ΕΣ 1722/10, Ολομ., Αξιωματικοί, 56§4 Σ, Ευέλπιδες, Αποζημίωση για παραίτηση απο παραγωγική σχολή των ενόπλων δυνάμεων, δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας

ΕΣ Ολομ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 1722/2010

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2010, με την ακόλουθη σύνθεση: Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Ευστάθιος Ροντογιάννης, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς και Θεοχάρης Δημακόπουλος, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Ευφροσύνη Κραμποβίτη (εισηγήτρια), Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία – Κωνσταντάρα, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης και Αντώνιος Κατσαρόλης, Σύμβουλοι (ο Αντιπρόεδρος Διονύσιος Λασκαράτος και οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Άννα Λιγωμένου, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Ευαγγελία – Ελισσάβετ Koυλουμπίνη και Αγγελική Μυλωνά απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Γεώργιος Σχοινιωτάκης.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για να δικάσει την από 24.5.2007 (αριθμ. καταθ. 524/30.5.2007), για αναίρεση της 469/2007 οριστικής απόφασης του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αίτηση της …., η οποία εμφανίστηκε στο ακροατήριο, χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο και ζήτησε να εκδικαστεί η υπόθεσή της.
Κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε διά του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Κατσούλα.
Με την Φ.861/47/603588/Σ.635/7.2.2005 απόφαση του Β΄ Υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Διεύθυνση Οικονομικού/3α) καταλογίστηκε η αναιρεσείουσα, πρώην σπουδάστρια της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων (Σ.Σ.Ε.) με το ποσό των 7.480,12 ευρώ, για οφειλόμενη στο Ελληνικό Δημόσιο αποζημίωση, λόγω παραίτησής της από τη Σχολή αυτή, μετά την περάτωση του 1ου έτους σπουδών της.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 469/2007 απόφαση του V Τμήματος απορρίφθηκε ως αβάσιμη έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της ανωτέρω αποφάσεως.
Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή, ζητείται η αναίρεση της ως άνω αποφάσεως του V Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε :
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Χρήστο Ντάκουρη και τους Συμβούλους Κωνσταντίνο Κωστόπουλο και Ελένη Λυκεσά που απουσίασαν λόγω κωλύματος.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :

Ι. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως της 469/2007 οριστικής αποφάσεως του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως διευκρινίζεται με το από 4.11.2008 υπόμνημα της αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 8.1.2010, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. 2832072, 991697 και 2530205 Σειράς Α΄ έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου) έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί κατά το βάσιμο των λόγων αυτής, παρά τη δικονομική απουσία της αναιρεσείουσας, η οποία κληθείσα νομίμως εμφανίστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο και ζήτησε να συζητηθεί η υπόθεσή της (άρθρ. 65 παρ. 2 και 3 και 117 π.δ/τος 1225/1981).
ΙΙ. Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα επιδιώκει την ακύρωση της πληττόμενης αποφάσεως, προβάλλοντας ως λόγο αναιρέσεως αυτής, εσφαλμένη ερμηνεία των διεπουσών την επίδικη σχέση ουσιαστικών διατάξεων του άρθρ. 8 παρ. 1 του ν. 1911/1990, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του ν. 3257/2004, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1, 16 παρ. 4 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος.
ΙΙΙ. Στο άρθρο 8 του ν. 1911/1990 (ΦΕΚ Α΄, 166), όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 8 του ν. 3257/2004 (ΦΕΚ Α΄ 143), ορίζεται ότι : «1.Σπουδαστές και σπουδάστριες της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, της Σχολής Ικάρων …… όταν αποβάλουν την ιδιότητά τους αυτή για οποιονδήποτε λόγο, εκτός από λόγους υγείας …, υποχρεούνται να καταβάλουν στο Δημόσιο αποζημίωση, που είναι ίση με το γινόμενο του 65% του συνόλου των καθαρών μηνιαίων αποδοχών ανθυπολοχαγού και αντιστοίχων επί τον αριθμό των μηνών, που έχουν φοιτήσει στη σχολή. (…). 3. Ως μηνιαίες αποδοχές νοούνται αυτές που καταβάλλονται κατά το χρόνο της εξόδου των μαθητών από τη σχολή, μετά την αφαίρεση των νόμιμων κρατήσεων. (…) 5. Όσοι από τους προαναφερόμενους αποχωρούν κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους σπουδών δεν έχουν υποχρέωση καταβολής της κατά τις προηγούμενες παραγράφους αποζημιώσεως. 6. Όσοι αποχωρούν σε οποιοδήποτε έτος σπουδών από μία στρατιωτική σχολή προκειμένου να εγγραφούν σε άλλη στρατιωτική σχολή δεν έχουν υποχρέωση καταβολής της αποζημίωσης, που προβλέπεται στις προηγούμενες παραγράφους (…).».
