ΕΣ 1857/12, Ολομ., Δεν γίνεται παρεμπίπτων έλεγχος στις συνταξιοδοτικές πράξεις επ΄ευκαιρία αγωγής που ασκήθηκε έως 4.7.2006, μετά ναι λόγω αναλόγου εφαρμογής ΚΔΔ. Διάδικοι στη Συνταξιοδοτικοί Δίκη μονο ο ΟΚΑ

ΕΣ Ολομ

 

Αριθμ. 1857/2012, Ολομελείας
Περίληψη: Ενεργητική και Παθητική νομιμοποίηση στις ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκες. Οι αγωγές που ασκήθηκαν μέχρι 4.7.2006 ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης κατά το άρθρο 106 ΕισΝΑΚ λόγω μη νομιμότητος της οικείας συνταξιοδοτικής πράξης ή απόφασης του ΓΛΚ, απορρίπτονται ως απαράδεκτες, εάν δεν είχε αναγνωρισθεί προηγουμένως η επικαλούμενη παρανομία της πράξης του ΓΛΚ ή της απόφασης της ΕΕΠΚΣ μέσω της διαδικασίας της έφεσης.

Πρόεδρος: Ιωάννης Καραβοκύρης
Εισηγήτρια: Μαρία Αθανασοπούλου, Σύμβουλος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Διονύσιος Λασκαράτος

I. Κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του π.δ. 1225/1981 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 304) διάδικοι στη δίκη ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι το Δημόσιο και το φυσικό ή νομικό πρόσωπο υπέρ ή κατά των οποίων εκδόθηκε ή έχει συνέπειες η πράξη ή απόφαση.

Παρέπεται δε ότι ως κύριοι διάδικοι στην ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκη νομιμοποιούνται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα υπέρ ή εις βάρος των οποίων έχει εκδοθεί με ρητή κατ’ αρχήν αναφορά και έχει άμεσες έννομες συνέπειες η πράξη ή απόφαση που προσβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού. Ειδικότερα, όταν προσβάλλεται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 3163/1955, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 183/1973, αντικείμενο δε της δίκης που ανοίγεται είναι ο κανονισμός, ο ανακαθορισμός ή η αναπροσαρμογή σύνταξης που βαρύνει το Ι.Κ.Α., διάδικοι είναι το Ι.Κ.Α. και το φυσικό πρόσωπο που ωφελείται ή βλάπτεται αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο κλήθηκε να παραστεί στην συζήτηση της υπό κρίση αιτή-σεως, δεν νομιμοποιείται παθητικά στην παρούσα δίκη, αφού η έκδοσή της ως άνω απόφασης δεν επάγεται άμεσες έννομες (συνταξιοδοτικές) συνέπειες υπέρ ή εις βάρος αυτού, όπως συμβαίνει με το Ι.Κ.Α., το οποίο και μόνο νομιμοποιείται παθητικά ως αναιρεσίβλητο στην παρούσα δίκη.

