ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ ΙV
Απόφαση 1701/2007
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Νοεμβρίου 2006, με την ακόλουθη σύνθεση: Ελένη Φώτη, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Μαρία Αθανασοπούλου και Ασημίνα Σαντοριναίου (εισηγήτρια), Σύμβουλοι, Κωνσταντίνος Εφεντάκης και Κωνσταντίνος Παραθύρας, Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο).
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παρέστη ο ασκών καθήκοντα Αντεπιτρόπου της Επικρατείας Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης, ως νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, ο οποίος είχε κώλυμα.
Γραμματέας: Γιολάντα Παπαδημητρίου, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορίας ΠΕ, με βαθμό Α΄).
Για να δικάσει την από 23.5.2002 (αριθμ. κατάθ. 79/28.5.2002) έφεση των: 1) …, κατοίκου Αθηνών (οδός …) και 2) …, κατοίκου … Αττικής (οδός …), οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Χαράλαμπου Χρυσανθάκη (Α.Μ. 11855/Δ.Σ.Α.).
Kατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη,
κατά α) της 617/30.11.2001 καταλογιστικής απόφασης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών, ως προς το μέρος αυτής που αφορά στον καταλογισμό ποσού 12.030.433 δραχμών και ήδη 35.305,74 ευρώ, υπέρ του σωματείου με την επωνυμία «Ορθόδοξος Φιλανθρωπική Αδελφότης …, και β) της 607/27.11.2001 πορισματικής έκθεσης της ίδιας ως άνω Υπηρεσίας.
Το υπέρ ου ο καταλογισμός σωματείο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Στυλιανού Λιαρομμάτη (Α.Μ. 24635/Δ.Σ.Α.).
Με την προσβαλλόμενη απόφαση οι εκκαλούντες, που διετέλεσαν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του σωματείου «Ορθόδοξος Φιλανθρωπική Αδελφότης …, καταλογίσθηκαν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, με το ποσό των 12.030.433 δραχμών και ήδη 35.305,74 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι συνιστά έλλειμμα στη χρηματική διαχείριση του εν λόγω σωματείου για το χρονικό διάστημα από 1.1.1994 έως 9.11.2000.
Με την 1691/2003 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απορρίφθηκε έφεση των εκκαλούντων κατά της προαναφερόμενης καταλογιστικής απόφασης, ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας.
Με την 1937/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου αναιρέθηκε η προαναφερόμενη 1691/2003 απόφαση του IV Τμήματος, και η υπόθεση αναπέμφθηκε στο ίδιο Τμήμα για την εκ νέου εξέτασή της.
Με την 2003/2006 απόφαση του IV Τμήματος, διατάχθηκε η επανάληψη της επ΄ ακροατηρίου συζήτησης της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία το Δικαστήριο άκουσε:
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλούντων ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της έφεσης,
τον πληρεξούσιο δικηγόρο του υπέρ ου ο καταλογισμός σωματείου, ο οποίος ζήτησε επίσης την παραδοχή της έφεσης,
τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη αυτής και
τον ασκούντα καθήκοντα Αντεπιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Σύμβουλο, ο οποίος πρότεινε την έκδοση προδικαστικής απόφασης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες όλους τους Δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο και
Αποφάσισε τα ακόλουθα:
Ι. Η υπό κρίση έφεση επανεισάγεται προς συζήτηση μετά την έκδοση της 1937/2005 απόφασης της Ολομελείας του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία κρίθηκε ότι η ένδικη διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αναιρουμένης της 1691/2003 απόφασης του IV Τμήματος με την οποία είχε απορριφθεί έφεση των εκκαλούντων, ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας και μετά την έκδοση της 2003/2006 απόφασης του IV Τμήματος με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της επ΄ ακροατηρίου συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να εξεταστεί η κρινόμενη έφεση από κοινού λόγω συνάφειας με την με αύξοντα αριθμό κατάθεσης 85/2002 έφεση κατά της ίδιας ως άνω καταλογιστικής απόφασης.
