ΕΣ 1509/01, Ολομ., Ευεργέτημα πενίας, ο εκκαλών μπορεί να καταθέσει υπόμνημα μετά την συζήτηση ακόμη κ εάν δεν παρίσταται, κακή σύνθεση δικαστηρίου δεν υπάρχει εάν μετέχουν στην οριστική απόφαση δικαστές που εξέδοσαν την προδικαστική – ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ

ΕΣ Ολομ

===================
1509/2001
 
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Μαΐου 2001, με την ακόλουθη σύνθεση :  Χρήστος Χριστοφιλόπουλος, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, Βασίλειος Χασαπογιάννης, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, Ιωάννης Κωτσόπουλος, Παναγιώτης Παρασκευόπουλος, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κώης, Ιωάννης Μπαλαφούτης, Δημήτριος Δεδούσης, Ευστάθιος Ροντογιάννης, Νικόλαος Αγγελάρας, Κωνσταντίνος Κανδρής, Αθανάσιος Φρύδας, Ιωάννης Σαρμάς (εισηγητής), Ιωάννης Καραβοκύρης, Μαρία Ζαγκλιβερινού, Αντώνιος Παπαργυρίου, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς και Διονύσιος Λασκαράτος, Σύμβουλοι (ο Πρόεδρος Κωνσταντίνος Ρίζος, οι Αντιπρόεδροι Σταύρος Μαρινόπουλος, Αθανάσιος Μπαλκίζας και Μιχαήλ Δημητρόπουλος και οι Σύμβουλοι  Γεώργιος Σχοινιωτάκης, Χρήστος Ντάκουρης, Αριστείδης Μπίκος, Αντώνιος Τομαράς και Θεοχάρης Δημακόπουλος απουσίασαν δικαιολογημένα),
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας :  Ιωάννης Σμπυρούνιας, Αντεπίτροπος, νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας Γεωργίου Γεωργούλια, που απουσίασε δικαιολογημένα,
Γραμματέας :  Γεώργιος Κομπολάκης, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α΄),
Για  να δικάσει την από 5 Αυγούστου 2000 αίτηση του Νικολάου Αχιλλέα Σταμουλακάτου, κατοίκου Λονδίνου (2, SHELBOURNE ROAD, LONDON N179YH-U.K.), ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι παρίσταται αυτοπροσώπως ως δικηγόρος Λονδίνου, ιδιότητα που του παρέχει το δικαίωμα παραστάσεως και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου,
κ α τ ά   της  361/2000   αποφάσεως   του  ΙΙΙ  Τμήματος  του  Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Με την 11133/1988 πράξη της 11ης διευθύνσεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) απορρίφθηκε αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος για κανονισμό υπέρ αυτού πολεμικής σύνταξης κατά τις διατάξεις του ν. 1543/1985, ως αγωνιστή κατά του δικτατορικού καθεστώτος, με την αιτιολογία ότι δεν αποδεικνύονται από επίσημα στοιχεία τα επικαλούμενα από τον αναιρεσείοντα περιστατικά της άμεσης δράσης του ή της αντίθεσής του κατά της δικτατορίας, καθώς και η ένεκα της δράσης αυτής πάθησή του «αχρησία δεξιάς χειρός», η οποία του κατέλιπε αναπηρία 50%, σύμφωνα με την 4/1988 γνωμάτευση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής Πειραιά.
Ύστερα από έφεση του ιδίου κατά της ως άνω πράξεως το ΙΙΙ Τμήμα εξέδωσε την 321/1989 απόφαση, με την οποία απέρριψε αυτήν ως αβάσιμη στην ουσία της.
Κατά της προαναφερόμενης απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως από τον ίδιο, η συζήτηση της οποίας κηρύχθηκε απαράδεκτη με την 1111/1992 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, λόγω μη νομίμου κλητεύσεως του αναιρεσείοντος.
Με την 574/1993 απόφαση της Ολομέλειας έγινε δεκτή εν μέρει η αίτηση αναιρέσεως, αναιρέθηκε η 321/1989 απόφαση του ΙΙΙ Τμήματος και αναπέμφθηκε η υπόθεση στο ΙΙΙ Τμήμα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο σκεπτικό αυτής.
