Αριθμ. 1671/2010, IV Τμήματος
Περίληψη: Έννοια Συνευθυνομένου. Είναι και ο Προϊστάμενος υποκαταστήματος του τέως ΤΕΒΕ και νυν Ο.Α.Ε.Ε. αφού έχει την εποπτεία της διαχείρισης των υπολόγων επιμελητών εισπράξεων και ευθύνεται όπως και ο υπόλογος, για κάθε πταίσμα. Ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ πράξεων των συνευθυνομένων και του ελλείμ¬ματος εξευρίσκεται με βάση την θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, πρέπει δε τα στοιχεία που την συγκροτούν να προκύπτουν με σαφήνεια και πληρότητα από την αιτιολογία της καταλογιστικής πράξης όπως συμπληρώνεται από τα στοι¬χεία του φακέλου. Ακυρώνεται, από το IV Τμήμα, που δικάζει την έφεση εκ νέου μετά από αναίρεση της αρχικής απόφασής του, η καταλογιστική πράξη του Β΄ Κλι¬μακίου ως προς τον συνευθυνόμενο προϊστάμενο, αφενός λόγω ουσιαστικής πλημμέλειας, διότι τον καταλόγισε για χρονικά διαστήματα που δεν είχε την ιδιότητα του προϊσταμένου και άρα του συνευθυνομένου, αφετέρου λόγω συμπερασματικής, ήτοι ελλιπούς αιτιολογίας τόσο στη θεμελίωση της νομικής αιτίας του καταλογισμού, αφού δεν αναφέρει καμία διάταξη σχετικά με τα καθήκοντα των προϊσταμένων του Τ.Ε.Β.Ε. όσο και ως προς τα ουσιώδη περιστατικά που συγκροτούν των αιτιώδη με το έλλειμμα σύνδεσμο, αφού οι αποδιδόμενες στον καταλογιζόμενο παραλείψεις δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο του φακέλου ότι ήταν πρόσφορες στην δημιουργία του ελλείμματος από τον υπόλογο που μετήλθε ιδιαίτερα τεχνάσματα.
Πρόεδρος: Διονύσιος Λασκαράτος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Ανδρέας Καπερώνης
Δικηγόροι: Αναστάσιος Προυσανίδης, Κων/νος Κατσούλας, (Ν.Σ.Κ.), Αικα-τερίνη Πάνου – Κοκιασμένου
Ι. Η κρινόμενη έφεση, όπως συμπληρώνεται με το από 16.11.2009 παραδεκτώς υποβληθέν υπόμνημα, νόμιμα φέρεται προς νέα συζήτηση, μετά την έκ¬δοση της 2420/2007 απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνε-δρίου, με την οποία έγινε δεκτή αίτηση αναίρεσης του ήδη εκκαλούντος κατά της 1072/2004 οριστικής απόφασης του Τμήματος αυτού. Με την τελευταία αυτή απόφαση, είχε απορριφθεί ως αβάσιμη η υπό κρίση έφεση του εκκαλούντος κα¬τά της 1351/2000 πράξης του Β΄ Κλιμακίου του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία ο εκκαλών είχε καταλογισθεί υπό την ιδιότητα του συνευθυνομένου και εις ολόκληρον με τον Ι.Σ., με το ποσό των 38.351.030 δρχ. (ήδη 112.548,87 ευ¬ρώ) πλέον των νομίμων προσαυξήσεων, για την πρόκληση ισόποσου ελλείμματος που φέρεται να διαπιστώθηκε στη διαχείριση των ετών 1990 έως 1996 του Τμήματος Ταμείου Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος (Τ.Ε.Β.Ε.) Χαλκίδας, στο οποίο ο εκκαλών φέρεται να διετέλεσε Προϊστάμενος κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα. Η έφεση αυτή πρέπει να εξεταστεί εκ νέου στην ουσία της, σε συμμόρφωση με τις κρίσεις της προαναφερόμενης 2420/ 2007 απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΙΙ. Με την 2420/2007 απόφαση, έγινε δεκτή αίτηση αναιρέσεως του ήδη εκ¬καλούντος, με την αιτιολογία ότι, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, α) απορρίφθηκε από το Τμήμα χωρίς νόμιμη αιτιολογία ο ουσιώδης ισχυρισμός του ότι δεν είχε διατελέσει προϊστάμενος του Τμήματος (τότε) Τ.Ε.Β.Ε. Χαλκίδας καθ’ όλο το επίδικο, χρονικό διάστημα (1990-1996) αλλά για ένα μέρος αυτού και συγκεκριμένα από 9.7.1992 έως 2.11.1995, β) δεν παρατέθηκαν από το Τμήμα οι ειδικότερες διατάξεις από τις οποίες προκύπτουν τα καθήκοντα των προϊσταμένων του Τ.Ε.Β.Ε., προκειμένου να προσδιορισθεί επακριβώς η ευθύνη του εκκαλούντος, γ) δεν αναφέρθηκαν ποιοι συγκεκριμένα έλεγχοι παραλείφθηκαν από τον εκκαλούντα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί η ύπαρξη ή μη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του και του ελλείμματος, λαμβανομένου υπόψη ότι ο συγκαταλογισθείς –υπό την ιδιότητα του υπο-λόγου (επιμελητή) εισπράξεων του ίδιου Ταμείου– Ι.Σ., με¬ταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του ελλείμματος αυτού.
ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 15, 17, 22, 25, 27, 32 και 33 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980, ΦΕΚ Α΄ 189), προκύπτει ότι δημόσιοι υπόλογοι είναι οι δημόσιοι λειτουργοί οι εντεταλμένοι την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή εξόδων του Δημοσίου, των ο.τ.α. ή των ν.π.δ.δ., καθώς και όσοι, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικό που ανήκει στο Δημόσιο, σε ο.τ.α. ή σε ν.π.δ.δ., και κάθε άλλο πρόσωπο που ειδικώς από το νόμο θεωρείται ως δημόσιος υπόλογος. Ως εκ τούτου, για την πρόσκτηση της ιδιότητας του υπολόγου, αρκεί το πραγματικό γεγονός της διενέργειας διαχειριστικών πράξεων, το οποίο τον καθιστά υποκείμενο καταλογισμού, εφόσον διαπιστωθεί έλλειμμα στη διαχείρισή του. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο υπόλογος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή και για ελαφρά αμέλεια, η ύπαρξη δε της υπαιτιότητάς του αυτής τεκμαίρεται –πλην μαχητώς– από την πλευρά του υπολόγου, ο οποίος απαλλάσ¬σεται μόνον αν επικαλεσθεί και αποδείξει ότι το έλλειμμα δημιουργήθηκε χωρίς να συντρέχει οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητά του. Εξάλλου, ως έλλειμμα διαχείρισης χρηματικού, αξιών ή υλικού, που επισύρει κατ’ αρχήν τον καταλογισμό του υπολόγου, νοείται κάθε επί το έλαττον αδικαιολόγητη διαφο¬ρά, η οποία εξακριβώνεται μεταξύ της ποσότητας που έπρεπε να υπάρχει σε μία δεδομένη στιγμή, σύμφωνα με τους τηρούμενους λογαριασμούς και με βά¬ση νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία, και εκείνης που πράγματι υπάρχει (βλ. αποφά¬σεις 469/2010 Ολομ. Ε.Σ., 1890, 1289/2009, 1551/2008 IV Τμ.Ε.Σ.). Περαιτέρω, όμοια, κατά περιεχόμενο, ευθύνη με τον υπόλογο για όλες τις συνέπειες που απορρέουν από τη διαπίστωση του ελλείμματος και το συνδεόμενο με αυτήν καταλογισμό, έχει και ο συνευθυνόμενος, δηλαδή το πρόσωπο εκείνο, το οποίο, χωρίς να είναι υπόλογος, αναμειγνύεται με οποιονδήποτε τρόπο στη διαχειριστική διαδικασία, με την προϋπόθεση, όμως, ότι η ανάμιξή του αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το διαπιστούμενο έλλειμμα. Αιτιώδης συνάφεια υφίσταται –με βάση την κρατούσα θεωρία της πρόσφορης αιτιότη-τας– όταν οι αποδιδόμενες στον συνευθυνόμενο πράξεις ή παραλείψεις ήταν ικανές, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και την κοινή πείρα και χωρίς τη μεσολάβηση έκτακτων και ασυνήθιστων περιστατικών, να επιφέρουν το ζημιογόνο αποτέλεσμα, υπό την έννοια ότι χωρίς αυτές δεν μπορεί να αρχίσει και να περατωθεί η σχετική διαχειριστική διαδικασία (πρβλ. αποφ. 1456/2008 Ολομ. Ε.Σ., 945/2009 Ι Τμ. Ε.Σ., 1551/2008, 2210, 1001/2005, 890/2004 IV Τμ. Ε.Σ.). Τέλος, από την αιτιολογία της εκδιδόμενης κατά το άρθρο 27 του π.