ΕΣ 1677/12, VII τμ., Αρμόδιος για τον καταλογισμό είναι ο ΓΓΠ εφόσον πρόκειται για έλλειμμα απο παράνομες προσλήψεις σε δημοτική επιχείρηση , α.14 ν.2190/94.

Ε.Σ

ΤΜΗΜΑ VΙΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ 1677/2012

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Οκτωβρίου 2011, με την ακόλουθη σύνθεση: Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Ευαγγελία – Ελισάβετ Κουλουμπίνη και Σταμάτιος Πουλής, Σύμβουλοι, Νεκταρία Δουλιανάκη και Ευφροσύνη Παπαδημητρίου (εισηγήτρια), Πάρεδροι, που μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο.
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Αντεπίτροπος της Επικρατείας Αντώνιος Νικητάκης, ως νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, ο οποίος είχε κώλυμα.
Γραμματέας: Μαρία Εξαρχουλάκου, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με βαθμό Γ΄ της κατηγορίας ΤΕ.
Για να δικάσει την από 12.1.2009 (Α.Β.Δ. 8/2009) έφεση του …, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Γεωργίας Τατάγια (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 11273).
Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.
Κατά της Περιφέρειας Ηπείρου, η οποία δεν παραστάθηκε. Και
Κατά της ΕΜΠ.73/18.12.2008 καταλογιστικής απόφασης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ηπείρου.
Η Κοινωφελής Δημοτική Επιχείρηση Δήμου …, καθολική διάδοχος της Δημοτικής Επιχείρησης με την επωνυμία «Πνευματικό Κέντρο Δήμου …», δεν παραστάθηκε.
Με την προσβαλλόμενη απόφαση καταλογίστηκε ο εκκαλών, υπό την ιδιότητά του ως Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της Δημοτικής Επιχείρησης με την επωνυμία «Πνευματικό Κέντρο Δήμου …», με το συνολικό ποσό των 83.003,55 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε αποδοχές που φέρεται ότι καταβλήθηκαν παρανόμως σε υπαλλήλους της ως άνω Δημοτικής Επιχείρησης.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
Την πληρεξούσια δικηγόρο του εκκαλούντος, η οποία ζήτησε την παραδοχή της έφεσης.
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της έφεσης. Και
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε την παραδοχή της έφεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο και
Αποφάσισε τα ακόλουθα:

I. Με την κρινόμενη έφεση, όπως νομίμως συμπληρώνεται με το από 26.10.2011 (με ημερομηνία κατάθεσης 1.11.2011) υπόμνημα, ζητείται η ακύρωση της ΕΜΠ.73/18.12.2008 απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Ηπείρου, με την οποία καταλογίστηκε ο εκκαλών, υπό την ιδιότητά του ως Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της Δημοτικής Επιχείρησης με την επωνυμία «Πνευματικό Κέντρο Δήμου …» και υπέρ της Δημοτικής αυτής Επιχείρησης, με το συνολικό ποσό των 83.003,55 ευρώ, το οποίο αναλύεται: α) στο ποσό των 62.860,70 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αποδοχές που καταβλήθηκαν στις απασχοληθείσες στην ως άνω Δημοτική Επιχείρηση υπαλλήλους, … και β) στο ποσό των 20.142,85 ευρώ, εις ολόκληρο με το …, το οποίο αντιστοιχεί στο σύνολο των αποδοχών που καταβλήθηκαν στην απασχοληθείσα στην ίδια Δημοτική Επιχείρηση υπάλληλο, …. Η υπό κρίση έφεση αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον η αναφυόμενη διαφορά από την αμφισβήτηση της ως άνω καταλογιστικής απόφασης απορρέει από τον κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, υπαχθέντος στο δικαστικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου με ειδική διάταξη νόμου, ήτοι με τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 15 του ν. 2190/1994, όπως συμπληρώθηκαν με αυτές της παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 2527/1997, που είναι σύμφωνες με το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 2001 (πρβλ. αποφ. Ολομ. Ελ.Συν. 1937, 1938/2005, 47/2009 και 2292/2011). Περαιτέρω, απαραδέκτως στρέφεται κατά της Περιφέρειας Ηπείρου, καθόσον πρόκειται για αποκεντρωμένη δημόσια υπηρεσία (βλ. τα άρθρα 61 του ν. 1622/1986 και 1 παρ. 1 του ν. 2503/1997), χωρίς αυτοτελή νομική προσωπικότητα, που ανήκει στο νομικό πρόσωπο του Κράτους, το οποίο και εκπροσωπείται στην προκειμένη δίκη από τον Υπουργό των Οικονομικών (βλ. αποφ. IV Τμ. Ελ.Συν. 1997/2006, 2392, 2393/2009). Κατά τα λοιπά η ίδια ως άνω έφεση, για την οποία καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο (βλ. το 614/3.11.2011 σειράς ΣΤ΄ 86462255 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α΄ της Δ.Ο.Υ. …), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατά την ουσιαστική της βασιμότητα, παρά την απουσία της Κοινωφελούς Δημοτικής Επιχείρησης Δήμου …, καθολικής διαδόχου της Δημοτικής Επιχείρησης «Πνευματικό Κέντρο Δήμου …», η οποία, όπως προκύπτει από την από 18.7.2011 έκθεση επίδοσης της δημοτικής υπαλλήλου …, κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα να παραστεί στη συζήτηση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. άρθρα 27 και 65 παρ. 3 του π.δ/τος 1225/1981).