Μετά την αναπομπή του συνταξιοδοτικού φακέλου το ίδιο Τμήμα ανέβαλε να κρίνει οριστικώς την υπόθεση και με την 1792/1998 προδικαστική του απόφαση (προηγήθηκαν οι 195/1994, 334/1996 και 1519/1997 όμοιες), παρέπεμψε το συνταξιοδοτικό φάκελο στην ειδική υγειονομική επιτροπή Περιφέρειας Αττικής, για την εκτέλεση όσων ορίζονται στο σκεπτικό.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 361/2000 απόφαση του ΙΙΙ Τμήματος απορρίφθηκε η έφεσή του κατά της 11133/1988 πράξεως του Γ.Λ.Κ., ως αβάσιμη στην ουσία της.
Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως του ΙΙΙ Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε :
Τον αναιρεσείοντα, ο οποίος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση  και
Τον Αντεπίτροπο, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να διαταχθεί η διαγραφή από το οικείο δικόγραφο, ως υβριστικών και ανάρμοστων (βλ. άρθρ. 24 του π.δ. 1225/1981) των φράσεων «ήταν μερικοί δικαστικοί δοσίλογοι της 21-4-67» (σελ. 1η στίχ. 3ος και 2ος, από το τέλος), «μερικοί απ’ αυτούς που διορίστηκαν από 21-4-67 μέχρι 24-7-74, όπως ο          Α. Τομαράς» (σελ. 2η, στίχ. 1ος, 2ος), «έπρεπε να είχαν εκτελεστεί» (σελ. 2η, στίχ. 1ος, 2ος), «δόλια» το ΙΙΙ Τμήμα «παρερμήνευσε το άρθρο 31 του ν. 1543/1985 (σελ. 2η, στίχ. 14), η προσβαλλόμενη απόφαση είναι «πλαστή κατά το  περιεχόμενο» (σελ. 2η, στίχ. 24).
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, εκτός από το Σύμβουλο Γεώργιο Κωνσταντά, που απουσίασε λόγω κωλύματος, και το Σύμβουλο Διονύσιο Λασκαράτο, που αποχώρησε από τη συνεδρίαση, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα  και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
1.  Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 31 Αυγούστου 2000, ζητείται η αναίρεση της 361/2000 αποφάσεως του ΙΙΙου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η από 14 Ιουνίου 1988 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 11133/1988 πράξεως της 11ης διευθύνσεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.). Με την πράξη αυτή είχε απορριφθεί επίσης αίτημα του ανωτέρω περί κανονισμού υπέρ αυτού πολεμικής συντάξεως κατά τις διατάξεις του ν. 1543/1985 ως αγωνιστή εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος της περιόδου 1967 – 1974, που κατέστη ανάπηρος λόγω της αντιδικτατορικής του δράσεως. Επί της αυτής υποθέσεως το Ελεγκτικό Συνέδριο εξέδωσε ήδη την 321/1989 απόφαση του ΙΙΙου Τμήματος, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη η ανωτέρω έφεση. Την 1111/1992 απόφαση της Ολομελείας, ύστερα από αίτηση αναιρέσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Τμήματος, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως. Την 574/1993 απόφαση της Ολομελείας, με την οποία αναιρέθηκε η 321/1989 απόφαση του ΙΙΙου Τμήματος και αναπέμφθηκε η υπόθεση στο αυτό Τμήμα για νέα κρίση. Τις 195/1994, 334/1996, 1519/1997 και 1792/1998 προδικαστικές αποφάσεις του ΙΙΙου Τμήματος, με τις οποίες αναβλήθηκε η οριστική κρίση του Τμήματος επί της εφέσεως προκειμένου να συμπληρωθεί ο φάκελος με τη διερεύνηση στοιχείων του πραγματικού της υποθέσεως. Και την απόφαση 1565/2000 του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα του αναιρεσείοντος, που συνοδεύει την κρινόμενη αίτηση, περί παροχής σ’ αυτόν του ευεργετήματος πενίας.
2.  Επειδή κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο αναιρεσείων δήλωσε ότι παρίσταται αυτοπροσώπως ως δικηγόρος Λονδίνου, ιδιότητα που του παρέχει το δικαίωμα παραστάσεως και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.
3.  Επειδή στο άρθρο 16 του π.δ/τος 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (φ. 304 Α΄) ορίζεται : «Οι άλλοι πλην του Δημοσίου διάδικοι παρίστανται μετά ή διά πληρεξουσίου δικηγόρου, ενώπιον δε της Ολομελείας εκ των διωρισμένων παρ’ Αρείω Πάγω, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του Κώδικος περί Δικηγόρων.».

