ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ ΙΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ 141/2011
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Απριλίου 2010, με την ακόλουθη σύνθεση: Φλωρεντία Καλδή, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Δημήτριος Πέππας και Αντώνιος Κατσαρόλης, Σύμβουλοι, Ιωάννης Βασιλόπουλος και Ελένη Σκορδά (εισηγήτρια), Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο).
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Αντεπίτροπος της Επικρατείας Κωνσταντίνος Τόλης, που αναπληρώνει νόμιμα τον κωλυόμενο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας,
Γραμματέας: Σταύρος Χρονόπουλος, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορίας ΤΕ με βαθμό Α΄).
Για να δικάσει την από 13.12.2004 (αριθμ. καταθ. στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών 13072/2004) έφεση – αγωγή:
Του …, ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο.
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη και
κ α τ ά της 2061/1998 πράξης της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία κανονίστηκε σ’ αυτόν μηνιαία σύνταξη με βάση την από έτη 37-2-0 συνολική συντάξιμη υπηρεσία του και το βασικό μισθό του 1ου μισθολογικού κλιμακίου της κατηγορίας Π.Ε. του ν.2470/1997, προσαυξημένο κατά 60% λόγω επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, προς το σκοπό να υπολογιστεί από 1.1.1998 η σύνταξή του με βάση το βασικό μισθό των Οικονομικών Επιθεωρητών, ήτοι το βασικό μισθό του 1ου μισθολογικού κλιμακίου προσαυξημένο κατά 30%, κατ’ εφαρμογή της 2949790/7800/0022/7.7.1997 απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 570).
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε να απορριφθεί η έφεση. Και
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε την εκτίμηση του δικογράφου ως έφεση και την απόρριψη αυτού.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Αποφάσισε τα εξής:
Ι. Με το παρόν δικόγραφο, ζητείται, κατά το μέρος, που παραπέμπεται προς κρίση, λόγω δικαιοδοσίας, με την 1419/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών να επανυπολογισθεί από 1.1.1998 η σύνταξη του εκκαλούντος (τέως Προϊσταμένου της Οικονομικής Επιθεώρησης Αττικής και νήσων στο Υπουργείου Γεωργίας) με βάση το βασικό μισθό των Οικονομικών Επιθεωρητών, ήτοι το βασικό μισθό του 1ου μισθολογικού κλιμακίου προσαυξημένο κατά 30%, κατ’ εφαρμογή της 2949790/7800/0022/7.7.1997 απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 570). Με το περιεχόμενο αυτό, το ένδικο βοήθημα συνιστά, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του έφεση κατά της 2061/1998 πράξης της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία κανονίστηκε στον εκκαλούντα μηνιαία σύνταξη με βάση την από έτη 37-2-0 συνολική συντάξιμη υπηρεσία του και το βασικό μισθό του 1ου μισθολογικού κλιμακίου της κατηγορίας Π.Ε. του ν.2470/1997, προσαυξημένο κατά 60% λόγω επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, προς το σκοπό να επανυπολογιστεί από 1.1.1998, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η σύνταξή του. Με την έφεση αυτή, κατά το μέρος που ζητείται ο επανυπολογισμός της σύνταξης του εκκαλούντος για το πριν από την 30 Ιανουαρίου 1998 χρονικό διάστημα, ημερομηνία κατά την οποία ο εκκαλών κατέστη συνταξιούχος (βλ. την 2061/1998 πράξη της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους), δεν αναφύεται συνταξιοδοτική διαφορά αλλά διοικητική διαφορά ουσίας για την εκδίκαση της οποίας αρμόδια, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 περ. θ΄ του ν. 1406/1983 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 2721/1999, καθίστανται τα Διοικητικά Δικαστήρια. Περαιτέρω, η ένδικη έφεση κατά το μέρος αυτό, ενόψει του ότι δεν μπορεί να «αναπεμφθεί» προς εκδίκαση στο αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο κατά το άρθρο 12 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), που εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως έχει αντικατασταθεί από 4.7.2006 με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006, συμπληρωματικά προς την υφιστάμενη δικονομία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 1225/1981), αφού με τη διάταξη αυτή παρέχεται η δυνατότητα παραπομπής στο αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο ενδίκων βοηθημάτων, που ανήκουν στην αρμοδιότητά του, αλλά εισάγονται (ασκούνται) ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου και όχι «αναπομπής» στα Διοικητικά Δικαστήρια ενδίκων βοηθημάτων, που κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων περί δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας διατάξεων παραπέμφθηκαν προς εκδίκαση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΙΙ Τμ ΕΣ 855/2008), πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, δε πρέπει να ερευνηθούν οι λοιπές προϋποθέσεις παραδεκτού της ένδικης έφεσης, παρά τη δικονομική απουσία του εκκαλούντος, η οποία δεν επηρεάζει την πρόοδο της δίκης αφού αυτός εμφανίστηκε ενώπιον του ακροατήριου και δήλωσε ότι επιθυμεί την πρόοδο της δίκης (άρθρα 16, 27 και 65 του π.δ. 1225/1981).
