ΕΣ 1825/08, ΤΟΚΟΣ, Αίτηση καταλογισμού Επιτρόπου οχι νόμιμο το αίτημα περί τόκων

Ε.Σ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΜΗΜΑ IV
1825/2008
(Απόσπασμα) … Ι. Με την υπό κρίση αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ζητείται ο υπέρ του Ο.Α.Ε.Ε. – Τ.Α.Ε. καταλογισμός του Κ.Ζ. με το ποσό των 1.369,93 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της επίδικης αίτησης καταλογισμού, προς αποκατάσταση ισόποσης θετικής ζημίας που φέρεται ότι προξένησε ο ως άνω υπάλληλος υπαιτίως, κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, στο Τ.Α.Ε., διότι εξαιτίας λανθασμένης θεώρησης του βιβλιαρίου ασφαλισμένου του Ταμείου, χορηγήθηκαν σε αυτόν παροχές υγείας χωρίς να τις δικαιούται. Η αίτηση αυτή για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (βλ. άρθρο 61 παρ. 1 του π.δ. 1225/1981), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία, πρέπει δε να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, παρά την απουσία του καθ’ ου, εφόσον αυτός κλητεύτηκε νομίμως και εμπροθέσμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση (άρθρα 27 και 65 παρ. 3 του π.δ. 1225/1981), όπως προκύπτει από την από 21.2.2008 έκθεση επιδόσεως του υπαλλήλου του Δήμου Θεσσαλονίκης Χ.Χ.
II. Οι διατάξεις του άρθρου 46 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου προσδιορίζουν τις νόμιμες προϋποθέσεις άσκησης, εκ μέρους του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, αιτήσεως καταλογισμού σε βάρος υπαλλήλου αστικώς ευθυνόμενου για την πρόκληση ζημίας στο Δημόσιο ή σε ν.π.δ.δ. Ειδικότερα, το ως άνω άρθρο ορίζει, στην παρ. 10, ότι: «Ασχέτως προς την κατά το άρθρον 38 του νομοθετικού δ/τος 496/1974 ευθύνην των υπολόγων των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, πας υπάλληλος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ή Δημόσιος υπάλληλος, υπηρετών υφ’ οιανδήποτε ιδιότητα εις Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου, ευθύνεται και υποχρεούται εις ανόρθωσιν πάσης ζημίας τούτων, προελθούσης εκ δόλου ή αμελείας αυτού περί την εκτέλεσιν των υπό του ως άνω Νομοθετικού Διατάγματος και άλλων ειδικών διατάξεων ανατιθεμένων αυτώ καθηκόντων. Επί της ευθύνης ταύτης αποφαίνεται το Ελεγκτικόν Συνέδριον κατά τας διατάξεις του παρόντος», στη δε παρ. 5, ότι: «Επί της κατά το παρόν άρθρον ευθύνης δικάζει το Ελεγκτικόν Συνέδριον τη αιτήσει του παρ’ αυτώ Γενικού Επιτρόπου ενεργούντος είτε κατόπιν εντολής του οικείου Υπουργού είτε οίκοθεν…». Επίσης στο άρθρο 38 παρ. 1 του ν. 2683/1999 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 19), ο οποίος εφαρμόζεται κατά το άρθρο 2 αυτού και επί των ν.π.δ.δ., ορίζεται ότι: «1. Ο υπάλληλος ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για κάθε θετική ζημία την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαρεία αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο υπάλληλος ευθύνεται επίσης για την αποζημίωση την οποία κατέβαλε το Δημόσιο σε τρίτους για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εφόσον οφείλονται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια. Ο υπάλληλος δεν ευθύνεται έναντι των τρίτων για τις ανωτέρω πράξεις ή παραλείψεις του» (βλ. και άρθρα 85 και 86 του προϊσχύοντος π.δ. 611/1977 «Υπαλληλικός Κώδικας» – ΦΕΚ 198, Α’). Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι οι υπάλληλοι ν.π.δ.δ. (όπως ο Ο.Α.Ε.Ε. – Τ.Α.Ε.) ευθύνονται για κάθε θετική ζημία που προκάλεσαν σ’ αυτό, κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, ή επ’ ευκαιρία ή, ακόμη, κατά κατάχρηση ή καθ’ υπέρβαση αυτών, λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς τους σε βαθμό βαρείας αμέλειας ή δόλου που τελεί σε εσωτερικό σύνδεσμο με την προαναφερομένη ιδιότητα τους, η οποία μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη οφειλόμενης από τα εν λόγω καθήκοντα τους ενέργειας. Ως θετική ζημία νοείται η ελάττωση της υφιστάμενης περιουσίας του νομικού προσώπου, είτε ως μείωση του ενεργητικού, είτε ως αύξηση του παθητικού αυτής. Η δημιουργία, επομένως, σε βάρος του ν.π.δ.δ., χρηματικής υποχρέωσης έναντι τρίτου αποτελεί ζημία συνιστάμενη σε ισόποση μείωση της περιουσίας του, που επέρχεται με αντίστοιχη αύξηση του παθητικού της. Βαρεία δε αμέλεια υφίσταται, όταν η συμπεριφορά του υπαλλήλου αποκλίνει σημαντικά κατά τρόπο ουσιώδη και αδικαιολόγητο από την συμπεριφορά που οφείλει να επιδείξει ο μέσος συνετός άνθρωπος που ανήκει στον ίδιο (επαγγελματικό, κοινωνικό κ.ά.) κύκλο με τον αποζημιωτικά ευθυνόμενο υπάλληλο, λόγω μη καταβολής εκ μέρους του της απαιτούμενης επιμέλειας (βλ. αποφάσεις IV Τμήματος 2413 και 1999/2006, 1003/2005 κ.ά.).