4.    Επειδή  στο   π.δ.  258/1987   «Διευκόλυνση  της  ελεύθερης  παροχής
υπηρεσιών από δικηγόρους σε συμμόρφωση προς την οδηγία του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 77/249/ΕΟΚ της 22ας Μαρτίου 1977» (φ. 125 Α΄) ορίζονται τα εξής : «Δικηγόρος άλλου Κράτους – μέλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δικαιούται να παρέχει κατά περίπτωση και για συγκεκριμένη υπόθεση ή υποθέσεις τις υπηρεσίες του στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Προεδρικού διατάγματος» (άρθρο 2 παρ. 1). «Δικηγόρος, κατά την προηγούμενη παράγραφο, νοείται κάθε πρόσωπο που δικαιούται να ασκεί τις επαγγελματικές του δραστηριότητες στη χώρα προελεύσεώς του υπό μία από τις ακόλουθες ονομασίες 1 (…) 5 Ηνωμένο Βασίλειο ADVOCATE, BARRISTER, SOLICITOR (…)» (άρθρο 2 παρ. 2). «Δικηγόρος άλλου Κράτους – μέλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που παρέχει τις υπηρεσίες του στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος, υποχρεούται για την εκπροσώπηση και υπεράσπιση του πελάτου ενώπιον δικαστηρίου να συμπράττει με δικηγόρο που δικαιούται να ασκεί δικηγορία στο δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως, προσκομίζοντας είτε ο ίδιος είτε ο Έλληνας δικηγόρος που συμπράττει, έγγραφα δηλωτικά της ιδιότητάς του στον Πρόεδρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, δύο μέρες τουλάχιστον πριν από την παροχή της συγκεκριμένης υπηρεσίας. (…) Επίσης ο δικηγόρος άλλου Κράτους – μέλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υποχρεούται να προσκομίσει στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου θα παραστεί, βεβαίωση του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου ότι έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο αυτή» (άρθρο 3 παρ. 2).
5.  Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων ούτε συνέπραξε με Έλληνα δικηγόρο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε προσκόμισε ενώπιον του Προέδρου του Δικαστηρίου τη βεβαίωση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 2 τελευταίο εδάφιο του π.δ/τος 258/1987. Συνεπώς ο αναιρεσείων δεν δύναται να παρασταθεί αυτοπροσώπως ως δικηγόρος κατά τη συζήτηση της υποθέσεώς του ενώπιον του Δικαστηρίου. Και ναι μεν στη δικογραφία περιέχεται σε απλή φωτοτυπία έγγραφο στην αγγλική γλώσσα, φερόμενο ως εκδοθέν από την «The Association of Lawyers and Legal Advisors», στο οποίο βεβαιώνεται ότι ο «Nicholas Stamoulakatos» εξελέγη ως «fellow», όμως αυτό το έγγραφο και οιοδήποτε άλλο, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του και την Αρχή που το εξέδωσε (πιστοποιητικό περί εγγραφής ή ταυτότητα αλλοδαπού δικηγορικού συλλόγου, βεβαιώσεις περί καταβολής εισφορών σ’ αυτόν) δεν δύναται να αναπληρώσει τις θεμελιώδεις διαδικαστικές προϋποθέσεις που τίθενται από το προπαρατεθέν άρθρο 3 παρ. 2 του π.δ/τος 258/1987 για την παράσταση ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου δικηγόρου άλλου Κράτους – μέλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
6.  Επειδή ο αναιρεσείων, αν και δεν δικαιούται κατά τα ανωτέρω να αγορεύσει ενώπιον του Δικαστηρίου, δύναται πάντως, προς ανάπτυξη των απόψεών του πέρα από τα αναφερόμενα στους λόγους αναιρέσεως, να καταθέσει υπομνήματα στη γραμματεία του Δικαστηρίου, μέχρι και της προτεραίας της συζητήσεως, ή και μετά τη συζήτηση, εφόσον λάβει την έγκριση του Προέδρου και καταθέσει αυτά το βραδύτερο μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση (άρθρο 29 παρ. 2 και 3 του π.δ/τος 1225/1981 ).