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι οι σπουδαστές των ανωτάτων στρατιωτικών σχολών, στις οποίες συγκαταλέγεται και η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, που αποβάλουν την ιδιότητά τους αυτή, υποχρεούνται σε αποζημίωση του Δημοσίου για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε αυτό για την παρεχόμενη στη σχολή ειδίκευση και εκπαίδευση, διατροφή, ένδυση και συντήρηση, εκτός αν αυτοί απώλεσαν τη σπουδαστική τους ιδιότητα κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους σπουδών ή για λόγους υγείας ή πτητικής ανεπάρκειας ή προκειμένου να εγγραφούν σε άλλη στρατιωτική σχολή.
Εξάλλου, ως πρώτο έτος σπουδών, μετά την περάτωση του οποίου ο σπουδαστής στρατιωτικής σχολής οφείλει αποζημίωση λόγω αποβολής της ιδιότητάς του αυτής, νοείται όχι το πρώτο ημερολογιακό έτος από την εγγραφή του σπουδαστή στη σχολή, αλλά το πρώτο (εκπαιδευτικό) έτος σπουδών, όπως αυτό ορίζεται κάθε φορά από τον οικείο Οργανισμό της σχολής. Ειδικά για τη Σ.Σ.Ε., το β.δ. 312/1968 (ΦΕΚ Α΄ 99) ορίζει στο άρθρο 104 παρ. 1 και 2 ότι : «1. Η διάρκεια εκπαιδεύσεως εν τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων είναι τετραετής. 2. Το Ακαδημαϊκόν έτος άρχεται τον μήνα Σεπτέμβριον και λήγει τον Αύγουστον μήνα εκάστου έτους. Η ακριβής ημερομηνία ενάρξεως και λήξεως τούτου καθορίζεται υπό της Σ.Σ.Ε.». Περαιτέρω, σύμφωνα με το π.δ. 352/1995 «Οργανισμός Σχολής Αστυφυλάκων» (ΦΕΚ Α΄ 187) που ισχύει κατά το χρόνο συζητήσεως της αναιρεσιβαλλομένης, η Σχολή Αστυφυλάκων είναι ανώτερη σχολή υπερδιετούς κύκλου σπουδών, έχει ως αποστολή την εκπαίδευση των δοκίμων αστυφυλάκων και αποβλέπει στην άρτια επαγγελματική κατάρτιση και την κατάλληλη σωματική και ψυχική προετοιμασία των εκπαιδευομένων, ώστε να καταστούν ικανοί αστυνομικοί και ανακριτικοί υπάλληλοι, που θα ενταχθούν στη δύναμη της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.). Κατά τη διάρκεια της φοίτησης οι δόκιμοι αστυφύλακες διαμένουν και σιτίζονται στη σχολή, ενώ η διαδικασία αποβολής τους από τη σχολή ορίζεται ειδικά στις διατάξεις των άρθρων 58 και 59 του ίδιου π.δ/τος, χωρίς να προβλέπεται η καταβολή αποζημίωσης. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα άρθρα 8 και 9 του ν. 2800/2000 (ΦΕΚ Α΄ 41) η ΕΛ.ΑΣ. είναι «Σώμα Ασφαλείας», αποτελεί δε κρατική υπηρεσία που εντάσσεται στη διοικητική λειτουργία του Κράτους και έχει ως επικεφαλής τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι η Σχολή Αστυφυλάκων, για την οποία ισχύει το ειδικό καθεστώς του π.δ/τος 352/1995 και σκοπό έχει την εκπαίδευση του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ., δεν ανήκει στις στρατιωτικές σχολές, αφού ούτε υπάγεται στα περιοριστικά εκ του νόμου αναφερόμενα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Σ.Ε.Ι.), ούτε στις παραγωγικές σχολές υπαξιωματικών του κλάδου των Ενόπλων Δυνάμεων, δεν εφαρμόζονται δε οι διατάξεις περί οργάνωσης και λειτουργίας των Α.Σ.Ε.