ΕΣ 1675/12, VII τμ., Κατά προτεραιότητα κατασταλτικός έλεγχος σε Κοινοτάρχη Αρμόδιος ο Επίτροπος αφού στείλει ΦΜΕ.

Ε.Σ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ VΙΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ 1675/2012

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Οκτωβρίου 2011, με την ακόλουθη σύνθεση: Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Ευαγγελία – Ελισάβετ Κουλουμπίνη (εισηγήτρια) και Σταμάτιος Πουλής, Σύμβουλοι, Νεκταρία Δουλιανάκη και Ευφροσύνη Παπαδημητρίου, Πάρεδροι, που μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο.
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Αντεπίτροπος της Επικρατείας Αντώνιος Νικητάκης, ως νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, ο οποίος είχε κώλυμα.
Γραμματέας: Μαρία Εξαρχουλάκου, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με βαθμό Γ΄ της κατηγορίας ΤΕ,
Για να δικάσει την από 11 Ιουλίου 2009 (Α.Β.Δ. 52/13.7.2009) έφεση του …, ο οποίος εμφανίστηκε χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο στο ακροατήριο και ζήτησε να συζητηθεί η υπόθεσή του.
Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.
Κατά της Κοινότητας … και ήδη Δήμου …, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 υπό περ. 5.3 Α.10 του ν. 3852/2010 (ΦΕΚ Α´ 87), ο οποίος δεν παραστάθηκε. Και
Κατά της 1/8.1.2009 καταλογιστικής πράξης του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών.
Με την προσβαλλομένη πράξη καταλογίστηκε υπέρ της Κοινότητας … Αττικής ο εκκαλών, υπό την ιδιότητα του Προέδρου της Κοινότητας αυτής, με το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000,00 ευρώ), το οποίο φέρεται ότι αντιστοιχεί σε ισόποσο έλλειμμα που διαπιστώθηκε στη διαχείριση της ως άνω Κοινότητας κατά το έτος 2006.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της έφεσης. Και
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε, επίσης, την απόρριψη αυτής.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο και
Αποφάσισε τα ακόλουθα :

Ι. Με την κρινόμενη έφεση, όπως αυτή συμπληρώνεται με το από
25.10.2011 (ημερ. κατάθ. 25.10.2011) παραδεκτώς υποβληθέν υπόμνημα, ζητείται η ακύρωση της 1/8.1.2009 καταλογιστικής πράξης του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών, με την οποία καταλογίστηκε υπέρ της κοινότητος … Αττικής, μετά την άσκηση ειδικού κατά προτεραιότητα κατασταλτικού ελέγχου, ο εκκαλών, υπό την ιδιότητα του Προέδρου της Κοινότητας αυτής, με το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ, διότι παρά τις αντιρρήσεις της αρμόδιας για την ταμειακή διαχείριση της Κοινότητας υπαλλήλου της Δ.Ο.Υ. Λαυρίου, έδωσε εντολή να εξοφληθεί το 252, οικονομικού έτους 2006, χρηματικό ένταλμα πληρωμής, με το οποίο καταβλήθηκε ισόποσο χρηματικό έπαθλο για τη βράβευση του Αθλητικού Ποδοσφαιρικού Σωματείου «…». Η έφεση αυτή, για την οποία έχει καταβληθεί το προσήκον παράβολο (βλ. τα 1143379 και 1143380, σειράς Α΄, ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, παρά την απουσία του Δήμου …, ο οποίος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 27 και 65 παρ. 1 και 3 του π.δ/τος 1225/1981) για να παραστεί στη συζήτηση της υπόθεσης, όπως προκύπτει από την από 22.8.2011 έκθεση επίδοσης της Δημοτικής Αστυνόμου …