δ. 774/ 1980 καταλογιστικής απόφασης, συμπληρούμενη και από τα στοιχεία του φακέ¬λου, πρέπει να προκύπτουν τα ουσιώδη συγκεκριμένα περιστατικά που στοιχειοθετούν την ιστορική βάση του καταλογισμού και είναι αναγκαία για τη νομική θεμελίωσή του. Πρέπει, δηλαδή, να προκύπτουν με σαφήνεια τα στοιχεία εκείνα που δικαιολογούν, κατά το νόμο, τον καταλο-γισμό και, ειδικότερα, αφενός δικαιολογούν την ιδιότητα του υποχρέου ως υπολόγου ή συνευθυνομένου έναντι του δικαιούχου, αφετέρου θεμελιώνουν την ύπαρξη και το ύψος του ελλείμματος και αποδεικνύουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ αυτού και της δράσης του υπολόγου ή συνευθυνομένου (πρβλ. αποφ. Ολομ.Ε.Σ. 1396/2000, 2353, 1890, 1289, 960/2009, 2667/2007 IV Τμ.Ε.Σ.).
IV. Με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 6364/1934 «Περί ιδρύσεως Ταμείου Ασφαλίσεως Επαγγελματιών και Βιοτεχνών της Ελλάδος» (ΦΕΚ Α΄ 376), όπως ίσχυαν πριν από την κατάργηση του ως άνω Ταμείου με το άρθρο 4 του ν. 2676/1999, οριζόταν ότι: «1. Ιδρύεται Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δ鬬καίου υπό την επωνυμίαν “Ταμείον Ασφαλίσεως Επαγγελματιών και Βιοτε-χνών της Ελλάδος” …». Περαιτέρω, με την παρ. 11 του άρθρου 11 της Φ.35/ 1923 της 4/20.9.1978 απόφασης του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών «Περί εγκρίσεως του Κανονισμού Λογιστικής και Οικονομικής λειτουργίας του Ταμείου Ασφαλίσεως Επαγγελματιών και Βιοτεχνών της Ελλάδος (Τ.Ε.Β.Ε.)» (ΦΕΚ Β΄ 797), οριζόταν ότι: «Οι οικείοι Προϊστάμενοι των Περιφερειακών μονάδων υποχρεούνται να ελέγχουν τακτικώς τους καθισταμένους υπολόγους υπαλλήλους να παρακολουθούν την διαχείρισιν αυτών και να αναφέρουν αρμο¬δίως πάσαν παρατηρούμενη ανωμαλίαν», ενώ με το άρθρο 19 της ίδιας από¬φασης, ότι: «1. … 4. Η διάθεσις ενσήμων εις τα όργανα εισπράξεως διενεργείται δια παγίας ή προσωρινής προκαταβολής εις ένσημα, δι’ ων τα εν λόγω όργανα καθίστανται υπόλογοι έναντι του Ταμείου… 5. Το εκ της καταθέσεως ενσήμων χρηματικόν ποσόν υποχρεούται ο υπόλογος να αναπληρώση αμέσως δι’ ενσήμων, το βραδύτερον δε εντός τριών ημερών, άλλως καταλογίζεται τούτο εις βάρος του… 6. Η διάθεσις των ενσήμων διενεργείται υπό των αρμοδίων κατά τομέα επιμελητών εισπράξεων απ’ ευθείας εις τους ενδιαφερομένους ησφαλισμένους η δε επικόλλησις τούτων επί των βιβλιαρίων ενεργείται ενώπιόν των, κάτωθι δε τούτων τίθεται η σφραγίς του εισπράξαντος ως και η ημερομηνία. 7. …». Από τις ως άνω διατάξεις, οι οποίες ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πριν από την κατάργηση του Τ.Ε.Β.Ε. και τη διαδοχή του από τον Ο.Α.Ε.Ε., προκύπτει ότι η είσπραξη των εισφορών από το Τ.Ε.Β.