III. Στην προκείμενη περίπτωση, από όλα τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο καθ’ ου η αίτηση, από τις 20.2.1979, διατελούσε υπάλληλος με βαθμό Β’ του κλάδου ΔΕ Εξωτερικών Επιμελητών Εισπράξεων της Περιφερειακής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης του Τ.Α.Ε. Μεταξύ των ανατιθέμενων σε αυτόν καθηκόντων ήταν και η είσπραξη των εισφορών (κυρίων εισφορών και εισφορών προσθέτων τελών) των ασφαλισμένων του Τ.Α.Ε. κατόπιν μετάβασης του στην έδρα της επιχείρησης τους, καθώς και η ταμειακή ενημέρωση της ατομικής καρτέλας του ασφαλισμένου, από την οποία προκύπτει ότι ο τελευταίος δεν οφείλει προς το Ταμείο εισφορές ή ότι έχει ρυθμίσει τις οφειλές του με δόσεις και τις καταβάλλει κανονικά μαζί με τις τρέχουσες ασφαλιστικές εισφορές, προκειμένου να του χορηγηθούν από το Ταμείο οι παροχές ασθενείας και μητρότητας, σύμφωνα με το άρθρο 66 παρ. 2 του π.δ. 668/1981 (ΦΕΚ Α’ 67), όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του π.δ. 116/1995 (ΦΕΚ Α’ 75). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την 893/7.12.1998 πορισματική έκθεση που συνέταξε η Προϊσταμένη του Τμήματος Επιθεώρησης και Ελέγχου του Τ.Α.Ε., Π.Π., ο καθ’ ου θεώρησε παράνομα το βιβλιάριο ασθενείας του ασφαλισμένου Α.Τ. με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στο Τ.Α.Ε. Ο εν λόγω ασφαλισμένος είχε προβεί τον 871995 σε ρύθμιση τμηματικής εξόφλησης των οφειλών του προς το Τ.Α.Ε. σε 24 δόσεις κάνοντας χρήση των σχετικών ευνοϊκών διατάξεων του άρθρου 61 παρ. 14 και 16 του π.δ/τος 668/1981 και σχετικής απόφασης του Δ.Σ. του Τ.Α.Ε. Στις 31.1.1997, ημερομηνία κατά την οποία τον επισκέφθηκε στο κατάστημα του ο καθ’ ου για την είσπραξη της εισφοράς του μήνα 12ου/ 1996, ο ασφαλισμένος όφειλε ακόμα πέντε (5) δόσεις, ήτοι από την 20η έως την 24η. Παρά ταύτα, χωρίς να προβεί στην είσπραξη αυτών, ως όφειλε, ο καθ’ ου υπέγραψε επί του βιβλιαρίου ενσήμων του ασφαλισμένου ότι οι ανωτέρω δόσεις είχαν εξοφληθεί. Στην συνέχεια, στις 31.3.1997 θεώρησε το βιβλιάριο ασθενείας του εν λόγω ασφαλισμένου για όλο το τρέχον έτος, ήτοι μέχρι και 31.12.1997, πλην όμως από τα επικολληθέντα για τις δόσεις ένσημα του βιβλιαρίου του ασφαλισμένου Τ, και της αντίστοιχης πίστωσης στις καταστάσεις του καθ’ ου επιμελητή εισπράξεων προέκυπτε ότι είχαν εξοφληθεί μόνο οι δέκα εννέα δόσεις. Οι πράξεις αυτές του καθ’ ου, δηλαδή η αναγραφή στο βιβλιάριο ενσήμων του παραπάνω ασφαλισμένου της λέξης «εξοφλήθηκαν», καθώς και η θεώρηση του βιβλιαρίου ασθενείας του μέχρι την 31.12.1997, είχαν ως αποτέλεσμα να παραπλανηθεί η Υπηρεσία και στις 2.2.1998 να θεωρήσει εκ νέου, βάσει της διαδικασίας που ακολουθείτο μέχρι τότε και συνίστατο στον έλεγχο του βιβλιαρίου ενσήμων από την τελευταία ημερομηνία της ταμειακής του ενημέρωσης, πρακτική που είχε γίνει αποδεκτή με σχετικές αποφάσεις από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου, το βιβλιάριο ασθενείας του ως άνω ασφαλισμένου, οπότε και του χορήγησε κατά τους μήνες 4ο/1998 και 110/1998, χωρίς όμως αυτός να το δικαιούται λόγω της ανωτέρω οφειλής του, παροχές μητρότητας και νοσηλείας της συζύγου και του τέκνου του, συνολικού ποσού 466.805 δρχ. με τις 0242377-3 έως 0242383-9 και 0246305-4 έως 0246312-0 τραπεζικές επιταγές (αφορούν νοσηλείες που πραγματοποιήθηκαν από 28.1. 