ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
1707/2009
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2009, με την ακόλουθη σύνθεση : Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Ευστάθιος Ροντογιάννης, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κανδρής, Φλωρεντία Καλδή και Γεώργιος Κωνσταντάς, Αντιπρόεδροι, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Διονύσιος Λασκαράτος, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη (εισηγήτρια), Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα και Αγγελική Μυλωνά, Σύμβουλοι (ο Αντιπρόεδρος Ιωάννης Καραβοκύρης και οι Σύμβουλοι Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Μιχαήλ Ζυμής, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη και Κωνσταντίνος Κωστόπουλος απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Γεώργιος Σχοινιωτάκης.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 28 Ιανουαρίου 2008 (αριθμ. κατάθεσης 51/30.1.2008) αίτηση για αναίρεση της 258/2006 οριστικής απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου του Δημητρίου Θειακού του Πάνου, κατοίκου Αργυρούπολης Αττικής (οδός Κύπρου 98Α – Τ.Κ. 164 52), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γρηγορίου Γερασίμου (ΑΜ/ΔΣΑ 10374),
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε ως αβάσιμη η από 26.2.2004 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 1602/2003 απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, απορριπτικής ένστασής του κατά της 19428/2002 πράξης της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία είχε απορριφθεί το αίτημά του για κανονισμό σ’ αυτόν σύνταξης κατά τις διατάξεις του άρθρου 36 του β.δ/τος της 31.10.1935.
Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Και
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τους Αντιπροέδρους Ευστάθιο Ροντογιάννη και Νικόλαο Αγγελάρα που απουσίασαν λόγω κωλύματος.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 258/2006 οριστικής απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, αφού πρόκειται για υπόθεση που αφορά στον κανονισμό πολεμικής σύνταξης (άρθρο 121 του π.δ. 1285/1981), πρέπει να εξετασθεί, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, ως προς το εμπρόθεσμο και γενικά το παραδεκτό αυτής.
ΙΙ. Το π.δ/μα 1225/1981 «περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 304) ορίζει, στο άρθρο 114, ότι «1. Η αίτησις αναιρέσεως ασκείται εντός προθεσμίας ενός έτους, αρχομένης δια τον ιδιώτην από της κοινοποιήσεως αυτώ της αποφάσεως, … 2. Εάν δεν επεδόθη η απόφασις η προθεσμία της αναιρέσεως είναι τριών ετών, αρχομένη από της δημοσιεύσεως της περατούσης την δίκην αποφάσεως. …», στο άρθρο 86 ότι «Αι αποφάσεις του δικαστηρίου κοινοποιούνται εις τους διαδίκους επιμελεία της Γραμματείας αυτού», στο άρθρο 18 παρ. 3 ότι «Ο πληρεξούσιος είναι υποχρεωτικώς και αντίκλητος του εντολέως αυτού δια τας αφορώσας την εις ην παρίσταται δίκην κοινοποιήσεις, περιλαμβανομένης και της οριστικής αποφάσεως», στο άρθρο 34 ότι «Η επίδοσις γίνεται : 1. Εις τον προς ον αύτη ή τον πληρεξούσιον ή τον αντίκλητον αυτού …», στο άρθρο 38 παρ. 1 και 5, αντιστοίχως, ότι «Εάν ο προς ον η επίδοσις δεν ευρίσκεται εν τη κατοικία αυτού, το έγγραφον παραδίδεται εις τινα των μετ’ αυτού συνοικούντων συγγενών ή υπηρετών και εν ελλείψει ή απουσία αυτών προς τινα των λοιπών συνοίκων, έχοντα, κατά την κρίσιν του επιδίδοντος, συνείδησιν των πραττομένων» και ότι «Μη ευρισκομένου εν τη κατοικία τινός των εις ους δύναται να γίνη η επίδοσις κατά τας προηγουμένας παραγράφους, το έγγραφον επικολλάται εις την θύραν της κατοικίας επί παρουσία ενός μάρτυρος, γιγνομένης μνείας περί της θυροκολλήσεως εν τη εκθέσει», στο άρθρο 39 ότι «Εάν ο προς ον η επίδοσις δεν ευρίσκεται εις το κατάστημα, γραφείον … όπου ασκεί είτε μόνος είτε μετ’ άλλου το επάγγελμα αυτού … το έγγραφον παραδίδεται … προς τινα των συνεταίρων, συνεργατών, υπαλλήλων ή υπηρετών … Εάν ουδείς εκ των ανωτέρω αναφερομένων προσώπων ευρίσκεται αυτόθι, η επίδοσις γίνεται εις την κατοικίαν του προς ον αύτη», στο άρθρο 43 παρ. 4 και 5, αντιστοίχως, ότι «Ο επιμελούμενος της επιδόσεως και όταν υπάρχει αντίκλητος αναζητεί κατά πρώτον τον διάδικον ή τον νόμιμον αντιπρόσωπον αυτού προς παράδοσιν του επιδοτέου, μη επιτρεπομένης όμως εν απουσία των τελευταίων τούτων της επιδόσεως δια θυροκολλήσεως.