7.  Επειδή δεν παραβιάζονται από τη μη δυνατότητα αγορεύσεως κατά τα ανωτέρω τα δικαιώματα του αναιρεσείοντος για πρόσβαση στο Δικαστήριο τούτο και πραγματική υπεράσπιση των συμφερόντων του ενώπιον αυτού, δοθέντος ότι, αφενός μεν, η απαίτηση προς παράσταση δια πληρεξουσίου δικηγόρου αποτελεί εύλογη δικονομική προϋπόθεση αποτελεσματικής διεξαγωγής της δίκης, ιδίως ενώπιον αναιρετικού δικαστηρίου, και αφετέρου, δύναται δια των υπομνημάτων αυτού ο διάδικος να αναπτύξει τις απόψεις του τόσον προ, όσον και μετά τη δικάσιμο υποστηρίζοντας έτσι αποτελεσματικώς την υπόθεσή του.
8.  Επειδή ο αναιρεσείων προβάλλει ότι «ο πρόεδρος του δικαστηρίου αυτού έχει υποχρέωση με βάση την από 5/8/2000 αίτηση (…) να εκδώσει απόφαση αυθημερόν για την απαλλαγή μου από χαρτόσημο  (…) διπλότυπο εισπράξεως για τέλη συζητήσεως (…), παράβολο (…), μεγαρόσημο (…), αμοιβή δικαστικού επιμελητή (…), μεταφραστή (…) χαρτόσημο στα αντίγραφα για κοινοποίηση (…)», ζητεί δε όπως «απαλλαγεί από δικαστικά έξοδα, αμοιβή δικ. επιμελητή, μεταφραστή (…)».
9.  Επειδή, επί της παροχής του ευεργετήματος πενίας στον αναιρεσείοντα για την υπό κρίση δίκη απεφάνθη ήδη, με βάση την από 5 Αυγούστου 2000 αίτηση του ανωτέρω, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου δια της 1565/2000 αποφάσεως αυτού. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε, ως μη στηριχθέν στα κατά νόμο αναγκαία πιστοποιητικά, το αίτημα του αναιρεσείοντος περί παροχής σ’ αυτόν του ευεργετήματος πενίας, αφού αναφέρθηκε μεταξύ των άλλων ότι «η εν λόγω δίκη περί αναιρέσεως είναι σχεδόν ανέξοδος και δεν καταβάλλονται γι’ αυτήν παράβολο ή τέλη συζητήσεως παρά μόνον Μεγαρόσημο 400 δρχ. το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει καταβληθεί, η δε κοινοποίηση προς τον Υπουργό Οικονομικών έχει συντελεσθεί, οι δε επιδόσεις των κλήσεων του αναιρεσείοντος καθώς και η μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως γίνονται με επιμέλεια της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Δικηγόρος δεν απαιτείται δια την πρόοδο της δίκης, ο δε διάδικος μπορεί ο ίδιος με υπόμνημά του να αναπτύξει τους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως, τα δε επικαλούμενα και προσκομιζόμενα στην παρούσα δίκη έγγραφα εις την αγγλικήν δεν κρίνεται αναγκαίο να μεταφρασθούν διότι είναι αναγνώσιμα και ελήφθησαν υπ’ όψιν».
10.  Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, επί του αιτήματος περί παροχής στον αναιρεσείοντα του ευεργετήματος πενίας για την υπό κρίση αίτηση, απεφάνθη ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατ’ επίκληση των άρθρων 194 έως 204 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που εφαρμόζονται και στις δίκες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ελλείψει ειδικής ρυθμίσεως (άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981). Το αίτημα που διατυπώνει ο αναιρεσείων στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως περί απαλλαγής αυτού από τα δικαστικά έξοδα και τις αμοιβές δικαστικού επιμελητή και μεταφραστή, και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ως αυτοτελώς υποβαλλόμενο ενώπιον της Ολομελείας, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαραδέκτως υποβαλλόμενο ενώπιον του δικαστικού τούτου σχηματισμού, καθόσον, κατά τη διάταξη του άρθρου 196 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που εφαρμόζεται και στην παρούσα διαδικασία με βάση το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, το ευεργέτημα της πενίας παρέχεται υπό του προέδρου του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη. Άλλως το αίτημα αυτό είναι απορριπτέο και ως ανυποστήρικτο, καθόσον δεν συνοδεύεται από αιτιολόγηση αυτού πέρα από όσα αναφέρονται πληροφοριακώς στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως για την αίτηση που άσκησε ο αναιρεσείων επί του αυτού ζητήματος ενώπιον του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
11.  Επειδή η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς και πρέπει, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο να χωρήσει στην εξέταση των λόγων αναιρέσεως που προβάλλονται.