Ε. διενεργούνταν από επιμελητές εισπράξεων, οι οποίοι, διαχειριζόμενοι τα διατιθέμενα σ’ αυτούς με πάγια ή προσωρινή προκαταβολή ένσημα, καθίσταντο εκ του νόμου υπόλογοι έναντι του Ταμείου. Οι επιμελητές εισπράξεων μετέβαιναν στα καταστήματα ή τα γραφεία των ασφαλισμένων και, ενώπιον αυτών, εισέπρατταν τις εισφορές και επικολλούσαν στα ασφαλιστικά τους βιβλιάρια τα αντίστοιχα ένσημα. Μετά τις σχετικές συναλλαγές, προέβαιναν αμέσως σε αναπλήρωση του ποσού των χρημάτων που εισπράττονταν ημερησίως με νέα ένσημα ίσου ποσού. Περαιτέρω, οι οικείοι προϊστάμενοι των περιφερειακών μονάδων του Ταμείου υπείχαν εκ του νόμου γενική υποχρέωση να ασκούν τα-κτικά τη δέουσα εποπτεία επί των υπολόγων επιμελητών εισπράξεων και να παρακολουθούν τη διαχείρισή τους, υποχρεούμενοι κατά τούτο να αναφέρουν άμεσα οποιαδήποτε ανωμαλία υπέπεσε στην αντίληψή τους. Τέλος, η αρμοδιότητα για την απαλλαγή ή μη από την ευθύνη και για τον καταλογισμό των κατά τα ως άνω υπολόγων και των μετ’ αυτών συνευθυνομένων, εφόσον συντρέχει περίπτωση απώλειας χρημάτων, ενσήμων κ.λπ., ανήκει, σύμφωνα με την 7818/1979 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΦΕΚ Β΄ 420), στο Β΄ Κλιμάκιο αυτού και κατ’ έφεση στο ήδη δικάζον Τμήμα.
V. Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών επελέγη προϊστάμενος του Τμήματος Τ.Ε.Β.Ε. Χαλκίδας με την 4/συν. 104/ 5.5.1992 απόφαση του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Τ.Ε.Β.Ε. και τοποθετήθηκε στη θέση αυτή με την 27170/26.6.1992 απόφαση του Διοικητή του ως άνω Ταμείου, τα καθήκοντά του δε αυτά άσκησε από 9.7.1992 μέχρι 2.11.1995 (βλ. Φ-165/205/45927/18.11.2003 βεβαίωση Τμήματος Μονίμου Προσωπικού του Ο.Α.Ε.Ε. – Τ.Ε.Β.Ε.). Κατά το χρονικό διάστημα από το 1990 έως το 1996, ο επιμελητής εισπράξεων του ί-διου Ταμείου Ι.Σ., κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων, με¬ταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν η είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών και των τελών καθυστέρησης από ασφαλισμένους του Ταμείου, η απόδοση των σχετικών χρηματικών ποσών στο Ταμείο με την κατάρτιση και την υποβολή ονομαστικών καταστάσεων καταβαλόντων, καθώς επίσης και η επικόλ¬λη¬ση των σχετικών ενσήμων στα ατομικά βιβλιάρια των ασφαλισμένων που είχαν καταβάλει σ’ αυτόν το χρηματικό αντίτιμο των οφειλομένων εισφορών, ενήργησε παράνομες διαχειριστικές πράξεις, καθώς, αντί να αποδίδει στο Τ.Ε.Β.Ε. τα ποσά που εισέπραττε από τους ασφαλισμένους, όπως είχε υπηρεσιακή υποχρέωση, τα ιδιοποιείτο παράνομα, μεταχειριζόμενος μάλιστα προς τούτο ιδιαίτερα τεχνάσματα. Ειδι¬κότερα, ενώ εισέπραττε εισφορές από τους ασφαλισμένους, δεν προέβαινε ταυτόχρονα και ενώπιον των ίδιων των ασφαλισμένων, στην επικόλληση των αντίστοιχων ενσήμων, αντιθέτως δε έπαιρνε από αυτούς τα βιβλιάρια και τα επέστρεφε μετά από ημέρες. Στα πλαίσια της πρακτικής αυτής, α) αποκολλούσε ακυρωμένα (τρυπημένα) ένσημα από βιβλιάρια τα οποία, είτε είχε παρακρατήσει είτε έπαιρνε από το αρχείο του Τμήματος και, στη συνέχεια, επικολλούσε τα ένσημα αυτά στα βιβλιάρια των ως άνω ασφαλισμένων, από τους οποίους εισέπραττε μεν τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς όμως να αναλώνει ίσης αξίας ένσημα, ακολούθως δε, αντί να αποδίδει αυτές στο Τ.