ΕλΣυν Ολ 1723/2010
Πρόεδρος: Γ.-Σ. Κούρτης, Πρόεδρος ΕλΣυν
Εισηγήτρια: Γ. Μαραγκού, Σύμβουλος ΕλΣυν
Δικηγόροι: Κ. Κατσούλας, Πάρεδρος ΝΣΚ
Γενικός Επίτροπος Επικρατείας: Γ. Σχοινιωτάκης
Η ειδική παροχή του ποσού 176 ευρώ, δεν έχει τον χαρακτήρα γενικής προσαύξησης μισθών, δεν αποτελεί συντάξιμη παροχή και δεν λαμβάνεται υπόψη για τον κανονισμό ή αναπροσαρμογή της σύνταξης για οποιαδήποτε κατηγορία συνταξιούχων του Δημοσίου, παρά μόνο όπου και για όσο χρονικό διάστημα προβλεπόταν τούτο από τις ειδικές συνταξιοδοτικές διατάξεις των άρθρων 1 του Ν 3029/2002 και 10 παρ. 6 του Ν 3075/2002 οι οποίες έπαυσαν να ισχύουν από 1.1.2004.
Διατάξεις: άρθρα 24, 28 [παρ. 4] Ν 3205/2003 , 10 [παρ. 6] Ν 3075/2002 , 1 [παρ. 13] Ν 3029/2002 , 14 Ν 3016/2002 , 13 Ν 2738/1999 .
[…]
III. Από τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. α΄, 2 εδ. α΄, 4 και 5 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (ήδη ΠΔ 166/2000 ), προκύπτει ότι η σύνταξη των πολιτικών δημόσιων υπαλλήλων ή λειτουργών του Δημοσίου υπολογίζεται σε ποσοστό του συντάξιμου μισθού, που συγκροτείται από το βασικό μισθό ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού, που έφερε και μισθοδοτείτο κατά την έξοδό του από την υπηρεσία ο υπάλληλος ή ο λειτουργός, και από την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, όπως τα μεγέθη αυτά καθορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις, και ότι σε περίπτωση αύξησης του βασικού μισθού ή του χρονοεπιδόματος αυξάνεται ανάλογα και η σύνταξη, ενώ δεν επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη για τον κανονισμό ή την αύξησή της παροχές που καταβάλλονται στους ευρισκόμενους στην ενέργεια υπαλλήλους ή λειτουργούς, είτε με μορφή επιδόματος είτε με μορφή εξόδων παράστασης ή κίνησης είτε με οποιαδήποτε άλλη μορφή, εκτός αν τούτο προβλέπεται από ειδική συνταξιοδοτική διάταξη.
ΙV. Στη διάταξη του άρθρου 13 του Ν 2738/1999 «Συλλογικές συμβάσεις εργασίας Δημοσίου κλπ» (ΦΕΚ Α΄ 180) ορίζεται ότι: «1. Συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης των υπαλλήλων, που δεν ρυθμίζονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του παρόντος λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως ιδίως είναι ζητήματα μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού κ.λπ.), μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία. 2. Η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ: α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμιστούν κανονιστικώς βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρύθμισης των θεμάτων της συμφωνίας…». Σε εκτέλεση των ανωτέρω δημοσιεύθηκε ο Ν 3016/2002 «Εταιρική διακυβέρνηση, μισθολογικά κ.λπ.» (ΦΕΚ Α΄ 119), στη διάταξη του άρθρου 14 του οποίου ορίζεται ότι: «Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν 2738/1999 (ΦΕΚ Α΄ 180) και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπεγράφησαν το 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται, εν όλω ή εν μέρει, και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές που υπολείπονται του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές όσον αφορά το προσωπικό των ΟΤΑ και το προσωπικό των λοιπών ΝΠΔΔ περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβάνοντας υπόψη για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή, β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των ανωτέρω παροχών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγησή τους. 5. … 6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002». Κατ’ εξουσιοδότηση της προμνησθείσας διάταξης