…» και ότι «Η επίδοσις προς τον αντίκλητον διενεργείται καθ’ ον τρόπον και προς αυτόν τούτον τον διάδικον, εφαρμοζομένων αναλόγως και των διατάξεων των άρθρων 38 και 39 … του παρόντος» και στο άρθρο 44 παρ. 1 ότι «Περί πάσης επιδόσεως συντάσσεται υπό του επιδίδοντος έκθεσις, η οποία … περιέχει α) … ε) μνεία του προσώπου εις ο παρεδόθη το έγγραφον και του τρόπου επιδόσεως, εν περιπτώσει απουσίας ή αρνήσεως του προς ον η επίδοσις ή των υπό των άρθρων 38 και 39 του παρόντος οριζομένων προς τούτο προσώπων». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται, πλην άλλων, και τα ακόλουθα : Για την έναρξη της ετήσιας προθεσμίας για την άσκηση αίτησης αναίρεσης από τον ιδιώτη διάδικο απαιτείται να έχει προηγουμένως επιδοθεί νόμιμα σ’ αυτόν η προσβαλλόμενη απόφαση. Για το λόγο αυτό, τυχόν μη νόμιμη επίδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ισοδυναμούσα με έλλειψη επίδοσης, δεν αφετηριάζει και την ετήσια αυτή προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναίρεσης, γεγονός που συνεπάγεται το εμπρόθεσμο της αίτησης αναίρεσης, εφόσον αυτή ασκείται σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 114 παρ. 2 του π.δ. 1225/1981 προθεσμίας, ήτοι μέσα σε τρία έτη από τη δημοσίευση της απόφασης. Περαιτέρω, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 18 παρ. 3 του ίδιου ως άνω π.δ/τος ο πληρεξούσιος δικηγόρος είναι υποχρεωτικά και αντίκλητος του εντολέα του για τις κοινοποιήσεις που αφορούν τη δίκη στην οποία παραστάθηκε, στις οποίες (κοινοποιήσεις) περιλαμβάνεται και αυτή της οριστικής απόφασης, δεν είναι νόμιμη η επίδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στον ιδιώτη διάδικο, όταν αυτή γίνεται με θυροκόλληση, η δε επίδοση της απόφασης στον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητό του γίνεται ομοίως με θυροκόλληση στον τόπο της επαγγελματικής του εγκατάστασης, λόγω απουσίας αυτού του ιδίου και κάθε άλλου συνεργάτη, υπαλλήλου ή συστεγαζόμενου προσώπου. Από αυτά παρέπεται ότι δεν άρχεται η ετήσια προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναίρεσης όταν η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιείται (επιδίδεται) τόσο με θυροκόλληση στην κατοικία του ιδιώτη διαδίκου, όσο και με θυροκόλληση στην επαγγελματική εγκατάσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου και αντικλήτου του. Είναι δε εμπρόθεσμη η αίτηση αναίρεσης που ασκείται από τον ιδιώτη αυτό διάδικο, εφόσον αυτή ασκηθεί μέσα σε τρία έτη από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (βλ. σχετ. Ολ. Ελ. Συν. 198/1998). Στην προκειμένη υπόθεση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε στις 17.2.2006, κοινοποιήθηκε (επιδόθηκε) τόσο με θυροκόλληση στην κατοικία του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, λόγω απουσίας του ίδιου ή άλλου συνοίκου προσώπου (βλ. την από 31.3.2006 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Ελεγκτικού Συνεδρίου Μιχαήλ Γρέκα), όσο και με θυροκόλληση στην επαγγελματική εγκατάσταση (δικηγορικό γραφείο) του παραστάντος στην κατ’ έφεση δίκη πληρεξουσίου δικηγόρου και αντικλήτου του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος Σπυρίδωνα Διαμαντόπουλου, λόγω απουσίας του ιδίου ή άλλου συστεγαζόμενου προσώπου (βλ. σχετ. την από 3.4.2006 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Ελεγκτικού Συνεδρίου Δημητρίου Φέσσα). Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, δεν είναι νόμιμη η κοινοποίηση (επίδοση) της προσβαλλόμενης απόφασης στον τότε εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα, με συνέπεια να μην άρχεται (αφετηριάζεται) από την ημερομηνία της πλημμελούς αυτής κοινοποίησης η ετήσια προθεσμία για την άσκηση από μέρους αυτού αίτησης αναίρεσης. Επομένως, η ένδικη αίτηση αναίρεσης, που έχει ασκηθεί στις 30.1.2008, ήτοι εντός τριετίας από τη δημοσίευση (17.2.2006) της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι εμπρόθεσμη. Ενόψει τούτων, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, που έχει ασκηθεί κατά τους νόμιμους τύπους, εμπροθέσμως και γενικά παραδεκτώς, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων με αυτή λόγων αναίρεσης.
