Αριθμός 1561/2011, IV Τμήματος
Περίληψη: Ιδιώτης που, στο πλαίσιο κοινοτικών προγραμμάτων, ανέλαβε συμβατικώς το έργο της δωρεάν διανομής τροφίμων στους άπορους, κατ’ εντολή του Δημοσίου, φέρει την ιδιότητα του υπολόγου. Καταλογιστική πράξη επιβολής στον ιδιώτη προ¬στίμου για εντοπισθέν έλλειμμα προϊόντος επισιτιστικής βοήθειας. Περιεχόμενο αυτής. Η διαφορά από τον επίμαχο καταλογισμό υπάγεται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Όρος της καταλογιστικής πράξης εσφαλμένα υποδεικνύει την άσκηση προσφυγής στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, η οποία απορρίπτεται λόγω αναρμοδιότητας. Άσκηση έφεσης στο Ελεγκτικό Συνέδριο θεωρείται εμπρόθεσμη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 παρ. 1 Συντ., αν και εκπρόθεσμη, γιατί εσφαλμένα υπεδείχθη από τον καταλογίζον όργανο προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο.
Πρόεδρος: Σωτηρία Ντούνη, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Κων/ντίνος Εφεντάκης, Πάρεδρος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Ανδρέας Καπερώνης, Επίτροπος Επικρατείας
Δικηγόροι: Κυριάκος Μακαρώνας, Νικόλαος Καραγιώργης (ΝΣΚ), Αλέξανδρος Γεωργίου
Ι. Με την κρινόμενη έφεση, όπως διευκρινίζεται με το από 10.1.2011 υπόμνημα, ζητείται η ακύρωση α) της 64419/21.11.2007 απόφασης του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Υποστήριξης και Επιθεώρησης του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με την οποία η εκκαλούσα εταιρία, που δυνάμει σχετικής σύμβασης με το Ελληνικό Δημόσιο είχε αναλάβει την εκτέλεση του έργου της δωρεάν διανομής λευκασμένου ρυζιού, από τα αποθέματα της δημόσιας παρέμβασης, στους απόρους της Χώρας, καταλογίσθηκε με το ποσό των 322.419 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην αξία (με τόκους και Φ.Π.Α.) ελλείμματος 988 τόνων ρυζιού, που φέρεται να διαπιστώθηκε στις αποθήκες της, β) της 164958/12.11.2007 εισηγητικής έκθεσης του Προέδρου του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.) προς τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με βάση την οποία εκδόθηκε η παραπάνω καταλογιστική απόφαση, και γ) κάθε άλλης συναφούς πράξης της Διοίκησης.
ΙΙ. Α. Στο άρθρο 28 του ν. 2520/1997 (Α΄ 173), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τα άρθρα 2 του ν. 2732/1999 (Α΄ 154) και 23 του ν. 2945/2001 (Α΄ 223), ορίζεται ότι: «1. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί παράνομη ή αχρεώστητη καταβολή, λόγω μη τηρήσεως κοινοτικών ή εθνικών διατάξεων, σε βάρος του Ειδικού Λογαριασμού Εγγυήσεων Γεωργικών Προϊόντων (Ε.Λ.Ε.ΓΕ.Π.), η αρμόδια Διεύθυνση (…) του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.-Κ.Ε.Π.Ε) (…) α) Καλεί με έγγραφη πρόσκληση τον ενδιαφερόμενο να διατυπώσει, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών (…) τις έγγραφες παρατηρήσεις του και να προσκομίσει συμπληρωματικά στοιχεία. (…) β) Συντάσσει (…) έκθεση ελέγχου για τη νομιμότητα ή μη της πληρωμής, αφού εξετάσει τις έγγραφες παρατηρήσεις και τα προσκομισθέντα στοιχεία (…) Εφόσον, βάσει του περιεχομένου της εκθέσεως ελέγχου, συντρέχει περίπτωση αδικαιολόγητης πληρωμής, ο Υπουργός Γεωργίας εκδίδει απόφαση με την οποία διατάσσεται η επιστροφή από τον εισπράξαντα των αδικαιολογήτως καταβληθέντων ποσών, προσαυξημένων με τους προβλεπόμενους τόκους. Σε περίπτωση που από την εθνική ή κοινοτική νομοθεσία προβλέπεται και επιβολή διοικητικών κυρώσεων, εκδίδει σχετική απόφαση ανεξάρτητη της προηγουμένης (…). 2. Οι βάσει της προηγούμενης διαδικασίας εκδιδόμενες αποφάσεις του Υπουργού Γεωργίας αποτελούν νόμιμο τίτλο εισπράξεως και εκτός από τα απαραίτητα για κάθε διοικητική πράξη στοιχεία πρέπει να περιέχουν α) (…) γ) Την αιτιολογία της απόφασης. δ) Μνεία περί των ειδικών δικονομικών διατάξεων του παρόντος άρθρου. ε) (…). 3. Μετά την επίδοση της απόφασης ο υπόχρεος οφείλει να καταθέσει, μέσα στην προθεσμία που έχει ταχθεί, το ποσό που αναγράφεται στην απόφαση σε οποιοδήποτε υποκατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος στον τηρούμενο υπέρ του Ε.Λ.Ε.ΓΕ.Π. λογαριασμό και να προσκομίσει αμέσως το παραστατικό της καταθέσεως στην αρμόδια Διεύθυνση. Σε περίπτωση μη καταβολής του απαιτούμενου ποσού, αυτό βεβαιώνεται στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος Δ.Ο.Υ. του υποχρέου, εισπράττεται κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων και αποδίδεται στον Ειδικό Λογαριασμό Εγγυήσεων Γεωργικών Προϊόντων. (…) 6. Κατά των αποφάσεων της παραγράφου 2, ο υπόχρεος δικαιούται να προσφύγει ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της αποφάσεως, εφαρμοζομένων των διατάξεων του π.δ. 341/1978 (…), εκτός των περιπτώσεων που (…) ο υπόχρεος θεωρείται δημόσιος υπόλογος, οπότε δικαιούται να ασκήσει έφεση μέσα στην ίδια προθεσμία, ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (…). 7. Σε περιπτώσεις, οι οποίες προκαλούν δαπάνη σε βάρος του Ε.Λ.Ε.ΓΕ.Π. και αναφέρονται σε συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και ιδιωτών και αφορούν (…) εφαρμογή (…) προγραμμάτων δωρεάν διανομής τροφίμων στους άπορους της Χώρας ή άλλων προγραμμάτων κατ’ εφαρμογή κοινοτικών κανονισμών, ακολουθείται η διαδικασία, η οποία προβλέπεται από τις υπουργικές αποφάσεις που καθορίζουν τη διαδικασία αναθέσεως του έργου, τις σχετικές διακηρύξεις και τις καταρτισθείσες συμβάσεις. Εφόσον στις παραπάνω αποφάσεις και συμβάσεις δεν προ¬βλέπεται διαδικασία, ακολουθείται η διαδικασία του παρόντος άρθρου (…)».
Β. Αναφορικά, εξ άλλου, με την υλοποίηση του έργου της δωρεάν διανομής ρυζιού, από τα αποθέματα της παρέμβασης, στους απόρους της Χώρας, η εν προκειμένω εφαρμοστέα 48485/3.7.2002 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Γεωργίας (Β΄ 886) όριζε, μεταξύ άλλων, ότι: «Για την επιλογή φορέα εκτελέσεως του έργου της δωρεάν διανομής ρυζιού Λευκασμένου & Parboiled, θα διενεργηθούν δύο κλειστοί διαγωνισμοί, διακριτοί αλλήλων (…) για ποσότητα 7.500 τόνων αναποφλοίωτου ρυζιού (paddy) παρέμβασης, αντιστοίχως, μετά από ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ του Υπουργείου Γεωργίας» (άρθρο 2 παρ. 1). Ότι: «1. Ο ανάδοχος θα παραλάβει αναποφλοίωτο ρύζι (pad-dy) από τους αποθηκευτικούς χώρους της παρέμβασης (…) και έναντι αυτού και μετά την επεξεργασία του θα παραδώσει στους δικαιούχους επεξεργασμένο – τυποποιημένο ρύζι, Λευκασμένο ή Parboiled, ποσότητας ίσης με την αναφερόμενη στην προσφορά του, με ποιοτικά χαρακτηριστικά σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη διακήρυξη, συσκευασμένο σε σάκους των οποίων το καθαρό βάρος, οι σημάνσεις και τεχνικές προδιαγραφές υλικών συσκευασίας ορίζονται από τη Διακήρυξη. 2. (…) 5. Το διανεμητέο σε δικαιούχους έτοιμο προϊόν (τυποποιημένο, βρώσιμο ρύζι) με ποιοτικά χαρακτηριστικά και προδιαγρα¬φές σύμφωνα με τις διατάξεις της κειμένης κοινοτικής νομοθεσίας, οφείλει να πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις κατάταξής του ως ρύζι ανώτερης ποιό¬τητας όπως αυτοί προβλέπονται από τις διατάξεις της κείμενης εθνικής νομοθεσίας και της Διακήρυξης, χωρίς κανενός είδους ποιοτική ανάμειξη. 6. (…)» (άρθρο 4). Ότι: «Έλεγχος στον τόπο της επεξεργασίας – συσκευασίας του προϊόντος (Α΄ Έλεγχος) διενεργείται από τριμελή επιτροπή ή επιτροπές (…) Έργο της τριμελούς επιτροπής είναι ο έλεγχος της ποσότητας και της ποιότητας του προϊόντος ανά συσκευασία, των υλικών συσκευασίας αλλά και της σήμανσης σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρούσας, της Διακήρυξης και της Σύμβασης. Το προϊόν πρέπει να είναι κατάλληλα διευθετημένο και αποθηκευμένο, ώστε να είναι δυνατή η απρόσκοπτη πρόσβαση σε αυτό και η ευχερής και αντιπροσωπευτική δειγματοληψία του καθώς και το μαρκάρισμά του. (…) Οι έλεγχοι είναι αιφνίδιοι αφορούν το 100% του προς διανομή προϊόντος, πραγματοποιούνται με εντολή της Δ/νσης Αγροτικής Ανάπτυξης και αφορούν την ποιότητα και ποσότητα συσκευασμένου προϊόντος, τα υλικά συσκευασίας και τη σήμανση. Κατά τον έλεγχο από την τριμελή επιτροπή λαμβάνονται δείγματα προς εξέταση (…)» (άρθρο 8 παρ. 1). Ότι: «1. Εξουσιοδοτείται ο Πρόεδρος του ΟΠΕΚΕΠΕ, όπως με απόφασή του, συστήνει κλιμάκια ελέγχου με σκοπό τη διεξαγωγή εκτάκτων ελέγχων σε όλα τα στάδια εκτελέσεως του έργου. 2. Το περιεχόμενο αυτών των ελέγχων είναι το αυτό με των τακτικών ελέγχων. 3. (…)» (άρθρο 9). Και ότι: «Σε περίπτωση διαπίστωσης από ελέγχους στον τόπο επεξεργασίας – συσκευασίας – αποθήκευσης και φόρτωσης του προϊόντος ότι: α) Η προς δειγματισμό παρτίδα δεν είναι, από άποψη τήρησης των κανόνων υγιεινής, κατάλληλα διευθετημένη και αποθηκευμένη. Ο ανάδοχος υποχρεούται να την αντικαταστήσει αμέσως με άλλη σύμφωνη με την παρούσα απόφαση. Καταπίπτει ποσοστό της εγγύησης του αναδόχου ίσο με το ποσοστό που αντιπροσωπεύει η προς δειγματισμό παρτίδα στη συνολική ποσότητα που υποχρεούται να διανείμει. β) Η δειγματισθείσα παρτίδα παρουσιάζει με βάση τα αποτελέσματα ανάλυσης ποιοτική απόκλιση: Ο ανάδοχος υποχρεούται να αντικαταστήσει όλη την παρτίδα. Καταπίπτει ποσοστό της εγγύησης του αναδόχου ίσο με το ποσοστό που αντιπροσωπεύει η δειγματισθείσα παρτίδα στη συνολική ποσότητα που υποχρεούται να διανείμει. γ) Η δειγματισθείσα παρτίδα παρουσιάζει ανάμειξη ρυζιού ανώτερης με κατώτερη ποιότητα, πέραν των αποδεκτών από τη νομοθεσία ορίων: Απορρίπτεται όλη η παρτίδα από την οποία ελήφθη το δείγμα. Ο ανάδοχος υποχρεούται να αντικαταστήσει όλη την παρτίδα. Καταπίπτει ποσοστό της εγγύησης του αναδόχου ίσο με το διπλάσιο του ποσοστού που αντιπροσωπεύει η ποσότητα της δειγματισθείσας παρτίδας στην συνολική ποσότητα που υποχρεούται να διανείμει. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση ανάμειξης ρυζιού με τα προβλεπόμενα από τη διακήρυξη ποιοτικά χαρακτηριστικά με άλλο υποβαθμισμένης ποιότητας. δ) Παρατηρούνται παρατυπίες στη συσκευασία και σήμανση: Οι προβληματικοί σάκοι αντικαθίστανται άμεσα. Καταπίπτει ποσοστό της εγγύησης του αναδόχου ίσο με το ήμισυ του ποσοστού που αντιπροσωπεύει η απορριφθείσα ποσότητα στη συνολική ποσότητα που υποχρεούται να διανείμει» (άρθρο 11 παρ. 3).
ΙΙΙ. Από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα: Ενόψει, του ότι η ιδιότητα του υπολόγου δεν αίρεται, ούτε αποκλείεται, όταν η ανάληψη της διαχείρισης του δημοσίου υλικού ερείδεται σε σύμβαση που καταρτίζεται με το Δημόσιο κατ’ επίκληση της προαναφερόμενης 48485/3.7.2002 κοινής υπουργικής απόφασης και σε εκτέλεση αυτής, την ιδιότητα αυτή φέρει και ο ιδιώτης, ο οποίος, στο πλαίσιο των αντιστοίχων κοινοτικών προγραμμάτων, έχει συμβατικώς αναλάβει το έργο της, κατ’ εντολήν του Δημοσίου, δωρεάν διανομής τροφίμων στους απόρους. Σύμφωνα δε με τις παρατεθείσες διατάξεις, ο διοικητικός καταλογισμός του άνω ιδιώτη – υπολόγου σε περίπτωση διαπίστωσης ελλείμματος στην προς διανομή ποσότητα, ενεργείται, όταν το ζήτημα δεν ρυθμίζεται διαφορετικά στο διέπον την οικεία σύμβαση κανονιστικό πλαίσιο, λόγω ανώμαλης εξέλιξης της εκτέλεσης της σύμβασης και κατ’ ουσίαν διαχείρισης δημόσιου υλικού από τον αντισυμβαλλόμενο ιδιώτη, με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κατόπιν εισήγησης του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. και τήρησης της προβλεπόμενης στο άρθρο 28 του ν. 2520/1997 διαδικασίας. Οι καταλογιστικές αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία του άρθρου 28 του ν. 2520/1997, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει κατά τα ανωτέρω, ως εκ του νόμου αιτιολογητέες πράξεις (βλ. την παράγραφο 2(γ) του άρθρου αυτού), πρέπει, συμπληρούμενες από τα στοιχεία του φακέλου, να περιλαμβάνουν όλα τα ουσιώδη συγκεκριμένα περιστατικά που στοιχειοθετούν τη δημοσιολογιστική ευθύνη του καταλογιζομένου (βλ. την 1886/2009 απόφαση IV Τμ. Ελ. Συν.), η δε αιτιολογία τους πάσχει όταν ουσιώδεις ισχυρισμοί αυτού, υποβληθέντες κατά την περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο προδικασία του καταλογισμού, δεν εξετάσθηκαν από το αρμόδιο για την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης διοικητικό όργανο. Το εκάστοτε, δε καταλογιζόμενο ποσό συνιστά έσοδο του, εκτός Κρατικού Προϋπολογισμού, Ειδικού Λογαριασμού Εγγυήσεων Γεωργικών Προϊόντων (Ε.Λ.Ε.ΓΕ.Π.), που συνεστήθη με τα άρθρα 26 επομ. του ν. 992/1979 (Α΄ 280), ο δε Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. ούτε ως ο εκδότης της καταλογιστικής απόφασης, ούτε ως το υπέρ ου ο καταλογισμός νομικό πρόσωπο – εφόσον πρόκειται για το διαχειριστή απλώς του Ε.Λ.Ε.ΓΕ.Π. (βλ. το άρθρο 14 παρ. 3 του ν. 2637/ 1998, Α΄ 200) – νομιμοποιείται παθητικώς, κατά την έννοια του άρθρου 8 του π.δ/τος 1225/1981 «περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (Α΄ 304), στις σχετικές δίκες. Τέλος, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει, περαιτέρω, ότι, για το παραδεκτό της έφεσης κατά καταλογιστικής απόφασης εκδοθείσας σύμφωνα με το άρθρο 28 του ν. 2520/1997, επιβάλλεται η άσκησή της εντός προθεσμίας 30 ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στον καταλογιζόμενο.
ΙV. Στην προκειμένη περίπτωση από όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία του φακέλου, εκτιμώμενα το καθένα χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Α. Με την 51849/29.8.2002 διακήρυξη του Υπουργού Γεωργίας, προκηρύχθηκε κλειστός διαγωνισμός, με κριτήριο κατακύρωσης τη χαμηλότερη τιμή, για την ανάδειξη φορέα εκτέλεσης του έργου της δωρεάν διανομής λευκασμένου ρυζιού, από τα αποθέματα της παρέμβασης, στους απόρους της Χώρας, για το έτος 2002, και ορίστηκε ότι ο ανάδοχος όφειλε να έχει ολοκληρώσει τις εργασίες παραλαβής του αναποφλοίωτου προϊόντος μέχρι τις 30.9.2002 και εκείνες της διανομής του λευκασμένου ρυζιού στους δικαιούχους του προγράμματος, με τον τρόπο που θα καθόριζε απόφαση του Υπουργού, μέχρι τις 31.10.2002. Μειοδότης στο διαγωνισμό αυτό αναδείχθηκε η ήδη εκκαλούσα εταιρία και μεταξύ αυτής και του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., ως εντολοδόχου του Ελληνικού Δημοσίου, συνήφθη η από 29.9.2003 σύμβαση, σύμφωνα με την οποία η εταιρία έπρεπε να παραλάβει από τις αποθήκες της παρέμβασης 7.500 τόνους αναποφλοίωτου προϊόντος και, αφού το υποβάλει σε διαδικασία λεύκανσης στις εγκαταστάσεις της στη Χαλάστρα Θεσσαλονίκης, να διανείμει, μέχρι τις 30.12.2003, 3.760 τόνους έτοιμου προς βρώση ρυζιού συγκεκριμένων ποιοτικών προδιαγραφών. Σε περίπτωση δε μη συμμόρφωσης προς τις συμβατικές της υποχρεώσεις, η ανάδοχος υπείχε την προβλεπόμενη από την 48485/3.7.2002 κ.υ.α υποχρέωση αντικατάστασης του διανεμητέου προϊόντος. Επακολούθησε η 69203/29.12.2003 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας (Β΄ 17/2004), με την οποία ορίστηκε ότι το έργο της διανομής θα ολοκληρωνόταν σε δύο στάδια (φάσεις), ότι, στο πλαίσιο της πρώτης φάσης η ανάδοχος όφειλε να διανείμει, μέχρι τις 15.2.2004, 1.018,720 τόνους λευκασμένου ρυζιού και ότι τα της διανομής της υπόλοιπης ποσότητας των 2.741,280 τόνων θα ρυθμίζονταν με μεταγενέστερη απόφαση του ίδιου Υπουργού. Μετά την περάτωση της πρώτης φάσης της διανομής, διενεργήθηκαν έκτακτοι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις της εκκαλούσας – στις 28.9.2004, από επιτροπή αποτελούμενη από υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας και του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. και, στις 9.2.2005, από κλιμάκιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) – από τους οποίους προέκυψε ότι η εταιρία είχε προβεί στην πώληση 988 τόνων από την ποσότητα του επεξεργασμένου προϊόντος που είχε παραμείνει στην κατοχή της. Σύμφωνα δε με όσα η εκπρόσωπος της εκκαλούσας υποστήριξε, κατά τη διενέργεια των ελέγχων, η εταιρία ναι μεν εξαναγκάσθηκε στην αντικατάσταση ορισμένης ποσότητας αλλοιωμένου ρυζιού, προκειμένου να αποφευχθεί η καταστροφή ολόκληρου του αποθέματος ήδη, όμως διέθετε και πάλι το σύνολο της προς παράδοση ποσότητας και ήταν σε θέση να τη διανείμει ευθύς μόλις καθορίζονταν από τα αρμόδια όργανα οι τελικοί αποδέκτες του προϊόντος. Κατόπιν αλλεπάλληλων οχλήσεων της εκκαλούσας για τον κίνδυνο αλλοίωσης του προϊόντος που μέχρι τότε παρέμενε στις αποθήκες της εκδόθηκε τελικώς, για την υλοποίηση της δεύτερης φάσης της διανομής, η 44233/18.4.2005 απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Β΄ 580). Παρά, ωστόσο, την εκ μέρους της εκκαλούσας εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων, με την ολοκλήρωση και της φάσης αυτής με το 98745/17.7.2007 έγγραφο του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., η εταιρία κλήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 2520/1997, να εκφέρει τις απόψεις της για τη φερόμενη ως παράνομη πώληση των 988 τόνων ρυζιού που είχε διαπιστωθεί κατά τους διενεργηθέντες ελέγχους. Ανταποκρινόμενη στην παραπάνω κλήση, η εκκαλούσα, με το από 20.8.2007 υπόμνημα της, απέδωσε τις ενέργειές της στην, καθ’ υπέρβαση των χρονικών ορίων της σύμβασης ολιγωρία των αρμοδίων οργάνων του Υπουργείου να προβούν στον καθορισμό των δικαιούχων του προγράμματος και επικαλέσθηκε αφενός το γεγονός ότι ήδη είχε παραδώσει ολόκληρη την προς διανομή ποσότητα ρυζιού, με συνέπεια, μάλιστα, να της επιστραφεί η εγγύηση καλής εκτέλεσης της σύμβασης που είχε καταθέσει, αφετέρου την παύση, με το … βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, της ποινικής δίωξης που είχε ασκηθεί κατά του εκπροσώπου της, στα πλαίσια της ίδιας υπόθεσης, για το αδίκημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Στις 24.10.2007, περιήλθε στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. η Τελική Έκθεση Ελεγχθείσας Υπόθεσης της OLAF, σύμφωνα με την οποία ποσότητα 988 τόνων ρυζιού, από τα αποθέματα του προγράμματος της διανομής, είχε κατακρατηθεί από την εκκαλούσα και πωληθεί σε ιδιώτες, συγχρόνως, όμως, είχε επιβεβαιωθεί ο ισχυρισμός της εταιρίας για την αντικατάσταση της πωληθείσας ποσότητας πριν από τη διενέργεια του ελέγχου της 9ης Φεβρουαρίου 2005. Κατόπιν δε της 164958/12.11.2007 εισήγησης του Προέδρου του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., με την οποία η βαρύνουσα την εκκαλούσα παρατυπία περιορίστηκε πλέον στην «απομάκρυνση» της προαναφερόμενης ποσότητας ρυζιού από τις αποθήκες όπου έπρεπε αυτό να βρίσκεται, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία σε βάρος της εκκαλούσας καταλογίσθηκε, υπέρ του Ε.Λ.Ε.ΓΕ.Π., το ποσό των 322.419 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία του απομακρυνθέντος προϊόντος, συμπεριλαμβανομένων των αναλογούντων τόκων και Φ.Π.Α.
Β. Περαιτέρω στο σώμα της 64419/21.11.2007 καταλογιστικής απόφασης, που κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα στις 11.12.2007, αναφερόταν επί λέξει ότι «κατά της παρούσας απόφασης ο υπόχρεος δικαιούται να προσφύγει ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της απόφασης (…)». Ακολουθώντας την παραπάνω υπόδειξη, η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αφενός την από 28.12.2007 προσφυγή, αφετέρου την από 15.1.2008 αίτηση για την αναστολή της εκτέλεσης της σε βάρος της απόφασης, η τελευταία, ωστόσο, απορρίφθηκε με την 2816/2008 απόφαση του Πρωτοδικείου, με την αιτιολογία ότι ο φορέας υλοποίησης του έργου της δωρεάν διανομής τροφίμων στους απόρους φέρει την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου και ότι, ως εκ τούτου, η διαφορά από τον επίμαχο καταλογισμό υπάγεται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η απορριπτική της αίτησής της δικαστική απόφαση κοινοποιήθηκε την 1.10.2008 στην εκκαλούσα εταιρία στις 29.10.2008, η οποία άσκησε ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου την ήδη κρινόμενη έφεση, ισχυριζόμενη ότι προέβη στην άσκησή της εντός της νόμιμης προθεσμίας αφότου το πρώτον, με την κοινοποίηση της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, έλαβε γνώση του σφάλματος της υπόδειξης που της είχε γίνει, όσον αφορά το αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς Δικαστήριο.
Γ. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, παραδεκτώς η εκκαλούσα με την υπό κρίση προσφυγή – έφεσή της στρέφεται κατά της προσβαλλόμενης καταλογιστικής απόφασης, εφόσον η εκκαλούσα, κατά την ανώμαλη εξέλιξη της εκτέλεσης της συναφθείσας μεταξύ αυτής και του Δημοσίου προαναφερόμενης σύμβασης, διαχειριζόμενη το προϊόν που είχε αναλάβει την διανομή του στους απόρους επί ένα και πλέον έτος, με την εισαγωγή, φύλαξη και πώληση αυτού, φέρει την ιδιότητα του υπολόγου και ως εκ τούτου μπορεί να καταλογισθεί από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, εφόσον το ζήτημα δεν ρυθμίζεται διαφορετικά από την 48485/3.7.2002 κοινή υπουργική απόφαση και την σε εκτέλεση αυτής συναφθείσα σύμβαση και, περαιτέρω, συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Εξάλλου, επειδή πράγματι η εκκαλούσα άσκησε την ένδικη έφεσή της εντός τριακονθημέρου από την κοινοποίηση σε αυτήν της 2816/2008 απόφασης, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η έφεση πρέπει να λογισθεί εμπρόθεσμη, αφού, διαφορετικά, η εκκαλούσα θα στερείτο – όχι από υπαιτιότητά της, αλλά εξαιτίας των εσφαλμένων υποδείξεων του καταλογίσαντος οργάνου που, κατά τεκμήριο, διαθέτει γνώση των σχετικών ζητημάτων – του προστατευόμενου από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαιώματός της προς παροχή δικαστικής προστασίας (πρβλ. την 1702/2007 απόφαση IV Τμ. και την 1917/2008 απόφαση I Τμ. Ελ. Συν.). Δοθέντος δε ότι έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από το άρθρο 56 του π.