ΙΙ. A. Ο ν. 2190/1994 «Σύσταση ανεξάρτητης αρχής για την επιλογή προσωπικού και ρύθμιση θεμάτων διοίκησης» (ΦΕΚ Α΄ 28), ορίζει, στο άρθρο 8, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2839/2000 (ΦΕΚ Α΄ 196), ότι: «1. Στο Α.Σ.Ε.Π. λειτουργεί Γραφείο Επιθεώρησης, που έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α) Τον έλεγχο της πραγματοποίησης αυθαίρετων διορισμών ή προσλήψεων προσωπικού, που υπάγεται στον παρόντα νόμο. (…) γ) Τον έλεγχο της τήρησης των διαδικασιών πρόσληψης προσωπικού για κάλυψη παροδικής φύσεως αναγκών και γενικώς των διατάξεων που ρυθμίζουν την απασχόληση του προσωπικού αυτού. δ) Τη διενέργεια ερευνών και ελέγχων της τήρησης, από τους οπωσδήποτε και με οποιαδήποτε ιδιότητα μετέχοντες, των διατάξεων και κανονισμών, που διέπουν τις διαδικασίες πλήρωσης θέσεων ή πρόσληψης προσωπικού. (…) Εάν κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις διορισμού ή δεν αποδεικνύονται τα κριτήρια βάσει των οποίων κατατάχθηκε σε σειρά διορισμού, στο χρόνο που ορίζεται στην προκήρυξη, ο διορισμός ανακαλείται υποχρεωτικά, με απόφαση του αρμόδιου οργάνου, εφαρμοζομένων αναλογικώς και των πέντε τελευταίων εδαφίων της παρ. 15 του άρθρου 21 του παρόντος νόμου, όπως προστέθηκαν με την παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 2527/1997 (…)», στο άρθρο 14, ότι: «1. Στις διατάξεις των κεφαλαίων Α΄, Β΄ και Γ΄, όπως ισχύουν, υπάγονται όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α) και τις μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 51 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α). Στον κατά τα πιο πάνω δημόσιο τομέα και για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος και μόνο υπάγονται επίσης: α. (…) γ. Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και οι πάσης φύσεως επιχειρήσεις τους. (…)» και στο άρθρο 21, όπως συμπληρώθηκε με τα άρθρα 5 του ν. 2527/1997 (ΦΕΚ Α΄ 206) και 9 του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ Α΄ 220), ότι: «1. Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων. (…) 8. Για την πρόσληψη προσωπικού του παρόντος άρθρου, η κατά τόπο υπηρεσία εκδίδει ανακοίνωση στην οποία αναφέρονται υποχρεωτικώς: α. Ο αριθμός κατά ειδικότητα του προσωπικού. β. Τα απαιτούμενα προσόντα. γ. Η υπηρεσία στην οποία θα υποβληθούν οι αιτήσεις των ενδιαφερομένων. δ. Η προθεσμία μέσα στην οποία θα υποβληθούν οι αιτήσεις. 9. Η ανακοίνωση κοινοποιείται στο Α.Σ.Ε.Π.. (…) Μετά την κοινοποίηση της ανακοίνωσης στο Α.Σ.Ε.Π. (…) η ανακοίνωση αναρτάται στο κατάστημα της οικείας υπηρεσίας και στο κατάστημα του δήμου ή της κοινότητας στην οποία αυτή εδρεύει. (…) 11. Οι υποψήφιοι κατατάσσονται σε πίνακες κατά κλάδο ή ειδικότητα με κριτήριο την εντοπιότητα, ως ακολούθως: (…) 15. Οι υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ.1 του άρθρου 14 κοινοποιούν υποχρεωτικώς στο Α.Σ.Ε.Π. κάθε ανακοίνωση κατά την παρ. 8 του παρόντος άρθρου και ακολούθως γνωστοποιούν το συνολικό αριθμό των αιτήσεων και αποστέλλουν τους πίνακες της παρ. 11 του παρόντος άρθρου που περιλαμβάνουν τους προσλαμβανομένους, με ένδειξη και της χρονικής διάρκειας της απασχόλησής τους. (…) Τον έλεγχο διενεργούν οι επιθεωρητές του Α.Σ.Ε.Π.. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 8 του παρόντος. Εάν κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι απασχολείται ή απασχολήθηκε προσωπικό κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου γίνεται, πέραν των κυρώσεων που προβλέπονται από τις παραγράφους 4 και 5 του παρόντος άρθρου και καταλογισμός του συνόλου των αποδοχών που καταβλήθηκαν στο παρανόμως απασχολούμενο ή απασχοληθέν προσωπικό. Αρμόδιο για τον καταλογισμό όργανο, βάσει της έκθεσης του Επιθεωρητή του Α.Σ.Ε.Π., είναι ο διατάκτης του φορέα στον οποίο έγινε η παράνομη πρόσληψη. Ο καταλογισμός γίνεται εις ολόκληρον εις βάρος των, κατά την έκθεση του επιθεωρητή του Α.Σ.Ε.Π., υπευθύνων για τις παράνομες προσλήψεις και εις βάρος των λαβόντων εφόσον διαπιστωθεί ότι από δόλο ή βαρεία αμέλεια συνέπραξαν στη μη νόμιμη πρόσληψή τους. Τα ποσά των καταλογισμών παρακρατούνται από τις μηνιαίες αποδοχές των βαρυνομένων με αυτούς, σε ποσοστό όχι μείζον του μισού των αποδοχών αυτών, μέχρις ότου συμπληρωθεί το ποσό του καταλογισμού. Η πράξη καταλογισμού κοινοποιείται υποχρεωτικώς στο Α.Σ.Ε.Π. από το αρμόδιο για την έκδοσή της όργανο. Οι ανωτέρω καταλογιστικές αποφάσεις προσβάλλονται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Όταν το καταλογιστέο όργανο είναι νομάρχης ή δήμαρχος ή πρόεδρος κοινότητας ή άλλο αιρετό μέλος του νομαρχιακού ή δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου ή πρόεδρος ή μέλος διοικητικού συμβουλίου, συνδέσμου Ο.Τ.Α. πρώτου ή δεύτερου βαθμού ή πρόεδρος ή μέλος διοικητικού συμβουλίου δημοτικής ή κοινοτικής επιχείρησης ή επιχείρησης νομαρχιακής αυτοδιοίκησης ή πρόεδρος ή μέλος διοικητικού συμβουλίου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή ιδρύματος Ο.Τ.Α. πρώτου ή δεύτερου βαθμού, τον καταλογισμό ενεργεί ο Γενικός Γραμματέας της οικείας Περιφέρειας. (…)».