Ι., και οι απόφοιτοί της υπάγονται στο σώμα Ασφαλείας της Ελληνικής Αστυνομίας και όχι στις Ένοπλες Δυνάμεις (στρατός ξηράς, ναυτικό, αεροπορία), οι οποίες, άλλωστε, υπάγονται στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας με αρχηγό αυτών τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (άρθρο 45 Συντάγματος). Τέλος, κατά πάγια νομολογία του ΕλεγκτικούΣυνεδρίου, η αποζημίωση του άρθρου 8 του ν. 1911/1990 έχει χαρακτήρα αφενός μεν αποκαταστατικό των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε το Δημόσιο, αφετέρου δε λειτουργεί ως κύρωση και αντικίνητρο που αποβλέπει στην αποτροπή εισόδου στις σχολές αυτές σπουδαστών, οι οποίοι είτε δεν ενδιαφέρονται σοβαρά να ακολουθήσουν το στρατιωτικό επάγγελμα είτε δεν επιθυμούν τη φοίτηση στην συγκεκριμένη σχολή, στην οποία κατατάσσονται προκειμένου να κατοχυρώσουν μία θέση φοίτησης (δεσμεύοντας αυτήν, χωρίς σοβαρή πρόθεση επαγγελματικής σταδιοδρομίας στη συγκεκριμένη ειδικότητα), επιβαρύνοντας έτσι το Ελληνικό Δημόσιο και διαταράσσοντας το πρόγραμμα στελέχωσης των Ενόπλων Δυνάμεων (Ολ. Ε.Σ. 360/1991, 1148/1992).
ΙV. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ότι στις 20.10.2003 η ήδη αναιρεσίουσα κατετάγη στην πρώτη τάξη της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων και στις 3.8.2004 προήχθη στη δεύτερη τάξη, σύμφωνα με το από 12.11.2004 Φύλλο Μητρώου. Στη συνέχεια, υπέβαλε την παραίτησή της για να καταταγεί στη Σχολή Αστυφυλάκων και με την Φ.337.41/8/160023/Σ.1514/ 19.10.2004 απόφαση του Α΄ Υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού απολύθηκε και διαγράφηκε από τη Σ.Σ.Ε.. Συνεπώς η ήδη αναιρεσείουσα αποχώρησε από την ως άνω Στρατιωτική Σχολή μετά την περάτωση του πρώτου έτους σπουδών και κατά τη φοίτησή της στο δεύτερο έτος, το οποίο αρχίζει το μήνα Σεπτέμβριο και λήγει τον Αύγουστο του επόμενου έτους και έτσι έκρινε ότι ο λόγος της έφεσης ότι εν τοις πράγμασι δεν φοίτησε στο δεύτερο έτος σπουδών της Σ.Σ.Ε. πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Στη συνέχεια δε απέρριψε και τον ισχυρισμό της ήδη αναιρεσείουσας, ότι ανακοινώθηκε σ’ αυτήν τον μήνα Αύγουστο του 2004 η εισαγωγή της στη Σχολή Αστυφυλάκων και ότι η ίδια εξεδήλωσε την πρόθεσή της στη Σ.Σ.Ε. να καταταγεί στη νέα σχολή, πρωτίστως, παρά την αοριστία του, ως αναπόδεικτο, δεδομένου ότι, κατά τα προεκτεθέντα, στις 3 Αύγουστου του έτους 2004 είχε ήδη περατώσει επιτυχώς το πρώτο έτος σπουδών και είχε προαχθεί στη δεύτερη τάξη της Σ.Σ.Ε. στην οποία η ήδη αναιρεσείουσα παρέμεινε εγγεγραμμένη, όπως άλλωστε και η ίδια επιβεβαιώνει με την από 12.5.2005 έφεσή της, έως την 19η Οκτωβρίου 2004. Περαιτέρω, το Τμήμα έκρινε, ότι η Σχολή Αστυφυλάκων δεν συνιστά στρατιωτική σχολή, ανήκουσα στα Α.Σ.Ε.Ι., κατά την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 8 του ν. 1911/1990 και ότι, ως εκ τούτου, η ήδη αναιρεσείουσα, που αποχώρησε από τη Σ.Σ.Ε. λόγω παραιτήσεως, μετά την περάτωση του πρώτου έτους των σπουδών της, δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής της εκ του νόμου καθοριζόμενης αποζημίωσης και, κατόπιν τούτων, απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη.