12.  Επειδή στο άρθρο 115 του π.δ/τος 1225/1981 ορίζεται : «Η αίτησις αναιρέσεως ασκείται : α) Δια κακήν σύνθεσιν του δικάσαντος Τμήματος. β) Δια παράβασιν ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, και γ) Δι’ εσφαλμένην ερμηνείαν ή πλημμελή εφαρμογήν του διέποντος την επίδικον υπόθεσιν Νόμου». Από τη διάταξη που παρατέθηκε συνάγεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο, δικάζον κατ’ αναίρεση, δεν εξετάζει κάθε πλημμέλεια της προσβαλλόμενης αποφάσεως που προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα, αλλά μόνον αυτές που δύναται να ενταχθούν σε μία από τις τρεις κατηγορίες πλημμελειών που αναφέρονται στη διάταξη αυτή.
13.   Επειδή ο αναιρεσείων προβάλλει ότι η αναιρεσιβαλλομένη             (α) εξεδόθη μετά την παρέλευση εύλογου χρόνου προς παροχή σ’ αυτόν δικαστικής προστασίας και τέθηκε έτσι σε κίνδυνο η ζωή του, (β) δεν εξετίμησε καλά 44 δημόσια έγγραφα (γ) είναι αντίθετη προς την 4/21 Ιανουαρίου 1988 ιατρική γνωμάτευση.
14.   Επειδή τα ανωτέρω προβαλλόμενα δεν στοιχειοθετούν λόγο αναιρέσεως από τους παραδεκτώς προβαλλόμενους ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δικάζοντος κατ’ αναίρεση. Η μεν δημοσίευση αποφάσεως μετά την παρέλευση εύλογου χρόνου προς παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν στοιχειοθετεί, εν πάση περιπτώσει, παράβαση ουσιώδους τύπου  κατά την έννοια του άρθρου 115 περίπτ. β΄ του π.δ/τος 1225/1981, που συνεπάγεται κατ’ αναίρεση την εξαφάνιση της αποφάσεως. Η δε πλημμελής εκτίμηση του πραγματικού, αυτοτελώς προβαλλόμενη, δεν δύναται να στοιχειοθετήσει, εν πάση περιπτώσει, εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελή εφαρμογή του διέποντος την επίδικη υπόθεση νόμου, κατά την έννοια επίσης του άρθρου 115 περίπτ. γ΄ που παρατέθηκε.
15.  Επειδή ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη  δεν ήταν αμερόληπτο, αντικειμενικό και ανεξάρτητο, διότι συμμετείχαν σ’ αυτό μερικοί δικαστικοί λειτουργοί κατά των οποίων ο αναιρεσείων είχε καταθέσει μήνυση και αγωγή κακοδικίας και είχε κάνει ειδικώς γι’ αυτούς μνεία στα βιβλία του, αναφέρει δε και το όνομα ενός από τους δικαστικούς αυτούς λειτουργούς.
16.   Επειδή ο ανωτέρω λόγος, ως λόγος περί κακής συνθέσεως του δικάσαντος τμήματος (άρθρο 115 περίπτ. α΄  του π.δ/τος 1225/1981), ανεξαρτήτως του ότι προβάλλεται αορίστως και αναποδείκτως, πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως  απαράδεκτος καθόσον,  για την εξαίρεση  των μελών  των δικάσαντος Τμήματος  κατά των οποίων ο αναιρεσείων, ως προβάλλει, είχε υπόνοιες μεροληψίες, δεν άσκησε εγκαίρως,  τα προβλεπόμενα από το άρθρο 6 του π.δ/τος 1225/1981 δικαιώματα  του διαδίκου, ενώ, εξ άλλου δεν προβάλλει ούτε αποδεικνύει, ότι έλαβε γνώση  των γεγονότων που στοιχειοθετούν τις κατά τα ανωτέρω υπόνοιές του μετά την προθεσμία που αναφέρεται στην παρ. 1 εδ. α΄  του άρθρου 6 του π.δ/τος 1225/1981.
17.  Επειδή, από τη συμμετοχή και μόνον των δικαστών που εξέδωσαν την προσβαλλομένη στις συνθέσεις του δικάσαντος Τμήματος, οι οποίες εξέδωσαν τις προδικαστικές αποφάσεις επί της αυτής υποθέσεως, δεν παραβιάζεται καμιά γενική ή ειδική διάταξη της κείμενης νομοθεσίας, ούτε εμφανίζεται το δικαστήριο, εκ του λόγου τούτου, ως αντικειμενικώς μεροληπτικό κατά την  έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, δοθέντος ότι στις προδικαστικές αποφάσεις δεν προδικάζεται η οριστική κρίση του δικαστηρίου. Συνεπώς αβασίμως ζητείται η αναίρεση της προσβαλλομένης  για το λόγο ότι στην σύνθεση του  Τμήματος που την εξέδωσε συμμετείχαν και δικαστές που συμμετείχαν επίσης στις συνθέσεις του Τμήματος που εξέδωσε τις προδικαστικές αποφάσεις επί της αυτής υποθέσεως.