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 15, 17, 22, 25, 27 και 33 του π.δ/τος 774/1980 «Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ Α΄, 189) προκύπτει ότι δημόσιοι υπόλογοι ή υπόλογοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) ή οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) είναι οι εντεταλμένοι την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή εξόδων του δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α., καθώς και όσοι με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικά που ανήκουν στο Κράτος, σε Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α., επίσης δε και οποιοσδήποτε άλλος, ο οποίος, εξ αιτίας της φύσεως των υπηρεσιακών του καθηκόντων, θεωρείται από ειδική διάταξη νόμου ως δημόσιος υπόλογος ή υπόλογος Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. (βλ. απόφ. Ολομ. Ελ.Συν. 1492/2000). Για το διαπιστούμενο στη διαχείρισή του έλλειμμα, ο υπόλογος ευθύνεται κατ’ αρχήν για κάθε πταίσμα, δηλαδή και για ελαφρά αμέλεια, η οποία μάλιστα τεκμαίρεται, απαλλάσσεται δε μόνον εάν ο ίδιος επικαλεσθεί και αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει καμία απολύτως υπαιτιότητα ως προς την επέλευση του ελλείμματος (βλ. απόφ. Ολομ. Ελ.Συν. 1187/1988, ΙV Τμ. 1444/1995, 1026/1998, 1516/2000, 1431, 1708/2003, 158/2004 και VII Τμ. 1109/2005, 1385/2006). Ως έλλειμμα δε νοείται η επί το έλαττον αδικαιολόγητη διαφορά μεταξύ της ποσότητας των χρημάτων που έπρεπε να υπάρχει, σε μία δεδομένη στιγμή, σύμφωνα με τους τηρούμενους λογαριασμούς και με βάση νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία, και εκείνης που πράγματι υπάρχει, καθώς και κάθε ανοίκεια πληρωμή, πληρωμή δηλαδή μη προβλεπόμενη από το νόμο (βλ. απόφ. ΙV Tμ. 1596/1999, 13/2003, 159 και 160/2004, 406 και 2072/2005). Περαιτέρω στο άρθρο 236 παρ. 2 του π.δ/τος 410/1995 «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας» (ΦΕΚ Α΄ 231), στο οποίο κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 219 του π.δ/τος 323/1989 και 3 παρ. 4 του ν. 2307/1995, ορίζεται ότι: «Αν ο ταμίας αμφισβητεί τη νομιμότητα εντάλματος γνωστοποιεί στο δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας με ειδική αναφορά τους λόγους αμφισβήτησης. Αν ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητας απορρίψει τους λόγους αμφισβήτησης το ένταλμα εκτελείται. Στη συνέχεια με φροντίδα του ταμία αποστέλλεται μαζί με τα σχετικά δικαιολογητικά, χωρίς καθυστέρηση, στον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου του Νομού ή της Νομαρχίας για έλεγχο κατά προτεραιότητα». Με τις προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε ειδικός κατά προτεραιότητα κατασταλτικός έλεγχος συγκεκριμένης δαπάνης δήμου ή κοινότητας, για τη νομιμότητα της οποίας δημιουργήθηκε διαφωνία μεταξύ του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας και του αρμόδιου ταμία. Την αρμοδιότητα για τον έλεγχο έχει ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στον οικείο νομό. Στην περίπτωση που κατά τον έλεγχο αυτό κριθεί ότι η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη, τότε ο αρμόδιος Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου συντάσσει Φύλλο Μεταβολών και Ελλείψεων (Φ.