Έτσι κρίνοντας το δικάσαν Τμήμα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 1911/1990, καθόσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η Σχολή Αστυφυλάκων δεν ανήκει στις στρατιωτικές σχολές, ούτε στις παραγωγικές σχολές υπαξιωματικών του Κλάδου των Ενόπλων Δυνάμεων και δεν εφαρμόζονται ως προς αυτή οι διατάξεις οργάνωσης και λειτουργίας των Α.Σ.Ε.Ι.. Με αυτά τα δεδομένα, ειδικότερα, οι ανωτέρω διατάξεις δεν αντιβαίνουν στη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρ. 4 Συντ.) και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι πρόκειται για διαφορετικές κατηγορίες σπουδαστών, που ανήκουν σε σώματα, τα οποία διαφέρουν ως προς την αποστολή τους (προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων της Χώρας, με συνεχή επάρκεια ετοιμότητας, για τις Ένοπλες Δυνάμεις, έναντι της εξασφάλισης της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, της πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος με τη γενική αστυνόμευση και ασφάλεια, για την Ελληνική Αστυνομία) και ως εκ τούτου, η διαφορετική, έστω και δυσμενέστερη αυτή μεταχείριση των σπουδαστών των στρατιωτικών σχολών δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, που συνίστανται στην ανάγκη εξασφάλισης στελεχών ορισμένων ειδικοτήτων για τις Ένοπλες Δυνάμεις. Επίσης οι ανωτέρω διατάξεις δεν αντιτίθενται προς αυτές του άρθρου 16 παρ. 4 του Συντάγματος, με τις οποίες θεσπίζεται δικαίωμα «δωρεάν παιδείας» όλων των Ελλήνων σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, στα κρατικά εκπαιδευτήρια, και τούτο, διότι οι συνταγματικές αυτές διατάξεις, και αν υποτεθεί ότι αφορούν και τις παραγωγικές σχολές αξιωματικών, διασφαλίζουν πράγματι την χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα των σπουδαστών παροχή σ’ αυτούς καθαρώς «υπηρεσιών» παιδείας από τα κρατικά εκπαιδευτήρια, όχι δε και άλλων παροχών (όπως τροφής, ένδυσης, στέγασης κ.λπ.), οι οποίες συνάπτονται με την καθόλου διαβίωσή τους, αφού για την εξασφάλιση των τελευταίων το Σύνταγμα προβλέπει (άρθρο 16 παρ. 2 εδ. δεύτερο) την, υπό προϋποθέσεις αρωγή του Κράτους. Ως εκ τούτου, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, λόγοι δημοσίου συμφέροντος δικαιολογούν και τυχόν τιθέμενους με τις ανωτέρω διατάξεις περιορισμούς στην ελευθερία επιλογής και μεταβολής του επαγγέλματος των σπουδαστών των στρατιωτικών σχολών, η οποία (ελευθερία) κατοχυρώνεται με το άρθρο 5 του Συντάγματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, γιατί και η ελευθερία αυτή, που δεν έχει πάντως την ίδια ευρύτητα εφόσον πρόκειται για στρατιωτικό επάγγελμα, υπόκειται σε θεμιτούς περιορισμούς, υπαγορευόμενους από τέτοιους λόγους, ως και λόγους γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια. Κατόπιν τούτων, και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον προβάλλεται, ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις αντιβαίνουν στο άρθρο 5 του Συντάγματος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (βλ. Ολ. Ελ. Συν. 360/1991, 1181/1992).
V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και αφού η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει πλήρη αιτιολογία, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου αναιρέσεως που κατατέθηκε, υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 61 παρ. 3 και 117 του π.δ/τος 1225/1981).

Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει ερήμην της αναιρεσείουσας.
Απορρίπτει την από 24.5.2007 (αριθμ. καταθ. 524/30.5.2007) αίτηση αναιρέσεως της …. κατά της 469/2007 αποφάσεως του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου αναιρέσεως υπέρ του Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 28 Απριλίου 2010.
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 30 Ιουνίου 2010.