18.  Επειδή προβάλλεται, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, ότι η αναιρεσιβαλλομένη δεν συμμορφώθηκε προς τα κριθέντα δια της 574/1993 αναιρετικής αποφάσεως της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθόσον η αναιρεσιβαλλομένη, παρερμηνεύοντας τις διατάξεις των άρθρων 31 του ν. 1543/ 1985 και 16 του ν. 1813/1988, απέρριψε την έφεση για λόγο διάφορο από αυτόν επί του οποίου στηρίχθηκε η αναιρετική απόφαση.
19. Επειδή στο άρθρο 116 του π.δ/τος 1225/1981 ορίζονται μεταξύ των άλλων :  «(….) Αναιρουμένης της αποφάσεως και παραπεμπομένης της υποθέσεως εις το αρμόδιον Τμήμα, οι διάδικοι επανέρχονται εις την προ της αναιρεθείσης αποφάσεως κατάστασιν. Το κατά παραπομπήν δικάζον Τμήμα δεν δύναται εν πάση περιπτώσει να αποστή  της αποφάσεως της Ολομελείας ως προς τα παρ’ αυτής κριθέντα ζητήματα».
20.  Επειδή, στο άρθρο 31 του ν. 1543/1985 «Συνταξιοδότηση των παθόντων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, αποκατάσταση των αγωνιστών που διώχτηκαν για τα «κοινωνικά τους φρονήματα» και συνταξιοδότηση των αγωνισθέντων κατά της δικτατορίας και άλλες διατάξεις» (φ. 73 Α΄) ορίζονται τα εξής: «1. Όσοι Έλληνες πολίτες τραυματίστηκαν εξαιτίας της άμεσης δράσης τους ή της αντίθεσής τους κατά του δικτατορικού καθεστώτος της περιόδου από 21.4.67 έως 23.7.74 δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο, εφ’ όσον τα περιστατικά αυτά έχουν αναγνωρισθεί με δικαστικές αποφάσεις ή προκύπτουν από δημόσια έγγραφα που εκδόθηκαν έως τις 13 Ιουνίου 1984 (…) 2. Ως προς το ποσό της σύνταξης, την απόδειξη του τραυματισμού και του είδους του τραύματος, τη σχέση του με τα γεγονότα που κατά την προηγούμενη παράγραφο παρέχουν δικαίωμα σύνταξης, το όργανο που προσδιορίζει το ποσό αναπηρίας το συντάξιμο ποσοστό ανικανότητας, τα πρόσωπα της οικογένειας των φονευθέντων ή θανόντων  που δικαιούνται σύνταξη, το ύψος της, την απόδειξη του θανάτου και τη διαδικασία απονομής της σύνταξης, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 3 έως 5, 6 παρ. 1, 7 παρ. 2, 8 έως 12 και 14 παρ. 1, 3 (…). 4. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων που αναφέρονται στις συντάξεις όσων έπαθαν κατά την εκτέλεση υπηρεσίας στον πόλεμο του 1940 – 1941 και στις συντάξεις  των οικογενειών όσων θανατώθηκαν ή εξαφανίστηκαν ή πέθαναν στον πόλεμο αυτόν». Εξάλλου, με το άρθρο 16 του ν. 1813/1988 «Τροποποίηση και συμπλήρωση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας και άλλες διατάξεις» (φ. 243 Α΄) προστέθηκε παράγραφος 5 στο ανωτέρω  άρθρο 31 του ν. 1543/1985, το περιεχόμενο της οποίας  έχει ως ακολούθως: «Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους Έλληνες πολίτες που η σωματική τους ικανότητα έχει μειωθεί από ασθένεια λόγω της φυλάκισης ή εκτόπισης ή κράτησής τους, εξαιτίας της άμεσης δράσης τους κατά του δικτατορικού καθεστώτος της περιόδου από 21.4.1967 έως 23.7.1974 ή της αντίθεσής τους προς αυτό».