B. Με τις διατάξεις αυτές ρυθμίζεται η διαδικασία που πρέπει να τηρείται από τις υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 14 παρ.1 του ν. 2190/1994, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι δημοτικές επιχειρήσεις, προκειμένου να προβούν στην πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών. Περαιτέρω, προβλέπεται ότι σε περίπτωση που διαπιστωθεί, μετά από έλεγχο που διενεργείται από τους αρμόδιους επιθεωρητές του Α.Σ.Ε.Π., η απασχόληση προσωπικού, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων, καταλογίζονται εις ολόκληρο, με το σύνολο των αποδοχών που καταβλήθηκαν στο παρανόμως απασχολούμενο ή απασχοληθέν προσωπικό, τα, κατά την έκθεση του επιθεωρητή του Α.Σ.Ε.Π., υπεύθυνα για τις παράνομες προσλήψεις, όργανα του οικείου φορέα καθώς και οι αχρεωστήτως λαβόντες, σε περίπτωση που συνέπραξαν στην παράνομη πρόσληψή τους από δόλο ή βαριά αμέλεια. Αρμόδιο για τον καταλογισμό όργανο είναι είτε ο διατάκτης του εν λόγω φορέα είτε, σε περίπτωση που καταλογιστέος είναι, όσον αφορά στις δημοτικές επιχειρήσεις, ο πρόεδρος ή μέλος διοικητικού συμβουλίου αυτής, ο Γενικός Γραμματέας της οικείας Περιφέρειας. Κρίσιμο δε στοιχείο για τον προσδιορισμό του αρμοδίου για τον καταλογισμό οργάνου είναι η ιδιότητα του καταλογιζομένου κατά το χρόνο σύμπραξης στην παράνομη πρόσληψη και όχι η ιδιότητα αυτού κατά το χρόνο έκδοσης της σχετικής καταλογιστικής απόφασης ή πράξης. Συνεπώς, ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας είναι αρμόδιος για την έκδοση καταλογιστικών αποφάσεων σε βάρος των μελών διοικητικού συμβουλίου δημοτικής επιχείρησης, που συνέπραξαν, υπό την ιδιότητά τους αυτή, σε μη νόμιμες προσλήψεις, ανεξαρτήτως αν κατά το χρόνο έκδοσης της σχετικής καταλογιστικής απόφασης εξακολουθούν να έχουν την ιδιότητα αυτή. Περαιτέρω, η αρμοδιότητα του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας να προβαίνει στον καταλογισμό των υπευθύνων οργάνων του εκάστοτε φορέα, αφορά αποκλειστικά στην περίπτωση προσλήψεων κατά παράβαση των διατάξεων του προαναφερόμενου άρθρου 21 του ν.2190/1994, προσλήψεων δηλαδή προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών και δεν εκτείνεται στην περίπτωση της μη νόμιμη απασχόλησης προσωπικού με σύμβαση μίσθωσης έργου, που ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2527/1997. Εξάλλου, η κατά τα ανωτέρω εκδιδόμενη καταλογιστική απόφαση, ως διοικητική πράξη που επιφέρει δυσμενείς συνέπειες για τους καταλογιζόμενους, πρέπει, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, να είναι αιτιολογημένη. Η αιτιολογία αυτή, που επιβάλλεται από τη φύση της πράξης, δεν απαιτείται να περιέχεται στο σώμα της, αλλά αρκεί να προκύπτει ή να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.
III. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 277 έως και 283 του π.δ/τος 410/1995 «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο νόμου, με τίτλο “Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας” των ισχυουσών διατάξεων του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν» (ΦΕΚ Α΄ 231), που ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση χρόνο, στις οποίες κωδικοποιήθηκαν εκείνες των άρθρων 260-266 του προϊσχύσαντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (π.δ.323/1989, ΦΕΚ Α΄ 146, πρβλ. και τις όμοιες ρυθμίσεις των άρθρων 246-252 του π.δ.76/1985, ΦΕΚ Α΄ 27), οι δημοτικές επιχειρήσεις αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, με διοικητική αυτοτέλεια και ανεξάρτητη ταμειακή υπηρεσία από το Δήμο, που τις έχει συστήσει. Τόσο ο Πρόεδρος όσο και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δημοτικής επιχείρησης, που αποτελεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 278 – 280 του π.δ/τος 410/1995, όργανο διοίκησης και οικονομικής διαχείρισης αυτών, όταν επιλαμβάνονται της έγκρισης δαπανών, με τη συμμετοχή τους στην έκδοση διοικητικών πράξεων που συνιστούν τη γενεσιουργό αιτία τους (π.χ. πρόσληψη) και της διάθεσης των σχετικών πιστώσεων, της χρησιμοποίησης, δηλαδή, των εγγεγραμμένων για την αιτία αυτή πιστώσεων του προϋπολογισμού της επιχείρησης, ενεργούν πράξεις διαχείρισης της περιουσίας αυτής και, ως εκ τούτου, ευθύνονται ως υπόλογοι για κάθε διαπιστούμενο έλλειμμα, το οποίο καταλογίζεται σε βάρος τους από το αρμόδιο όργανο (πρβλ. άρθρα 98 του Συντάγματος, 15, 17, 22 και 25 του π.δ/τος 774/1980, ΦΕΚ Α΄ 189, 54 και 56 του ν.2362/1995, ΦΕΚ Α΄ 247, βλ. και αποφ.VI Τμ. Ελ.Συν. 1621, 697/2010, 3354, 3553/2009). Για τα ελλείμματα που διαπιστώνονται στη διαχείρισή του ο υπόλογος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή και για ελαφρά αμέλεια, απαλλάσσεται δε μόνο εάν ο ίδιος επικαλεστεί και αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει καμίας μορφής υπαιτιότητα ως προς την επέλευση του ελλείμματος (βλ. Ολομ. Ελ.Συν. 1/2007, 1531/2006, 169/2005, 1187/1988, ΙV Τμ. Ελ.Συν. 2150/2005, 158, 159, 160/2004, 851, 1708/2003 κ.ά.). Ως έλλειμμα νοείται κάθε έλλειψη χρημάτων, αξιών, ενσήμων ή υλικού, που εμφανίζεται στη δημόσια διαχείριση και διαπιστώνεται κατά τη νόμιμη διαδικασία, καθώς και οποιαδήποτε άλλη κατάσταση διαχειρίσεως που θεωρείται έλλειμμα από το νόμο, όπως κάθε πληρωμή που έγινε χωρίς τα προβλεπόμενα από τις ισχύουσες διατάξεις δικαιολογητικά, που αφορά δαπάνες για τις οποίες δεν έχουν τηρηθεί οι νόμιμες διαδικασίες εκ μέρους του υπολόγου, καθώς και κάθε πληρωμή που έχει γίνει αχρεωστήτως από υπαιτιότητα του υπολόγου (βλ. αποφ. Ολομ. Ελ.Συν. 1051/1995, 765/1998, 169/2005, VII Τμ. 1376/2006, 1002, 1006, 1742/2007, 1840/2008, IV Τμ. 1708/2003, 158, 159/2004, κ.ά.).
ΙV. Ο ν. 1232/1982 «Επαναφορά σε ισχύ, τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων του Ν.Δ. 4352/1964 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 22), ορίζει, στο άρθρο 16, ότι: «1. Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι δυνατό να αναστέλλεται η επιλογή ή πρόσληψη πάσης φύσεως προσωπικού για ορισμένο χρονικό διάστημα σε Δημόσιες Υπηρεσίες, Ν.Π.Δ.Δ., με εξαίρεση το προσωπικό του άρθρου 16 παρ. 6 του Συντάγματος και σε Κρατικά Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, ή ελεγχόμενα από το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.1 αυτού του νόμου. 2. Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι δυνατό να καθορίζονται και εξαιρέσεις από την αναστολή που προβλέπεται στην παράγραφο 1». Κατ’ εξουσιοδότηση των ανωτέρω διατάξεων, εκδόθηκε η 55/11.11.1998 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Αναστολή διορισμών και προσλήψεων στο Δημόσιο Τομέα» (ΦΕΚ Α΄ 252) -η ισχύς της οποίας είχε παραταθεί με την Π.Υ.Σ. 30/2005 (ΦΕΚ Α΄ 294) έως 31.12.2006, καταργήθηκε δε τελικώς με το άρθρο 5 της Π.Υ.Σ. 33/2006 (ΦΕΚ Α΄ 280/28.12.2006)- η οποία, όπως είχε τροποποιηθεί, όριζε, στο άρθρο 1, ότι: «1. Αναστέλλεται έως 31.12.2001 ο διορισμός και η πρόσληψη του πάσης φύσεως προσωπικού όλων των φορέων του δημόσιου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 14 παράγραφος 1 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α΄), όπως αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 2527/1997 (ΦΕΚ 206 Α΄), συμπεριλαμβανομένων και των φορέων της παραγράφου 2 του τελευταίου αυτού άρθρου, με την επιφύλαξη του άρθρου 3 της παρούσας. 2. Στους παραπάνω φορείς επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, o διορισμός ή η πρόσληψη ύστερα από έγκριση που χορηγείται κατά τη διαδικασία του επόμενου άρθρου. Η έγκριση αυτή απαιτείται και για την κίνηση των διαδικασιών προκήρυξης πλήρωσης θέσεων και την έκδοση όλων γενικά των προπαρασκευαστικών για το διορισμό ή την πρόσληψη πράξεων. (…)» και στο άρθρο 2 παρ. 6, ότι: «Ειδικώς η έγκριση των αιτημάτων των επιχειρήσεων των Ο.Τ.Α. που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του Ν. 2527/1997 παρέχεται από το Γενικό Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας στον οποίο αποστέλλονται τα σχετικά αιτήματα. Η κατά την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου εισήγηση για την αιτιολόγηση των αναγκών της υπηρεσίας γίνεται από τον Ο.Τ.Α. στον οποίο ανήκει η επιχείρηση». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την πρόσληψη, από τις επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α., προσωπικού με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου ή με σύμβαση μίσθωσης έργου, κατ’ εξαίρεση του μέτρου της αναστολής των προσλήψεων στο δημόσιο τομέα, απαιτείται η τήρηση της διαγραφόμενης από τις προαναφερόμενες διατάξεις διαδικασία και η προηγούμενη έγκριση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας.