του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν 3016/2002 εκδόθηκε σωρεία κοινών υπουργικών αποφάσεων (άνω των πενήντα), με τις οποίες χορηγήθηκε η ανωτέρω χρηματική παροχή ύψους 88 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 μέχρι 30.6.2002, και 176 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.7.2002 και εφεξής σε πολλές κατηγορίες υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ (βλ. ενδεικτικά τις ΚΥΑ: α) 2/40326/0022, ΦΕΚ Β΄ 1242/23.9.2002, για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού και των εποπτευομένων από αυτό Δημοσίων Υπηρεσιών, β) 2/40098/0022, ΦΕΚ Β΄ 1266/27.9.2002, για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Τύπου και ΜΜΕ, γ) 2/31813/0022, ΦΕΚ Β΄ 1266/27.9.2002, για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Μακεδονίας – Θράκης, δ) 2/41890/0022, ΦΕΚ Β΄, 1266/27.9.2002, για τους πολιτικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης κ.λπ.). Περαιτέρω, με το άρθρο 28 παρ. 4 του Ν 3205/2003 «Μισθολογικά λειτουργών, υπαλλήλων δημοσίου κ.λπ.» (ΦΕΚ Α΄ 297), καταργήθηκε από 1.1.2004 το άρθρο 14 του Ν 3016/2002 και όλες οι κοινές υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότησή του. Όμως, στο άρθρο 24 του νόμου αυτού ορίστηκε ότι: «1. Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του Μέρους Α΄ του νόμου αυτού προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μικρότερες από αυτές που έπαιρναν οι δικαιούχοι τους κατά την 31.12.2003, η τυχόν διαφορά διατηρείται ως προσωπική μέχρι την κάλυψή της από οποιαδήποτε αύξηση των νέων αποδοχών. Για τον υπολογισμό της τυχόν προσωπικής διαφοράς δεν λαμβάνονται υπόψη τα ποσά της επόμενης παραγράφου και της οικογενειακής παροχής. 2. Ειδικότερα, ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του Ν 3016/2002 (ΦΕΚ Α΄ 110) ως ειδική παροχή …, διατηρούνται ως προσωπική διαφορά μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος παροχής ή αποζημίωσης ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του άρθρου 12 του παρόντος νόμου. Οι ανωτέρω κοινές υπουργικές αποφάσεις καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Μετά την 31.12.2003, δεν καταβάλλεται σωρευτικά η ως άνω προσωπική διαφορά μαζί με οποιαδήποτε πρόσθετη μισθολογική παροχή που συμψηφιζόταν με αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν 3016/2002 και τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις…». Εξάλλου, με τις διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 1 του Ν 3029/2002 (ΦΕΚ Α΄ 160) ορίσθηκε ότι: «Στο τέλος του άρθρου 59 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής: «11. Από 1ης Ιανουαρίου 2003, ποσό εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ από τα επιδόματα των πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων των άρθρων 8 και 13 του Ν 2470/1997 (ΦΕΚ Α΄ 40) και του άρθρου 14 του Ν 3016/2002 (ΦΕΚ Α΄ 110), υπόκειται σε όλες τις ασφαλιστικές εισφορές και λαμβάνεται υπόψη, στη βάση υπολογισμού της σύνταξης των εφεξής εξερχομένων από την υπηρεσία, κατά τα 7/35 του ποσοστού αναπλήρωσης της σύνταξης (80%), για κάθε έτος που έχουν καταβληθεί οι εισφορές. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα επιδόματα που καταβάλλονται με τις αποδοχές των λοιπών κατηγοριών υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου, καθώς και των στρατιωτικών πλην των περιπτώσεων που ισχύουν ήδη ευνοϊκότερες ρυθμίσεις ως προς το ύψος του ανωτέρω ποσού». Ακολούθως, με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 10 του Ν 3075/2002 (ΦΕΚ Α΄ 297) ορίσθηκε ότι «6α. Το ποσό της παρ. 13 του άρθρου 1 του Ν 3029/2002 λαμβάνεται υπόψη από 1ης Ιανουαρίου 2003, για την αναπροσαρμογή της σύνταξης των συνταξιούχων του Δημοσίου που έχουν εξέλθει ή εξέρχονται από την Υπηρεσία μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2006 και δεν υπάγονται στις διατάξεις των περιπτώσεων α΄ έως και η΄ της παρ. 1, καθώς και της παρ. 2 από του βαθμού του ταξιάρχου και άνω και των αντιστοίχων, του άρθρου αυτού. β. Η διαφορά που προκύπτει, κατά την αναπροσαρμογή των συντάξεων σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης, θα καταβληθεί σταδιακά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις της περ. γ΄ της παρ. 4 του άρθρου αυτού» δηλαδή σε πέντε (5) ετήσιες δόσεις, αρχίζοντας από 1.1.2003 και μέχρι την ολοκλήρωσή της. Τέλος, με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 15 περ. α΄ και β΄ του Ν 3234/2004 (ΦΕΚ Α΄ 52), οι οποίες, κατά την παράγραφο 19 του ίδιου άρθρου ισχύουν από 1.1.2004, έπαυσε από την ημερομηνία αυτή (1.1.2004) η ισχύς των προπαρατιθέμενων διατάξεων τόσον της παρ. 13 του άρθρου 1 του Ν 3029/2002 , με εξαίρεση τους στρατιωτικούς, όσον και της παρ. 6 του άρθρου 10 του Ν 3075/2002 .
Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 14 του Ν 3016/2002 προκύπτει ότι η ειδική αυτή παροχή προβλέφθηκε, προκειμένου να εξομαλυνθούν οι μισθολογικές διαφορές των υπαλλήλων του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, οι οποίοι δεν λαμβάνουν πρόσθετες μισθολογικές παροχές, ενώ, εάν καταβάλλονται σε αυτούς πρόσθετες μισθολογικές παροχές, αυτές συμψηφίζονται με την παροχή αυτή και, εφόσον υπολείπονται αυτής, καταβάλλεται μόνον η διαφορά μέχρι του ποσού των 176 ευρώ. Περαιτέρω, στην εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του ίδιου νόμου, προβλέπεται ότι οι κοινές υπουργικές αποφάσεις θα ορίζουν τον κύκλο των προσώπων, που θα λαμβάνουν την ειδική αυτή παροχή, τους όρους, τις προϋποθέσεις και τους τυχόν περιορισμούς στη χορήγηση αυτής, αφού όμως, ληφθούν υπόψη οι ειδικές συνθήκες των διαφόρων κατηγοριών υπαλλήλων, δηλαδή το συνολικό ποσό των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή. Ενόψει αυτών και του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού, η ειδική αυτή παροχή δεν αποτελεί γενική προσαύξηση μισθών, δεδομένου ότι το ύψος της διαφέρει ανάλογα, με την κατηγορία των υπαλλήλων, στους οποίους καταβάλλεται και των λοιπών επιδομάτων και παροχών, που αυτοί λαμβάνουν. Ούτε άλλωστε, η καταβολή της ειδικής αυτής παροχής σε πολλές κατηγορίες υπαλλήλων με την έκδοση των κοινών υπουργικών αποφάσεων, προσέδωσε σε αυτή το χαρακτήρα γενικής προσαύξησης μισθών, αφού οι αποφάσεις αυτές δεν έλαβαν υπόψη τους κατά την έκδοσή τους τις συνολικά καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές και λοιπές παροχές και επιδόματα των διαφόρων κατηγοριών υπαλλήλων με αποτέλεσμα να μην εκπληρώνουν το σκοπό που έθεσε ο νομοθέτης, που είναι η εξομάλυνση των μισθολογικών διαφορών υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων. Συνεπώς, η εν λόγω παροχή, αφού δεν έχει το χαρακτήρα γενικής προσαύξησης μισθών, δεν αποτελεί συντάξιμη παροχή και δεν λαμβάνεται υπόψη για τον κανονισμό ή αναπροσαρμογή της σύνταξης (άρθρο 9 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα) για οποιαδήποτε κατηγορία συνταξιούχων του Δημοσίου, παρά μόνον όπου και για όσο χρονικό διάστημα προβλεπόταν τούτο από τις προπαρατεθείσες ειδικές συνταξιοδοτικές διατάξεις των άρθρων 1 του Ν 3029/2002 και 10 παρ. 6 του Ν 3075/2002 , οι οποίες έπαυσαν να ισχύουν από 1.1.2004.