21.   Επειδή, με την 574/1993 αναιρετική απόφαση της Ολομελείας έγινε δεκτό ότι οι διατάξεις της συμπληρωματικής ρυθμίσεως του άρθρου 16 του       ν. 1813/1988, που αφορούν την αναπηρία εκ νόσου, δεν εφαρμόζονται στις εκκρεμούσες κατά την θέση σε  ισχύ του νόμου αυτού υποθέσεις ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τέτοια υπόθεση ήταν και η κρινόμενη, γι’ αυτό απεφάνθη κατ’ αρχάς ότι ορθώς κρίθηκε από την τότε αναιρεσιβαλλομένη ότι οι διατάξεις του ν. 1813/1988 δεν εφηρμόζοντο στην κριθείσα από το Τμήμα υπόθεση. Περαιτέρω έγινε δεκτό ότι η αναιρεσιβαλλομένη δεν ήταν νομίμως αιτιολογημένη ως προς δύο σημείο αυτής :  (α) Κατά  το ότι θεώρησε, χωρίς επαρκώς αιτιολογημένη ιατρική γνωμάτευση, ότι η αναπηρία του αναιρεσείοντος οφείλεται σε νόσο και όχι σε τραυματισμό αυτού, θεωρώντας έτσι ότι το αίτημα περί συνταξιοδοτήσεως, που υποβλήθηκε πριν από την ισχύ του ν. 1813/1988, εστερείτο νόμιμου ερείσματος. (β) Κατά την μη  αποδοχή της αντιδικτατορικής δράσεως του αναιρεσείοντος, καθόσον  δεν είχαν συνεκτιμηθεί στοιχεία δια των οποίων προεβάλλετο  ότι η απαγόρευση εξόδου του αναιρεσείοντος από τη Χώρα, η οποία διατάχθηκε κατά την περίοδο της δικτατορίας, δεν αποφασίσθηκε αποκλειστικώς λόγω του βεβαρημένου ποινικού μητρώου αυτού, ως είχε δεχθεί η αναιρεσιβαλλομένη, αλλά λόγω προκηρύξεως με αντιδικτατορικό περιεχόμενο που είχε εκδόσει κατά τη δικτατορία ο αναιρεσείων.   Για του δύο αυτούς λόγους έγινε μερικώς δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, αναιρέθηκε η 321/1989 απόφαση του Τμήματος και η υπόθεση αναπέμφθηκε σ’ αυτό κατά τα ορισθέντα στο σκεπτικό.
22.  Επειδή, δια των προδικαστικών αποφάσεων του ΙΙΙου Τμήματος που εκδόθηκαν επί της υποθέσεως στη συνέχεια (195/1994, 334/1996, 1519/1997, 1792/1998) αναζητήθηκε η τραυματική ή νοσογόνος προέλευση της αναπηρίας του αναιρεσείοντος και τα λοιπά ζητήματα που σχετίζονται προς την εν λόγω προϋπόθεση της θεμελιώσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος αυτού, καθώς και τα περί την απόδειξη της αντιδικτατορικής δράσεως του ιδίου.
23. Επειδή η αναιρεσιβαλλομένη στήριξε αντιθέτως την απορριπτική κρίση περί την έφεση στη μη ύπαρξη δικαστικών αποφάσεων ή δημόσιων εγγράφων που   να έχουν εκδοθεί μέχρι τις 13 Ιουνίου 1984 και από τα οποία να αποδεικνύεται ότι η αναπηρία  του ήδη αναιρεσείοντος προήλθε κατά τη δικτατορία και εξαιτίας της άμεσης δράσης του εναντίον της.
24. Επειδή,  κατά την έννοια των διατάξεων που παρατέθηκαν στη σκέψη 20, ακόμη και αν αποδεικνύεται η τραυματικής προελεύσεως αναπηρία σε ποσοστό άνω του 25% και η αντιδικτατορική δράση του αιτουμένου σύνταξη κατά το άρθρο 31 του ν. 1543/1985, το δικαίωμα αυτού προς συνταξιοδότηση δεν δύναται να θεμελιωθεί εάν δεν προκύπτει, από δικαστική απόφαση ή δημόσιο έγγραφο που εκδόθηκαν πριν από τις 13 Ιουνίου 1984, ότι ο τραυματισμός προήλθε εξ αιτίας της άμεσης δράσης ή αντιθέσεώς του κατά του δικτατορικού καθεστώτος.