Μ.Ε.), σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρ. 22 του π.δ/τος 774/1980, που αποστέλλει στον εκδόσαντα το ένταλμα Οργανισμό, με το οποίο ζητείται η αναπλήρωση των διαπιστούμενων ελλείψεων και η παροχή των απαιτούμενων πληροφοριών εντός προθεσμίας 15 ημερών που δύναται να παραταθεί επί εύλογο χρονικό διάστημα. Αν το Φ.Μ.Ε. εκτελεστεί, το ένταλμα με όλα τα δικαιολογητικά του, συμπεριλαμβανομένου και του αντιγράφου του Φ.Μ.Ε., επιστρέφονται από τον αρμόδιο Επίτροπο στο δήμο ή την κοινότητα. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν το χρηματικό ένταλμα ανήκει σε κοινότητα νομού, ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου προβαίνει ο ίδιος στον καταλογισμό του προέδρου της κοινότητας ή του κοινοτικού συμβουλίου, όταν η δαπάνη του εντάλματος έτυχε της έγκρισης αυτού. Και αυτό, διότι εν προκειμένω συντρέχει περίπτωση ανάμειξης κατά τον πλέον εντονότερο τρόπο στη διαχειριστική διαδικασία του ως άνω οργάνου, το οποίο, αναλαμβάνοντας δια της εντολής εξόφλησης την ευθύνη διαφωνίας του με τον ταμία τον υποκαθιστά στην ουσία στην εκτέλεση του ταμειακού έργου. Η ειδική αυτή διαδικασία, που προσιδιάζει σ’ αυτήν του προληπτικού ελέγχου, εφόσον ελέγχεται η εξοφληθείσα δαπάνη και ερευνάται η απόκλισή της από τη δημοσιονομική νομιμότητα πριν την ένταξή της στους λογαριασμούς του υπολόγου, οι οποίοι θα ελεγχθούν κατασταλτικά, ως μέρος της δια του απολογισμού αποδιδόμενης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ετήσιας λογοδοσίας του Ο.Τ.Α., αποσκοπεί στην άμεση καταστολή της παρανομίας και περιορίζεται στην εξέταση της ορθότητας των λόγων διαφωνίας του ταμία (βλ. Πρακτικά της 5ης Γεν.Συν. Ολομ. Ελ.Συν./4.3.2009, Θέμα Γ΄).
Κατά τη γνώμη, όμως, του Συμβούλου Σταματίου Πουλή, από το σύνολο των διατάξεων του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (π.δ. 410/1995- βλ. και αντίστοιχες ρυθμίσεις στο προϊσχύσαν π.δ. 323/1989 καθώς και στον ήδη ισχύοντα ν. 3463/2006) συνάγεται ότι ο Πρόεδρος της Κοινότητας ουδέποτε αποκτά, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου, εκτός φυσικά των περιπτώσεων που εξέρχεται αυτών (καθηκόντων) και αυτοβούλως αναμειγνύεται στη διαχείριση του υπολόγου και στην εκτέλεση του ταμειακού έργου, οπότε, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που μπορεί να καταστεί κάθε φυσικό πρόσωπο, καθίσταται εν τοις πράγμασι (de facto) υπόλογος. Ειδικότερα, ως προς τις δαπάνες των Κοινοτήτων που ενεργούνται κατόπιν αποφάσεων του Κοινοτικού Συμβουλίου, υπέρ του οποίου (Κ.Σ.) μάλιστα συντρέχει το τεκμήριο της αρμοδιότητας (άρθρο 100 παρ. 1 του Δ.Κ.Κ.) ο Πρόεδρος είναι εκτελεστικό όργανο («εκτελεί τις αποφάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου» – άρθρο 114 παρ. 1 περ. β΄ του Δ.Κ.Κ.). Οι αποφάσεις δε του Κοινοτικού Συμβουλίου είναι, κατά ρητή επιταγή του νόμου, «εκτελεστές αφότου εκδοθούν» (άρθρο 176 Δ.Κ.Κ.). Συνεπώς, ο Πρόεδρος δεν έχει καν την αρμοδιότητα αναβλητικής αρνησικυρίας (αναβλητικού veto) σε ήδη εκτελεστές αποφάσεις και τα καθήκοντά του και η ευθύνη του περιορίζονται στην ορθή και έγκαιρη εκτέλεση των αποφάσεων αυτών (Ολομ. Ελ.