V. Το π.δ. 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 304) ορίζει, στο άρθρο 49, ότι: «1. Διά της εφέσεως η υπόθεσις μεταβιβάζεται εις το αρμόδιον Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς μεν το νόμω βάσιμον της πράξεως ή αποφάσεως κατά το σύνολον, ως προς δε το ουσία βάσιμον της πράξεως ή αποφάσεως κατά τα δια της εφέσεως και των προσθέτων λόγων καθοριζόμενα όρια. 2. Το δικαστήριον την νομικώς πλημμελή πράξιν, ακυροί, εν όλω ή εν μέρει, ή μεταρρυθμίζει αναλόγως, επιφυλασσομένης της διατάξεως της επομένης παραγράφου. Την ουσιαστικώς εσφαλμένην πράξιν ακυροί ή μεταρρυθμίζει εντός των εν τη εφέσει ορίων, κρίνον περαιτέρω επί της ουσίας της υποθέσεως. 3. Δια της αποφάσεως αυτού το δικαστήριον δεν δύναται να καταστήση χείρονα την θέσιν του εκκαλούντος. (…)». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, σε περίπτωση άσκησης έφεσης κατά καταλογιστικής πράξης ή απόφασης, το αρμόδιο για την εκδίκασή της Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δύναται, εφόσον αυτή είναι νομικά πλημμελής, να προβεί σε μεταβολή της νομικής βάσης, στο εννοιολογικό περιεχόμενο της οποίας υπάγεται, μεταξύ άλλων, η ιδιότητα του καταλογισθέντος και η συνεπεία αυτής αρμοδιότητα του καταλογίσαντος οργάνου, επιπλέον δε σε τροποποίηση, κατόπιν της μεταβολής αυτής, της νομικώς πλημμελούς καταλογιστικής πράξης, εφόσον από την εν λόγω μεταβολή δεν ανακύπτουν περαιτέρω πραγματικά ζητήματα, επί των οποίων ο διάδικος στερήθηκε της ευχέρειας να προβάλει τυχόν αντιρρήσεις του και, περαιτέρω, δεν καθίσταται χειρότερη η θέση του καθ’ου ο καταλογισμός (πρβλ. ΣτΕ 1447/1991, 1016/1991, 1927/1994).
VI. Στην προκειμένη περίπτωση, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με την 208/1992 απόφαση του Νομάρχη Ιωαννίνων (ΦΕΚ Β΄ 95) συστάθηκε αμιγής Δημοτική Επιχείρηση με την επωνυμία«Πνευματικό Κέντρο Δήμου …», ως ίδιο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, στο Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) του οποίου μετείχε ο εκκαλών, ως Αντιπρόεδρος, κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2004 έως 21.2.2007, ημερομηνία ανάληψης καθηκόντων του νέου Δ.Σ. της Επιχείρησης. Η ανωτέρω Δημοτική Επιχείρηση προέβη στην πρόσληψη των εξής υπαλλήλων: α) Της …, σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, επιδοτούμενου από τον Ο.Α.Ε.Δ., διάρκειας 24 μηνών, ήτοι από 22.3.2004 έως 21.3.2006. Η Δημοτική Επιχείρηση επιχορηγήθηκε από τον Ο.Α.Ε.Δ. για την πρόσληψη της ανωτέρω υπαλλήλου μέχρι 30.11.2005, πλην όμως η υπάλληλος αυτή εξακολούθησε να απασχολείται στην Επιχείρηση για το χρονικό διάστημα από 1.12.2005 έως 9.9.2006. Ακολούθως, με την 5/10.4.2006 απόφαση του Δ.Σ. της Δημοτικής Επιχείρησης, στη λήψη της οποίας συμμετείχε και ο εκκαλών, αποφασίστηκε η «ανανέωση» της σύμβασης της ανωτέρω υπαλλήλου για δύο χρόνια, ήτοι από 11.9.2006 έως 11.9.2008. β) Της …, σε εκτέλεση του ίδιου ως άνω επιδοτούμενου από τον Ο.Α.Ε.Δ. προγράμματος, για το χρονικό διάστημα από 9.3.2004 έως 9.9.2006, για την οποία (πρόσληψη), όμως, το Πνευματικό Κέντρο τελικώς δεν επιδοτήθηκε. Με την προαναφερόμενη 5/10.4.2006 απόφαση του Δ.Σ. της Δημοτικής Επιχείρησης, στη λήψη της οποίας, όπως προεκτέθηκε, συμμετείχε ο εκκαλών, αποφασίστηκε η «ανανέωση» της σύμβασης της ανωτέρω υπαλλήλου για δύο χρόνια, ήτοι από 11.9.2006 έως 11.9.2008. γ) Της …, η οποία απασχολήθηκε, αρχικώς, με σύμβαση μίσθωσης έργου, κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2004 έως 28.2.2005, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας EQUAL του έργου με τίτλο «Γυναικεία Επιχειρηματικότητα και Διαπεριφερειακό σύστημα υποστήριξης στην κοινωνική οικονομία» «DIONI II». Με την 11/16.12.2005 απόφαση του Δ.Σ. της Δημοτικής Επιχείρησης, στη λήψη της οποίας συμμετείχε και ο εκκαλών, αποφασίστηκε η «ανανέωση» της σύμβασής της για δύο χρόνια, ήτοι από 2.1.2006 έως 2.1.2008 και η απασχόλησή της με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, για τη διεκπεραίωση του προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας» και για την παροχή τουριστικών πληροφοριών. Μετά την από 27.12.2007 παραγγελία του Προέδρου του Α.