ΙΙΙ. Με την προσβαλλόμενη απόφαση του ΙΙΙ Τμήματος απορρίφθηκε ως αβάσιμη η από 26.2.2004 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 1602/2003 απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, με την οποία είχε απορριφθεί η από 20.3.2003 ένστασή του κατά της 19428/2002 πράξης της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Με την τελευταία αυτή πράξη είχε απορριφθεί η από 7.9.2002 αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος για κανονισμό σ’ αυτόν σύνταξης κατά τις διατάξεις του άρθρου 36 του β.δ/τος της 31.10.1935, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες από τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, αφού αυτός δεν προσκλήθηκε από στρατιωτική αρχή για να παράσχει υπηρεσίες για την άμυνα της χώρας, ο δε επικαλούμενος από αυτόν τραυματισμός του στο κεφάλι και το δεξί χέρι από άνδρες του Δημοκρατικού Στρατού στις 15.10.1944 στη θέση Ναουμέικα Νικιάνας Λευκάδας δεν επήλθε από υπαιτιότητα της στρατιωτικής υπηρεσίας, ούτε εξαιτίας εκτέλεσης στρατιωτικής υπηρεσίας που αποσκοπούσε στην άμυνα της χώρας ή στην τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ο αναιρεσείων ζητεί την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία, υιοθετώντας την ως άνω αιτιολογία, δέχθηκε ότι ορθά απορρίφθηκε η ένσταση αυτού κατά της απορριπτικής της αίτησής του για κανονισμό σύνταξης πράξης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, αναφέροντας ρητά στην κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ότι «τα αναφερθέντα ως άνω δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, αφού εξ όλων των καταθέσεων προκύπτει ότι ως μέλος της εθνικής αντίστασης κλήθηκα μέσα στα πλαίσια της μεταβατικής περιόδου από την αποχώρηση των κατακτητών και μέχρι συγκροτήσεως της νέας κυβερνήσεως από τον τότε ελληνικό στρατό και προσέφερα τις υπηρεσίες μου ως συνδέσμου συνεπεία των οποίων την 15.10.44 τραυματίσθηκα» και αιτιώμενος ότι οι παραδοχές στις οποίες ήχθη το δικάσαν Τμήμα «δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια».
ΙV. Με το π.δ/μα 1225/1981 «περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 304) ορίζεται, στο άρθρο 110, ότι «Η αίτησις αναιρέσεως ασκείται υπό παντός έχοντος έννομον συμφέρον ή υπό του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας παρά τω Ελεγκτικώ Συνεδρίω ……», στο άρθρο 113 ότι «Το δικόγραφον της αιτήσεως αναιρέσεως δέον να περιέχη πλην των εν άρθρω 31 του παρόντος στοιχείων και : α) … β) τους λόγους αναιρέσεως κατά τρόπον σαφή και ωρισμένον, γ) … και δ) σαφές και συγκεκριμένον αίτημα …» και στο άρθρο 115 ότι «Η αίτησις αναίρεσεως ασκείται : α) δια κακήν σύνθεσιν του δικάσαντος Τμήματος, β) δια παράβασιν ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και γ) δι’ εσφαλμένην ερμηνείαν ή πλημμελή εφαρμογήν του διέποντος την επίδικον υπόθεσιν νόμου». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 569 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που είχε, ως εκ του χρόνου δημοσίευσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ανάλογη εφαρμογή στην ένδικη υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αυτό ίσχυε πριν από την από 4.7.2006 αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 55 του π.δ. 1225/1981, που έχει κατά το άρθρο 117 του ίδιου π.δ/τος ανάλογη εφαρμογή και επί των αιτήσεων αναίρεσης, επιτρέπονται πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ακόμη και στην περίπτωση που η αίτηση αναίρεσης δεν περιέχει λόγο τυπικά παραδεκτό και ορισμένο, ασκούνται δε οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης με ίδιο δικόγραφο που κατατίθεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τουλάχιστον δεκαπέντε πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα πρώτη δικάσιμο, αντίγραφο του οποίου (δικογράφου) επιδίδεται επί ποινή απαραδέκτου των προσθέτων λόγων, με την επιμέλεια του αναιρεσείοντος, μέσα σε οκτώ ημέρες από την κατάθεσή του στον αναιρεσίβλητο. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό ερμηνευόμενες, προκύπτει, πλην άλλων, ότι η αίτηση αναίρεσης ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο για τους λόγους που περιοριστικώς αναφέρονται στο άρθρο 115 του π.δ. 1225/1981. Η έλλειψη ενός τουλάχιστον λόγου αναίρεσης στο οικείο δικόγραφο (αναιρετήριο) θεραπεύεται μόνο με πρόσθετους λόγους αναίρεσης, οι οποίοι υποβάλλονται (ασκούνται) με ξεχωριστό δικόγραφο, χωρίς να επιτρέπεται η υποβολή (προβολή) τους με το υπόμνημα.
V. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ο αναιρεσείων στρέφεται κατά της 258/2006 απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ζητεί την εξαφάνισή της και τον κανονισμό σ’ αυτόν, κατά παραδοχή της σχετικής έφεσής του, σύνταξης κατά τις διατάξεις του άρθρου 36 του β.δ/τος της 31.10.1935, προβάλλοντας ότι οι παραδοχές, στις οποίες ήχθη το δικάσαν Τμήμα, «δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, αφού εξ όλων των καταθέσεων προκύπτει ότι αυτός, ως μέλος της εθνικής αντίστασης, κλήθηκε μέσα στα πλαίσια της μεταβατικής περιόδου από την αποχώρηση των κατακτητών και μέχρι τη συγκρότηση της νέας Κυβέρνησης από τον τότε Ελληνικό Στρατό και προσέφερε τις υπηρεσίες του ως συνδέσμου, συνεπεία των οποίων τραυματίσθηκε στις 15.10.1944». Οι αιτιάσεις όμως αυτές, οι οποίες δεν μπορούν να υπαχθούν σε έναν από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 115 του π.δ/τος 1225/1981 λόγους αναίρεσης και με τις οποίες αμφισβητείται η εκτίμηση των αποδείξεων και πλήττεται, συνακόλουθα, η ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μη επιτρεπτώς προβάλλει δε ο αναιρεσείων το πρώτον, με τα από 4.2.2009 και 9.2.2009 υπομνήματά του (κατατεθέντα κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης το πρώτο και μετά τη συζήτηση εντός δοθείσης προθεσμίας το δεύτερο), κατά της προσβαλλόμενης απόφασης τις αιτιάσεις (α) της παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη μορφή της παρά το νόμο μη λήψης υπόψη ουσιώδους αποδεικτικού μέσου και συγκεκριμένα του περιλαμβανόμενου στη δικογραφία Πιστοποιητικού Τύπου Α΄ του Στρατολογικού Γραφείου Λευκάδας και (β) της πλημμελούς εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 36 του β.δ/τος της 31.10.1935, που διέπουν την επίδικη έννομη σχέση, αιτιάσεις οι οποίες συνιστούν μεν λόγους αναίρεσης κατά το άρθρο 115 του π.δ/τος 1225/1981, πλην όμως απαραδέκτως προβάλλονται με τα σχετικά υπομνήματά του, αφού, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, οι αιτιάσεις αυτές μπορούσαν να προβληθούν μόνο με δικόγραφο προσθέτων λόγων αναίρεσης, ασκούμενο κατά τους σχετικούς νόμιμους τύπους και διαδικασία. Ακολούθως, εφόσον οι μεν περιεχόμενες στο υπό κρίση δικόγραφο (αναιρετήριο) αιτιάσεις είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, αφού πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του δικάσαντος Τμήματος, οι δε περιεχόμενες στα ως άνω κατατεθέντα από τον αναιρεσείοντα υπομνήματα αναιρετικές αιτιάσεις είναι απορριπτέες ως απαραδέκτως προβαλλόμενες με τα υπομνήματα αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της.
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την από 28.1.2008 αίτηση αναίρεσης (αριθμ. καταθ. 51/30.1.2008) του Δημητρίου Θειακού του Πάνου κατά της 258/2006 απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ – ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΥΡΤΗΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΜΑΔΟΥΚΗ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 3 Ιουνίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ – ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΥΡΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