Επομένως, η κρινόμενη αίτηση κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης.
ΙΙ. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως της 2142/2008 οριστικής αποφάσεως του II Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. 2346033 Σειράς Α΄ έντυπο γραμμάτιο του Δημοσίου) έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το βάσιμο του λόγου αυτής.
ΙΙΙ. Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ο αναιρεσείων επιδιώκει την ακύρωση της πληττόμενης αποφάσεως με σκοπό την παραδοχή της αποζημιωτικής αγωγής του, προβάλλοντας ως λόγο αναιρέσεως αυτής εσφαλμένη ερμηνεία των διεπουσών την επίδικη σχέση διατάξεων του άρθρου 66 παρ. 1, 5 και 6 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000) σε συνδυασμό με το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. (και 932 ΑΚ) και μάλιστα κατά παράβαση των άρθρων 4, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος.
IV. Από τις διατάξεις των παραγράφων 1, 5 και 6 του άρθρου 66 του Κώ¬δικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000) σε συνδυα-σμό με αυτές των άρθρων 2 παρ. 11α και 18 του ν. 3075/2002 συνάγεται ότι τα συνταξιοδοτικά αιτήματα υποβάλλονται κατ’ αρχήν προς κρίση ενώπιον της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.), οι συνταξιοδοτικές πράξεις της οποίας προσβάλλονται: α) μέχρι την 4η.12.2002 με ένσταση ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (Ε.Ε.Π.Κ.Σ.), είτε με έφεση ενώπιον του αρμόδιου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, β) από 5.12.2002 έως 3.11.2005 μόνο με ένσταση ενώπιον της Ε.Ε.Π.Κ.Σ., καθόσον με την παράγραφο 12 του άρθρου 3 του ν. 3408/2005 επαναφέρθηκε σε ισχύ το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, κατά των αποφάσεων της οποίας μπορεί να ασκηθεί έφεση ενώπιον του αρμόδιου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η διαδικασία αυτή ήταν αποκλειστική – τουλάχιστον μέχρι 4.7.2006, ημερομηνία ισχύος του άρθρου 12 του ν. 3472/2006, με το οποίο προβλέπεται η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Διοι¬κητικής Δικονομίας (ν. 1717/1999) συμπληρωματικά προς τις διατάξεις του π.δ/τος 1225/1981, που διέπει τις δίκες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου – και απαγορευόταν η εξέταση της νομιμότητας των συνταξιοδοτικών πράξεων με άλλη διαδικασία, εκτός από αυτή που διαγράφεται στις ως άνω διατάξεις, όπως ρητά ορίζει η παράγραφος 5 του εν λόγω άρθρου 66 του Σ.Κ. Η διάγνω-ση, δηλαδή, του παρανόμου ή μη συνταξιοδοτικής πράξης μπορούσε να γίνει από την Ε.Ε.Π.Κ.Σ. ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την ανωτέρω χρονική διάκριση, ενώ η νομιμότητα ή μη της απόφασης της Ε.Ε.Π.Κ.Σ., ελεγχόταν μόνο από το Ελεγκτικό Συνέδριο, αποκλειστικά μέσω της διαδικασίας της έφεσης, όπου το ζήτημα αυτό αποτελούσε το αποκλειστικό αντικείμενο της σχετικής δίκης. Άλλωστε, κατά καμία άλλη διαδικασία πλην της προ-βλεπόμενης για το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν επιτρεπόταν να ερευνάται παρε-μπιπτόντως το κύρος των συνταξιοδοτικών πράξεων. Η απαγόρευση αυτή ήταν γενική και καταλάμβανε και το Ελεγκτικό Συνέδριο, όταν δίκαζε ασκηθείσα ενώπιον του αγωγή αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, ενώ εξαίρεση στον κανόνα αυτό δεν αποτελούσε ούτε η διαδικασία της έφεσης κατά συνταξιοδοτικής πράξης ή απόφασης ενώπιον του οικείου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αφού στην περίπτωση αυτή ο δικαστικός έλεγχος του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης ήταν ευθύς και όχι παρεμπίπτων. Με την παραδοχή αυτή δεν εγείρετο, περαιτέρω, στο πλαίσιο εκδικάσεως της αποζημιωτικής αγωγής ζήτημα αντιθέσεως προς τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 20 παρ. 1, εφόσον με την προεκτεθείσα, και την κατά την αποκλειστική διαδικασία της έφεσης οριζόμενη, υπαγωγή της σχετικής συνταξιοδοτικής πράξης στον προσήκοντα δικαστικό έλεγχο, δεν αναιρείτο ούτε περιορίζετο η παροχή δικαστικής προστασίας στον ζημιωθέντα, τα δικαιώματα του οποίου προς αποζημίωση δεν παραβλάπτονταν. Συνεπώς, η άσκηση αγωγής ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ λόγω μη νομιμότητας της οικείας συνταξιοδοτικής πράξης ή απόφασης της Υπηρεσίας Συντάξεων του Γ.Λ.Κ., κατά παράκαμψη της διαγραφόμενης στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα διαδικασίας, δηλαδή χωρίς προηγουμένως να έχει αναγνωρισθεί η επικαλούμενη παρανομία της πράξης του Γ.Λ.Κ. ή της απόφασης της Ε.Ε.Π.Κ.Σ. μέσω της διαδικασίας της έφεσης (ήτοι, από την Ε.Ε.Π.Κ.Σ. ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, αντίστοιχα), δεν ήταν επιτρεπτή, με συνέπεια αυτή (αγωγή) να αποβαίνει απορριπτέα ως απαράδεκτη (βλ. σχετ. 2405/ 2005, 377/2006 (όπου και μειοψηφία), 1456/2006, 180/2011 αποφ. Ολομ. Ε.Σ.). Τούτο ισχύει για τις αποζημιωτικές αγωγές, κατά τα ανωτέρω, που ασκήθηκαν μέχρι 4.7.2006, καθώς από την ημερομηνία αυτή ορίστηκε νομοθετικά η αναλογική εφαρμογή στις δίκες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος καθιερώνει στο άρθρο 78 αυτού την αυτοτέλεια της αγωγής έναντι άλλων ενδίκων βοηθημάτων και την παρεμπίπτουσα εξέταση, κατά την εκδίκαση της αγωγής, των ζημιογόνων διοικητικών πράξεων, από τις οποίες απέρρευσε αποζημιωτική αξίωση (Ολ. Ελ. Συν. 3094/2009, 180/2011).
V. Στην προκειμένη περίπτωση το δικάσαν Τμήμα, με την αναιρεσιβαλ-λόμενη απόφασή του έκρινε ότι η ένδικη, από 10.11.2000, αποζημιωτική αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος δεν ασκήθηκε νομίμως και είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι η έγερση αγωγής ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., κατά παράκαμψη της προβλεπόμενης στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα διαδικασίας, χωρίς δηλαδή να έχει προηγουμένως αναγνωρισθεί η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα μη νομιμότητα της οικείας συνταξιοδοτικής πράξης από την Ε.Ε.Π.Κ.Σ. ή από το Ελεγκτικό Συνέδριο μέσω της διαδικασίας της έφεσης δεν είναι επιτρεπτή.
VI. Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, για τις αγωγές που ασκήθηκαν μέχρι 4.7.2006, όπως εν προκειμένω, πρέπει να τηρηθεί η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 66 του προϊσχύσαντος Συνταξιοδοτικού Κώδικα, η προηγούμενη δηλαδή διάγνωση της παρανομίας των συνταξιοδοτικών οργάνων από την Ε.Ε.Π.Κ.Σ. ή το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά περίπτωση, άλλως η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Έτσι κρίνοντας το Τμήμα και συνακόλουθα απορ¬ρίπτοντας την αγωγή αποζημίωσης ορθώς ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις και ο περί του εναντίου λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Όσον αφορά δε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί παραβιάσεως των άρθρων 4 και 26 του Συντάγματος δεν προκύπτει αντίθεση όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω προς τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας και της διακρίσεως των εξουσιών.
VII. Κατόπιν των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέ-σεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου που κατατέθηκε υπέρ του Δημοσίου (άρθρα 59 π.δ/τος 774/1980, 61 παρ. 3 και 117 π.δ/τος 1225/1981).