4.2005 έως 31.5.2006, λόγω αυτοδίκαιης έκπτωσής της από την υπηρεσία συνεπεία αμετάκλητης ποινικής καταδίκης.

3. Η αίτηση αυτή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα του προβαλλόμενου με αυτή λόγου, που αναφέρεται σε παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, υπό την ειδικότερη αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της δικονομικής διάταξης του άρθρου 49 του π.δ/τος 1225/1981. Εξ άλλου, η ήδη αναιρεσίβλητη, με το κατατεθέν στις 6.2.2018 υπόμνημά της, ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης και την καταδίκη του Ελληνικού Δημοσίου στα δικαστικά του έξοδα.

4. Από τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1 περ. α΄, 41 παρ. 5, 148 και 150 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2683/1999 (φ. 19 Α΄), σε συνδυασμό ερμηνευόμενες, συνάγεται ότι ο υπάλληλος που με αμετάκλητη δικαστική απόφαση καταδικάζεται σε οποιαδήποτε ποινή για την τέλεση, μεταξύ άλλων, των αδικημάτων της υπεξαίρεσης και της πλαστογραφίας, εκπίπτει από την υπηρεσία. Η έκπτωση του υπαλλήλου από την υπηρεσία και την κατεχόμενη από αυτόν θέση επέρχεται αυτοδικαίως από την ημερομηνία δημοσίευσης της καταδικαστικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου, αν κατ’ αυτής δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων ή από την ημερομηνία κατά την οποία η καταδικαστική απόφαση καθίσταται αμετάκλητη. Για την επέλευση του νομικού αυτού αποτελέσματος εκδίδεται υποχρεωτικά σχετική διαπιστωτική πράξη από το αρμόδιο όργανο, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την πράξη αυτή διαπιστώνεται απλώς η επελθούσα έκπτωση και η ήδη συντελεσθείσα από την ως άνω ημερομηνία λύση της υπαλληλικής σχέσης. Συνεπώς, από την ημερομηνία κατά την οποία η καταδικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη, οπότε επήλθε αυτοδίκαια η λύση της υπαλληλικής του σχέσης λόγω ποινικής καταδίκης, ο υπάλληλος δεν έχει νόμιμη αξίωση για την καταβολή αποδοχών (ΕλΣ Ολ. 543, 1980/2013).

5. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 504 παρ. 1, 505, 507, 479 παρ. 2, 473 και 546 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (π.δ. 258/1986, φ. 121 Α΄), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, συνάγεται ότι η καταδικαστική απόφαση του δευτεροβάθμιου ποινικού δικαστηρίου καθίσταται αμετάκλητη με την άπρακτη παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση κατ’ αυτής αίτησης αναίρεσης, η οποία είναι δεκαήμερη και αρχίζει από την έκδοση της απόφασης παρόντος του διαδίκου, άλλως από τη νόμιμη επίδοσή της σ’ αυτόν, εικοσαήμερη αν ασκείται από τον καταδικασθέντα με δήλωση που επιδίδεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μηνιαία αν ασκείται από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, χωρίς να αρχίζουν οι προθεσμίες αυτές, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώριση της απόφασης στο βιβλίο των καθαρογραμμένων αποφάσεων της παρ. 3 του άρθρου 473 ΚΠοινΔ (ΑΠ 388, 127/2014, 1480/2006). Επομένως, η καταδικαστική απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, που εκδόθηκε παρόντος του κατηγορουμένου, καθίσταται αμετάκλητη με την άπρακτη παρέλευση μηνός από την καταχώρισή της, καθαρογραμμένης, στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, δεδομένου ότι από την επομένη της ανωτέρω ημερομηνίας κανένα από τα δικαιούμενα για την άσκηση αίτησης για αναίρεση αυτής πρόσωπα δεν δύναται να ασκήσει παραδεκτώς κατ’ αυτής το εν λόγω ένδικο μέσο.

6. Με το άρθρο 49 του π.δ/τος 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (φ. 304 Α΄), υπό τον τίτλο «Όρια ελέγχου της πράξεως ή αποφάσεως», ορίζεται: «1. Δια της εφέσεως η υπόθεσις μεταβιβάζεται εις το αρμόδιον Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς μεν το νόμω βάσιμον της πράξεως ή αποφάσεως κατά το σύνολον, ως προς δε το ουσία βάσιμον της πράξεως ή αποφάσεως κατά τα δια της εφέσεως και των προσθέτων λόγων καθοριζόμενα όρια. 2. Το δικαστήριον την νομικώς πλημμελή πράξιν, ακυροί, εν όλω ή εν μέρει, ή μεταρρυθμίζει αναλόγως, επιφυλασσομένης της διατάξεως της επομένης παραγράφου (…)». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σε περίπτωση άσκησης έφεσης κατά καταλογιστικής πράξης, το δικαστήριο ελέγχει την πράξη κατά τον νόμο και την ουσία μέσα στα όρια της έφεσης, όπως αυτά προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ’ εξαίρεση, ελέγχει και αυτεπαγγέλτως νομικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, εφόσον αυτές προκύπτουν από την ίδια την προσβαλλόμενη πράξη ή την πράξη, στην οποία αυτή στηρίζεται (πρβλ. ΣτΕ 754/2018, 1058/2015, 3172/2013, 2375/2012, 698/2011, 279/2009, 4487/2001). Στην έννοια δε της νομικής πλημμέλειας της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εμπίπτει, μεταξύ άλλων, και η μη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο αναγκαίων όρων για την έκδοση της πράξης (πρβλ. ΣτΕ 1126/2019, 2612/2018, 2895, 2181, 177/2015, 2475/2011, 298 – 300/2003, 691/1991, 2762/1983, 1190/1979, 3645/1977).

7. Στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αναιρεσίβλητη, πρώην υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών του κλάδου ΔΕ Εφοριακών, που υπηρετούσε στη ΔΟΥ Κυθήρων, καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό, με την 113/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών για το αδίκημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και ενός έτους για το αδίκημα της νόθευσης δημοσίων εγγράφων με σκοπό το όφελος, και, κατά συγχώνευση, σε ποινή 17 μηνών με τριετή αναστολή. Η καταδικαστική αυτή απόφαση δημοσιεύτηκε, παρουσία της αναιρεσίβλητης, στις 6.4.2005, κατέστη δε αμετάκλητη, αφού η ανωτέρω δεν άσκησε αίτηση αναίρεσης κατ` αυτής, γεγονός που συνομολογεί με το δικόγραφο της έφεσής της. Ακολούθως, εκδόθηκε η 11501/1816/002Γ΄/13.4.2006 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (φ. 115/19.4.2006 Γ΄), με την οποία διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη έκπτωση της αναιρεσίβλητης από την υπηρεσία από 6.4.2005, ημερομηνία δημοσίευσης της προαναφερόμενης 113/2005 καταδικαστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Κατόπιν αυτών, με την 65267/0050/29.6.2007 πράξη του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καταλογίστηκε εις βάρος της αναιρεσίβλητης το ποσό των 16.652,69 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις αποδοχές που φέρεται ότι έλαβε αχρεώστητα κατά το χρονικό διάστημα από 6.4.2005 έως 31.5.2006.

8. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η ως άνω καταδικαστική απόφαση εις βάρος της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης δεν κατέστη αμετάκλητη από τη δημοσίευσή της στις 6.4.2005, όπως διαλαμβάνει εσφαλμένα η 11501/1816/002Γ΄/13.4.2006 διαπιστωτική απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, αλλά μετά την πάροδο ενός μηνός από την ημερομηνία καταχώρισής της στο ειδικό βιβλίο της Γραμματείας του Εφετείου Πειραιά, χωρίς να ασκηθεί αναίρεση κατ’ αυτής από την εκκαλούσα και ήδη αναιρεσίβλητη, τον εισαγγελέα Εφετών και τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Και ναι μεν η ημερομηνία καταχώρισης στο ανωτέρω ειδικό βιβλίο δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, όμως ακόμη κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι η καταχώριση έγινε αυθημερόν, σε κάθε περίπτωση, η προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναίρεσης έληξε μετά τις 6.4.2005 και, συνακόλουθα, η αυτοδίκαια έκπτωση της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης έλαβε χώρα μετά την ημερομηνία αυτή. Εν όψει αυτών, το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι η προσβληθείσα με την έφεση της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης καταλογιστική πράξη δεν είναι νόμιμη, αφού ερείδεται σε διαπιστωτική απόφαση που καθορίζει εσφαλμένη ημερομηνία αυτοδίκαιης έκπτωσής της από την υπηρεσία, η πλημμέλεια δε αυτή πρέπει να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως, καθόσον αφορά το νομικό έρεισμα της εν λόγω πράξης. Περαιτέρω, δοθέντος ότι, όπως έκρινε το δικάσαν Τμήμα, για τον καθορισμό του ποσού του καταλογισμού θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη νέα πραγματικά δεδομένα, επί των οποίων η εκκαλούσα και ήδη αναιρεσίβλητη δεν είχε την ευχέρεια να προβάλει τυχόν αντιρρήσεις της, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η έφεσή της και ακυρώθηκε, για τον ως άνω αυτεπαγγέλτως εξετασθέντα λόγο, η επίμαχη καταλογιστική πράξη.

9. Ήδη, με την ένδικη αίτηση, και κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, το αναιρεσείον προβάλλει ότι, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, και δη κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της δικονομικής διάταξης του άρθρου 49 του π.δ/τος 1225/1981, το δικάσαν Τμήμα εξέτασε αυτεπαγγέλτως, ως νομική πλημμέλεια της προσβληθείσας καταλογιστικής πράξης, την εσφαλμένη ημερομηνία αυτοδίκαιης έκπτωσης της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης από την υπηρεσία, ενώ, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της ίδιας διάταξης, έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η πλημμέλεια αυτή αφορά στο ουσία βάσιμο της εν λόγω πράξης και, ως εκ τούτου, δεν δύναται να ελεγχθεί αυτεπαγγέλτως, παρά μόνο κατόπιν προβολής σχετικού λόγου.

10. Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 6 της παρούσας, το δικάσαν Τμήμα, με τις ως άνω παραδοχές του, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 49 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981. Τούτο δε, καθόσον ο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παρατεθεισών στις σκέψεις 4 και 5 της παρούσας διατάξεων, καθορισμός, με την οικεία διαπιστωτική πράξη, της ημερομηνίας αυτοδίκαιης έκπτωσης της αναιρεσίβλητης από την υπηρεσία, οπότε και κατέστησαν αχρεώστητες οι καταβληθείσες σε αυτήν αποδοχές, από τον χρόνο δημοσίευσης της εκδοθείσας εις βάρος της καταδικαστικής απόφασης και όχι από τον χρόνο, που κατέστη αυτή αμετάκλητη, συνιστά νομική πλημμέλεια, αναγόμενη, ειδικότερα, στο ζήτημα της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων επιβολής του επίδικου καταλογισμού. Ως πλημμέλεια, επομένως, η οποία δεν συνάπτεται με την ουσιαστική βασιμότητα του καταλογισμού, ήτοι την ορθότητα της διαπίστωσης της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών και την ουσιαστική εκτίμηση αυτών, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει το αναιρεσείον, αλλά συνιστά νομικό σφάλμα που προκύπτει από τη διαπιστωτική πράξη, στην οποία αυτός ερείδεται, νομίμως εξετάστηκε αυτεπαγγέλτως από το δικάσαν Τμήμα και, ως εκ τούτου, ο περί του αντιθέτου λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

11. Κατά τη γνώμη, όμως, της Αντιπροέδρου Μαρίας Αθανασοπούλου, το ζήτημα της ημερομηνίας αυτοδίκαιης έκπτωσης της αναιρεσίβλητης από την υπηρεσία, αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, αφορά, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από το αναιρεσείον, στο ουσία βάσιμο της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981, παρά μόνο κατόπιν προβολής σχετικού λόγου, προϋπόθεση που, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (δικόγραφο έφεσης, υπόμνημα), δεν συντρέχει εν προκειμένω. Ως εκ τούτου, ο ως άνω λόγος αναίρεσης περί παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας από το δικάσαν Τμήμα, υπό την ειδικότερη αιτίαση ότι μη νομίμως εξέτασε αυτεπαγγέλτως την ως άνω πλημμέλεια, καθόσον συνιστά ουσιαστικό σφάλμα της προσβαλλόμενης πράξης, θα έπρεπε να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Η γνώμη, όμως, αυτή δεν κράτησε.

12. Κατά ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, κατ’ εκτίμηση δε των περιστάσεων, να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, φ. 97 Α΄, αναλόγως εφαρμοζομένου βάσει του άρθρου 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του              ν. 3472/2006, φ. 135 Α΄).

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 4201/2015 απόφασης του Ι Τμήματος. Και

Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιουνίου 2019.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΡΜΑΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
   
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΛΕΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΓΛΟΥ

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, στις 13 Ιανουαρίου 2021.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΡΜΑΣ ΕΛΕΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΓΛΟΥ