ΕΣ 1575/11, Ολομ., Η εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 61 παρ. 3 του Συνταξιοδοτικού Κώδι. αντίκειται άρ. 25 παρ. 1 Σ, (2437/2007. ΟλΕΣ)- ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΟΧΙ ΔΙΕΤΙΑ ΑΛΛΑ 5τια ΚΔΛ αρθ.90 παρ.1

ΕΣ Ολομ

Αριθμ. 1575/2011, Ολομελείας
Περίληψη: Το δεδικασμένο, προς το οποίο οφείλουν να συμμορφώνονται τα διοικητικά όργανα και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια, αφορά τόσο τους διαδίκους της δίκης όσο και τους ειδικούς ή καθολικούς διαδόχους τους, όπως είναι οι κληρονόμοι, οι οποίοι υπεισέρχονται στη νομική θέση του κληρονομούμενου. Η εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 61 παρ. 3 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, εκτός του ότι αντίκειται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντά¬γματος, όπως έχει κριθεί με την 2437/2007 απόφ. ΟλΕΣυν, δεν αφορά και τους κληρονόμους των συνταξιούχων βουλευτών, δικαστών και μελών του ΝΣΚ, στο όνομα των οποίων είχαν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις αναγνώρισης των σχετικών απαιτήσεών τους, γιατί οι κληρονόμοι αυτών καλύπτονται από το δεδικασμένο της απόφασης που είχε εκδοθεί στο όνομα του δικαιοπαρόχου τους. Αξιώσεις των συνταξιούχων του Δημοσίου από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα ή βοηθήματα υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή που προβλέπεται στην πα¬ράγραφο 1 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995.

Πρόεδρος: Ιωάννης Καραβοκύρης
Εισηγήτρια: Κωνσταντίνα Ζώη, Σύμβουλος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Διονύσιος Λασκαράτος

Ι. …
ΙΙ. Με την 381/2004 πράξη του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, απορρίφθηκε ένσταση της ήδη αναιρεσίβλητης, θυγατέρας του αποβιώσαντος πολιτικού συνταξιούχου, πρώην Εφέτη, B.Δ., κατά της 108281/02/21.11.2002 πράξης του Υπουργού Οικονομικών (45ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους), με την οποία απορρίφθηκε αίτησή της για καταβολή σ’ αυτήν, ως κληρονόμου, του ανωτέρω συνταξιούχου, της διαφοράς σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα από 1.12.1991 έως 31.12.1995, η οποία επιδικάστηκε, σ’ αυτόν, με την 826/1997 απόφαση του II Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ’ εφαρμογή της 2054561/6279/0022/28.8.1995 κοινής απόφασης των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, με την οποία αυξήθηκαν αναδρομικά, για το χρονικό διάστημα από 1.12.1991 μέχρι 31.12.1995, οι αποδοχές των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών λόγω εξίσωσης τους με τις αντίστοιχες αποδοχές των διευθυντών – ιατρών του Ε.Σ.Υ, με την αιτιολογία ότι ορθά απορρίφθηκε η ανωτέρω αίτηση, εφόσον υποβλήθηκε μετά την παρέλευση εξαμήνου από τη δημοσίευση της 118692/25.6.2001 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με την οποία ρυθμίστηκε η καταβολή των διαφορών σύνταξης στους κληρονόμους των αποβιωσάντων δικαστικών λειτουργών και ορίστηκε ότι αναγκαία προϋπόθεση για την καταβολή είναι η υποβολή αίτησης εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής. Έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της ανωτέρω πράξης έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη απόφαση με την αιτιολογία ότι το δεδικασμένο που απορρέει από την προαναφερθείσα 826/1997 απόφαση του II Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχύει και έναντι αυτής, ως κληρονόμου του αποβιώσαντος πατέρα της και συνεπώς δεν ήταν αναγκαία η υποβολή αίτησης εκ μέρους της εντός εξαμήνου από την ισχύ της ανωτέρω υπουργικής απόφασης, για να καταβληθεί σ’ αυτήν το ποσό της διαφοράς σύνταξης που επιδικάστηκε στον πατέρα της με την ως άνω δικαστική απόφαση.
III. Με την κρινόμενη αίτηση το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο ζητεί την αναίρεση της απόφασης αυτής προβάλλοντας ως λόγο αναίρεσης εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του διέποντος την επίδικη σχέση νόμου, υπό τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι: α) Μη νόμιμα το Τμήμα δέχθηκε ότι η περίπτωση της αναιρεσίβλητης υπάγεται στην παράγραφο 1 της 118692/25.6.2001 υπουργικής απόφασης, στην οποία υπάγονται οι κληρονόμοι αποβιωσάντων δικαστικών λειτουργών, στο όνομα στων οποίων έχουν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις, που επιδίκασαν διαφορές σύνταξης και συνεπώς δεν απαιτείται η υποβολή εκ μέρους της αίτησης εντός εξάμηνης προθεσμίας από την δημοσίευση της απόφασης αυτής, για την καταβολή του ποσού της διαφοράς της σύνταξης που ελάμβανε ο αποβιώσας πατέρας της, εφόσον η 826/1997 δικαστική απόφαση δεν είχε εκδοθεί στο όνομά της και συνεπώς υπάγεται στην παράγραφο 2 της υπουργικής απόφασης αυτής και έπρεπε να υποβάλει αίτηση εντός έξι μηνών από τη δημοσίευσή της, προκειμένου να καταβληθεί σ’ αυτή το ανωτέρω ποσό, β) Μη νόμιμα το δικάσαν Τμήμα δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων, καθώς και των κληρονόμων τους από καθυστερούμενες συντάξεις είναι δύο ετών και η παραγραφή αυτή αρχίζει από το οικονομικό έτος κατά το οποίο γεννήθηκε η απαίτηση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της και συνεπώς στην περίπτωση της αναιρεσίβλητης η απαίτησή της παραγράφηκε στις 31.12.1999.
IV. Στο άρθρο 95 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι «Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφά-σεις…». Περαιτέρω στο π.δ/γμα 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελε-γκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ 304 Α΄) ορίζεται στο άρθρο 91 ότι: «Αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων, αι μη υποκείμεναι εις ανακοπήν, είναι τελεσίδικοι και αποτελούν δεδικασμένον», στο άρθρο 92: «Το δεδικασμένον εκτείνεται επί του κριθέντος ουσιαστικού ζητήματος, εφ’ όσον η απόφασις έ-κρινεν οριστικώς επί εννόμου σχέσεως. Το δεδικασμένον εκτείνεται επίσης επί του κριθέντος δικονομικού ζητήματος», στο άρθρο 93 ότι: «Δεδικασμένον υφίσταται μεταξύ των αυτών διαδίκων υπό την αυτήν ιδιότητα μόνον περί του κριθέντος δικαιώματος και εφ’ όσον πρόκειται περί του αυτού αντικειμένου και της αυτής ιστορικής και νομικής αιτίας» στο άρθρο 94 ότι «Το δεδικασμένον λαμβάνεται υπ’ όψιν και αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου» και στο άρθρο 122 ότι: «Η Διοίκησις έχει υποχρέωσιν συμμορφώσεως προς τας αμετακλήτους αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνε-δρίου». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 325 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση χρόνο στις δίκες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά των διαδίκων, καθώς και εκείνων που έγιναν διάδοχοί τους (καθολικοί ή ειδικοί), όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι απόφαση Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκδόθηκε μετά από άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της έφεσης, αποτελεί δεδικασμένο, έχει δηλαδή δεσμευτικότητα για το δικαίωμα που κρίθηκε, εφόσον υφίσταται σε σχέση με συγκεκριμένη υπόθεση ταυτότητα διαδίκων και ταυτότητα διαφοράς που αναλύεται σε ταυτότητα δικαιώματος, α-ντικειμένου και ταυτότητα νομικής και πραγματικής αιτίας. Το δεδικασμένο, προς το οποίο οφείλουν να συμμορφώνονται τα διοικητικά όργανα και λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από τα δικαστήρια, αφορά τόσο τους διαδίκους της δίκης όσο και τους ειδικούς ή καθολικούς διαδόχους τους, όπως είναι οι κληρονόμοι, οι οποίοι υπεισέρχονται στη νομική θέση του κληρονομούμενου.
V. Με το άρθρο 14 παρ. 12 του ν. 1968/1991, όπως η παράγραφος αυτή αναριθμήθηκε από 11 σε 12 με την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 2198/1994, ο-ρίστηκε ότι «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομι-κών θα καθορισθεί το ύψος και ο τρόπος εξοφλήσεως των οφειλομένων ποσών προς τους δικαστικούς λειτουργούς και το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμ¬βουλίου του Κράτους, λόγω διαφοράς των αποδοχών τους με τις αποδοχές των διευθυντών γιατρών του Ε.Σ.Υ. είτε έχουν εγείρει αγωγές είτε όχι», Εξάλλου, με την 118692/25.6.2001 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ανωτέρω νόμου και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 2.7.2001 (ΦΕΚ Β΄, 839), ρυθμίστηκε ο τρόπος καταβολής στους κληρονόμους συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών της διαφοράς σύνταξης για το χρονικό διάστημα από 1.12.1991 έως 31.12.1995, που προέκυψε μετά την αναδρομική αύξηση των αποδοχών των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών λόγω εξίσωσης των συνολικών αποδοχών τους με εκείνες των διευθυντών – γιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.). Ειδικότερα, με το άρθρο μόνο της απόφασης αυτής ορίστηκε ότι: «1. Ποσά που έχουν επιδικασθεί με αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως διαφορά σύνταξης υπέρ των κληρονόμων των αποβιωσάντων συνταξιούχων Βουλευτών, Δικαστών και Μελών του Ν.Σ.Κ., για το χρονικό διάστημα από 1.12.1991 μέχρι 31.12.1995, εξοφλούνται σε έξι (6) ισόποσες άτοκες εξαμηνιαίες δόσεις με ομόλογα λήξεως 20.7.2001, 2.1.2002, 2.7.2002, 2.1.2003, 2.7.2003 και 2.1.2004. 2. Τα ίδια χρηματικά ποσά και με τον ίδιο τρόπο εξόφλησης καταβάλλονται και στους κληρονόμους αποβιωσάντων συνταξιούχων βουλευτών, Δικαστών και μελών Ν.Σ.Κ., δικαιούχων διαφοράς σύνταξης για το χρονικό διάστημα από 1.12.1991 μέχρι 31.12.1995, για τους οποίους δεν έχουν εκδοθεί αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και σε αυτούς που εκκρεμεί σχετικό αίτημα στην αρμόδια Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ. ή εφόσον δεν εκκρεμεί τέτοιο αίτημα, υποβάλουν αίτηση για καταβολή μέσα σε ένα εξάμηνο από τη δημοσίευση της παρούσας». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι με το άρθρο 14 παρ. 12 του ν. 1968/1991 παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση για τον καθορισμό του ύψους και του τρόπου εξοφλήσεως στους δικαστικούς λειτουργούς και στο κύριο προσωπικό του ΝΣΚ των απαιτήσεών τους λόγω της διαφοράς των αποδοχών τους με εκείνες των ιατρών του ΕΣΥ. Με βάση την εξουσιοδότηση αυτή εκδόθηκε η προαναφερθείσα 118692/25.6.2001 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, για την καταβολή στους κληρονόμους των αποβιωσάντων συνταξιούχων βουλευτών, δικαστών και μελών του ΝΣΚ των εκκρεμών απαιτήσεών τους, που απορ¬ρέουν από την κληρονομική διαδοχή. Όμως, η απόφαση αυτή κατά το μέρος που θέτει αποσβεστική εξάμηνη προθεσμία, για την υποβολή αίτησης από τους κληρονόμους των ανωτέρω συνταξιούχων, στο όνομα των οποίων (κληρονό-μων) δεν έχουν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις, καταβολής σ’ αυτούς των εκ-κρεμών απαιτήσεών τους, αφενός δεν αφορά τους κληρονόμους δικαστικών λειτουργών, στο όνομα των οποίων είχαν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις ανα-γνώρισης των σχετικών απαιτήσεών τους, γιατί οι κληρονόμοι αυτών καλύ-πτονται από το δεδικασμένο της απόφασης που είχε εκδοθεί στο όνομα του δικαιοπαρόχου τους και αφετέρου η ρύθμιση περί αποσβεστικής εξάμηνης προθεσμίας υπερβαίνει την παρασχεθείσα από τις διατάξεις του ν. 1968/1991 εξουσιοδότηση για την έκδοση υπουργικών αποφάσεων, με τις οποίες διατάξεις ρυθμίζεται η καταβολή στους ανωτέρω των εκκρεμών απαιτήσεων τους και παρέχεται η εξουσιοδότηση ρύθμισης θεμάτων, που αφορούν το ύψος και τον τρόπο καταβολής των σχετικών ποσών, εφόσον στην έννοια του «τρόπου» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δύναται να υπαχθεί η θέσπιση προθεσμίας άσκησης του σχετικού δικαιώματος καταβολής, τόσο σύντομη ώστε να άγει σε απόσβεσή του. Εξάλλου, ανάλογη προθεσμία που έχει τεθεί με το άρθρο 61 παρ. 3 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, για τη διεκδίκηση από τους κληρονόμους θανόντος συνταξιούχου των απαιτήσεών του από συντάξεις, έχει κριθεί ως αντιτιθέμενη στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος με την 2437/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου.
VI. Όπως έχει ήδη κριθεί (Ολ. Ελ. Συν. 2442/2008 όπου και μειοψηφία, 416/2010) σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ο κοινός νομοθέ-της δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοιες σχέσεις ή καταστάσεις που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις ή διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται για λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται από τα δικαστήρια. Με το άρθρο 1 δε του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αυξημένη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, την οποία μπορεί να στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια μάλιστα της κατά τα ανωτέρω προστατευόμενης περιουσίας περιλαμβάνονται και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς. Τέτοιες είναι και οι ήδη γεννημένες απαιτήσεις για συνταξιοδοτικές και για κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές. Περαιτέρω, ο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 247) ορίζει: α) στο άρθρο 86 ότι «1. Καμιά χρηματική απαίτηση του Δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ή το αρμόδιο Τελωνείο (βεβαίωση εν στενή εννοία). … 2. Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη. …», β) στο άρθρο 90 ότι «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. … 3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της. … 5. Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων εν γένει και βοηθηματούχων του Δημοσίου, καθώς και των κληρονόμων αυτών, από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα και βοηθήματα είναι δύο ετών, έστω και αν έχουν ενταλθεί εσφαλμένα. …» και γ) στο άρθρο 91 ότι «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. …». Με την ως άνω διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, που έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 61 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 166/2000), θεσπίζεται ειδική βραχυπρόθεσμη (διετής) παραγραφή για τις έναντι του Δημοσίου αξιώσεις των συνταξιούχων αυτού από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα ή βοηθήματα. Η διάταξη αυτή, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμα της κατηγορίας αυτής προσώπων να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα ή βοηθήματα, χωρίς τούτο να δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέ-ροντος ή δημοσίας ωφέλειας, στους οποίους δεν υπάγεται η ανάγκη τήρησης της δημοσιονομικής τάξης, ταχείας εκκαθάρισης των οικονομικών υποχρεώ-σεων του Δημοσίου και γενικότερα προστασίας της δημόσιας περιουσίας, αφενός μεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού εισάγει άνιση (δυσμενέστερη) μεταχείριση της κατηγορίας αυτής δικαιούχων και αξιώσεων τόσο έναντι αυτού τούτου του Δημοσίου, οι αξιώσεις του οποίου κατά το άρθρο 86 παρ. 2 του ν. 2362/1995 υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή, όσο και έναντι άλλων κατηγοριών δικαιούχων και αξιώσεων, στις οποίες έχει εφαρμογή η γενική πενταετής παραγραφή που προβλέπεται στο άρθρο 90 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, αφετέρου δε αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., αφού περιορίζει τις σχετικές περιουσιακής φύσης αξιώσεις της κατηγορίας αυτής προσώπων, των συνταξιούχων δηλαδή του Δημοσίου για την αναδρομική διεκδίκηση συντάξεων, επιδομάτων και βοηθημάτων. Άλλωστε, η διαφορετική νομοθετική μεταχείριση ως προς τον χρόνο συμπλήρωσης της παραγραφής μεταξύ των αξιώσεων του Δημοσίου κατά παντός τρίτου και των αξιώσεων των συνταξιούχων του Δημοσίου κατ’ αυτού, συνεπαγόμενη, σε περίπτωση προσφυγής στο δικαστήριο, την περιορισμένη αναδρομική ικανοποίηση των αξιώσεων των τελευταίων αυτών, αντίκειται και στην αρχή της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από τα άρθρα 4 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6, 13 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α. και 2 παρ. 3 α και β, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Συνεπώς, η ως άνω διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995 είναι ανί-σχυρη και μη εφαρμοστέα, πρέπει δε να τύχει εφαρμογής και για τις αξιώσεις αυτές των συνταξιούχων του Δημοσίου η γενική πενταετής παραγραφή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 (βλ. σχετ. και Ειδ. Δικαστ. 1/2005).
VII. Στην προκειμένη περίπτωση το δικάσαν Τμήμα, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, δέχθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του τα εξής: Με την 826/1997 απόφαση του II Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αναπροσαρμόστηκε η σύνταξη του πατέρα της αναιρεσίβλητης Β.Δ., πολιτικού συνταξιούχου, πρώην Εφέτη, για το χρονικό διάστημα από 1.12.1991 έως 31.12.1995, κατ’ εφαρμογή της 2054561/6279/0022/28.8.1995 κοινής απόφασης των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, με την οποία αυξήθηκαν αναδρομικά οι αποδοχές των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών λόγω εξίσωσής τους με τις αντίστοιχες αποδοχές των διευθυντών – γιατρών του Ε.Σ.Υ. Στις 8.12.1999 ο ανωτέρω πολιτικός συνταξιούχος απεβίωσε, χωρίς μέχρι τότε να του έχει καταβληθεί η συμπληρωματική σύνταξη που δικαιώθηκε με την ως άνω απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Μόνοι πλησιέστεροι συγ¬γενείς ήταν κατά το χρόνο του θανάτου του η σύζυγός του X.Δ. και η κόρη του Κ., ήδη αναιρεσίβλητη. Μετά δε και το θάνατο της Χ.Δ., στις 11.11.2001, όλη η κληρονομιαία περιουσία του Β.Δ. περιήλθε στην αναιρεσίβλητη, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμο του. Ακολούθως, με την από 25.10.2002 αίτηση προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους η ανωτέρω ζήτησε την καταβολή σ’ αυτήν, ως κληρονόμου του Β.Δ., των ποσών της διαφοράς σύνταξης που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1.12.1991 έως 31.12.1995, τα οποία επιδικάστηκαν στο δικαιοπάροχο πατέρα της με την ανωτέρω δικαστική απόφαση. Με την 108281/02/21.11.2002 πράξη του Υπουργού Οικονομικών (45ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ.) απορρίφθηκε το αίτημά της ως αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι η αίτησή της υποβλήθηκε μετά την παρέλευση εξαμήνου από τη δημοσίευση της 118692/25.6.2001 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κατά της πράξης αυτής η αναιρεσίβλητη άσκησε την από 20.11.2003 ένσταση ενώπιον του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία απορρίφθηκε με την 381/2004 πράξη του, με την αιτιολογία ότι εφόσον η 118692/25.6.2001 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 2.7.2001 και η αίτησή της υποβλήθηκε στις 25.10.2002, δηλαδή μετά την παρέλευση εξαμήνου από την κατά τα ανωτέρω δημοσίευση, σύμφωνα και με το άρθρο 61 παρ. 3 του π.δ. 166/2000, ορθά ο Υπουργός Οικονομικών (45η Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ.) αρνήθηκε να καταβάλει σ’ αυτήν την αιτηθείσα διαφορά σύνταξης. Έφεση της ανωτέρω κατά της πράξης αυτής που ασκήθηκε ενώπιον του I Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη απόφαση και ακυρώθηκε η πράξη αυτή, με την αιτιολογία ότι το δεδικα-σμένο που απορρέει από την 826/1997 απόφαση του II Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκδόθηκε στη δίκη μεταξύ του Β.Δ. και του Ελληνικού Δημοσίου, με αντικείμενο την κατά τα ανωτέρω αναπροσαρμογή της σύνταξής του, επεκτάθηκε και ισχύει υπέρ της θυγατέρας του ως καθολικού διαδόχου – κληρονόμου του αποβιώσαντος πατέρα της και συνεπώς αυτή υπάγεται στην παράγραφο 1 της πιο πάνω υπουργικής απόφασης χωρίς να απαιτείται η υποβολή εκ μέρους της σχετικής αίτησης για την καταβολή των ποσών της διαφοράς της σύνταξης, ενώ, σε κάθε περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 61 παρ. 3 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, κατά το μέρος που θεσπίζει συντομότατη εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία αναζήτησης από τους κληρονόμους των απαιτήσεων του θανόντος δικαιοπαρόχου τους από συντάξεις, δεν μπορεί να εφαρμοστεί ως αντίθετη στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της απόφασης αυτής λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων που διέπουν την υπό κρίση υπόθεση με τις ειδικότερες αιτιάσεις α) ότι η περίπτωση της αναιρεσίβλητης υπάγεται στην παράγραφο 2 της 118692/265/6/2001 απόφασης του Υπουργού των Οικονομικών και συνεπώς έπρεπε η αίτησή της για καταβολή σ’ αυτήν της διαφοράς σύνταξης να είχε υποβληθεί εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής και β) ότι ο χρόνος παραγραφής της απαίτησής της είναι δύο έτη, σύμφωνα με το άρθρο 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα και συνεπώς αυτή έχει παραγραφεί από 31.12.1999. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα και κατά τις δύο ειδικότερες προβαλλόμενες κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτιάσεις του, εφόσον η αναιρεσίβλητη ως κληρονόμος του θανόντος πατέρα της καλύπτεται από το δεδικασμένο της 826/1997 απόφασης του II Τμήματος, που είχε εκδοθεί στο όνομά του και είχε επιδικάσει σ’ αυτόν διαφορά σύνταξης που αντιστοιχούσε στο χρονικό διάστημα από 1.12.1991 έως 31.12.1995, κατ’ εφαρμογή της 2054561/6279/0022/28.8.1995 κοινής απόφασης των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, με την οποία αυξήθηκαν αναδρομικά οι αποδοχές των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών λόγω εξίσωσής τους με τις αντίστοιχες αποδοχές των διευθυντών – ιατρών του Ε.Σ.Υ. Εξάλλου η σχετική απαίτηση της αναιρεσίβλητης δεν έχει παραγραφεί για τους προεκτεθέντες λόγους. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη Τέλος, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις της υπόθεσης κρίνει ότι πρέπει να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 123 του π.δ. 1225/1981, όπως ισχύει και της παρ. 1 εδ. τελευταίο του άρθρου 275 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, ΦΕΚ 97 Α΄).