Σ.Ε.Π., διενεργήθηκε από τη Σύμβουλο – Επιθεωρήτρια του Α.Σ.Ε.Π. …, έλεγχος νομιμότητας των συμβάσεων εργασίας που είχε συνάψει η Δημοτική Επιχείρηση με τις ανωτέρω τρεις υπαλλήλους. Μετά το πέρας του ελέγχου, συντάχθηκε από την ανωτέρω Επιθεωρήτρια η από 17.4.2008 έκθεση, η οποία επιδόθηκε στον εκκαλούντα, όπως προκύπτει από τα από 10.11.2008 και 9.12.2008 αποδεικτικά επίδοσης του Δήμου …. Σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση, η απασχόληση των …στη Δημοτική Επιχείρηση, μετά τη διακοπή (για την πρώτη) και χωρίς την καταβολή (για τη δεύτερη) της επιδότησης από τον Ο.Α.Ε.Δ., δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο και αποτελεί στην ουσία πρόσληψη κατά παράβαση των διατάξεων της Π.Υ.Σ. 55/12.11.1998 και του ν. 2190/1994. Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η «ανανέωση» των συμβάσεων των ανωτέρω υπαλλήλων για χρονικό διάστημα 24 μηνών είναι μη νόμιμη, καθόσον αποτελεί κατ’ ουσίαν απευθείας πρόσληψη, χωρίς την τήρηση των ίδιων ως άνω διατάξεων. Περαιτέρω, όσον αφορά στη σύμβαση μίσθωσης έργου της … για το χρονικό διάστημα από 1.3.2004 έως 28.2.2005, αυτή δεν ήταν νόμιμη, κατά την ανωτέρω έκθεση, διότι, κατά παράβαση των διατάξεων της Π.Υ.Σ. 55/1998, δεν είχε χορηγηθεί προηγούμενη έγκριση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, η δε πρόσληψή της με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από 2.1.2006 έως 2.1.2008 δεν ήταν νόμιμη, λόγω μη τήρησης των διατάξεων του ν. 2190/1994. Βάσει δε των αποτελεσμάτων του ελέγχου, εκδόθηκε από το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Ηπείρου η ΕΜΠ.73/18.12.2008, ήδη προσβαλλόμενη απόφαση σε βάρος του εκκαλούντος, με την οποία καταλογίστηκε, υπέρ της ως άνω Δημοτικής Επιχείρησης, το συνολικό ποσό των 83.003,55 ευρώ (20.142,85 + 17.433,43 + 45.427,27), που αντιστοιχεί, σύμφωνα με το 113/21.8.2008 έγγραφο του Προέδρου της, στο σύνολο των αποδοχών που καταβλήθηκαν στις ανωτέρω υπαλλήλους και ειδικότερα: α) στις αποδοχές της … από 1.12.2005 έως 9.9.2006 (ποσό 13.910,94 ευρώ) και από 11.9.2006 έως 21.2.2007 (ποσό 3.522,49 ευρώ), β) στις αποδοχές της … από 9.3.2004 έως 9.9.2006 (ποσό 41.206,68 ευρώ) και από 11.9.2006 έως 21.2.2007 (ποσό 4.220,59 ευρώ) και γ) στις αποδοχές της … κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.3.2004 έως 28.2.2005 (ποσό 5.534,48 ευρώ) και 2.1.2006 έως 21.2.2007 (ποσό 14.608,37 ευρώ). Ως αιτιολογία για τον καταλογισμό σε βάρος του εκκαλούντος όλων των ανωτέρω ποσών διαλαμβάνεται ότι αυτός συμμετείχε στη λήψη της απόφασης για την «ανανέωση» των συμβάσεων των προαναφερόμενων υπαλλήλων, αποδεχόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο και, την προ της ανανέωσης αυτής, παράνομη απασχόλησή τους. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά (σκ. III), το Τμήμα κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που με αυτήν καταλογίζονται σε βάρος του εκκαλούντος τα ποσά των 13.910,94, 41.206,68 και 5.534,48 ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν στις αποδοχές των ανωτέρω τριών υπαλλήλων κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.12.2005 έως 9.9.2006 (για την …), από 9.3.2004 έως 9.9.2006 (για την …) και από 1.3.2004 έως 28.2.2005 (για την …), είναι μη νόμιμη, καθόσον δεν προκύπτει ότι ο εκκαλών συνέπραξε κατά οποιονδήποτε τρόπο στην πρόσληψη των υπαλλήλων αυτών, το δε γεγονός της συμμετοχής του στην λήψη των αποφάσεων για την «ανανέωση» των συμβάσεών τους δεν συνιστά, σε καμία περίπτωση, αποδοχή εκ μέρους του της προηγούμενης παράνομης απασχόλησής τους, ούτε μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη του ως υπολόγου για την αποκατάσταση του ελλείμματος που προκλήθηκε στη διαχείριση της Επιχείρησης από την καταβολή στις παρανόμως απασχοληθείσες υπαλλήλους των αποδοχών που τους καταβλήθηκαν κατά τα εν λόγω χρονικά διαστήματα. Συνεπώς, ο καταλογισμός του εκκαλούντος με το ποσό των 60.652,21 ευρώ (13.910,94 + 41.206,68 + 5.534,48) παρίσταται μη νόμιμος, όπως βασίμως υποστηρίζει και ο ίδιος, η δε