Συν. 1424/1985, Ι Τμ. 588, 1146/1988). Είναι ο εκτελεστής αυτών των αποφάσεων και όχι δίκην τριτοβαθμίου οργάνου ο ελεγκτής τους. Μόνο η κρατική διοίκηση, στο πλαίσιο της ασκούμενης εποπτείας, – η οποία μάλιστα, μετά την τελευταία αναθεώρηση (2001) του Συντάγματος, περιορίζεται αποκλειστικώς σε έλεγχο νομιμότητας, αποκλειομένου αφενός μεν του ελέγχου σκοπιμότητας, αφετέρου δε της δυνατότητας υποκαταστάσεως (διενέργειας της πράξεως από το ελέγχον όργανο), – διαθέτει την αρμοδιότητα ελέγχου της νομιμότητας των αποφάσεων των ως άνω συλλογικών οργάνων (βλ. άρθρα 177 επ. Δ.Κ.Κ.). Περαιτέρω, όσον αφορά στις περιορισμένες περιπτώσεις που ο ίδιος ο Πρόεδρος διαθέτει πιστώσεις του προϋπολογισμού, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου οργάνου (άρθρα 218 παρ. 5 και 267 παρ. 1 και 2 του Δ.Κ.Κ.), ο Πρόεδρος είναι, – προδήλως αφού αποφασίζει για τη δαπάνη – διατάκτης και όχι υπόλογος και υπό την ιδιότητα του διατάκτη επιτρέπεται, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 114 παρ. 4, ο καταλογισμός του «μόνο για δόλο ή βαριά αμέλεια». Τέλος, στην ειδική περίπτωση του άρθρου 218 παρ. 6, κατά την οποία διατίθενται εγγεγραμμένες στους οικείους κωδικούς αριθμούς του προϋπολογισμού πιστώσεις «χωρίς να απαιτείται απόφαση οποιουδήποτε οργάνου» για την κάλυψη παγίων αναγκών του Ο.Τ.Α., ο Πρόεδρος είναι, επίσης, εκτελεστικό όργανο, ενώ διατάκτης, στην ειδική αυτή περίπτωση και με βάση την ειδική αυτή διάταξη, είναι το όργανο (Κοινοτικό Συμβούλιο) που ψήφισε τις συγκεκριμένες πιστώσεις. Επομένως, ο Πρόεδρος δεν είναι υπόλογος ούτε ευθύνεται ως υπόλογος είτε για τις δαπάνες που ο ίδιος, ως διατάκτης, διεκπεραιώνει είτε για τις δαπάνες που εκτελεί κατόπιν αποφάσεων των συλλογικών (αιρετών) οργάνων του οικείου Ο.Τ.Α.. Τα αυτά ως άνω ισχύουν και στην περίπτωση του άρθρου 236 παρ. 2 του Δ.Κ.Κ., όπως ισχύει (άρθρο 15 του ν. 3146/2003), κατά το οποίο, εάν ο ταμίας αρνηθεί τη νομιμότητα του εντάλματος, ο Πρόεδρος μπορεί να επιβάλει την πληρωμή του, διαβιβαζομένου εν συνεχεία του εντάλματος στον επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου για έλεγχο κατά προτεραιότητα. Και στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο Πρόεδρος, δια της εντολής εκτελέσεως του εντάλματος, υποκαθίσταται στο ταμειακό έργο καθιστάμενος ο ίδιος υπόλογος. Το Σύνταγμα (άρθρο 102) παραχωρεί στους Ο.Τ.Α. διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, τους αναγνωρίζει γενική αρμοδιότητα διοικήσεως των τοπικών τους υποθέσεων, θέτει όρια στην έκταση της εποπτείας του κράτους, που περιορίζεται αποκλειστικώς σε έλεγχο νομιμότητας, χωρίς μάλιστα να παρεμποδίζεται η πρωτοβουλία και η ελεύθερη δράση τους, και τέλος προνοεί για την εκλογή των αρχών τους «με καθολική και μυστική ψηφοφορία» (κατά την ισχύουσα νομοθεσία, η εκλογή των κοινοτικών αρχόντων είναι και άμεση). Επομένως, κατά το Σύνταγμα (βλ. και άρθρο 1 περί της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας) «αρχές» των Ο.Τ.Α., δηλαδή τα όργανα που έχουν αποφασιστικές και επιτελικές αρμοδιότητες, είναι μόνο αυτά που έχουν δημοκρατική νομιμοποίηση, δηλαδή οι φορείς τους εκλέγονται με την καθολική ψήφο της τοπικής κοινωνίας (Κοινοτικό Συμβούλιο και Πρόεδρος της Κοινότητας άρθρο 111 Δ.Κ.