Ε.Β.Ε., τις ιδιοποιείτο, β) εισέπραττε για ασφαλιστικές εισφορές και τέλη καθυστέρησης χρηματικά ποσά, τα οποία εμφάνιζε μεν στις ονομαστικές καταστάσεις καταβαλόντων, πλην όμως δεν επικολλούσε αντιστοίχως στα βιβλιάρια ενσήμων των ασφαλισμένων που του είχαν καταβάλει τα σχετικά χρηματικά ποσά ίσης αξίας ένσημα, μ’ αυτόν δε τον τρόπο, παρέμενε στα χέρια του πλεονάζουσα πίστωση ενσήμων, τα οποία επικολλούσε στη συνέχεια στα βιβλιάρια ενσήμων άλλων ασφαλισμένων του Ταμείου και έτσι ιδιοποιείτο τα χρήματα που εισέπραττε από τους τελευταίους τούτους έναντι ασφαλιστικών εισφορών και τελών καθυστέρησης. Στις ανωτέρω πράξεις, προέβαινε ο Ι.Σ. χρησιμοποιώντας, μάλιστα, τις σφραγίδες άλλων επιμελητών εισπράξεων, προκειμένου η διενέργεια των εν λόγω διαχειριστικών παραβάσεων να αποδοθεί, σε περίπτωση ελέγχου, σ’ αυτούς. Όπως, περαιτέρω, προκύπτει από τις ένορκες καταθέσεις που δόθηκαν στα πλαίσια της διενεργηθείσας ένορκης διοικητικής εξέτασης, μεταξύ άλλων, από τους υπαλλήλους του επίμαχου Τμήματος Ε.Μ., Β.Β., X.Ρ. και Β.Π., καθώς και από τον ίδιο τον εκκαλούντα, το συγκεκριμένο Τμήμα δυσλειτουργούσε λόγω της έλλειψης προσωπικού, αναλογικά με τον αριθμό των ασφαλισμένων και του δημιουργηθέντος φόρτου εργασίας. Συναφώς, διαπιστώθηκε ότι υπήρξαν ορισμένες παραλείψεις εκ μέρους του εκκαλούντος, όπως η μη ορθολογική κατανομή των καθηκόντων των υπαλλήλων, η παράλειψη αναφοράς των προβλημάτων της έλλειψης προσωπικού στη διοίκηση του Ταμείου, η έλλειψη σχολαστικού ελέγχου των ασφαλιστικών βιβλιαρίων κατά την έκδοση ταμειακής ενημερότητας και η ελεύθερη πρόσβαση στο αρχείο περισσότερων υπαλλήλων, ακόμη και μετά το πέρας του ωραρίου, συμπεριλαμβανομένου του Ιωάννη Σέγγου, του οποίου, όμως, η προπεριγραφόμενη δράση ουδέποτε έγινε αντιληπτή από τους λοιπούς υπαλλήλους του συγκεκριμένου Τμήματος. Από τις προαναφερόμενες πράξεις, τις οποίες ο Ι.Σ. αποδέχτηκε και ένορκα ομολόγησε στην κατάθεσή του στο πλαίσιο της ως άνω ένορκης διοικητικής εξέτασης, προκλήθηκε έλλειμμα στη χρηματική διαχείριση του Τ.Ε.Β.Ε. Χαλκίδας συνολικού ποσού 38.351.030 δραχμών. Για την απο-κατάσταση του ελλείμματος αυτού, η 9η Διεύθυνση του Ελεγκτικού Συνεδρίου επέδωσε στον εκκαλούντα το 7/1477/ 29/1999 Φύλλο Ελλείψεων και Παρατηρήσεων, το οποίο δεν εκτελέσθηκε. Κατόπιν των ανωτέρω, το Κλιμάκιο, με την προσβαλλόμενη πράξη του, έκρινε ότι για τη δημιουργία του επίμαχου ελλείμματος, ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, αφενός μεν ο Ι.Σ., υπό την ιδιότητα του υπολόγου επιμελητή εισπράξεων, αφετέρου δε ο εκκαλών, υπό την ιδιότητα του συνευθυνομένου, καθόσον από βαρεία αμέλεια υπέπεσε σε παραλείψεις, συνιστάμενες στον πλημμελή έλεγχο των αντικειμένων και των εργασιών του Τμήματος Τ.Ε.Β.Ε. Χαλκίδας.