προσβαλλόμενη απόφαση είναι, κατά το μέρος αυτός, μη νόμιμη και ακυρωτέα. Όσον αφορά ειδικότερα στον καταλογισμό του εκκαλούντος με το ποσό των 5.534,48 ευρώ, το οποίοαντιστοιχεί στις αποδοχές της υπαλλήλου … κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2004 έως 28.2.2005, που απασχολούνταν στη Δημοτική αυτή Επιχείρηση με σύμβαση μίσθωσης έργου, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη και για τον πρόσθετο λόγο ότι εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο. Τούτο δε διότι, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκ. II), η αρμοδιότητα του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας να προβαίνει στον καταλογισμό των υπεύθυνων για τις παράνομες προσλήψεις οργάνων, δεν αφορά στην περίπτωση της μη νόμιμης απασχόλησης προσωπικού με σύμβαση μίσθωσης έργου. Περαιτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι η πρόσληψη των μεν … για το χρονικό διάστημα από 11.9.2006 έως 21.2.2007, της δε … για το χρονικό διάστημα από 2.1.2006 έως 2.1.2008, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς την τήρηση των διατάξεων του ν. 2190/1994 και την προηγούμενη έγκριση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Ηπείρου, κατά παράβαση των διατάξεων της Π.Υ.Σ. 55/1998, είναι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη IV, μη νόμιμη. Συνεπώς, η καταβολή, σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών, των προβλεπόμενων εκάστοτε αποδοχών στις ανωτέρω υπαλλήλους, συνιστά έλλειμμα στη διαχείριση της προαναφερόμενης Επιχείρησης, για την αποκατάσταση του οποίου ευθύνεται, μεταξύ άλλων, ο εκκαλών που, ως Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, συμμετείχε στη λήψη των 11/16.12.2005 και 5/10.4.2006 αποφάσεων του ανωτέρω οργάνου, με τις οποίες αποφασίστηκε η σύναψη («ανανέωση») των επίμαχων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και φέρει, ως εκ τούτου, την ιδιότητα του υπόλογου. Επομένως, νομίμως και αρμοδίως, υπό την ιδιότητά του αυτή, καταλογίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Ηπείρου, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία ως προς την αρμοδιότητα του καταλογίσαντος οργάνου (βλ. σκ. V), με το ποσό των 22.351,45 ευρώ (3.522,49 + 4.220,59 + 14.608,37), που αντιστοιχεί στο σύνολο των αποδοχών που καταβλήθηκαν στις ως άνω υπαλλήλους κατά τα χρονικά διαστήματα από 11.9.2006 έως 21.2.2007 και από 2.1.2006 έως 21.2.2007, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη έφεση είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι από τα στοιχεία του φακέλου κοινοποιήθηκε σ΄ αυτόν μόνο η έκθεση του Α.Σ.Ε.Π. και συνεπώς, παραβιάστηκε το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, δοθέντος ότι πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, κλήθηκε, με τα ΕΜΠ.63/30.10.2008 και ΕΜΠ.68/2.12.2008 έγγραφα του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Ηπείρου, τα οποία του κοινοποιήθηκαν μαζί με την από 17.4.2008 έκθεση της Επιθεωρήτριας του Α.Σ.Ε.Π. (βλ. τα από 10.11.2008 και 25.12.2008 αποδεικτικά επίδοσης του Δήμου …), να λάβει γνώση των εγγράφων του φακέλου και να προβάλει τις απόψεις του τόσο ως προς την ύπαρξη, όσο και ως προς το ύψος του ελλείμματος, καθώς και για οποιοδήποτε άλλο κρίσιμο ζήτημα (βλ. Αποφ. VII Τμ. Ελ.Συν. 1620, 2176/2010). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι ενήργησε ως διατάκτης και, ως εκ τούτου, η ευθύνη του δεν είναι αντικειμενική, αλλά απαιτείται η συνδρομή υπαιτιότητας, ήτοι δόλου ή βαρείας αμέλειας, η οποία δεν προσδιορίζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα με όσα προηγουμένως έγιναν δεκτά (βλ. σκ. III), τα μέλη του Δ.Σ. των Επιχειρήσεων Ο.Τ.Α., όταν επιλαμβάνονται της έγκρισης δαπανών, ενεργούν πράξεις διαχείρισης και ευθύνονται ως υπόλογοι, η δε ευθύνη τους για τα συνεπεία της διαχειριστικής τους δράσης δημιουργηθέντα ελλείμματα είναι αντικειμενική. Ακολούθως, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβάλλεται κύρωση, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς καταλογίζεται σε βάρος του το σύνολο των αποδοχών των παρανόμως προσληφθέντων υπαλλήλων, παρά το γεγονός ότι δεν ευθυνόταν αποκλειστικά ο ίδιος για την απασχόλησή της, αφού η σύναψη των οικείων συμβάσεων αποφασίστηκε από συλλογικό όργανο, είναι απορριπτέος, δεδομένου ότι με τον επίδικο καταλογισμό, που δεν συνιστά κύρωση, επιχειρείται η αποκατάσταση του δημιουργηθέντος στη διαχείριση της Δημοτικής Επιχείρησης ελλείμματος, τυχόν δε ευθύνη και των λοιπών μελών του Δ.