Κ.). Ενόψει των ανωτέρω, ο κοινός νομοθέτης, έχων ακριβώς υπόψιν του τη δημοκρατική νομιμοποίηση των αιρετών οργάνων των Ο.Τ.Α. και ότι αυτά αποτελούν τις «αρχές» τους, παραχωρεί στα υπηρεσιακά-διοικητικά τους όργανα αρμοδιότητα αναβλητικής και μόνο (και όχι οριστικής) αρνησικυρίας (βλ. εκτός της ως άνω περιπτώσεως και τα αντίστοιχα άρθρα 14, 20 και 22 του Λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων). Επομένως, η εναρμόνιση του κοινού νομοθέτη προς τις συνταγματικές διατάξεις – αφού η τυχόν παραχώρηση στα υπηρεσιακά όργανα αρμοδιότητας οριστικής αρνησικυρίας θα τα καθιστούσε ρυθμιστές των πεπραγμένων των Ο.Τ.Α., ενδεχόμενο που σαφώς αποκρούει ο συνταγματικός νομοθέτης – και η αναγνώριση της τελικής και αποφασιστικής αρμοδιότητας στον Πρόεδρο, δεν μπορεί να έχει την έννοια της επίτασης της ευθύνης του και ότι, υποκαθιστάμενος δήθεν στην εκτέλεση του ταμειακού έργου, ο Πρόεδρος μεταμορφώνεται σε υπόλογο. Απλώς, όταν ο ταμίας ασκεί την αρμοδιότητα της αναβλητικής αρνησικυρίας (αναβλητικού veto) ως προς τη διενέργεια της δαπάνης, ο Πρόεδρος, όντας προϊστάμενος και διευθύνων των υπηρεσιών της Κοινότητας (άρθρο 114 παρ. 1 περ. γ΄ του Δ.Κ.Κ.), επιβάλλει την εκτέλεση του εντάλματος είτε ως εκτελεστικό όργανο των αποφάσεων του συλλογικού και αιρετού οργάνου της Κοινότητας, εφόσον πρόκειται για δικές του αποφάσεις, είτε ως διατάκτης, καταλογιζόμενος σε περίπτωση μη νομιμότητας της δαπάνης μόνο για δόλο ή βαρεία αμέλεια. Εξάλλου, από την προσεκτική διατύπωση της ως άνω διατάξεως και ιδιαιτέρως την αποφυγή της προβλέψεως περί καταλογισμού του Προέδρου ως υπολόγου, δεν μπορεί να συναχθεί επίταση της ευθύνης του Προέδρου και καταλογισμός του, πέραν της συνδρομής δόλου ή βαρείας αμέλειας, και επί συνδρομής νόθου αντικειμενικής ευθύνης, όπως συμβαίνει επί υπολόγων. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην ισχύουσα νομοθεσία προβλέπονται αντίστοιχες ρυθμίσεις, κατά τις οποίες ο διατάκτης μπορεί με ευθύνη του να επιβάλει την πληρωμή, οπότε καθίσταται μόνος υπεύθυνος απαλλασσομένου του υπολόγου (βλ. άρθ. 29 παρ. 3 του Δημόσιου Λογιστικού – ν. 2362/1995 και άρθρο 40 παρ. 2 του προϊσχύσαντος Δημόσιου Λογιστικού – ν.δ. 321/1969 καθώς και άρθρο 21 παρ. 2 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου – π.δ. 774/1980). Ουδέποτε στις περιπτώσεις αυτές κρίθηκε ή υποστηρίχθηκε ότι ο Υπουργός-διατάκτης υποκαθίσταται στη θέση του υπολόγου ευθυνόμενος ως υπόλογος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η διαταγή του Προέδρου προς τον ταμία για εκτέλεση του εντάλματος (δαπάνης) δεν μεταβάλλει τη φύση της ευθύνης του διατάκτη της πληρωμής σε ευθύνη υπολόγου ούτε η ευθύνη του τροποποιείται αντικειμενικά κατά το περιεχόμενό της (βλ. και μειοψηφία στις 1597/1999 και 45/2000 αποφ. IVΤμήματος). Άλλωστε, εάν ο νομοθέτης ήθελε το αντίθετο, ενόψει της πολλαπλής επαναλήψεως του αντικειμένου της ρυθμίσεως, θα το είχε ορίσει. Επομένως, αυτό που ο νομοθέτης επιδιώκει και αρκείται με την ως άνω ρύθμιση είναι, κατά τη μειοψηφούσα άποψη, αφενός μεν η απαλλαγή από την ευθύνη του ταμία, αφετέρου δε η κατά προτεραιότητα και ταχεία έναρξη της προδικασίας καταλογισμού της αστικής ευθύνης του Προέδρου. Πλην όμως, η γνώμη αυτή δεν εκράτησε.