VI. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η προσβαλλόμενη πράξη του Κλιμακίου παρίσταται, κατ’ αρχήν, ουσιαστικώς πλημμελής, κατά το μέρος αυτής με το οποίο ο εκκαλών, ο οποίος τοποθετήθηκε στη θέση του προϊσταμένου από 9.7.1992 μέχρι 2.11.1995 (βλ. τη Φ-165/205/45927/18.11.2003 βεβαίωση Τμή¬ματος Μονίμου Προσωπικού του Ο.Α.Ε.Ε. – Τ.Ε.Β.Ε.), καταλογίσθηκε ως συνευθυνόμενος και για χρονικό διάστημα πριν από την 9.7.1992 και μετά την 2.11.1995, δηλαδή για διαστήματα για τα οποία καμία παράλειψη υπό την ιδιότητα του προϊσταμένου δεν μπορεί να του αποδοθεί. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη, αρκούμενη στη διατύπωση ενός γενικού συμπεράσματος περί παραλείψεων του εκκαλούντος που συνέβαλαν στην πρόκληση του ελλείμματος κατά το προεκτεθέν χρονικό διάστημα, στερείται επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά τόσο με τη θεμελίωση της νομικής αι¬τίας του καταλογισμού, αφού δεν αναφέρεται σ’ αυτήν καμία διάταξη σχετική με τα καθήκοντα των προϊσταμένων των Τμημάτων Τ.Ε.Β.Ε., όσο και με τα ουσιώδη εκείνα περιστατικά που θεμελιώνουν την ιδιότητα του εκκαλούντος ως συνευθυνομένου, καθώς και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς που αυτός επέδειξε και του διαπιστωθέντος ελλείμματος. Ως προς μεν το ζήτημα της νομικής θεμελίωσης, ο εκκαλών είχε εκ του νόμου υποχρέωση ελέγχου των υπολόγων διαχειριστών, η οποία, όμως, δεν αναλύεται σε ειδικότερες ενέργειες εποπτείας των προσώπων αυτών, ούτε εκτείνεται πάντως, ως εκ της επιτελικής φύσεως της θέσης του προϊσταμένου, σε υποχρέωσή του να παρίσταται και να παρεμβαίνει σε όλες τις διενεργούμενες με τους ασφαλισμένους συναλλαγές του οικείου Τμήματος. Ως προς δε το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ναι μεν προκύπτει ότι ο εκκαλών παρέλειψε να ασκήσει συστηματικό έλεγχο της λειτουργίας του Τμήματος, πλην οι αποδιδόμενες σ’ αυτόν παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων του (πρόσβαση των υπαλλήλων στο αρχείο, μη ορθολογική κατανομή των καθηκόντων των υπαλλήλων, παράλειψη αναφοράς του προβλήματος έλλειψης προσωπικού στη Διοίκηση του Ταμείου, έλλειψη σχολαστικού ελέγχου των ασφαλιστικών βιβλιαρίων κατά την έκδοση ταμειακής ενημερότητας), ούτε από το σώμα της καταλογιστικής πράξης, ούτε από τα λοιπά στοι¬χεία του φακέλου, προκύπτει ότι ήταν πρόσφορες να συντελέσουν στη δημιουργία από τον Ι.Σ. του επίδικου ελλείμματος ή ότι χωρίς αυτές θα ήταν αδύνατο ο ανωτέρω επιμελητής να προβεί στις επίμαχες διαχειριστικές ατασθαλίες. Και τούτο, λαμβανομένου υπόψη ότι ο τελευταίος μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα κατά την τέλεση εκ μέρους του των προαναφερόμενων πράξεων, στις οποίες, σημειωτέον, δεν παρεμβαλλόταν άλλο υπηρεσιακό όργανο, αφού: α) Οι συναλλαγές, κατά τις οποίες αυτός επικολλούσε ένσημα που είχαν ακυρωθεί και αποκολληθεί από βιβλιάρια τρίτων ασφαλισμένων και ιδιοποιείτο τα ποσά που κατέβαλαν οι ασφαλισμένοι προς εξόφληση των αντίστοιχων εισφορών, ουδέποτε εμφανίζονταν στη διαχείριση του Ταμείου, ώστε να γίνουν αντιληπτές, καθώς μη έχοντας αυτός αναλώ¬σει ένσημα από την προκαταβολή ενσήμων που είχε χρεωθεί, διέφευγε της υποχρεώσεώς του τόσο ν’ αποκαταστήσει την προκαταβολή αυτή, όσο και ν’ αποδώσει τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές που εισέπραττε β) η εμφάνιση των εισπραχθέντων τελών καθυστέρησης στις ονομαστικές καταστάσεις των καταβαλόντων δημιουργούσε την εύλογη πεποίθηση ότι είχαν επικολληθεί ίσης αξίας ένσημα στα ασφαλιστικά βιβλιάρια των οφειλετών ασφαλισμένων, η δε παράλειψη της υποχρέωσης αυτής εκ μέρους του Ι.Σ. και η εφεξής μετακύλιση της πλεονάζουσας πίστωσης ενσήμων σε άλλες συναλλαγές, δεν μπορούσε, κατά την κοινή πείρα, να γίνει αντιληπτή από τους λοιπούς υπηρετούντες στο ίδιο Τμήμα υπαλ¬λήλους, συμπεριλαμβανομένου του εκκαλούντος, δεδομένου ότι προεχόντως οι ασφαλισμένοι –και όχι ο οικείος προϊστάμενος– επιβλέπουν την επικόλληση των ενσήμων στα βιβλιάριά τους, η οποία πρέπει κατά το νόμο να διενεργείται ενώπιόν τους, γ) ακόμη κι αν ο εκκαλών δεν ασκούσε συστηματικό και συνολικό έλεγχο των ασφαλιστικών βιβλιαρίων κατά την έκδοση των βεβαιώσεων ταμειακής ενημερότητας, η πρακτική του αυτή δεν συντελεί ουσιωδώς στην επέλευση του επίδικου ελλείμματος, διότι ακόμη κι αν η αρμοδιότητά του αυτή προϋπέθετε τον έλεγχο όλων των επικολληθέντων ενσήμων, ο έλεγχος αυτός, διενεργούμενος κατόπιν αιτήσεως συγκεκριμένου ασφαλισμένου, δεν μπορούσε παρά να είναι περιστασιακός και περιορισμένος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να οδηγήσει στην ανακάλυψη των παραπάνω ενεργειών του Ι.Σ., δ) η πρόσβαση στο αρχείο περισσοτέρων υπαλλήλων οφείλεται όχι σε παραλείψεις του οικείου προϊσταμένου, αλλά στις αντικειμενικές συνθήκες δυσλειτουργίας του Τμήματος, οι οποίες επέβαλαν εργασία των υπαλλήλων αυτών μετά το πέρας του ωραρίου. Δεδομένου, λοιπόν, ότι με την προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη δεν εξειδικεύεται, εν προκειμένω, εάν και με ποιον τρόπο το ζημιογόνο για το Ταμείο αποτέλεσμα θα είχε πράγματι αποτραπεί, εφόσον ο εκκαλών δεν είχε υποπέσει στις προαναφερόμενες παραλείψεις, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, ως προς το αναγκαίο για τη θεμελίωση της δημοσιολογιστικής ευθύνης του εκκαλούντος στοιχείο της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παραλείψεών του αυτών και της δημιουργίας του ελλείμματος και της εντεύθεν ιδιότητας του ίδιου ως συνευθυνομένου, παρίσταται αόριστη, γεγονός που καθιστά αυτήν νομικώς πλημμελή και, συνεπώς, ακυρωτέα. Επομένως, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη κατά το μέρος που αφορά τον εκκαλούντα και να διαταχθεί η επιστροφή σ’ αυτόν του κατατεθέντος παραβόλου (βλ. άρθρα 56 παρ. 2 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 3 του π.δ/τος 1225/ 1981), ενώ το Δημόσιο και ο Ο.Α.Ε.Ε. πρέπει, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγούν από τα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (βλ. άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά το ν. 3472/2006).