ΙΙ. Στη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 6 του π.δ. 1041/1979, το οποίο ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης ορίζεται ότι : «H πράξις κανονισμού συντάξεως και η απόφασις της Eπιτροπής Eλέγχου των πράξεων κανονισμού συντάξεως υπόκεινται εις έφεσιν ενώπιον του οικείου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ασκουμένην υπό του Υπουργού Οικονομικών εντός έτους από της εκδόσεως της πράξεως ή αποφάσεως, ως και υπό παντός έχοντος έννομον συμφέρον εντός έτους από της κοινοποιήσεως ταύτης». Περαιτέρω, στο άρθρο 66 παρ. 10 του π.δ. 1041/1979, όπως ίσχυε από 8.11.1988 μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 1813/1988 ορίζεται ότι: «Οι πράξεις κανονισμού συντάξεων ή αναγνώρισης διάρκειας της υπηρεσίας, καθώς και οι αποφάσεις της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 4 του α.ν. 599/1968 κοινοποιούνται σε επικυρωμένο αντίγραφο απευθείας στους ενδιαφερομένους. Η κοινοποίηση θεωρείται ότι έγινε για τις κανονιστικές ή αυξητικές της σύνταξης πράξεις ή αποφάσεις την τελευταία ημέρα του μήνα, κατά τον οποίο εκδίδεται η πρώτη επιταγή, ενώ για τις λοιπές την εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο της κοινοποίησης …». Με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 17 του ν. 2703/1999 (ΦΕΚ Α΄, 72) αντικαταστάθηκε από 1.7.1998 η τελευταία ως άνω διάταξη του π.δ/τος 1041/1979 (και ήδη π.δ 169/2007) και ορίσθηκε ότι «η κοινοποίηση των πράξεων ή αποφάσεων του προηγούμενου εδαφίου με τις οποίες γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται σχετικό αίτημα θεωρείται ότι έγινε την εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο κοινοποίησης». Τέλος, στην παράγραφο 3 του άρθρου 50 του π.δ.1225/1981 ορίζεται ότι: «Η εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτος». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι: Η πράξη κανονισμού σύνταξης και η απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων υπόκεινται σε έφεση, που ασκείται ενώπιον του οικείου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου εντός έτους από την επομένη της κοινοποίησής τους. Περαιτέρω, με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρου 66 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων πριν τούτο αντικατασταθεί με την παρ. 17 του ν. 2703/1999, είχε καθιερωθεί τεκμήριο, σύμφωνα με το οποίο θεωρείτο ότι οι κανονιστικές ή αυξητικές της σύνταξης πράξεις ή αποφάσεις κοινοποιούνται την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκδιδόταν η πρώτη επιταγή και οι λοιπές την εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία που έφερε το έγγραφο κοινοποίησης. Από 1.7.1998 όμως θεσπίσθηκε με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 17 του ν. 2703/1999, ενιαίο κριτήριο κοινοποίησης των συνταξιοδοτικών πράξεων ή αποφάσεων και θεωρείται τόσο για τις κανονιστικές ή αυξητικές της σύνταξης πράξεις ή αποφάσεις όσο και για τις λοιπές ως χρόνος κοινοποίησης τούτων η εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο κοινοποίησης. Συνεπώς, είναι εκπρόθεσμη και, ως εκ τούτου, απορριπτέα ως απαράδεκτη η έφεση που ασκείται μετά από την παρέλευση έτους από την εξηκοστή ημέρα, που φέρει το έγγραφο κοινοποίησης της πράξης κανονισμού σύνταξης, χωρίς στο ως άνω χρονικό διάστημα του ενός έτους να υπολογίζονται οι δικαστικές διακοπές από την 1η Ιουλίου έως την 15η Σεπτεμβρίου εκάστου δικαστικού έτους (βλ. Απόφ. Ολ. Ελ. Συν. 447α/2007, 786/2007 και 2407/2007, άρθρο 11 του Κώδικα περί Δικών του Δημοσίου – ΦΕΚ Α΄ 139 – όπως ισχύει μετά το άρθρο 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989 – ΦΕΚ Α΄ 230 – σε συνδυασμό με το άρθρο 11 παρ.1 και 2 του ν.1756/1988 – ΦΕΚ Α΄35 -).
ΙΙΙ. Στην υπό κρίση υπόθεση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτει ότι η κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου προσβαλλόμενη πράξη κανονισμού σύνταξης 2061/1998 της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, κοινοποιήθηκε στον εκκαλούντα με το Γ8967/30/12/97/42 έγγραφο της 45ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, το οποίο φέρει ημερομηνία 27.2.1998. Η πράξη αυτή θεωρείται ότι κοινοποιήθηκε στον εκκαλούντα, υπό το καθεστώς πλέον της ευνοϊκότερης γι΄ αυτόν ρύθμισης του άρθρου 5 παρ. 17 του ν. 2703/1999 ( βλ. 434/2004 αποφ. ΙΙ Τμημ. Ελ. Συν.), την εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία, που φέρει το έγγραφο κοινοποίησής της, ήτοι στις 28.4.1998, από την επομένη της οποίας (29.4.1998) άρχισε η ετήσια προθεσμία για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης. Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στις 13.12.2004, ήτοι μετά την πάροδο έτους και πλέον από την κατά τα ανωτέρω κοινοποίηση, χωρίς να συνυπολογίζεται σ’ αυτό, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη ΙΙ, η χρονική περίοδος των δικαστικών διακοπών των ετών 1998, 1999, 2000, 2001, 2002, 2003 και 2004, δηλαδή τα χρονικά διαστήματα από 1.7 έως 15.9. εκάστου των προαναφερόμενων ετών και χωρίς ο εκκαλών να επικαλείται λόγους ανωτέρας βίας, είναι εκπρόθεσμη και, για το λόγο αυτό, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να διαταχθεί η υπέρ του Δημοσίου κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου. (άρθρα 56 παρ. 2 του π.δ. 774/1980 και 61 παρ. 3 του π.δ. 1225/1980).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την έφεση. Και
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2010.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 20 Ιανουαρίου 2011.