ΙΙΙ. Το π.δ/γμα 410/1995 «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας» (ΦΕΚ Α΄, 231), ορίζει, στο άρθρο 24 παρ. 1, ότι: «Η διοίκηση όλων των τοπικών υποθέσεων ανήκει στην αρμοδιότητα των δήμων και κοινοτήτων, κύρια μέριμνα των οποίων αποτελεί η προαγωγή των κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων, καθώς και των πολιτιστικών και πνευματικών ενδιαφερόντων των κατοίκων της», στο άρθρο 262 παρ. 3, ότι: «Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου είναι δυνατή η παροχή χρηματικών επιχορηγήσεων σε αθλητικούς ή πολιτιστικούς συλλόγους που έχουν την έδρα τους στο δήμο ή την κοινότητα. Η απόφαση λαμβάνεται εφόσον η οικονομική κατάσταση του δήμου ή της κοινότητας το επιτρέπει και έχει εγγραφεί πίστωση στον προϋπολογισμό για το σκοπό αυτό, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα εκατοστό των τακτικών εσόδων του» και στο άρθρο 218 παρ. 4, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 25 παρ. 2 και 3 του ν.3202/2003 (ΦΕΚ Α΄, 284), ότι οι Δήμοι μπορούν, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, να διαθέτουν πιστώσεις «για την πληρωμή δαπανών, που αφορούν: α) …, δ) τιμητικές διακρίσεις, αναμνηστικά δώρα και φιλοξενία φυσικών προσώπων, τα οποία συνέβαλαν με οποιονδήποτε τρόπο στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη ή προβολή του δήμου ή της κοινότητας». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, οι Δήμοι, στο πλαίσιο της μέριμνάς τους για την προαγωγή του πολιτιστικού και πνευματικού επιπέδου των δημοτών τους, δύνανται, όσον αφορά στα νομικά πρόσωπα, να παρέχουν σε αυτά χρηματικές επιχορηγήσεις με τις ως άνω προϋποθέσεις, ήτοι α) να πρόκειται για σύλλογο του οποίου ο σκοπός είναι αθλητικός ή πολιτιστικός, β) ο επιχορηγούμενος σύλλογος να έχει την έδρα του στο δήμο ή την κοινότητα που παρέχει την επιχορήγηση και γ) να εγκριθεί η επιχορήγηση με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου (βλ. πράξεις ΙV Τμ. 36, 111,/1999, 27/2000 και VII Tμ. 30/2005 κ.ά.), όσον αφορά δε τα φυσικά πρόσωπα, να διαθέτουν πιστώσεις για την απονομή τιμητικών διακρίσεων και αναμνηστικών σε αυτά δώρων, εφόσον συνέβαλαν με οποιονδήποτε τρόπο στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη ή προβολή του δήμου ή της Κοινότητας.