1998 έως 6.2.1998 και χορηγήθηκαν τα υπ’ αριθμ. εισιτήρια 1892/98 και 18308/98 στα θεραπευτήρια Γενική Κλινική και Ιπποκράτειο νοσοκομείο αντίστοιχα), σύμφωνα με το 18537/25.11.1998 έγγραφο της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας. Ο καθ’ ου ισχυρίζεται στην κατάθεση του (σελ. 42 της πορισματικής έκθεσης) ότι ανέγραψε και υπέγραψε στο βιβλιάριο του Α.Τ. τη λέξη «ΕΞΟΦΛΗΘΗ» διότι διαπίστωσε ότι ο ασφαλισμένος είχε ήδη εξοφλήσει τις δόσεις του, παρασυρθείς από παράλειψη του συναδέλφου του επιμελητή Δ.Σ., ο οποίος ενώ έκανε την αναπροσαρμογή των δόσεων στο νέο ασφάλιστρο δεν ξεκίνησε καινούργια αρίθμηση αυτών στο βιβλιάριο. Ο ίδιος ο ασφαλισμένος στην από 6.4.2004 «δήλωση» του, ισχυρίζεται αορίστως ότι «κάθε καταβληθέν ποσό επικολλήθηκε στο βιβλιάριο μου ως αξία ενσήμων». Η υπόθεση προσέλαβε ποινικές και πειθαρχικές προεκτάσεις με την άσκηση σε βάρος του καθ’ ου ποινικής και πειθαρχικής διώξεως. Συγκεκριμένα, ασκήθηκε κατ’ αυτού ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε με το 736/2000 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης για να δικαστεί, μεταξύ άλλων, και για παράβαση καθήκοντος (259 Π.Κ). Με την 698, 699, 719/2002 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου ο καθ’ ου κηρύχθηκε αθώος της πράξεως που του αποδόθηκε, με την παραδοχή ότι προέβη σε θεώρηση του βιβλιαρίου του ασφαλισμένου Τ., διότι αγνοούσε τη ρύθμιση των δόσεων αυτού. Εξάλλου, μετά την άσκηση σε βάρος του καθ’ ου πειθαρχικής διώξεως – της οποίας προηγήθηκε η διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης (Ε.Δ.Ε.), που διεξήγαγε η ως άνω Προϊσταμένη του Τμήματος Επιθεώρησης και Ελέγχου και ολοκληρώθηκε με τη σύνταξη της 893/7.12.1998 πορισματικής έκθεσης – επεβλήθη σε αυτόν με την 5/15.12.1999 απόφαση του Πρωτοβάθμιου Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Τ.Α.Ε. η ποινή της οριστικής παύσης. Κατόπιν της ανωτέρω αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο καθ’ ου υπέβαλε αίτηση επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας, επί της οποίας το Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Τ.Α.Ε. (πειθαρχική δικαιοδοσία) ανεκάλεσε την προαναφερθείσα απόφαση του και επανέφερε αυτόν στην Υπηρεσία επιβάλλοντας του παράλληλα την ποινή του προστίμου των αποδοχών δύο (2) μηνών (βλ. την 4/22.4.2003 απόφαση). Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης, ασκήθηκαν ενστάσεις από τον καθ’ ου και από τον πρόεδρο του Ο.Α.Ε.Ε., επί των οποίων εκδόθηκε η 16/16.6.2005 απόφαση-πρακτικό του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου (βλ. τη ΔΙΔΑΔ/ΔΠΣ/Φ. 1/3/362/ 27.5.2005 βεβαίωση της Γραμματείας του Συμβουλίου) η οποία εξαφάνισε την 4/22.3.2003 απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, απέρριψε, κατά πλειοψηφία, καθ’ ολοκληρία την πειθαρχική αγωγή και έπαυσε την κατ’ αυτού πειθαρχική δίωξη.