Σ. της εν λόγω Επιχείρησης, δεν αίρει την εις ολόκληρο ευθύνη του εκκαλούντος (πρβλ. απόφ. IV Τμ. Ελ.Συν. 1428/2003). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση φέρει πλημμελή αιτιολογία, καθόσον δεν προσδιορίζει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η υπαιτιότητά του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η απόφαση αυτή, όπως συμπληρώνεται από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, περιέχει το σύνολο των απαραίτητων στοιχείων για τον προσδιορισμό της ιστορικής αιτίας του καταλογισμού και του νομίμου ερείσματος αυτού, ήτοι τα διαπιστωθέντα από το αρμόδιο καταλογιστικό όργανο πραγματικά περιστατικά χρονικά προσδιορισμένα, στα οποία ερείδεται η ευθύνη του καταλογισθέντος, η ιδιότητα αυτού ως υπολόγου, ο χρόνος και ο τρόπος δημιουργίας του ελλείμματος και το ύψος αυτού, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της διαχείρισης του υπολόγου και του προκύψαντος ελλείμματος και, ως εκ τούτου, παρίσταται επαρκώς αιτιολογημένη. Ομοίως, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι με την 1267/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων αθωώθηκε από την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος για τις παράνομες προσλήψεις προσωπικού της Δημοτικής Επιχείρησης και ότι, κατ’ εφαρμογή της αρχής «non bis inidem», δεν μπορεί να δικαστεί για δεύτερη φορά για πράξη για την οποία έχει αθωωθεί, είναι απορριπτέος, δεδομένου ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση καταλογίστηκε λόγω της δημοσιολογιστικής του ευθύνης, που είναι αυτοτελής σε σχέση με την τυχόν συντρέχουσα ποινική του ευθύνη. Εξάλλου, η αθωωτική απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου δεν δεσμεύει ως προς την δημοσιονομική ευθύνη του εκκαλούντος, αλλά συνεκτιμάται με τα λοιπά στοιχεία της υπόθεσης (βλ. Αποφ. VII Τμ. Ελ.Συν. 952, 2176/2010). Τέλος, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι, κατά την συμμετοχή του στη λήψη των αποφάσεων του Δ.Σ. της Δημοτικής Επιχείρησης για την «ανανέωση» των επίμαχων συμβάσεων, δεν ενήργησε με πρόθεση καταστρατήγησης της εφαρμοστέας νομοθεσίας και ότι συγγνωστώς υπέλαβε ότι ενεργούσε σύννομα, καθόσον τόσο από την Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., όσο και από τον ειδικό σύμβουλο του Δήμου …, είχε υποδειχθεί σε όλους τους συμμετέχοντες στη λήψη των ανωτέρω αποφάσεων, η δυνατότητα, σε εφαρμογή του π.δ/τος 180/2004, της ανανέωσης των συμβάσεων των ως άνω υπαλλήλων, είναι απορριπτέος, καθόσον ως υπόλογος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, η δε υπαιτιότητά του δεν αίρεται από την επικαλούμενη υποκειμενική πεποίθησή του περί της νομιμότητας των ενεργειών του, καθόσον αυτή ανάγεται σε μη επιτρεπτή,κατά το ισχύον δικαιϊκό σύστημα, άγνοια νόμου και δη των κανόνων που ήταν υποχρεωμένος, ως εκ της ιδιότητάς του, της σφαίρας των δραστηριοτήτων του και του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων, να γνωρίζει (πρβλ. Αποφ. VII Τμ. Ελ.Συν. 1709, 1742, 2093, 2101, 2102, 2105/2007, 2240/2008).
VΙI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει, σύμφωνα με όσα προηγουμένως κρίθηκαν, να γίνει εν μέρει δεκτή, να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να περιορισθεί το ποσό του καταλογισμού σε 22.351,45 ευρώ. Περαιτέρω δε πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα (άρθρα 56 παρ. 2 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 3 του π.δ/τος 1225/1981) και εκτιμωμένων των περιστάσεων να απαλλαγεί το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο από την καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος (βλ. άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).