ΙV. Στην προκειμένη περίπτωση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το Κοινοτικό Συμβούλιο της Κοινότητας …, με την 34/17.5.2006 απόφασή του, αποφάσισε να βραβεύσει, μεταξύ άλλων, το Αθλητικό Ποδοσφαιρικό Σωματείο «…», με την απονομή χρηματικού επάθλου 20.000,00 ευρώ και σε εκτέλεση της απόφασης αυτής εκδόθηκε το ισόποσο 252/23.5.2006 χρηματικό ένταλμα πληρωμής της Κοινότητας. Για τη δαπάνη αυτή διαφώνησε η αρμόδια για την ταμειακή διαχείριση της Κοινότητας ταμίας της Δ.Ο.Υ. Λαυρίου, η οποία με το 5000/24.5.2006 έγγραφό της, επέστρεψε, μεταξύ άλλων, και το ανωτέρω χρηματικό ένταλμα. Μετά την 1319/29.5.2006 έγγραφη εντολή του εκκαλούντος, το ανωτέρω χρηματικό ένταλμα εξοφλήθηκε και στη συνέχεια η ταμίας το υπέβαλε στην Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών για κατά προτεραιότητα έλεγχο, σύμφωνα με το άρθρο 236 παρ. 2 του π.δ/τος 410/1995 (Δ.Κ.Κ.). Ο Επίτροπος, περιοριζόμενος στους λόγους διαφωνίας της Ταμία, έκρινε ότι η εντελλόμενη με αυτό δαπάνη είναι μη νόμιμη και συνιστά έλλειμμα στη διαχείριση της Κοινότητας, καθόσον είχε ήδη διατεθεί το ένα εκατοστό των τακτικών εσόδων αυτής για το έτος 2006 (24.271,79 ευρώ) σε επιχορηγήσεις πολιτιστικών και αθλητικών συλλόγων με τα 151, 253 και 254, οικονομικού έτους 2006, χρηματικά εντάλματα πληρωμής και συνεπώς το εντελλόμενο με το ελεγχθέν χρηματικό ένταλμα ποσό, υπερέβαινε στο σύνολό του το επιτρεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ. όριο επιχορήγησης. Ως εκ τούτου, μη νομίμως προέβη η Κοινότητα στη σχετική πληρωμή. Επιπρόσθετα η δαπάνη αυτή δεν έβρισκε έρεισμα ούτε και στη διάταξη του άρθρου 218 παρ. 4δ΄ του Δ.Κ.Κ., καθόσον οι αναφερόμενες σε αυτή τιμητικές διακρίσεις αφορούν μόνο σε φυσικά πρόσωπα που συνέβαλαν με οποιοδήποτε τρόπο στην προβολή του δήμου ή της κοινότητας και όχι σε σωματεία. Ακολούθως, ο Επίτροπος κοινοποίησε στον εκκαλούντα, ως υπόλογο, το 2/2006 Φύλλο Μεταβολών και Ελλείψεων (Φ.Μ.Ε.), για την αναπλήρωση του διαπιστωθέντος ελλείμματος, το οποίο δεν εκτελέστηκε και για το λόγο αυτό ο εκκαλών καταλογίστηκε με το προαναφερόμενο ποσό των 20.000,00 ευρώ. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα κρίνει ότι η ανωτέρω δαπάνη είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 218 παρ. 4 του Δ.Κ.Κ., καθόσον πρόκειται για χορήγηση χρηματικού βραβείου, το οποίο αποσκοπεί στην επιβράβευση του συνόλου των μελών του ως άνω αθλητικού συλλόγου, αθλητών και παραγόντων, η συλλογική προσπάθεια των οποίων, μέσω του οικείου φορέα, οδήγησε στη σημαντική σε τοπικό επίπεδο επιτυχία της ανόδου αυτού στη Δ΄ Εθνική Κατηγορία και συνιστά κατ’ ουσίαν τιμητική διάκριση στα πρόσωπα – μέλη του συλλόγου, που συνέβαλαν με τη συλλογική τους προσπάθεια στην προβολή της Κοινότητας.
V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη και να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση της εφέσεως (άρθρα 56 παρ. 2 π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ.3 π.δ/τος 1225/1981). Εκτιμωμένων δε των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγεί εν όλω το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος (άρθρο 123 π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006, Α΄ 1354, σε συνδυασμό με το άρθρο 275 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ν. 2717/1999, Α΄ 97).

Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται την έφεση του …
Ακυρώνει την 1/8.1.2009 καταλογιστική πράξη του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως. Και
Απαλλάσσει εν όλω το Ελληνικό Δημόσιο από την καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου 2012.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ    Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ – ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΟΥΛΟΥΜΠΙΝΗ