V. Στην υπό κρίση υπόθεση το Τμήμα που δίκασε δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα: Ο ήδη αναιρεσείων, πολιτικός συνταξιούχος του Δημοσίου (πρώην δικαστικός υπάλληλος) από 2.12.1999 (βλ. την …/1999 πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους), με την …/14.12.2006 αίτησή του προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ζήτησε να αναπροσαρμοσθεί η σύνταξή του αναδρομικά από 1.1.2002 μέχρι 31.12.2006, με συνυπολογισμό σε αυτήν της προβλεπόμενης από τοάρθρο 14 του Ν 3016/2002 ειδικής παροχής των 176 ευρώ και την καταβολή σ’ αυτόν της προκύπτουσας διαφοράς από 1.1.2002. Η αίτησή του αυτή απορρίφθηκε, με την …/19.12.2006 πράξη της 45ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία του γνωστοποιήθηκε επίσης ότι η εν λόγω παροχή λήφθηκε υπόψη στον υπολογισμό της σύνταξής του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 6 του Ν 3075/2002 οι οποίες καταργήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 15 περ. β΄ του Ν 3234/2004 και ότι «η πρώτη δόση καταβλήθηκε με την εισοδηματική πολιτική του έτους 2003 (αναδρομικά στις συντάξεις Ιουλίου 2003 και Μαρτίου 2004)». Κατά της πράξης αυτής ο ήδη αναιρεσίων άσκησε την από 1.3.2007 έφεση ενώπιον του II Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, στο δικόγραφο της οποίας σώρευσε και αγωγή, με την οποία ζητεί να ακυρωθεί η προμνησθείσα πράξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, να αναπροσαρμοσθεί η σύνταξή του με συνυπολογισμό και της ειδικής παροχής των 176 ευρώ, καθώς και να αναγνωριστεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να του καταβάλει νομιμοτόκως ως αποζημίωση το ποσό των 12.320 ευρώ, εξαιτίας του μη υπολογισμού της ειδικής παροχής στη σύνταξή του από 1.1.2002 μέχρι 31.12.2006. Το Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι η ειδική αυτή παροχή δεν λαμβάνεται υπόψη για τον κανονισμό ή αναπροσαρμογή της σύνταξης οποιασδήποτε κατηγορίας συνταξιούχων του Δημοσίου, αφού η επέκταση της χορήγησης ως άνω ειδικής παροχής σε πολλές κατηγορίες υπαλλήλων, ανεξάρτητα από το εύρος της, δεν έχει προσδώσει σ’ αυτήν τον χαρακτήρα της γενικής προσαύξησης αποδοχών, δεδομένου ότι οι διατάξεις που προέβλεπαν την παροχή αυτή (άρθρο 14 του Ν 3016/2002 ), απέβλεψαν στην εξομάλυνση των μισθολογικών διαφορών υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων. Εξάλλου, η παραδοχή αυτή δεν προσκρούει σε καμία συνταγματική ή άλλη διάταξη υπερνομοθετικής ισχύος, παρά μόνο για όσο χρονικό διάστημα ίσχυσαν οι προπαρατεθείσες ειδικές διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 13 του Ν 3029/2002 και 10 παρ. 6 του Ν 3075/2002 , κατά το οποίο (χρονικό διάστημα) η ειδική αυτή παροχή λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης του εκκαλούντος. Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικάσαν Τμήμα απέρριψε την έφεση και τη σωρευόμενη στο δικόγραφο αυτής αγωγή. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη το Τμήμα ορθά με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την ασκηθείσα έφεση, καθώς και τη σωρευθείσα στο δικόγραφο αυτής αγωγή του αναιρεσείοντος ούτε άλλωστε, με την κρίση αυτή παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 4, 22 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσίων. […]
[Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης.]