ΙΙ. Με την κρινόμενη έφεση οι εκκαλούντες ζητούν την ακύρωση: α) της 617/30.11.2001 απόφασης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών με την οποία καταλογίστηκαν αυτοί, ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του σωματείου με την επωνυμία «Ορθόδοξος Φιλανθρωπική Αδελφότης … αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, με το ποσό των 12.030.433 δραχμών και ήδη 35.305,74 ευρώ, που φέρεται ότι συνιστά έλλειμμα στη χρηματική διαχείριση του εν λόγω σωματείου, για το χρονικό διάστημα από 1.1.1994 έως 9.11.2000 και β) της 607/27.11.2001 πορισματικής έκθεσης ελέγχου της ίδιας ως άνω Οικονομικής Επιθεώρησης. Η έφεση αυτή για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. τα … σειράς Ε΄ διπλότυπα είσπραξης τύπου Α΄ ) παραδεκτώς στρέφεται μόνο κατά της πρώτης των προσβαλλομένων που εμπίπτει στις πράξεις που προσβάλλονται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 15 παρ. 13 του π.δ. 774/1980 (ΦΕΚ 189 Α΄ ) και 12 του ν.δ.1264/1942 (ΦΕΚ 100 Α΄ ), ενώ, αντίθετα, η ίδια έφεση είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης των προσβαλλομένων, η οποία ούτε πράξη που εμπίπτει στις προαναφερόμενες διατάξεις αποτελεί, ούτε άλλωστε έχει εκτελεστό χαρακτήρα (2039/2004, 2010/2006 ΙV Τμ. Ελ. Συν.).
IΙΙ. Στο άρθρο 12 παρ. 8 του ν.δ/τος 1264/1942 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως» (ΦΕΚ 100 Α΄), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με την 316/1946 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ 188 Α΄), ορίζονται τα εξής: «Κατά των καταλογιστικών αποφάσεων των Οικονομικών Επιθεωρητών, δύναται να ασκηθή έφεσις ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου εντός μηνός από της κοινοποιήσεώς των». Περαιτέρω, στη διάταξη της παρ. 13 του άρθρου 15 του π.δ/τος 774/1980 «Περί οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ 189 Α΄) ορίζεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο «δικάζει τας κατά τας κείμενας διατάξεις υπαχθείσας εις την αρμοδιότητα αυτού εφέσεις κατά καταλογιστικών αποφάσεων εκδιδομένων παρά των Υπουργών ή των επί τούτου εντεταλμένων συλλογικών ή μη οργάνων της διοικήσεως, επί διαχειρίσεως υλικού ή χρηματικού του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου εν γένει». Τέλος, στο άρθρο 30 παρ. 3 του ίδιου ως άνω π.δ/τος ορίζεται ότι: «Αι κατά την παράγραφον 13 του άρθρου 15 εφέσεις ασκούνται εντός εξαμήνου προθεσμίας (…). Εντός της αυτής προθεσμίας ασκούνται τα επί πάσης διαφοράς προκυπτούσης εκ του ελέγχου των λογαριασμών εν γένει ένδικα μέσα». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι τα ασκούμενα ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου πάσης φύσεως ένδικα μέσα υποβάλλονται σε εξάμηνη προθεσμία από της κοινοποιήσεως της προσβαλλόμενης πράξεως, εφ’ όσον η προκαλέσασα τη διαφορά αιτία προκύπτει εκ του ελέγχου των υποκείμενων στον κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ετησίων λογαριασμών του Κράτους και πάντων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Ωστόσο, οι καταλογιστικές πράξεις των οικονομικών επιθεωρητών που εκδίδονται σε βάρος οργάνων διαχείρισης νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου για μη νόμιμη διαχείριση χρημάτων ανηκόντων στο νομικό τούτο πρόσωπο υπάγονται στην προθεσμία ενός μηνός που θεσπίζεται στην προπαρατεθείσα διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 12 του ν.δ/τος 1264/1942 (βλ. απόφ. 1473/1995 IV Τμ. Ελ. Συν.). Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση εκδόθηκε στις 30.11.2001 από την οικονομική επιθεωρήτρια, …, σε βάρος οργάνων διοίκησης και διαχείρισης σωματείου, ήτοι μελών του διοικητικού συμβουλίου αυτού και θυροκολλήθηκε στην κατοικία εκάστου των εκκαλούντων, κατόπιν αρνήσεως αυτών να την παραλάβουν (πρβλ. άρθρο 42 του π.δ/τος 1225/1981), στις 5 Δεκεμβρίου 2001. Η αναγραφόμενη δε επί του αποδεικτικού επίδοσης προς τον πρώτο εκκαλούντα ημερομηνία «5 Νοεμβρίου 2001, ημέρα Τετάρτη» αντί του ορθού «5 Δεκεμβρίου, ημέρα Τετάρτη», προφανώς οφείλεται σε παραδρομή του επιδίδοντος οργάνου, δεδομένου ότι αφενός κατά την ημερομηνία αυτή δεν είχε ακόμα εκδοθεί η προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση και αφετέρου η ημερομηνία αυτή δεν συμπίπτει με την ημέρα Τετάρτη. Ακολούθως, ασκήθηκε η ήδη κρινόμενη έφεση στις 28 Μαΐου 2002 (α.β.δ. 79/2002), ήτοι μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας του ενός μηνός. Πλην όμως, στην προτελευταία παράγραφο (υπό στοιχείο Γ΄) της καταλογιστικής απόφασης, η εκδότρια αυτής είχε προσθέσει την εξής φράση: «Κατά της καταλογιστικής αυτής απόφασης οι καταλογιζόμενοι δύνανται να ασκήσουν έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου εντός έξι (6) μηνών (…)». Εξαιτίας, όμως, της ως άνω πληροφορίας που δόθηκε εσφαλμένως από νομική πλάνη στους εκκαλούντες, αυτοί ευλόγως υπέλαβαν ότι η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της έφεσης ανέρχεται σε έξι μήνες, δοθέντος ότι η ενημέρωση προήρχετο από το αρμόδιο προς καταλογισμό όργανο που, κατά τεκμήριο, διαθέτει γνώση των οικείων θεμάτων. Συνεπώς, προκειμένου να μην στερηθούν οι εκκαλούντες το συνταγματικό τους δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος), πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η κρινόμενη έφεση να θεωρηθεί ως εμπρόθεσμη, ασκηθείσα πάντως εντός προθεσμίας έξι μηνών από την κοινοποίηση αυτής, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω, δοθέντος δε ότι, κατά τα λοιπά, έχει αυτή ασκηθεί νομοτύπως κατά το μέρος που αφορά την 617/30.11.2001 καταλογιστική απόφαση, πρέπει να εξετασθεί ακολούθως κατά την ουσιαστική της βασιμότητα.
ΙV. Εξάλλου, το π.δ. 1225/1981 ορίζει: Στο άρθρο 70 ότι «1. Οι διάδικοι υποχρεούνται όπως τα αποδεικτικά αυτών στοιχεία προσκομίζουν εις την γραμματείαν του δικαστηρίου εντός των εν άρθρω 29 του παρόντος προθεσμιών υποβολής υπομνημάτων. 2. Το δικαστήριον δύναται αυτεπαγγέλτως να αποφασίζη περί συμπληρώσεως των αποδείξεων δια παντός προσφόρου μέσου. (…) 4. Το δικαστήριον δύναται να ζητή, παρά πάσης δημοσίας, δημοτικής ή κοινοτικής αρχής και παρά παντός νομικού ή φυσικού προσώπου, πληροφορίας και στοιχεία χρησιμεύοντα εις την πληρεστέραν διάγνωσιν της υποθέσεως, πάντων τούτων υποχρεουμένων να παρέχουν τας ζητουμένας πληροφορίας και τα στοιχεία», στο άρθρο 97 ότι «1. Το Συνέδριον ασκούν την δικαιοδοσίαν αυτού, δικαιούται προς μόρφωσιν πεποιθήσεως, να κάμη χρήσιν κατά την απόλυτον αυτού κρίσιν παντός αποδεικτικού μέσου (…), εφ’ όσον υπό των διεπουσών την υπό κρίσιν υπόθεσιν ειδικών διατάξεων δεν καθορίζονται ωρισμένα αποδεικτικά μέσα ή δεν περιορίζεται η χρήσις τούτων. 2. Το Συνέδριον δικαιούται να ζητή παρά των Δημοσίων Υπηρεσιών έγγραφα ή να διατάσση την παρά των ενδιαφερομένων μερών προσαγωγήν τοιούτων, (…)», στο άρθρο 98 ότι «1. Δια της περί αποδείξεως αποφάσεως του Δικαστηρίου ορίζονται τα προσακτέα έγγραφα και η προθεσμία της παρά των ενδιαφερομένων μερών προσαγωγής τούτων, το αποδεικτέον θέμα, (…)» και στο άρθρο 100 ότι «1. Η επιμέλεια της εκτελέσεως των περί αποδείξεως αποφάσεων ανήκει εις τον Γραμματέα του Δικαστηρίου, όστις και αποστέλλει, δι’ εγγράφου του, επίσημον απόσπασμα των αποφάσεων, επί αποδείξει, εις την Αρχήν παρ’ ης ζητούνται έγγραφα, (…). 2. Ούτοι οφείλουν άνευ αναβολής να εκτελέσουν τας αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αποστέλλοντες τα ζητούμενα έγγραφα (…) εφ’ ων ο Γραμματεύς του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σημειοί δια πράξεώς του την χρονολογίαν περιελεύσεώς των εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον (…)». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι είναι υποχρεωτική η προσαγωγή από τους διαδίκους μέσα στην από το νόμο οριζόμενη προθεσμία όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους. Παρ’ όλα αυτά, όμως, το Δικαστήριο μπορεί, σε περίπτωση που ο φάκελος δεν είναι πλήρης, για την ασφαλέστερη διάγνωση της υπόθεσης, να αναβάλλει την οριστική του κρίση και να ζητήσει τη συμπλήρωση των αποδείξεων. Στα πλαίσια αυτά μπορεί να ζητά από κάθε δημόσια αρχή τη συμπλήρωση του φακέλου με τα ελλείποντα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία αυτή είναι υποχρεωμένη να υποβάλει μέσα στην προθεσμία που ορίζει η δικαστική απόφαση.
V. Στην προκειμένη περίπτωση από όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τις 894/1956 και 1320/1973 αποφάσεις του Πρωτοδικείου Αθηνών εγκρίθηκε και τροποποιήθηκε, αντιστοίχως, το καταστατικό για τη σύσταση σωματείου με την επωνυμία «Ορθόδοξος Φιλανθρωπική Αδελφότης … Στο άρθρο 4 του καταστατικού προβλέπονται οι πόροι του εν λόγω σωματείου οι οποίοι προέρχονται από εισφορές μελών, τακτικές και έκτακτες, από δωρεές και κληροδοτήματα, καθώς και από τις προσόδους της κινητής και ακίνητης περιουσίας του σωματείου και από τα κεφάλαια του σωματείου και τους τόκους αυτών. Κατόπιν της 1105983/3202/1618β/27.12.1999 εντολής της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης, η οικονομική επιθεωρήτρια Πειραιά, …, προέβη στη διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου στο ως άνω σωματείο, η οποία ολοκληρώθηκε με τη σύνταξη της 607/27.11.2001 πορισματικής έκθεσης, σύμφωνα με την οποία τα έσοδα του σωματείου για τη χρονική περίοδο από 1.1.1994 έως 9.11.2000 ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 68.991.700 δραχμών, προερχόμενα από τους ανωτέρω πόρους. Περαιτέρω, όπως δέχεται η εν λόγω πορισματική έκθεση, τα έξοδα του σωματείου κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα ανήλθαν στο ποσό των 1.102.000 δραχμών, όπως αυτά προσδιορίστηκαν από τα επισχεθέντα από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) στοιχεία, δεδομένου ότι, όπως αναφέρει η επιθεωρήτρια «παρά τις οχλήσεις μας, με διάφορους τρόπους και προφάσεις αρνήθηκαν να μας παρέχουν τα αιτούμενα και εκ των κειμένων διατάξεων προβλεπόμενα στοιχεία» (βλ. σελ. 44 της πορισματικής έκθεσης). Έπρεπε, επομένως, με βάση την πορισματική έκθεση και την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σελ. 2 αυτής) το υπόλοιπο του ταμείου του σωματείου να ανέρχεται στο ποσό των 67.889.700 δραχμών. Πλην όμως, στο λογαριασμό 116/296091-54 του σωματείου στην … Τράπεζα βρέθηκε το ποσό των 55.869.327 δραχμών, με αποτέλεσμα το υπόλοιπο ποσό των 12.030.433 δραχμών το οποίο δεν καλύπτεται κατά τις παραδοχές της καταλογιστικής απόφασης, από νόμιμα δικαιολογητικά να αποτελεί έλλειμμα της εν λόγω διαχείρισης. Το ανωτέρω φερόμενο ως έλλειμμα καταλογίστηκε στους εκκαλούντες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, εξ αφορμής της έρευνας της Οικονομικής Επιθεώρησης στην ανωτέρω διαχείριση, ασκήθηκε κατά του πρώτου εκκαλούντος ποινική δίωξη για τα αδικήματα: α) της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσα (άρθρα 26 παρ. 1, 27, 98, 258, 263α περ. δ΄ του Π.Κ. και 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950 όπως ισχύει), και β) της άρνησης παραδόσεως διαχειριστικών βιβλίων σε αρμόδια διοικητική αρχή (άρθρο 61 παρ. 3 του ν. 2065/1992). Στα πλαίσια της κατ’ αυτού ανοιγείσας ποινικής διαδικασίας, δυνάμει των 450 και 451/5.11.2003 εντολών της Ανακρίτριας του 10ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και σε εκτέλεση της Α01/01Ε/30 παραγγελίας του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, διεξήχθη από τους …και … πραγματογνωμοσύνη με σκοπό τη διαπίστωση και τον εκ νέου προσδιορισμό του ύψους των εξόδων κατόπιν των προσκομιστέων από τον κατηγορούμενο στοιχείων, πέραν των όσων αναφέρονται στην 607/27.11.2001 πορισματική έκθεση, προκειμένου να αναπροσαρμοστεί σχετικά το ύψος του ελλείμματος. Η κατόπιν της διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης συνταχθείσα από 18.8.2004 έκθεση των ανωτέρω πραγματογνωμόνων διαλαμβάνει ότι η οικονομική επιθεωρήτρια, κατά τη σύνταξη της πορισματικής έκθεσης δεν έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που προσκομίστηκαν από τον κατηγορούμενο, και ήδη εκκαλούντα, τα οποία συνιστούσαν δικαιολογητικά των πραγματοποιηθέντων κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα εξόδων, καθώς ο έλεγχος που αυτή διενήργησε περιελάμβανε μόνο τα έσοδα σωματείου και μικρό μέρος των δικαιολογητικών των εξόδων αυτού. Ειδικότερα, από την ανωτέρω έκθεση προκύπτει ότι τα συνολικά έξοδα που καλύπτονται από δικαιολογητικά που προσκομίστηκαν αρχικά κατά την ανάκριση και ακολούθως κατά την πορεία της διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης, ανέρχονται για το κρίσιμο χρονικό διάστημα σε 12.057.769 δραχμές, υπολείπονται δηλαδή των εσόδων κατά 1.604 δρχ., ποσό το οποίο εν τέλει καλύπτεται με «μικροαποδείξεις που δεν ανευρέθησαν» (βλ. σελ. 10 της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης). Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω στη σκέψη V της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει να αναβάλει την οριστική του κρίση, και, με μέριμνα της Γραμματείας του Τμήματος τούτου να επιστραφεί ο φάκελος στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης, προκειμένου να διεξαχθεί νέος έλεγχος από άλλον οικονομικό επιθεωρητή, στη χρηματική διαχείριση του σωματείου με την επωνυμία «Ορθόδοξος Φιλανθρωπική Αδελφότης …”», για το χρονικό διάστημα από 1.1.1994 έως 9.11.2000, ώστε να διαπιστωθεί αν το φερόμενο ως έλλειμμα με βάση την 607/27.11.2001 πορισματική έκθεση έχει μηδενιστεί, λαμβανομένων υπόψη των δικαιολογητικών που στο μεταξύ έχουν προσκομιστεί από τους εκκαλούντες. Ακολούθως, να υποβληθεί σχετική συμπληρωματική πορισματική έκθεση στο Δικαστήριο εντός τριών (3) μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας. Μετά τη διενέργεια των ανωτέρω, πρέπει να οριστεί νέα δικάσιμος για τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης, μετά την τήρηση της νόμιμης προδικασίας.
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την κρινόμενη έφεση των …, κατά το μέρος αυτής, που στρέφεται κατά της 607/27.11.2001 πορισματικής έκθεσης διαχειριστικού ελέγχου της οικονομικής επιθεωρήτριας της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών του Υπουργείου Οικονομικών, …, ως απαράδεκτη.
Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανωτέρω έφεσης, κατά το μέρος αυτής, που στρέφεται κατά της 617/30.11.2001 καταλογιστικής απόφασης υπέρ του σωματείου «Ορθόδοξος Φιλανθρωπική Αδελφότης ….
Διατάσσει την εκτέλεση όσων ορίζονται στο σκεπτικό της παρούσας.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 27 Μαρτίου και στις 4 Μαΐου 2007.
Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Ιουνίου 2007.