δ/τος 774/1980, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 παρ. 3 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77) και ισχύει από 8.6.2008, ανώτατο παράβολο των 1.500 ευρώ (βλ. το ΣΤ78485139 διπλότυπο είσπραξης της ΙΓ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών), η κρινόμενη έφεση πρέπει, κατά το μέρος που βάλλει κατά της 64419/21.11.2007 καταλογιστικής απόφασης, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Αντιθέτως, κατά το μέρος που στρέφεται κατά κάθε άλλης συναφούς προς τον καταλογισμό διοικητικής πράξης, η ίδια έφεση είναι παντελώς αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και, για το λόγο αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (βλ. το άρθρο 53 του π.δ/τος 1225/1981), ενώ ωσαύτως απορριπτέα τυγχάνει η έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της 164958/12.11.2007 εισηγητικής έκθεσης του Προέδρου του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., καθόσον η έκθεση αυτή έχει χαρακτήρα απλής γνωμοδότησης προς το αρμόδιο για την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης όργανο και, συνεπώς, στερείται εκτελεστότητας. Τέλος, αφού με την κρινόμενη έφεση διώκεται η ακύρωση καταλογιστικής απόφασης, που έχει εκδοθεί κατά την προαναφερόμενη ειδική διαδικασία, και, επομένως, ο Οργανισμός αυτός, όπως οι απόψεις του αναπτύσσονται στο από 10.1.2011 νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του, πρέπει να αποβληθεί από την παρούσα δίκη.
Δ. Περαιτέρω ο λόγος της έφεσης της εκκαλούσας, με τον οποίον υποστηρίζεται ότι ο σε βάρος της καταλογισμός στερείται νόμιμης αιτιολογίας, παρίσταται βάσιμος. Τούτο διότι ναι μεν η εκκαλούσα φέρεται να διέθεσε μέρος του ευρισκόμενου στην κατοχή της προϊόντος, χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα, από μόνο του, όμως, το γεγονός αυτό δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης της αφού, όπως η εταιρία αντέτεινε στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 28 του ν. 2520/1997, η ίδια προέβη εγκαίρως σε αντικατάσταση της ελλείπουσας ποσότητας – ως όφειλε, κατά το διέπον την επίμαχη έννομη σχέση της με τον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. κανονιστικό πλαίσιο, για τις εκεί ειδικώς προβλεπόμενες παρατυπίες, και τις γενικές περί δημοσίων υπολόγων διατάξεις (βλ. το άρθρο 56 παρ. 2 του ν. 2362/1995, Α΄ 247) – και τελικώς συμμορφώθηκε προσηκόντως στις υποχρεώσεις της, αναφορικά δε με τους ουσιώδεις αυτούς ισχυρισμούς της εκκαλούσας τίποτε, πέραν της αοριστίας, και γενικολογίας ότι δεν θεωρούνται αποδεκτοί από την Υπηρεσία, δεν διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση και στην εισηγητική έκθεση, επί τη βάσει της οποίας ενεργήθηκε ο καταλογισμός.
V. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση, να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 56 παρ. 4 του π.δ/τος 774/1980, όπως ισχύει), το δε Δημόσιο να απαλλαγεί, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, από τα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα (άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά το ν. 3472/2006) διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.