25. Επειδή το ανωτέρω ζήτημα δεν αντιμετωπίσθηκε από την 574/1993 απόφαση της Ολομελείας και συνεπώς δεν δύναται να θεωρηθεί ως κριθέν κατά την έννοια του άρθρου 116 του π.δ/τος 1225/1981 που παρατέθηκε. Ούτε και μπορεί να γίνει δεκτό ότι υπό της ανωτέρω αποφάσεως της Ολομελείας αποκλείεται στο κατ’ αναπομπήν δικάζον Τμήμα η εξέταση αυτοτελούς προϋποθέσεως θεμελιώσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, για την οποίαν το Τμήμα τούτο κρίνει ότι δεν συντρέχει, με αποτέλεσμα, ακόμη και αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις, να μη δύναται να θεμελιωθεί το αιτούμενο δικαίωμα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν  ως αβάσιμα τα αντιθέτως προβαλλόμενα υπό του αναιρεσείοντος.
26. Επειδή προβάλλεται, κατ’ εκτίμηση  του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι ο αναιρεσείων, από 15 Μαΐου 1979, είχε ζητήσει πολιτικό άσυλο στη Μεγάλη Βρετανία για τους λόγους που εκθέτει και γι’ αυτό δεν μπόρεσε να προκαλέσει την έκδοση, μέχρι 13 Ιουνίου 1984, των δικαστικών αποφάσεων ή δημόσιων εγγράφων που απαιτούνται κατά νόμο και ότι τούτο δεν ελήφθη υπ’ όψη από την αναιρεσιβαλλομένη. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη νομική προϋπόθεση, διότι δεν στοιχειοθετεί, εν πάση περιπτώσει, ανωτέρα βία η οικειοθελής απομάκρυνση προσώπου από την Ελλάδα, τελούσης υπό δημοκρατικό καθεστώς, και η υποβολή αιτήματος υπό του προσώπου αυτού στη Χώρα της υποδοχής του περί παροχής σ’ αυτόν πολιτικού ασύλου.
27. Επειδή, πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως αόριστος, άλλως,  σύμφωνα με όσα έχουν γίνει ήδη δεκτά, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι δεν είχε άλλη υποχρέωση για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος πέρα από την απόδειξη της αναπηρίας του.
28. Επειδή στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, άλλως είναι αόριστος και απορριπτέος, ο λόγος αναιρέσεως ότι δια της 574/1993 αποφάσεως της Ολομελείας αναιρέθηκε η 321/1989 απόφαση του Τμήματος προκειμένου να αποδειχθεί περαιτέρω «κάποια πράξη αντίστασης και βλάβης, όχι νοσηλείας μέχρι 13.6.1984».
29. Επειδή είναι αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως οι λόγοι με τους οποίους προβάλλεται ότι (α) το διατακτικό της προσβαλλομένης είναι αντίθετο με τις αποφάσεως 321/1989, 195/1994, 334/1996, 1519/1997 και 1792/1998 του ΙΙΙου Τμήματος, (β) η αναιρεσιβαλλομένη παρερμήνευσε τους νόμους  1447/1984, 1285/1982, το π.δ. 389/1983, τον α.ν. 971/1949, τον            ν. 1469/1984, τον ν. 1648 και τον  α.ν. 599/1968.
30. Επειδή αλυσιτελώς προβάλλεται υπό του αναιρεσείοντος ότι έσφαλε η προσβαλλομένη δεχθείσα ότι ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για ποινικά αδικήματα, αν και ο αναιρεσείων για τα αδικήματα αυτά αμνηστεύθηκε, διότι εν πάση περιπτώσει, η αναιρεσιβαλλομένη στηρίζεται, για την απόρριψη της εφέσεως, όχι στις ως άνω καταδίκες, αλλά στην έλλειψη δικαστικών αποφάσεων ή δημόσιων εγγράφων, εκδοθέντων μέχρι τις 13 Ιουνίου 1984, εκ των οποίων αποδεικνύεται ότι ο τραυματισμός του αναιρεσείοντος οφείλεται στην αντιδικτατορική του δράση.
31. Επειδή μη προβαλλομένου βάσιμου λόγου αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 31 Αυγούστου 2000 αίτηση του Νικολάου Σταμουλακάτου, κατοίκου Λονδίνου, κατά της 361/2000 αποφάσεως του ΙΙΙου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 13 Ιουνίου 2001.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ           Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
 ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ                    ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΡΜΑΣ
                                          Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
       ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΜΠΟΛΑΚΗΣ

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις ………………………………
         Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                       Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
             ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΙΖΟΣ                                    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΜΠΟΛΑΚΗΣ