ΑΡΙΘΜΟΣ: 1669/09
ΕΙΔΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Αρχή έκδοσης: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ I ΤΜΗΜΑ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Έφεση κατά απόφασης Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος της εκκαλούσας, πρώην υπαλλήλου της εν λόγω Περιφέρειας, ποσό, το οποίο αυτή φέρεται να εισέπραξε αχρεώστητα από το Δημόσιο Ταμείο ως αποδοχές, μετά την αυτοδίκαιη έκπτωσή της από την υπηρεσία, συνεπεία αμετάκλητης ποινικής καταδίκης της. Η αμετάκλητη ποινική καταδίκη δημοσίου υπαλλήλου σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης ή σε οποιαδήποτε ποινή λόγω τέλεσης συγκεκριμένων πλημμελημάτων, στα οποία συγκαταλέγεται και το αδίκημα της δωροδοκίας, συνεπάγεται την αυτοδίκαιη έκπτωσή του από την υπηρεσία, η οποία επέρχεται από την ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής καταδικαστικής απόφασης αν κατ’ αυτής δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων, ή την ημερομηνία κατά την οποία αυτή καθίσταται αμετάκλητη, όταν προβλέπεται η άσκησή τους. Αβάσιμος και απορριπτέος ο λόγος περί παράβασης της αρχής της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης. Απορριπτέα η έφεση καθόσον η εκκαλούσα εξέπεσε αυτοδίκαια από την υπηρεσία της και λύθηκε η υπαλληλική της σχέση με το Δημόσιο, οι αποδοχές δε που της καταβλήθηκαν στη συνέχεια συνιστούν αχρεώστητη πληρωμή.
ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ I
ΑΠΟΦΑΣΗ 1669/2009
Αποτελούμενο από τον Πρόεδρο του Τμήματος Αντιπρόεδρο Ευστάθιο Ροντογιάννη, τους Συμβούλους Νικόλαο Μηλιώνη και Ελένη Λυκεσά (εισηγήτρια) και τους Παρέδρους Στυλιανό Λεντιδάκη και Βιργινία Σκεύη, οι οποίοι μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο και τη Γραμματέα Βαρβάρα Σφηκάκη.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του Καταστήματός του, στις 7 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Συμβούλου Αντωνίου Νικητάκη, που ασκεί καθήκοντα Αντεπιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και αναπληρώνει νόμιμα το Γενικό Επίτροπο, ο οποίος κωλύεται.
Για να δικάσει την από 21 Ιουνίου 2001 (αριθμ. κατάθ. 181/5.7.2001) έφεση της ….
Κατά του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου και
Κατά της 9050/24.5.2001 καταλογιστικής απόφασης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας …
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εκκαλούσας, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της έφεσης.
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της και
Τον ασκούντα καθήκοντα Αντεπιτρόπου Σύμβουλο, ο οποίος πρότεινε την εν μέρει παραδοχή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη
Αφού μελέτησε τη δικογραφία και
Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο
Αποφάσισε τα ακόλουθα
1. Με την υπό κρίση έφεση, όπως οι λόγοι της αναπτύσσονται με τα από 23.5.2005 και 13.10.2008 υπομνήματα, ζητείται η ακύρωση της 9050/24.5.2001 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας …, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος της εκκαλούσας, πρώην υπαλλήλου της εν λόγω Περιφέρειας, ποσό 5.325.948 δραχμών (ήδη 15.630,07 ευρώ), το οποίο αυτή φέρεται να εισέπραξε αχρεώστητα από το Δημόσιο Ταμείο ως αποδοχές, κατά το χρονικό διάστημα από 20.4.1999 έως 31.7.2000, μετά την αυτοδίκαιη έκπτωσή της από την υπηρεσία, συνεπεία αμετάκλητης ποινικής καταδίκης της. Η έφεση αυτή νόμιμα επανεισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, μετά την έκδοση της 2092/2005 προδικαστικής απόφασής του και τη συμπλήρωση του φακέλου, σύμφωνα με τα διαταχθέντα από την απόφαση αυτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά της.
2. Με την έφεση η εκκαλούσα επικαλείται α) παράβαση νόμου κατά την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης, γιατί ι) δεν είχε καταστεί αμετάκλητη η σε βάρος της καταδικαστική απόφαση, δεδομένου ότι άσκησε εμπρόθεσμα κατ’ αυτής αναίρεση, ιι) δεν είχαν εκδικαστεί τα ένδικα μέσα που είχε ασκήσει κατά της διαπιστωτικής πράξης έκπτωσής της από την υπηρεσία και ιιι) η υπαλληλική της σχέση δεν είχε λυθεί και επομένως νόμιμα εισέπραξε τις αποδοχές της, οι οποίες ως εκ τούτου δεν είναι αχρεώστητες, β) παράβαση της αρχής της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, αφού πρόκειται για καλόπιστα εισπραχθείσες αποδοχές που αδυνατεί να επιστρέψει και γ) αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου, λόγω του καταλογισμού σε βάρος της δεδουλευμένων αποδοχών.
3. Ο Κώδικας Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2683/1999 (ΦΕΚ-Α΄, 19) και ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, όριζε τα εξής: Άρθρο 8: «1. Δεν διορίζονται υπάλληλοι: α) Όσοι καταδικάστηκαν για κακούργημα και σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, … δωροδοκία, …». Άρθρο 41: «1. … 5. Η αξίωση του υπαλλήλου για μισθό παύει με τη λύση της υπαλληλικής σχέσης. …». Άρθρο 148: «Η υπαλληλική σχέση λύεται με … την έκπτωση … του υπαλλήλου». Άρθρο 150: «Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας, εφόσον με αμετάκλητη δικαστική απόφαση: α) καταδικασθεί σε ποινή τουλάχιστον πρόσκαιρης κάθειρξης ή σε οποιαδήποτε ποινή για πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 … Η έκπτωση επέρχεται από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
4. Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι η αμετάκλητη ποινική καταδίκη δημοσίου υπαλλήλου σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης ή σε οποιαδήποτε ποινή λόγω τέλεσης συγκεκριμένων πλημμελημάτων, στα οποία συγκαταλέγεται και το αδίκημα της δωροδοκίας, συνεπάγεται την αυτοδίκαιη έκπτωσή του από την υπηρεσία, η οποία επέρχεται από την ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής καταδικαστικής απόφασης αν κατ’ αυτής δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων, ή την ημερομηνία κατά την οποία αυτή καθίσταται αμετάκλητη, όταν προβλέπεται η άσκησή τους. Από την ίδια ημερομηνία λύεται και η υπαλληλική σχέση και παύει οποιαδήποτε αξίωση του υπαλλήλου για μισθό, η διοικητική πράξη δε που εκδίδεται στη συνέχεια, για την εκτέλεση της υπηρεσιακής μεταβολής, έχει διαπιστωτικό μόνο χαρακτήρα. Εάν μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης εξακολουθήσουν να καταβάλλονται στον έκπτωτο υπάλληλο αποδοχές, η πληρωμή τους γίνεται αχρεώστητα και τα σχετικά ποσά καταλογίζονται σε βάρος του, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ν. 2362/1995 (ΕΣ Ι Τμ. 1198/2004, 2479/2004, 2589/2006 και 1227/2007).
5. Εξάλλου, κατά την πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η μετά την πάροδο μακρού χρόνου αναζήτηση μισθολογικών παροχών που καταβλήθηκαν αχρεώστητα, αντίκειται στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, μόνο όταν η λήψη τους έγινε καλόπιστα και η επιστροφή τους δημιουργεί σε εκείνους που τις εισέπραξαν απρόβλεπτες οικονομικές δυσχέρειες, με άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης αυτών και των οικογενειών τους (ΕΣ Ολ. 246/2003, 1142/2002, 154/1996, Ι Τμ. 2479/2004, 622/2002, 1529/2001 κ.α.).
6. Στην υπό κρίση υπόθεση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με την 1617/1998 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, η οποία καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο της Γραμματείας του στις 30.3.1999, με αριθμό 408 (από 20.4.2000 βεβαίωση και 1710/13.9.2000 πιστοποιητικό του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Πατρών), καταδικάστηκε η εκκαλούσα σε ποινή φυλάκισης δέκα πέντε (15) μηνών για το αδίκημα της δωροδοκίας χάριν νομίμων πράξεων, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική ποινή. Αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής, που κατατέθηκε από την ανωτέρω ενώπιον του Γραμματέα του δικάσαντος δικαστηρίου στις 19.4.1999 (αριθμ. κατάθ. 34), αποσύρθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …, με συνέπεια τη διαγραφή της από το σχετικό βιβλίο (1710/13.9.2000 πιστοποιητικό και 1164/14.5.2001 βεβαίωση του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Πατρών) και ως εκ τούτου η αίτηση αυτή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ποτέ. Στις 24.7.2000, η εκκαλούσα άσκησε δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης, η οποία απορρίφθηκε με την 760/2001 απόφαση του Ε΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, ως απαράδεκτη, επειδή, πριν τη συζήτησή της στο ακροατήριο, υπέβαλε νομότυπη δήλωση παραίτησης. Στη συνέχεια, στις 14.3.2001, ασκήθηκε τρίτη αίτηση αναίρεσης από την ίδια (αριθμ. κατάθ. 23, από 25.11.2005 βεβαίωση του Γραμματέα του Αρχείου του Αρείου Πάγου και από 30.7.2002 σημείωση της Γραμματέως του Εφετείου Πατρών στο σώμα της 1617/1998 απόφασης) η οποία απορρίφθηκε επίσης ως απαράδεκτη, με την 1301/2002 απόφαση του Ε΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, σε Συμβούλιο (άρθρα 475, 476 και 513 Κ.Ποιν.Δ). Με την 185/20.6.2000 δε απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας …, περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ-Γ΄, 182/27.6.2000) και κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα στις 28.6.2000 (από 28.6.2000 αποδεικτικό παραλαβής), διαπιστώθηκε η από 20.4.1999 αυτοδίκαιη έκπτωσή της από την υπηρεσία. Με την 2542/οικ/30.1.2001 πρόσκληση του ίδιου ως άνω Γενικού Γραμματέα, κλήθηκε αυτή να επιστρέψει, εντός δέκα πέντε (15) ημερών, το ποσό των 5.325.948 δραχμών (ήδη 15.630,07 ευρώ), που αντιστοιχεί στις αποδοχές που έλαβε από 20.4.1999 έως 31.7.2000, ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η μισθοδοσία της, μετά δε την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας, το ως άνω ποσό καταλογίστηκε σε βάρος της, με την προσβαλλόμενη απόφαση.
7. Με τα δεδομένα αυτά η 1617/1998, καταδικαστική σε βάρος της εκκαλούσας, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών κατέστη αμετάκλητη, βάσει των άρθρων 473 και 505 του Κ. Ποιν. Δ., μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την καταχώρισή της καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο της Γραμματείας, αφού η μεν από 19.4.1999 αίτηση αναιρέσεως κατ’ αυτής αποσύρθηκε και διαγράφηκε και θεωρείται ως μηδέποτε ασκηθείσα, οι δε από 24.7.2000 και 14.3.2001 όμοιες αιτήσεις απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες. Επομένως, η εκκαλούσα από την ίδια ημερομηνία εξέπεσε αυτοδίκαια από την υπηρεσία της και λύθηκε η υπαλληλική της σχέση με το Δημόσιο, οι αποδοχές δε που της καταβλήθηκαν στη συνέχεια συνιστούν αχρεώστητη πληρωμή. Κατά συνέπεια το ποσό των αποδοχών αυτών, το ύψος του οποίου δεν αμφισβητείται από την ίδια, νόμιμα καταλογίστηκε σε βάρος της, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
8. Ο λόγος εφέσεως, κατά τον οποίο η προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση νόμου, επειδή δε είχαν εκδικαστεί τα ένδικα μέσα που η εκκαλούσα είχε ασκήσει κατά της διαπιστωτικής πράξης έκπτωσής της από την υπηρεσία, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον η άσκηση ενδίκων μέσων κατά της διοικητικής πράξης με την οποία διαπιστώνεται η έκπτωση υπαλλήλου, που όμως έχει ήδη επέλθει αυτοδίκαια εκ του νόμου, με μόνη τη συνδρομή των οριζόμενων αντικειμενικών προϋποθέσεων, δεν αναστέλλει την έκδοση της πράξης καταλογισμού των αχρεώστητα εισπραχθέντων εκ μέρους του αποδοχών. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση η ανωτέρω δεν απέδειξε ότι έχει ακυρωθεί η 185/20.6.2000 απόφαση, για την αυτοδίκαιη έκπτωσή της από την υπηρεσία.
9. Όμοια αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο λόγος περί παράβασης της αρχής της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, γιατί εισέπραξε καλόπιστα τις ανωτέρω αποδοχές, τις οποίες αδυνατεί να επιστρέψει. Οι υπάλληλοι που καταδικάζονται σε κάθειρξη ή σε φυλάκιση για τα πλημμελήματα του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 2683/1999, γνωρίζουν ότι είναι σφόδρα πιθανό η καταδίκη τους να καταστεί αμετάκλητη και να εκπέσουν τελικά της υπηρεσίας τους. Επομένως, μέχρι να εκδοθεί η διαπιστωτική διοικητική πράξη για την απόλυσή τους από την υπηρεσία, δεν εισπράττουν τις αποδοχές τους με την πεποίθηση ότι τις δικαιούνται και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εφαρμοστεί σ’ αυτούς η αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης. Σε κάθε περίπτωση όμως η εκκαλούσα ήταν παρούσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πατρών και πληροφορήθηκε άμεσα την καταδίκη της, αναπόδεικτα δε ισχυρίζεται ότι αγνοούσε την ενέργεια του πληρεξουσίου δικηγόρου της να αποσύρει την από 19.4.1999 αίτηση αναίρεσης της καταδικαστικής σε βάρος της απόφασης και ότι πίστευε ότι αυτή δεν είχε καταστεί αμετάκλητη. Ως εκ τούτου δεν νοείται καλόπιστη είσπραξη από μέρους της αποδοχών κατά το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης για την απόλυσή της και παρέλκει η εξέταση της επικαλούμενης από αυτήν οικονομικής αδυναμίας για επιστροφή του ως άνω καταλογισθέντος ποσού.
10. Περαιτέρω, ο λόγος ότι οι αποδοχές που της καταλογίστηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι «δεδουλευμένες» και η επιστροφή τους καθιστά το Δημόσιο πλουσιότερο, ερείδεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 επ. Α.Κ.) και είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 98 του Συντάγματος, στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν υπάγεται η αναγνώριση αξιώσεων από διαφορές που ανακύπτουν κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, με υποκείμενη σχέση την παροχή εργασίας (ΕΣ Ολ. 961/2000, Ι Τμ. 1198/2004, 2479/2004, 2619/2006 και 2084/2007).
11. Τέλος, οι προβαλλόμενοι από την εκκαλούσα λόγοι ότι ο καταλογισμός της είναι μη νόμιμος γιατί α) με προεδρικό διάταγμα που εκδόθηκε στις 24.12.2004 (ΦΕΚ-Γ΄, 2/5.1.2005) της απονεμήθηκε χάρη, η οποία ήρε τις έννομες συνέπειες της ποινικής της καταδίκης και β) με το 6/25.6.1997 πρακτικό του πειθαρχικού συμβουλίου του ΥΠ.Ε.ΧΩ.Δ.Ε. απαλλάχθηκε από την πειθαρχική ευθύνη για την ίδια πράξη, είναι απορριπτέοι προεχόντως ως απαράδεκτοι, δεδομένου ότι προβάλλονται το πρώτον με τα από 23.5.2005 και 13.10.2008 υπομνήματα, με τα οποία, κατά το άρθρο 29 του π.δ. 1225/1981, επιτρέπεται μόνο ανάπτυξη όσων λόγων προβλήθηκαν με το δικόγραφο της έφεσης ή των προσθέτων λόγων. Σε κάθε περίπτωση όμως η χάρη, που απονέμεται κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν επιφέρει την εξαφάνιση της καταδίκης, με την έννοια να θεωρούνται ότι ουδέποτε έλαβαν χώρα τα αποτελέσματά της, αλλά απλά αίρει για το μέλλον τις στερήσεις και ανικανότητες που επήλθαν εξαιτίας αυτής. Εξάλλου, η έκπτωση του δημοσίου υπαλλήλου λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης του δεν αποτελεί πειθαρχική ποινή, αλλά περιλαμβάνεται στους λόγους λύσης της υπαλληλικής σχέσης, ως δυσμενές διοικητικό μέτρο, η επιβολή του οποίου επέρχεται αυτοδίκαια από τον νόμο με μόνη την συνδρομή των οριζομένων αντικειμενικών προϋποθέσεων και ως εκ τούτου είναι ανεξάρτητη από την τυχόν κίνηση σε βάρος του της πειθαρχικής διαδικασίας και την έκβαση της πειθαρχικής δίκης ((ΕΣ Αποφ. Ι Τμήμ. 245/2003, 754/2005, ΣτΕ 588, 2223, 2938/2003, 2588/2004).
12. Κατά τη γνώμη όμως της Συμβούλου Ελένης Λυκεσά, ως αιτία του επικαλούμενου πλουτισμού του Δημοσίου φέρεται ο καταλογισμός της εκκαλούσας με αχρεώστητα καταβληθείσες αποδοχές και επομένως ο λόγος περί αδικαιολόγητου πλουτισμού προβάλλεται παραδεκτά και είναι εξεταστέος στη δίκη ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του οποίου η δικαιοδοσία είναι πλήρης και αυτοτελής με ικανότητα επίλυσης της όλης διαφοράς. Περαιτέρω, κατά την ίδια γνώμη, ο λόγος αυτός είναι νόμω βάσιμος για το χρονικό διάστημα μετά την πάροδο τριμήνου από την αυτοδίκαιη έκπτωση του υπαλλήλου. Ειδικότερα για τους υπαλλήλους που καταδικάζονται αμετάκλητα και εκπίπτουν από την υπηρεσία επέρχεται μεν αυτοδίκαια η λύση της υπαλληλικής τους σχέσης, για την απομάκρυνσή τους όμως από τη θέση τους απαιτείται η έκδοση διαπιστωτικής διοικητικής πράξης. Κατά το χρονικό διάστημα που διαδράμει μέχρι την έκδοση της πράξης αυτής, η οποία είναι απαραίτητη για την υλοποίηση του διοικητικού μέτρου της έκπτωσης, που θεσπίζεται αποκλειστικά χάριν του δημοσίου συμφέροντος, ο υπάλληλος δεν δικαιούται αποδοχών, δεδομένου ότι η υπαλληλική του σχέση δεν υφίσταται. Η διαπιστωτική όμως αυτή πράξη επιβάλλεται να εκδίδεται εντός τριμήνου, κατ’ ανώτατο όριο, από την ως άνω αυτοδίκαιη έκπτωση του υπαλλήλου, εντός δηλαδή του χρόνου που θεωρείται εύλογος, για τις εν γένει ενέργειες της διοίκησης. Εάν μετά την πάροδο του τριμήνου η ως άνω πράξη δεν έχει εκδοθεί, ο υπάλληλος δεν έχει απομακρυνθεί από τη θέση του και εξακολουθεί να παρέχει τις υπηρεσίες του, χωρίς όμως νόμιμη αξίωση για αμοιβή. Κατά το διάστημα αυτό επομένως, κατά το οποίο το Δημόσιο δεν εκδίδει, όπως οφείλει, την πράξη για την απόλυση του υπαλλήλου και εξακολουθεί να ωφελείται από την εργασία του, γεννάται υπέρ του υπαλλήλου αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον σε αντίθετη περίπτωση το Δημόσιο καθίσταται αδικαιολόγητα πλουσιότερο σε βάρος του, εξοικονομώντας και επωφελούμενο την αντίστοιχη δαπάνη. Στην προκειμένη περίπτωση η διαπιστωτική πράξη για την απομάκρυνση της εκκαλούσας από την υπηρεσία εκδόθηκε πολύ αργότερα μετά την πάροδο τριμήνου από την αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής σχέσης της με το Δημόσιο. Κατά το διάστημα αυτό το Δημόσιο αποκόμισε πράγματι ωφέλεια από την παρασχεθείσα από αυτήν εργασία και επομένως υποχρεούται να της αποδώσει την αμοιβή που θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα και ικανότητες, απασχολούμενο με τις ίδιες συνθήκες. Κατά συνέπεια έπρεπε η κρινόμενη έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή και να περιοριστεί αντίστοιχα το ποσό του καταλογισμού. Η γνώμη αυτή όμως δεν κράτησε.
13. Μετά από αυτά η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του παραβόλου που η εκκαλούσα κατέθεσε για την συζήτησή της, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 56 του π.δ. 774/1980 (ΦΕΚ-Α΄, 189).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 21 Ιουνίου 2001 έφεση της … κατά της 9050/24.5.2001 καταλογιστικής απόφασης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας ….
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2009.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 2 Ιουνίου 2009.