IV. Από όσα προεκτέθηκαν προκύπτει ότι ο Κ.Ζ., με τις ως άνω παράνομες ενέργειες του προκάλεσε υπαιτίως, σε βαθμό βαρείας αμέλειας, στον Ο.Α.Ε.Ε. – Τ.Α.Ε. θετική ζημία ύψους 1.369,93 ευρώ, εφόσον κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως επιμελητής εισπράξεων του Ταμείου, δεν επέδειξε τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια που όφειλε και μπορούσε ως έμπειρος υπάλληλος με πολυετή υπηρεσία στο συγκεκριμένο αντικείμενο και δεν διέκρινε ότι η ρύθμιση της οφειλής του ασφαλισμένου Τ.Α. έγινε σε 24 δόσεις τον 8ο/1995, γεγονός που μπορούσε να διαπιστωθεί εύκολα εάν μετρούσε απλά τις επικολλημένες δόσεις (σε ένσημα) στο αντίστοιχο βιβλιάριο, οι οποίες ήταν 19 και όχι 24 (βλ. απόφαση IV Τμήματος 2420/2006). Η θετική δε ζημία συνίσταται στο συνολικό άθροισμα της αξίας των ανωτέρω παροχών υγείας που έλαβε ο παραπάνω ασφαλισμένος σε βάρος της περιουσίας του εν λόγω Ταμείου, χωρίς να τις δικαιούται, καθόσον δεν είχε εξοφλήσει πλήρως τις οφειλόμενες προς το Τ.Α.Ε. εισφορές του (βλ. άρθρο 6 της 35/1385/29.9.1999, Φ. 1814 Β’ απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων «Έγκριση του Κανονισμού του Κλάδου Υγείας του Ο.Α.Ε.Ε.», σύμφωνα με το οποίο η ασφαλιστική ικανότητα για παροχή περίθαλψης και χορήγηση βιβλιαρίου αποκτάται μετά από 4 μήνες από την εγγραφή στα μητρώα του ΟΑΕΕ και εφόσον έχουν καταβληθεί οι πάσης φύσεως οφειλόμενες εισφορές της τελευταίας τριετίας). Περαιτέρω, το αίτημα του Γενικού Επιτρόπου περί καταβολής τόκων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, αφού, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 46 του π.δ/τος 774/1980 και του άρθρου 38 του ν. 2683/1999 (και του αντίστοιχου άρθρου 85 του π.δ. 611/1977), θετική ζημία του ν.π.δ.δ., αποκαταστατέα από τον υπάλληλο που την προξένησε (από δόλο ή βαρεία του αμέλεια), κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, συνιστά, η ελάττωση της υφιστάμενης περιουσίας του, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και η δημιουργία σε βάρος του ν.π.δ.δ. χρηματικής υποχρέωσης έναντι τρίτου, όχι όμως και η ματαίωση της αναμενόμενης με βάσιμη πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, επαύξησης της περιουσίας αυτής, όπως είναι εν προκειμένω η τοκοφορία του ποσού που καταβλήθηκε, ως παροχή υγείας σε ασφαλισμένο του χωρίς ο τελευταίος να τη δικαιούται, ενώ, εξ άλλου, ούτε από άλλη διάταξη του π.δ/τος 774/1980 και του ν. 2683/1999 (και του π.δ. 611/1977), που συνιστούν ειδικές διατάξεις εφαρμοζόμενες εν προκειμένω, ορίζεται ρητώς η υποχρέωση του υπαλλήλου προς απόδοση τόκων επί πλέον του ποσού, το οποίο αποτελεί την κατά τα ανωτέρω θετική ζημία του ν.π.δ.δ. (βλ. απόφαση IV Τμήματος 1003/2005). Πρέπει επομένως να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ως προς το κεφάλαιο της με το οποίο ζητείται ο καταλογισμός του Κ.Ζ. με το ανωτέρω ποσό ύψους 1.369,93 ευρώ, το οποίο και είναι καταλογιστέο σε βάρος του και αντιστοιχεί στην προκληθείσα θετική ζημία του Ταμείου από τη χορήγηση των προαναφερόμενων παροχών κλάδου υγείας.